Ο Μάιος επιρρεπής στις απρέπειες της άνοιξης (τη διαστολή του κόλπου των λουλουδιών, την αμφίπλευρη διάνοιξη των βλαστών, την υπερέκταση του ύπερου), νοσταλγός των παιγνίων της πρώτης του Απρίλη, γκαζωμένος εισέρχεται σε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών της Ιουνίου οδού αγνοώντας διόδια, οι μπάρες στον αέρα χίλια κομμάτια κι αυτό το αχ! της υπαλλήλου «έχετε ωραία μάτια κυρία μου, ευτυχώς εργάζεστε στα διόδια και τα βλέπουν χιλιάδες οδηγοί» και όμως δεν απάντησε, απλά είπε «τα ρέστα σας» και με κάρφωσε με το βλέμμα της, δεν είχα φύλλο της προκοπής και αυτή έκλεισε το πορτάκι, «Δρέψατε πάλιν, ερασταί ευδαίμονες, ναρκίσσους / εις του Mαΐου τους φαιδρούς κι ευώδεις παραδείσους» [Αχιλλέας Πα(ρά)σχος].
Ο Μάιος ο εχθρός του Κάφκα, πόσες φορές θα πρέπει να προσευχήθηκε για λίγη συννεφιά, για λίγη βροχή, το ίδιο κάνουν και δεκάδες αγρότες για να μην ξεραθεί ο τόπος και νάσου μια μελαγχολία ξεπηδά, αδάμαστη μελαγχολία για το ενδεχόμενο να μην βρέξει ποτέ ξανά στον κόσμο, υφάλμυρα, τίποτα δεν αντέχει στην αρμύρα, ας είναι, τώρα εκδρομή, αυγό σφιχτό, αλάτι, πιπέρι, η δική σου μάνα τύλιγε και ένα κρεμμύδι, πολύ το ζήλευα.
Μάιος διολισθήσας της ανοίξεως προς την μεγάλη τρικυμία του καλοκαιριού, τίποτα δεν τον σταματά, υπέροχος κολυμβητής «εμπρός βήμα ταχύ» εργάτες αγρότες ενωμένοι, 1η του Μάη, τίποτα δεν ξεχάστηκε, μια σερπαντίνα χρυσαφί δεν είναι ικανή να σταματήσει το όνειρο, μα είναι ουτοπία, εντάξει, ας μείνουμε για δυο δευτερόλεπτα ξύπνιοι αξίζει τον κόπο κύριε Γκάτσο «Πρωτομαγιά / με το σουγιά, / χαράξαν το φεγγίτη / και μια βραδιά / σαν τα θεριά / σε πήραν απ’ το σπίτι».
Μάιος, η εποχή των κυπρίνων, της αφροδίσιας επαφής στις άκρες των λιμνών, "kypris" το όνομά του (το δεύτερο όνομα της θεάς Αφροδίτης) υποδηλώνει την γονιμότητα και τον θόρυβο της αναπαραγωγής, την ταραχή, το ξημέρωμα τα βατράχια με μάτια γουρλωμένα στα βραχάκια τάχα αδιάφορα πηδούν στα καλάμια, ας πλέξουμε στεφάνια, απαγορεύεται το ψάρεμα κάθε προοπτικής, ο καθείς ας ανακαλύψει από μόνος του το αύριο, άλλωστε η θερμοκρασία επιτρέπει μακροβούτια.