Η απαίτηση του μαικήνα

Braun Hogenberg, Χάρτης της Κόιμπρα (1598)
Braun Hogenberg, Χάρτης της Κόιμπρα (1598)



Ένας νέ­ος κό­σμος ανα­τέλ­λει στο Θέ­ντρο, και ιδιαί­τε­ρα στην Κοḯμπρα! Όλος αυ­τός ο συρ­φε­τός από ναυ­τι­κούς που πε­ρι­μέ­νει στο λι­μά­νι εί­ναι εντυ­πω­σια­κός. Φο­ρούν τα κο­λάν της Compania della Calza, βα­ριά πα­νω­φό­ρια κομ­μέ­να για να φαί­νο­νται από μέ­σα τα χρώ­μα­τα των κο­λάν και πο­λύ­χρω­μα κα­πέ­λα με φτε­ρά, ενώ κρα­τούν βε­νε­τσιά­νι­κες τσά­ντες. Βα­δί­ζουν πά­νω-κά­τω, σχο­λιά­ζο­ντας ο ένας τον άλ­λον, βο­λι­δο­σκο­πώ­ντας τις κα­ρα­βέ­λες και μι­λώ­ντας για τα ορά­μα­τα του Πρί­γκι­πα Μα­νου­έλ. Βλέ­πεις τις ζο­φε­ρές σι­λου­έ­τες των μο­να­χών ιη­σουι­τών που ετοι­μά­ζο­νται για ιε­ρα­πο­στο­λή στην Ιν­δία, στην Ιν­δο­κί­να, στην Κί­να, στην Ια­πω­νία, στα αρ­χι­πε­λά­γη του Ιν­δι­κού και στο Μα­κάο. Ένας πυ­ρε­τός, μια συ­νε­χής κί­νη­ση κι ένας θό­ρυ­βος απροσ­διό­ρι­στος τυ­λί­γουν το λι­μά­νι. Στα συ­μπό­σια έχουν κα­ταρ­γη­θεί πια οι πά­γκοι-όλοι κά­θο­νται σε ατο­μι­κές κα­ρέ­κλες, όλοι θέ­λουν να προ­βλη­θούν.
Μέ­χρι προ­χθές τολ­μού­σαν τις ακτο­γραμ­μές της δυ­τι­κής Αφρι­κής, με­τα­φέ­ρο­ντας σκλά­βους μέ­χρι τη Γκόα. Το συ­νη­θέ­στε­ρο ήταν να πε­ριο­ρί­ζο­νται στη σω­μα­τε­μπο­ρία- κά­θε επι­πλέ­ον από­πει­ρα ήταν πα­ρά­τολ­μη. Τώ­ρα τε­λευ­ταία, όμως, έπε­σε πο­λύ χρή­μα, και να που επι­στρέ­φουν στο λι­μά­νι τα κα­ρά­βια φορ­τω­μέ­να πι­πέ­ρια, μο­σχο­κάρ­φια, μο­σχο­κά­ρυ­δα, κα­φέ, βο­τά­νια, υπνω­τι­κά, με­τα­ξω­τά, χα­λιά, λευ­κά πα­πλώ­μα­τα και πορ­σε­λά­νες, ακό­μη και μαρ­γα­ρι­τά­ρια και γού­νες. Όλες αυ­τές οι μυ­ρω­διές ανα­κα­τεύ­ο­νται με τη θα­λασ­σι­νή αύ­ρα και δί­νουν την εντύ­πω­ση ενός κα­κο­μα­γει­ρε­μέ­νου φα­γη­τού.
Εί­ναι νω­ρίς το από­γευ­μα και οι σκιές εί­ναι έντο­νες, η υγρα­σία έχει κά­πως πε­ριο­ρι­στεί και φυ­σά ένας αέ­ρας ανα­τρι­χια­στι­κός, που στε­γνώ­νει τις συ­νει­δή­σεις. Μέ­σα από το πο­λύ­χρω­μο πλή­θος ξε­κό­βει μια φι­γού­ρα σκυ­φτή, περ­νά κρα­τώ­ντας ένα τυ­λιγ­μέ­νο πα­κέ­το μα­κρό­στε­νο και χά­νε­ται στην κρυ­φή ρω­μαϊ­κή στοά του κέ­ντρου. Βγαί­νει από την άλ­λη πλευ­ρά, περ­νά μπρο­στά από τους τοί­χους του Τάγ­μα­τος της Αγί­ας Τε­ρέ­ζας, δια­σχί­ζει με γρή­γο­ρα βή­μα­τα τη γέ­φυ­ρα του Μο­ντέ­γο και φτά­νει στη βο­ρειο­δυ­τι­κή όχθη, κο­ντά στο μο­να­στή­ρι της Σά­ντα Κλά­ρα λα Βιέ­χα. Xά­νε­ται για λί­γο σε σκο­τει­νά δρο­μά­κια και γρή­γο­ρα ξε­προ­βάλ­λει κι ακο­λου­θεί μιαν ανη­φο­ρι­κή κε­ντρι­κή οδό που οδη­γεί στην εβραϊ­κή συ­νοι­κία με την έντο­νη μυ­ρω­διά της κα­νέ­λας.
Δεν έχουν πε­ρά­σει δέ­κα λε­πτά, όταν φτά­νει σ’έ­να στε­νό δρό­μο και χτυ­πά το ρό­πτρο της πόρ­τας ενός σκο­τει­νού κα­τα­στή­μα­τος.

___________


Η πόρ­τα ανοί­γει από μέ­σα και βγαί­νει ο ιδιο­κτή­της, τυ­λιγ­μέ­νος στον μαν­δύα του, κρα­τώ­ντας την πί­πα του και ρου­φώ­ντας τα­μπά­κο. Η σκυ­φτή φι­γού­ρα λέ­ει χα­μη­λό­φω­να στον ιδιο­κτή­τη:

―Έχω το χει­ρό­γρα­φο αυ­τού του χάρ­τη της Υφη­λί­ου- σας εν­δια­φέ­ρει, Μον­σι­νιόρ;

Ο ιδιο­κτή­της του αφή­νει χώ­ρο να πε­ρά­σει, κοι­τά­ζει αρι­στε­ρά και δε­ξιά και κλεί­νει εσπευ­σμέ­να την πόρ­τα πί­σω τους κα­τε­βά­ζο­ντας τα ρο­λά.

―Πoια­νού εί­ναι; λέ­ει χω­ρίς να τον κοι­τά­ξει.
―Eί­ναι του Χουάν Πόν­θε δε Λε­όν!
―Πώς φτιά­χτη­κε; Ποιος πλή­ρω­σε;
―Έχει κά­ποια ση­μα­σία αυ­τή η πλη­ρο­φο­ρία Μον­σι­νιόρ;
―Για να σας ρω­τώ...
―Έ, λοι­πόν, απ’ ό,τι ξέ­ρω πή­ρε mecenazgo ο χαρ­το­γρά­φος![1]
―Aλή­θεια; Πο­λύ εν­δια­φέ­ρον. Και ποιος εί­ναι ο μαι­κή­νας του;
―Νο­μί­ζω ο καρ­δι­νά­λιος Για­χου­έ­γιο.
―Εν­δια­φέ­ρον! Έχει επιρ­ροή σ’ό­λη τη Λου­ζι­τά­νια! κά­νει με ένα ηχη­ρό γέ­λιο ο έμπο­ρος και αμέ­σως συ­μπλη­ρώ­νει: Για ανοίξ­τε τον, σας πα­ρα­κα­λώ.
―Ευ­χα­ρί­στως, Μον­σι­νιόρ.

Ο άν­θρω­πος με την κου­κού­λα σκύ­βει πά­νω από το τρα­πέ­ζι και ξε­τυ­λί­γει με φρο­ντί­δα τον χάρ­τη, υπό το διεισ­δυ­τι­κό βλέμ­μα του εμπό­ρου.

―Αλή­θεια, από πού εί­στε; Πώς λέ­γε­στε;

Ο άν­θρω­πος με την κου­κού­λα κα­τε­βά­ζει την κου­κού­λα και απλώ­νει το χέ­ρι για να συ­στη­θεί:

―Εί­μαι Γάλ­λος. Λέ­γο­μαι Νι­κο­λά Σα­ντε­ρέν και εί­μαι γλύ­πτης.

Ο έμπο­ρος μάλ­λον θε­ω­ρεί πε­ριτ­τό να αντα­πο­δώ­σει τις συ­στά­σεις - η φίρ­μα του φαί­νε­ται στο τζά­μι του κα­τα­στή­μα­τος, φαρ­διά-πλα­τιά.

― Γλύ­πτης, ε; Και πού; Εδώ; Στην Κοḯμπρα;
―Δου­λεύω για την Κά­ζα δε Άμπις.[2]
―Σο­βα­ρά μι­λά­τε; Στο Πα­λά­θιο Ρε­άλ; Πι­ντόρ δε Κόρ­το;[3]
―Εσκουλ­πτόρ δε Κόρ­το,[4] Μον­σι­νιόρ!
―Σω­στά, εσκουλ­πτόρ! Τα συγ­χα­ρη­τή­ριά μου! Και...αν επι­τρέ­πε­τε... πού τον βρή­κα­τε τον χάρ­τη αυ­τόν;
―Αν δεν ενο­χλεί­ται η ευ­γέ­νειά σας...

Ο έμπο­ρος παίρ­νει τώ­ρα ένα σαρ­δό­νιο χα­μό­γε­λο:

―Κα­τα­λα­βαί­νω. Δεν θέ­λε­τε να απο­κα­λύ­ψε­τε τις πη­γές σας.
― Σας ευ­χα­ρι­στώ για την κα­τα­νό­η­ση, Μον­σι­νιόρ.

Ακο­λου­θεί ενός λε­πτού σιω­πή. Ακού­γε­ται μό­νο το ρού­φηγ­μα του τα­μπά­κο και ένα ελα­φρό ρου­θού­νι­σμα του εμπό­ρου. Ο χάρ­της εί­ναι απλω­μέ­νος στο ξύ­λι­νο τρα­πέ­ζι, ελα­φρά τσα­λα­κω­μέ­νος και φθαρ­μέ­νος στις άκρες, με την πυ­ξί­δα πά­νω αρι­στε­ρά και την κλί­μα­κα ζω­γρα­φι­σμέ­νη σε άψο­γη τε­χνι­κή πα­λιού πορ­το­λά­νου. Στη δε­ξιά του άκρη έχει χει­ρό­γρα­φη ει­κο­νο­γρά­φη­ση με το βα­σι­λι­κό στέμ­μα στη μέ­ση και τους δύο Αρ­χαγ­γέ­λους, από ‘δω κι από ‘κει. Επί­σης, δια­θέ­τει μια καλ­λι­γρα­φη­μέ­νη πα­ρα­πο­μπή από τη «Σπου­δή για την Υδρό­γειο» του Πέ­δρο Νού­νες. Ψη­λά ανα­πα­ρι­στά τον αρ­κτι­κό κύ­κλο, την άγνω­στη ακό­μα στους νο­τιο­ευ­ρω­παί­ους Τerra Septentrionalis[5] και τον Βό­ρειο Ωκε­α­νό. Πο­λύ με­γά­λη έκτα­ση κα­τα­λαμ­βά­νει η Ιν­δία, ευ­διά­κρι­τη εί­ναι η Αρα­βι­κή Έρη­μος και η Ευ­δαί­μων Αρα­βία, η Αρ­γε­ντι­νή και η Θά­λασ­σα της Βρα­ζι­λί­ας με τους εμπο­ρι­κούς της δρό­μους, ενώ ο Τρο­πι­κός του Καρ­κί­νου δια­σχί­ζει την πε­ριο­χή της Μπαρ­μπα­ριάς[6]. Τέ­λος, στο κά­τω δε­ξί μέ­ρος του, ο χάρ­της δια­βαθ­μί­ζει τις κλι­μα­τι­κές ζώ­νες, περ­νώ­ντας ευ­διά­κρι­τα από την Κε­καυ­μέ­νη στην Εύ­κρα­τη και από την Εύ­κρα­τη στην Πα­γω­μέ­νη Ζώ­νη.

Ο χάρ­της που πού­λη­σε εκεί­νη την ημέ­ρα ο Σα­ντε­ρέν ήταν φι­λο­τε­χνη­μέ­νος στην επο­χή του, δη­λα­δή στον 16ο αιώ­να, έρ­γο του Lopo Homem, και εί­χε πε­ριέλ­θει στην ιδιο­κτη­σία του Δη­μο­τι­κού, ενός φοι­τη­τή της Φι­λο­σο­φί­ας ελ­λη­νι­κής κα­τα­γω­γής που έχει μό­λις απο­φοι­τή­σει. Πριν απ’αυ­τόν, όμως, ο χάρ­της ανή­κε στην πα­ρ’ο­λί­γον μνη­στή του, την Ενυ­δρί­δα.

Πώς έγι­ναν τα πράγ­μα­τα.
Στην τε­λε­τή της απο­φοί­τη­σης, στο τέ­λος του τε­λευ­ταί­ου μα­θή­μα­τος, υπάρ­χει το έθι­μο οι φοι­τη­τές να καί­νε χρω­μα­τι­στές κορ­δέ­λες στο προ­αύ­λιο, κο­ντά στο συ­ντρι­βά­νι. Κα­θέ­νας έχει και το δι­κό του χρώ­μα για­τί η κορ­δέ­λα του δεν συμ­βο­λί­ζει μό­νο την κα­ριέ­ρα που έχει δια­λέ­ξει και το αντι­κεί­με­νο που έχει σπου­δά­σει- ση­μαί­νει, επί­σης, και το τέ­λος των ερώ­των που εί­χε κα­θό­λη τη διάρ­κεια των σπου­δών του.
Γιόρ­τα­ζαν, λοι­πόν, ένα χρό­νο πριν, οι φοι­τη­τές το τέ­λος των σπου­δών τους και μα­ζί έκαι­γαν και τους έρω­τες που εί­χαν ζή­σει τα τε­λευ­ταία τρία χρό­νια. Ο Δη­μο­τι­κός (Demotico τον φώ­να­ζαν οι συ­νο­μή­λι­κοί του) εκεί­νη τη ση­μα­ντι­κή μέ­ρα εί­χε απο­φα­σί­σει να κά­ψει μια ολο­κί­τρι­νη κορ­δέ­λα, για­τί το αντι­κεί­με­νό του- η Φι­λο­σο­φία- του υπέ­βαλ­λε το χρώ­μα αυ­τό, και επί­σης για­τί κί­τρι­νο ήταν το φου­στά­νι που φο­ρού­σε η Ενυ­δρίς κά­τω από τον κα­φέ μαν­δύα της.
Η Ενυ­δρίς ήταν κό­ρη του Έλ­λη­να επι­τρό­που του Πε­νε­πι­στη­μί­ου και εί­χε γνω­ρι­στεί με τον Δη­μο­τι­κό στο πρώ­το έτος, στο μά­θη­μα του Quadrivium, όπου κα­τ’ε­ξαί­ρε­σιν –ως κό­ρη του πρώ­του πο­λί­τη της πε­ριο­χής- της εί­χε επι­τρα­πεί να πα­ρα­κο­λου­θεί τις πα­ρα­δό­σεις ως ελεύ­θε­ρη ακρο­ά­τρια και μό­νον. Και με την προ­ϋ­πό­θε­ση να εί­ναι σε­μνά ντυ­μέ­νη και ν’α­κο­λου­θεί την εθι­μο­τυ­πία, το με­ση­μέ­ρι να επι­βαί­νει σε μιαν άμα­ξα με κα­λυμ­μέ­νο το κε­φά­λι και να επι­στρέ­φει στο σπί­τι της, την ώρα που οι συμ­φοι­τη­τές της έπαιρ­ναν το γεύ­μα τους στην τρα­πε­ζα­ρία της Σχο­λής. Η Ενυ­δρίς δεν εί­χε πολ­λές επι­λο­γές, οπό­τε εί­χε συμ­μορ­φω­θεί προς την «ετι­κέ­τα» του Πα­νε­πι­στη­μί­ου: έτσι κι αλ­λιώς η Αριθ­μη­τι­κή και η Αστρο­νο­μία δεν θα της χρη­σί­μευαν στη ζωή της, που ήταν από τον πα­τέ­ρα της προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη. Κα­τά τα λοι­πά, εί­χε δι­δα­χθεί κεί­με­να των Κλα­σι­κών, Λα­τι­νι­κά και Γαλ­λι­κά υπό την επί­βλε­ψη της γκου­βερ­νά­ντας της, της δό­νια Ελ­βί­ρα. Ο Δη­μο­τι­κός εί­χε εντυ­πω­σια­στεί από τη δια­κρι­τι­κή πα­ρου­σία της Ενυ­δρί­δος, την εί­χε προ­σεγ­γί­σει και εί­χαν κά­νει μα­ζί κρυ­φά κά­ποιους πε­ρι­πά­τους στους κή­πους του Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Επι­πλέ­ον, εί­χε δει στο πρό­σω­πό της μια πι­θα­νή σύ­ζυ­γο. Όμως, πο­τέ δεν την ερω­τεύ­θη­κε, κι έτσι τα πράγ­μα­τα πή­ραν δια­φο­ρε­τι­κή τρο­πή, ήδη από το δεύ­τε­ρο έτος των σπου­δών τους.

___________

Ο χάρ­της της υφη­λί­ου προ­κα­λού­σε αφό­ρη­τη θλί­ψη στην Ενυ­δρί­δα. Το τέ­λος των ωκε­α­νών, το όριο των ηπεί­ρων, η κλί­μα­κα η μα­θη­μα­τι­κή που υπο­δεί­κνυε τις ανα­λο­γί­ες ανά­με­σά τους, η απει­κό­νι­ση του τό­τε γνω­στού κό­σμου ως ενός πε­πε­ρα­σμέ­νου σύ­μπα­ντος μέ­σα στο οποίο ο άν­θρω­πος εί­ναι προ­ο­ρι­σμέ­νος να πε­ρά­σει όλη του τη ζωή, όλη αυ­τή η σύλ­λη­ψη, αντί να της δια­νοί­γει ορί­ζο­ντες και να εξά­πτει τη φα­ντα­σία της για μέ­ρη εξω­τι­κά, για πε­ρι­πέ­τεια και για ανα­κά­λυ­ψη, αντί­θε­τα έπε­φτε βα­ριά τα­φό­πλα­κα στην καρ­διά της και γκρέ­μι­ζε τη βα­θιά ρι­ζω­μέ­νη πε­ποί­θη­σή της πως οι θε­οί στρέ­φουν την προ­σο­χή τους στον άν­θρω­πο, πως τον ακούν, πως αφου­γκρά­ζο­νται το με­γα­λείο του. Ο χάρ­της υπεν­θύ­μι­ζε στην Ενυ­δρί­δα τη μα­ταιό­τη­τα των εγκο­σμί­ων.[7] Γι’ αυ­τό τον χά­ρι­σε, την ημέ­ρα του χω­ρι­σμού τους, στον Δη­μο­τι­κό: απ’ τη μια για­τί διέ­κρι­νε το εξημ­μέ­νο εν­δια­φέ­ρον του νέ­ου κι απ’ την άλ­λη για να μην συ­νε­χί­σει να κολ­λά το βλέμ­μα της στις ακτο­γραμ­μές και στα νη­σιά του πορ­το­γα­λι­κού θριάμ­βου. Ο έρω­τας του Δη­μο­τι­κού ήταν πο­λύ βρα­χύ­βιος, το ζευ­γά­ρι έκλει­σε τον ρο­μα­ντι­κό του κύ­κλο με μια τε­λευ­ταία βόλ­τα στο πο­τά­μι.
Ο Δη­μο­τι­κός το ίδιο βρά­δυ γύ­ρι­σε στο δω­μά­τιό του με τον χάρ­τη στα χέ­ρια. Τις επό­με­νες μέ­ρες τον κοί­τα­ζε με κα­μά­ρι και εκ­στα­σια­ζό­ταν. Σι­γά-σι­γά ο χάρ­της απο­συν­δέ­θη­κε στη συ­νεί­δη­σή του από την πα­ρ’ο­λί­γον αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά του και άρ­χι­σε να απο­κτά τη δι­κή του, αυ­τό­νο­μη ζωή, στη μι­σο­φω­τι­σμέ­νη κά­μα­ρα. Κά­ποια εσω­τε­ρι­κή φω­νή υπα­γό­ρευε στον νε­α­ρό φοι­τη­τή να τον δεί­ξει σε πιο έμπει­ρα μά­τια, ώσπου μια μέ­ρα τον τύ­λι­ξε και τον πή­ρε μα­ζί του στο Πα­νε­πι­στή­μιο. Εκεί τον άπλω­σε μπρο­στά στα έκ­πλη­κτα μά­τια κά­ποιων έμπι­στων συμ­φοι­τη­τών του, το πράγ­μα συ­ζη­τή­θη­κε και τε­λι­κά έφτα­σε στ’αυ­τιά ενός γάλ­λου δα­σκά­λου Γλυ­πτι­κής. Ο Νι­κο­λά Σα­ντε­ρέν προ­σέγ­γι­σε τον Δη­μο­τι­κό, του ζή­τη­σε να δει τον χάρ­τη και με­τά από δυο μέ­ρες προ­σφέρ­θη­κε να πλη­ρώ­σει με­γά­λο αντί­τι­μο προ­κει­μέ­νου να τον αγο­ρά­σει.
Με βα­ριά καρ­διά, και επει­δή εί­χε ανά­γκη τις πεσ­σέ­τες, ο Δη­μο­τι­κός απο­χω­ρί­στη­κε το απο­χαι­ρε­τι­στή­ριο δώ­ρο της Ενυ­δρί­δας. Ο νέ­ος ιδιο­κτή­της με­τέ­φε­ρε κρυ­φά τον χάρ­τη στο ερ­γα­στή­ριό του. Τον έστη­σε απέ­να­ντι από το studiolo[8] του και κα­θη­με­ρι­νά τον πε­ριερ­γα­ζό­ταν με τις ώρες. Στα­δια­κά μια βα­θειά θλί­ψη άρ­χι­σε να τον κα­τα­λαμ­βά­νει κι αυ­τόν. Μια θλί­ψη ανε­ξή­γη­τη, όμως συ­γκε­κρι­μέ­νη και απτή, μια θλί­ψη που γεν­νιό­ταν από την ανε­λέ­η­τη χαρ­το­γρά­φη­ση της πορ­το­γα­λι­κής εξά­πλω­σης ανά την υφή­λιο, από το ικρί­ω­μα που υψω­νό­ταν ανά­με­σα στην αν­θρώ­πι­νη συ­νεί­δη­ση, τη συ­νεί­δη­ση του καλ­λι­τέ­χνη και το θαύ­μα βί­ας και κα­τά­κτη­σης που απο­τυ­πω­νό­ταν στο έρ­γο του χαρ­το­γρά­φου. Να ήταν, αυ­τή η πα­ρα­ποι­η­μέ­νη ει­κό­να του πλα­νή­τη, μια ακό­μη απο­τύ­πω­ση της θνη­τό­τη­τας; Να ήταν απόρ­ροια της βού­λη­σης του μαι­κή­να;
Ο γλύ­πτης άντε­ξε την πα­ρου­σία του χάρ­τη για δε­κα­πέ­ντε μέ­ρες. Με­τά, κα­τέ­βη­κε ανυ­πό­μο­να στο λι­μά­νι και ζή­τη­σε να μά­θει πού υπήρ­χαν πι­θα­νοί αγο­ρα­στές, αρ­γυ­ρα­μοι­βοί, κλε­πτα­πο­δό­χοι, άν­θρω­ποι της πιά­τσας που θα εκτι­μού­σαν ίσως την πραγ­μα­τι­κή αξία αυ­τού του έρ­γου και θα πλή­ρω­ναν όσο-όσο για να το απο­κτή­σουν. Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες του τον οδή­γη­σαν στην άλ­λη άκρη της πό­λης, στο κα­τά­στη­μα του εβραί­ου αγο­ρα­στή.

___________

Κι ενώ τα κα­ρά­βια σάλ­πα­ραν για μα­κρι­νές θά­λασ­σες, ενώ οι πυ­ξί­δες και οι εξά­ντες έπαιρ­ναν τη θέ­ση των αστρο­λά­βων, τα πα­ρα­μύ­θια για ημί­γυ­μνους ιθα­γε­νείς με δυο κε­φά­λια και τέσ­σε­ρα πό­δια κα­τα­λάμ­βα­ναν την αγο­ρά, οι πό­θοι των Πορ­το­γά­λων κο­ρυ­φώ­νο­νταν και οι μυ­ρω­διές των μπα­χα­ρι­κών πλημ­μύ­ρι­ζαν τις κου­ζί­νες τους, ενώ τα κρα­τι­κά θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κια ξε­χεί­λι­ζαν από χρυ­σό και οι άν­θρω­ποι σέρ­νο­νταν σι­δη­ρο­δέ­σμιοι στα κά­τερ­γα, η Κοḯμπρα αντα­να­κλού­σε το φως του ήλιου με μια πε­ρί­ερ­γη με­ταλ­λι­κή λάμ­ψη.
Ο χάρ­της της ιστο­ρί­ας μας, όσο κι αν αυ­τό ακού­γε­ται απί­θα­νο και συ­ναρ­πα­στι­κό, τε­λι­κά κα­τέ­λη­ξε εκ νέ­ου στο παρ­θε­νι­κό δω­μά­τιο της Ενυ­δρί­δας. Για­τί η εμπο­ρία χαρ­τών ήταν μια άκρως απα­γο­ρευ­μέ­νη ενέρ­γεια σ’ε­κεί­νη την επο­χή και για­τί η από­λυ­τη μυ­στι­κό­τη­τα ήταν εξαρ­χής μια απαί­τη­ση του μαι­κή­να: ο κό­σμος ώφει­λε να κρα­τά ως επτα­σφρά­γι­στο μυ­στι­κό τις ανα­κα­λύ­ψεις των νέ­ων χω­ρών, η Πορ­το­γα­λία έπρε­πε να δια­φυ­λάσ­σει ως κό­ρην οφθαλ­μού τα μυ­στι­κά της θα­λασ­σο­κρα­το­ρί­ας της. Το να εμπο­ρευ­θείς έναν τέ­τοιον χάρ­τη εκεί­νη την επο­χή ισο­δυ­να­μού­σε με εσχά­τη προ­δο­σία.
Ο Εβραί­ος εί­χε κά­νει το λά­θος να εμπο­ρευ­θεί τον πε­ρι­ζή­τη­το αυ­τόν χάρ­τη. Εί­χε υπο­πέ­σει στο σφάλ­μα να τον εκ­θέ­σει σε δη­μό­σια θέα, να τον δουν τα λά­θος μά­τια. Οι ψί­θυ­ροι για τον πε­ρί­φη­μο χάρ­τη προη­γή­θη­καν της αγο­ρα­πω­λη­σί­ας και όλα έπε­σαν στο κε­νό. Το μα­γα­ζί του σφρα­γί­στη­κε και ο ίδιος εξο­ρί­στη­κε δια πα­ντός από τη χώ­ρα. Από τα βα­σα­νι­στή­ρια που του έκα­ναν οι ιε­ρο­ε­ξε­τα­στές βρή­καν και το όνο­μα του γάλ­λου γλύ­πτη, που επί­σης πλή­ρω­σε ένα τε­ρά­στιο πρό­στι­μο, δη­μό­σιο ρα­βδι­σμό και ορι­στι­κή απέ­λα­ση από το Πα­νε­πι­στή­μιο και από τα σύ­νο­ρα της χώ­ρας. Με τη σει­ρά του εκεί­νος εξα­να­γκά­στη­κε να υπο­δεί­ξει το όνο­μα του νε­α­ρού φοι­τη­τή, του Δη­μο­τι­κού, που συ­νε­λή­φθη και εξο­ρί­στη­κε επί­σης, δη­λώ­νο­ντας ανά­με­σα στα δά­κρυα με­τα­νοί­ας του την ταυ­τό­τη­τα της κο­πέ­λας που τού τον εί­χε δω­ρί­σει. Ο μαι­κή­νας προ­ερ­χό­ταν από τις τά­ξεις των υψη­λά ιστά­με­νων κλη­ρι­κών και γρή­γο­ρα τα βή­μα­τα των ιε­ρο­ε­ξε­τα­στών και της κρα­τι­κής μη­χα­νής έφτα­σαν ως την έπαυ­λη του πα­τέ­ρα της Ενυ­δρί­δας. Ο χάρ­της επε­στρά­φη ακέ­ραιος και έγι­νε αυ­στη­ρή επί­πλη­ξη στον έλ­λη­να επί­τρο­πο για την προ­χει­ρό­τη­τα κα­τά τη δια­φύ­λα­ξή του. Κα­λύ­πτο­ντας την επι­πό­λαιη ενέρ­γεια της κό­ρης του, εκεί­νος την προ­φύ­λα­ξε από τις ανα­κρί­σεις και τον βα­σα­νι­σμό και το­πο­θέ­τη­σε και πά­λι τον χάρ­τη του Χουάν Πόν­θε δε Λε­όν στο δω­μά­τιό της.
Η θλί­ψη εγκα­τα­στά­θη­κε για πά­ντα στο δω­μά­τιο της Ενυ­δρί­δας. Τα απο­καḯδια της κί­τρι­νης κορ­δέ­λας απο­φοί­τη­σης του Δη­μο­τι­κού, αφα­νι­σμέ­να από τους ανέ­μους και σκορ­πι­σμέ­να στα τέσ­σε­ρα ση­μεία του ορί­ζο­ντα, δή­λω­ναν τε­λε­σί­δι­κα το τέ­λος όλων των ερώ­των της πα­λιάς επο­χής.





ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: