Δεν έβλεπα καμιά νέα φωτογραφία της αναρτημένη στο FB και αναρωτιόμουν που ήταν τόσο καιρό η άρρωστη. Είχε φθάσει στις 1712 αλλά η 1713 φωτό δεν ερχόταν. Και να ΄την επιτέλους που έσκασε μύτη, λουσάτη όπως πάντα, με ελαφριά γερμένο το κορμί προς τα πίσω, με το δεξί πόδι ελάχιστα πιο μπροστά από το αριστερό, με γόβα δωδεκάποντη, τρελό μίνι αποκαλυπτικό, μαύρα γυαλιά, χείλη κατακόκκινα και το στήθος τούμπανο έτοιμο να σου βγάλει τα μάτια, τα φρύδια, να σου ξεριζώσει τη ψυχή ολάκερη. Έτσι που την έκοβα πρέπει να είχε πάρει τέσσερα-πέντε κιλάκια άνισα κατανεμημένα, ένεκα κακής διατροφής και πιθανών ταλαιπωριών. Την παρατηρούσα καιρό και ήξερα καλά τα δύσκολα σημεία της, όσο κι αν τα έκρυβε. Την ήξερα καλύτερα από τους κολλητούς της. Οι οποίοι, τάχα γοητευμένοι, σχολίαζαν με λόγια θερμά την πρόσφατη φωτογραφία της: Θεά, κουκλάρα, αστέρι, ντίβα, σταρ, μοναδική, σέξι, γοργόνα και οι πιο παρορμητικοί εκδηλωνόταν με επιφωνήματα όπως: ωχ, αχχχχ, ααααα, ιιιιιιιιιιιι ή μικρές προτασούλες γεμάτες υπονοούμενα: κόλασέ με πάλι, αν η Αφροδίτη της Μήλου είχε χέρια θα σε έπνιγε από τη ζήλεια, δεν ξεχνιέσαι. Με αυτό το τελευταίο συμφωνούσα κι εγώ.
«Holland», έγραφε κάτω από την πρωινή φωτό και με διαπέρασε ρίγος, ανατρίχιασα ολόκληρος· «όπα», λέω «τη χάσαμε κι αυτή, έφυγε, την έστειλε η κρίση μακριά».
Φύγατε για Ολλανδία; έγραψα και αμέσως μου ήρθε η απάντηση. Όχι φίλε μου ένα ταξιδάκι αναψυχής, σύντομα και πάλι κοντά σας χαχαχα.
Χαχαχα και ήρθε η καδιά μου στο τόπο της γιατί δεν ήθελα τέτοιο θέαμα να το χάνω. Γιατί είναι άλλο να την βλέπεις να φωτογραφίζεται με ντουβάρια, ψευτοανεμόμυλους και τουλίπες γύρω τριγύρω κι άλλο να τη λούζει το μαβί το φως της Μεσογείου και να την συντροφεύουν η σκιά της Ακρόπολης, τα μενεξιά πελάγη και οι ρόδινοι ορίζοντες των ποιητών.
Περίμενα σχεδόν με έξαψη τη μεσημεριανή της φωτογραφία (συνήθως τρεις ανέβαζε κάθε μέρα, πρωί, μεσημέρι και βράδυ, κάτι σαν αντιβίωση δηλαδή). Κι εκεί, κατά τις δυο το μεσημεράκι, παθαίνω πλάκα όταν την βλέπω με στολή μικρής ολλανδέζας να κρατά, όπως κρατούν οι ολυμπιονίκες, φαρδιά πλατιά μια ελληνική σημαία.
«Μια Ελληνίδα στη Χάγη», έγραφε η αφελής, «εδώ είμαι μπροστά από την Τβέντε Κάμερ» (κάτω βουλή της Ολλανδίας). Και πιο κάτω σημείωνε, με περισσή αυτοπεποίθηση, στα ελληνικά και στα κουτσοαγγλικά της: «Η Ευρώπη χωρίς εμένα είναι καμένο χαρτί ― Europe without me burnt paper».
Τα σχόλια για αυτή την φωτογραφία της έδιναν κι έπαιρναν. Το τελευταίο όμως κατά σειρά σχόλιο από κάποια ξαδέρφη της έφερνε τα πράγματα στα ίσια τους. «Ρίτσα, μου είπε η μάνα σου, να τσακιστείς να γυρίσεις. Αρχίζει το παζάρι στην Σπερχειάδα και ο πατέρας σου δεν θα τα βγάλει πέρα μόνος του».