Ουρές ΙΙ

Σπάνια είδη ψαριών στις φλέβες των κυμάτων


Το πε­ρι­με­νό­ψα­ρο

Όσο η Πη­νε­λό­πη πε­ρί­με­νε τον Οδυσ­σέα εί­χε για συ­ντρο­φιά της ένα μι­κρό ψα­ρά­κι, που το εί­χε δί­πλα της, εκεί που ύφαι­νε, μέ­σα σε έναν με­γά­λο κιο­νοει­δή κρα­τή­ρα που χρη­σι­μο­ποιού­σε ο Οδυσ­σέ­ας για να νε­ρώ­νει το κρα­σί του. Το το­πο­θέ­τη­σε ακρι­βώς δί­πλα από τον αρ­γα­λειό της για να της κρα­τά­ει συ­ντρο­φιά μέ­ρα και νύ­χτα. Το ψά­ρι αυ­τό, που άλ­λοι λέ­νε ότι ήταν μουρ­μού­ρα κι άλ­λοι πέρ­κα, άκου­γε όλα τα λυ­πη­τε­ρά της τρα­γού­δια, συμ­με­τεί­χε στις μυ­στι­κές δε­ή­σεις και θυ­σί­ες της και μοι­ρα­ζό­ταν την αγω­νία της βα­σί­λισ­σας, πε­ρι­μέ­νο­ντας μα­ζί της τον Οδυσ­σέα.
Όταν επέ­στρε­ψε, έπει­τα από χρό­νια πολ­λά, ο Οδυσ­σέ­ας, η Πη­νε­λό­πη, ξε­χει­λί­ζο­ντας από ευ­γνω­μο­σύ­νη για την πο­λύ­τι­μη συ­ντρο­φιά τό­σων χρό­νων, το ελευ­θέ­ρω­σε στο Ιό­νιο πέ­λα­γος, αλ­λά αυ­τό, κα­μιά διά­θε­ση δεν εί­χε να ξα­νοι­χτεί στο πέ­λα­γος, πα­ρά ζά­ρω­σε και μί­κρυ­νε και χώ­θη­κε σε μια κιο­νοει­δή τρύ­πα ενός βρά­χου που βρι­σκό­ταν στην ακτή και γέ­μι­ζε νε­ρό σε κά­θε κύ­μα. Οι ψα­ρά­δες που ήξε­ραν την ιστο­ρία του και το έβλε­παν κά­θε μέ­ρα στην ίδια θέ­ση να κοι­τά προς το πέ­λα­γος το εί­παν πε­ρι­με­νό­ψα­ρο.
Αυ­τό το μι­κρό ψα­ρά­κι, το πε­ρι­με­νό­ψα­ρο, το βλέ­πεις μέ­χρι και σή­με­ρα στα βρά­χια που βρέ­χει το κύ­μα, να πη­δά και να στέ­κε­ται στις πέ­τρι­νες τρύ­πες που μα­ζεύ­ουν νε­ρό, εκεί, έξω από τη θά­λασ­σα, αγνα­ντεύ­ο­ντας το πέ­λα­γος, πε­ρι­μέ­νο­ντας πά­ντα το επό­με­νο κύ­μα.

Το πε­ρι­με­νό­ψα­ρο με­τα­μορ­φω­μέ­νο σε Ήδω­να


Ο Ήδω­νας

Ο Ήδω­νας ο Πε­ο­κρού­στης ήταν εν­δη­μι­κό εί­δος του Λευ­κού Νεί­λου που δια­σχί­ζει μέ­ρος του Σου­δάν. Το όνο­μά του προ­ήλ­θε από τα δυο πέη που δια­θέ­τει, το λευ­κό που προ­βά­λει στη ρί­ζα της κά­τω σια­γό­νας και το μαύ­ρο που προ­βά­λει κά­που στη μέ­ση του. Πολ­λές φο­ρές, τα δει­λι­νά, ο Ήδω­νας χτυ­πού­σε τα δυο πέη του, το ένα πά­νω στο άλ­λο, προ­κα­λώ­ντας τα υδρό­βια όντα που ζουν στον πο­τα­μό να ζευ­γα­ρώ­σουν μα­ζί του. Ήχος υπό­κω­φος, μα ευ­διά­κρι­τος, απλω­νό­ταν στον βυ­θό του πο­τα­μού κι ανέ­βαι­νε μέ­χρι τις όχθες, μό­νο οι έμπει­ροι Σου­δα­νοί ψα­ρά­δες τον ανα­γνώ­ρι­ζαν κι αμέ­σως, στα­μα­τού­σαν το ψά­ρε­μα κι έκα­ναν ησυ­χία, από σε­βα­σμό στα υδρό­βια όντα του πο­τα­μού και στην Κε­τές, την θεά της ιε­ρής έκ­στα­σης.
Ένα πη­χτό δει­λι­νό, που ακό­μη όλα έβρα­ζαν από τη ζέ­στη, έτοι­μα να γί­νουν ατμός, η Κα­μα­λί η κό­ρη του φυ­λάρ­χου Του­μέ­λο Ιντρί­σα κα­τέ­βη­κε από το σπί­τι της στο Χαρ­τούμ στις όχθες του Λευ­κού Νεί­λου.
Η κό­ρη, μα­γε­μέ­νη, σαν κι­νού­με­νη από μυ­στι­κή, ανό­σια τε­λε­τουρ­γία, έβγα­λε τα ρού­χα της και χώ­θη­κε στη ψη­λή πα­ρό­χθια βλά­στη­ση που ρί­ζω­νε στην άκρη του πο­τα­μού, βυ­θί­ζο­ντας το μι­σό της σώ­μα στο δρο­σε­ρό νε­ρό. Ένας ανε­παί­σθη­τος, μα κα­ται­γι­στι­κός χτύ­πος τη συ­νε­πή­ρε. Τό­τε, ση­κώ­θη­κε κύ­μα τε­ρά­στιο και σχη­μά­τι­σε έναν αφρι­σμέ­νο κα­τά­λευ­κο δα­κτύ­λιο γύ­ρω της ώστε κα­νείς, ού­τε από τη στε­ριά, ού­τε από τον πο­τα­μό να μπο­ρεί να δει την ανο­μο­λό­γη­τη συ­νά­ντη­ση της με τον Ήδω­να, που, συ­νε­παρ­μέ­νος από τη θέα της γυ­μνής Κα­μα­λί στε­κό­ταν ήδη όρ­θιος, μπρο­στά της στη­ριγ­μέ­νος στον ισχυ­ρό μί­σχο της ου­ράς του με τα μά­τια φλο­γι­σμέ­να.
Από την ένω­ση αυ­τή γεν­νή­θη­κε ο Χά­πι, θε­ό­τη­τα του πο­τα­μού Νεί­λου, ο Ήδω­νας και η Κα­μα­λί σύμ­φω­να με την επι­θυ­μία του θε­ού Άκερ, του θε­ού της γης και του ορί­ζο­ντα, που όλα τα γνώ­ρι­ζε πριν ακό­μη συμ­βούν, έγι­ναν νη­σί με το όνο­μα Τού­τι στο ση­μείο που ενώ­νε­ται ο Λευ­κός και ο Γα­λά­ζιος Νεί­λος.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: