Έξω Γουίλλιαμ μες στο σπίτι

[ Τ' αδιαπέραστα τα μυστικά της βλάστησης... ]

«Αυτήν την ησυχία τη γεμίζει ένα τριζόνι. Άλλοτε την χαλάει κι άλλοτε την φτιάχνει, γιατί είναι ένα τριζόνι μαστροχαλαστής, που έχασε τον ύπνο του από την μαύρη ώρα που άκουσε κάποιον να φωνάζει σε κάποιον άλλο “καλό χειμώνα”. Είναι ακόμα το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη και μόλις σκότωσα μια ελπίδα στον τοίχο με τη σαγιονάρα μου. Έχω χάσει κι εγώ τον ύπνο μου αλλά αφού κανείς δεν μετράει πια πρόβατα για να κοιμηθεί, μετράω τα μικρά αναμνηστικά που χτίζουν οι θλιμμένοι συγγενείς στα σημεία των δρόμων όπου έχουν γίνει θανατηφόρα ατυχήματα. Από την παραλία με το ψαροπούλι και τη βροχή να μαστιγώνει την θάλασσα μέχρι σ’ αυτό το σπίτι στο βουνό, μέτρησα δεκατρία, που άλλα έμοιαζαν με μικρές εκκλησίες κι άλλα με σπιτάκια σκύλων –δύο ήταν σχεδόν ίδια με ταχυδρομικά κουτιά– υποθέτω για γράμματα στο θεό. Ανάβω το φως και προσπαθώ να κουλουριαστώ γύρω από αυτό, γιατί σήμερα προσπερνώντας την γειτονιά των αλεπούδων καμιά δεν με ευλόγησε με την ουρά της και μετά από το βενζινάδικο του Λάμπη, το σκοτάδι ήταν πάρα πολύ βαθύ κι αδιαπέραστα τα μυστικά της βλάστησης.»


Θαμμένοι μαύροι καθρέφτες... ]

«Το φεγγάρι άλλοτε ξαπλώνει κι άλλοτε κάθεται –ο αέρας άλλοτε σωπαίνει κι άλλοτε ουρλιάζει– μιμείται τα μεγάλα αιλουροειδή. Μια ταραχή σπρώχνει από μέσα τα σιδερένια σκεπάσματα των καταδικασμένων πηγαδιών – τα φοβάμαι λιγάκι τα πηγάδια, τρύπες στη γη με νερό ακίνητο, θαμμένοι μαύροι καθρέφτες που σπάνε τόσο εύκολα μ' ένα βότσαλο κι ύστερα αφού το καταπιούν καλούν και μερικούς σαν εμένα.

Καμιά φορά χαζεύει κι ο αέρας, παίζει και κυνηγάει ένα μανταλάκι ή ένα κομματάκι αλουμινόχαρτο. Αναγκάζει τα αναρριχητικά φυτά να χορεύουν και τα μεγάλα δέντρα να υποκλίνονται. Κάτω από το σιδερένιο σκέπασμα το πρόσωπο στον καθρέφτη του πηγαδιού τρώει πέτρες. Τα νυχτοπούλια θρηνούν γιατί έχουνε χάσει πάρα πολλά σε άτυχα παιχνίδια. Αντίθετα, οι γρύλοι, το γαϊδουροκαλόκαιρο έχουνε μια ζωή γεμάτη τύχη. Τον γκιώνη αγαπάω γιατί στάζει μια νότα αόριστης ερωτικής διάθεσης την ίδια και την ίδια νότα τρυφερής νύστας.

Μέσα σε όλες τις χαραμάδες κάτι ζει. Κι είναι όλα αυτά πάρα πολλά για μένα γιατί φοβάμαι να είμαι ολόκληρη».

[ Ο αέρας μιλάει μια γκρίζα γλώσσα... ]

«Χειμώνας – Κατεβαίνουν χαμηλά τα σύννεφα, πετάνε χαμηλά τα πουλιά κι ο αέρας μιλάει μια γκρίζα γλώσσα. Αυτή είναι μια περιγραφή του χειμώνα που συνδυάζεται με τον αρχαίο φόβο πως μέχρι να ξαναγίνει το σώμα εύκαμπτο και να τελειώσουν οι δουλειές του σπιτιού καθώς και η περιποίηση του γάτου, θα έχει πάλι κλείσει το πέρασμα για τον έξω κόσμο. Μέχρι να έρθει το καλοκαίρι, μέχρι να ανεβαίνει και πάλι η στάθμη της πραγματικότητας πολλές ζωές θα περάσουν μέσα από το σπίτι της ηρωίδας αυτής της ιστορίας που όπως κι εγώ, είναι απόλυτα προσδιορισμένη από το φως και τη θερμοκρασία. Τώρα όμως ο χειμώνας μάς είχε κάτσει για τα καλά κι η μόνη επιθυμία που ακόμα σιγοκαίει είναι για ιστορίες φαντασμάτων. Που δεν τρώνε, δεν πίνουν, δεν κοιμούνται και μόνο παρακολουθούν, “Θα βάλει ραδιόφωνο;” λένε μεταξύ τους καθώς αναφέρονται με αγένεια σε μένα, μπροστά μου, στο τρίτο πρόσωπο... Ύστερα κάθονται πάλι ήσυχα γύρω από έναν άσπρο λαγό ή ένα κουνέλι και του λένε τα νέα τους. Καμιά φορά του λένε κομμάτια από δικές μου ιστορίες. Σήμερα ένα απ᾽ αυτά μιλούσε για μια παραλία και για το μαύρο-μαβί κρίνο που φυτρώνει μόνο εκεί. Όταν όλα μαζί είπαν “αέρας” είδα μια θάλασσα ταραγμένη – όταν ένα απ’ αυτά είπε “σκυλί” είδα το σκυλί που επιστρέφει κάθε Οκτώβρη σ' αυτήν την παραλία με τα μελανά κρίνα –στον τόπο του αργού θανάτου του για ν᾽ αποχωριστεί άλλη μια φορά με κόπο και πόνο την ύλη του– τότε κατάλαβα πως αυτό είναι το σκυλί της Εκάτης...»


[ Από το ομώνυμο, εν εξελίξει κείμενο ]

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ Μαρίας Μήτσορα ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: