Ουρές 2 - Το Κουιντέτο “Της πέστροφας”

Ουρές 2 - Το Κουιντέτο “Της πέστροφας”

Η πέστροφα των ποταμών φορά χειμώνα-καλοκαίρι ένα εφαρμοστό πολύχρωμο φορεματάκι και διαθέτει σώμα γυμνασμένο, γεμάτο με μικρές βούλες, κόκκινες, πορτοκαλί, καφέ, μαύρες, ενώ γύρω από το στόμα της έχει έναν μικρό χρυσαφί δακτύλιο, που την σημάδεψε από τότε που κάποια μακρινή πρόγονός της βρήκε στον ποταμό της κοιλάδας Ορβάλ, τη βέρα της πριγκίπισσας Ματθίλδης. Την κράτησε με προσοχή στο στόμα της και την παρέδωσε στην πριγκίπισσα που την έψαχνε απεγνωσμένα.
Αντίθετα η ξαδέρφη της η αμερικάνα, η αμερικάνικη πέστροφα που έφτασε κάπου το 1950 από τις Ηνωμένες πολιτείες στη χώρα μας, δεν έχει τον αέρα, το ταμπεραμέντο και την ομορφιά της πέστροφας των ποταμών, μόνο μια ξεθωριασμένη κόκκινη ζώνη στα πλευρά έχει, που γίνεται λίγο εντονότερη, καθώς πλησιάζει να γεννήσει. Η μία απολαμβάνει την ελευθερία της, κολυμπώντας στα όνειρα του Χέμινγουεϊ και στους πίνακες του Μπέκμαν, παίζοντας με τη ροή και τους μικρούς καταρράκτες των ποταμών, κυνηγώντας έντομα και μικροοργανισμούς, ενώ η άλλη, η αμερικάνα, προστατευμένη στις δεξαμενές εκτροφής, κολυμπά βαριεστημένα και μελαγχολικά σαν ξεπεσμένη αρχόντισσα της Ανατολής και για παρηγοριά τρώει ασταμάτητα την έτοιμη τροφή, περιμένοντας πότε θα γίνει τριακόσια γραμμάρια για να τη μαγειρέψουν.
Το εντυπωσιακό είναι ότι η αμερικάνα, ακόμη και όταν ξεφεύγει από τις δεξαμενές, δεν απομακρύνεται από την έξοδο του ιχθυοτροφείου και γυρνά αμέσως πίσω φοβισμένη και αγχωμένη, αν και γνωρίζει –σίγουρα γνωρίζει- ότι αργά ή γρήγορα, μόλις φτάσει στο επιθυμητό βάρος θα σημάνει το τέλος. Σπαρταρά η κακομοίρα στην απόχη, αναπολώντας τις ευκαιρίες που της δόθηκαν, μετανιωμένη που δεν επιχείρησε ούτε μια φορά να αποδράσει.
Αμερικάνα λέγαμε και τη Ντίνα που ξενιτεύτηκε και παντρεύτηκε έναν ελληνοαμερικάνο μάγειρα από το Σικάγο, είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της, μανιώδη ψαρά και λάτρη της παραδοσιακής οικογενειακής ζωής. Χωρίς να το καταλάβει, έγινε οικόσιτη η Ντίνα, ούτε στο περίπτερο δεν την άφηνε αυτός να πάει, την τάιζε ζήλεια με το κιλό. Αγανάκτησε κάποια στιγμή, πήρε δυο βαλίτσες κι έφυγε, μόλις όμως ξεμάκρυνε λίγο από το σπίτι, όλα της φάνηκαν παράξενα, ξένα κι εχθρικά. Μετανιωμένη και αγχωμένη γύρισε πίσω με σκυμμένο το κεφάλι, έτοιμη για μαγείρεμα.

Από τότε, όταν ακούω το Κουιντέτο “Της πέστροφας του Schubert, μια εικόνα ανατριχιαστική, μου έρχεται στη σκέψη και διασπά την υπέροχη μελωδία: Η Ντίνα, χοντρή και δυσκίνητη, να σπαρταρά γυμνή μέσα σε μια μεγάλη απόχη, βουτηγμένη μέχρι το λαιμό σε μπάρες απελπισίας   και τηγανητά brownies, λίγο πριν πνιγεί.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: