Δύο για την Κίνα

Είδα την Κίνα

Εί­δα την Κί­να στις σε­λί­δες των βι­βλί­ων πά­ντα ανά­γλυ­φη και με­γά­λη χα­ρά εί­χα να χώ­νω τα δά­χτυ­λά μου στην άμ­μο των ερή­μων της, να ψη­λα­φώ τα όρη και τις πε­διά­δες, με­τά εί­δα την Κί­να στα όνει­ρά μου, τους αν­θρώ­πους της τυ­λιγ­μέ­νους σε κόκ­κι­να σαν αί­μα κι­μο­νό με ένα μι­κρό βι­βλια­ρά­κι για κα­πέ­λο και στον ου­ρα­νό πέ­ντε κί­τρι­να αστέ­ρια να λά­μπουν σαν ήλιοι και δε­κά­δες χι­λιά­δες στρα­τιώ­τες να στέ­κο­νται προ­σο­χή σιω­πη­λοί και πολ­λοί από αυ­τούς δα­κρυ­σμέ­νοι να χα­μο­γε­λούν βα­θιά συ­γκι­νη­μέ­νοι, με­τά εί­δα την Κί­να σαν ένα με­γά­λο φορ­τη­γό που έτρε­χε αστα­μά­τη­τα και στην κα­ρό­τσα του μο­να­χοί στέ­κο­νταν σε στά­σεις χο­ρευ­τι­κές, ακί­νη­τοι, κρα­τώ­ντας πορ­το­κα­λί ομπρέ­λες και στο κέ­ντρο της ήταν στε­ρε­ω­μέ­νο ένα πε­λώ­ριο άγαλ­μα του Πο­σει­δώ­να, πε­τα­λού­δες εντυ­πω­σια­κές φώ­λια­ζαν στο σώ­μα του και στα άτα­κτα μαλ­λιά του δε­μέ­νοι ήταν πο­τα­μοί που κα­τέ­λη­γαν σε ψη­λούς κα­ταρ­ρά­κτες. Ξαφ­νι­κά όλα ερή­μω­σαν και μέ­σα από την έρη­μο πε­τά­γο­νταν τρο­μα­κτι­κές κε­φα­λές ζώ­ων που πρώ­τη φο­ρά έβλε­πα και θε­ό­ρα­τα πο­λύ­χρω­μα λου­λού­δια πε­ρί­ερ­γα που πρώ­τη φο­ρά έβλε­πα, ξε­κό­βο­νταν, πε­τού­σαν και οι ρί­ζες τους με­τέ­ω­ρες στο κε­νό στά­λα­ζαν και τεί­χη γι­γα­ντιαία και όρη δυ­σπρό­σι­τα υψώ­νο­νταν και οι κο­ρυ­φές τους λα­μπύ­ρι­ζαν σαν να ήταν με­τα­ξέ­νιες και λύ­γι­ζαν επι­κίν­δυ­να πέ­ρα δώ­θε, έτοι­μες να ξε­κο­πούν. Τό­τε ήρ­θαν τα σύν­νε­φα, ξε­τυ­λί­χτη­καν και από τις κο­ρυ­φές χύ­θη­καν μέ­χρι τους πρό­πο­δες των βου­νών, όλα φαί­νο­νταν χιο­νι­σμέ­να κα­τά­λευ­κα.

Αυ­τά εί­δα κι όταν προ­σπά­θη­σα να τα εκ­μυ­στη­ρευ­τώ μι­λιά δεν μου έβγαι­νε κι όταν προ­σπά­θη­σα να τα ζω­γρα­φί­σω τα χρώ­μα­τα χά­νο­νταν και το χαρ­τί και­γό­ταν χω­ρίς κα­πνό, μό­νο άρω­μα ξε­χυ­νό­ταν που δεν θύ­μι­ζε κα­νέ­να άλ­λο κι όσο σκορ­πι­ζό­ταν τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο δυ­νά­μω­νε, απλώ­θη­κε, απλώ­θη­κε και στις άκρες του άνα­ψαν εκα­τομ­μύ­ρια φα­να­ρά­κια κι εί­δα μια με­γά­λη πε­ριο­χή της γης ολό­φω­τη και πά­νω της οι άν­θρω­ποι δεν περ­πα­τού­σαν, αλ­λά έπλε­αν και κα­θέ­νας από αυ­τούς κου­βα­λού­σε ένα μι­κρό πο­τα­μό κα­τα­γά­λα­νο και στο κε­φά­λι για κα­πέ­λο εί­χε ένα κε­φά­λι δρά­κου κόκ­κι­νου που κά­θε τό­σο φλό­γες ξερ­νού­σε κι όλα έγι­ναν ένα, πυρ­πο­λή­θη­καν, δεν έμει­νε τί­πο­τε. Από εκεί κι ύστε­ρα ανέ­λα­βαν τα πνεύ­μα­τα και οι θε­οί και οι άν­θρω­ποι έγι­ναν μύ­θοι κι έπια­σαν δου­λειά για να χω­ρέ­σουν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

«Προσπαθήστε για το καλύτερο». Υδατογραφία του Hu Juzhan
«Προσπαθήστε για το καλύτερο». Υδατογραφία του Hu Juzhan
Οι δράκοι του κυρίου Χουέ Λι Ζιγιάγκ

Ο Χουέ Λι Ζι­γιάγκ ζού­σε στην Κί­να, στην επαρ­χία Τσιαν­γκ­σού. Το σπί­τι του βρι­σκό­ταν στα πε­ρί­χω­ρα της Να­ντόγκ, μια πε­ριο­χή όπου τα φι­δω­τά ρυ­ζο­χώ­ρα­φα απλώ­νο­νταν σε αμέ­τρη­τες κα­τα­πρά­σι­νες ανα­βαθ­μί­δες πα­ντού τρι­γύ­ρω, ενώ ανά­με­σα στους πο­λυ­πλη­θείς λό­φους κυ­λού­σε λα­μπυ­ρί­ζο­ντας ο πο­τα­μός Γιανγ­κ­τσέ, με­γα­λο­πρε­πής και γα­λή­νιος στο τα­ξί­δι του προς τη θά­λασ­σα της Ανα­το­λι­κής Κί­νας.

Όταν ζού­σα στα πο­λύ­χρω­μα βου­νά του «Ου­ρά­νιου τό­ξου», στη Γκαν­σού, άρ­χι­σα να σχε­διά­ζω δρά­κους, εί­πε ο Χουέ Λι Ζι­γιάγκ κι έσπρω­ξε ένα πο­τή­ρι κρα­σί Χού­τζου προς το μέ­ρος μου. Πά­ντα ξε­κι­νώ με ένα τρα­γού­δι, πιά­νω το σενγκ, γε­μί­ζω τα πνευ­μό­νια με αέ­ρα και οι ήχοι του τα­ρά­ζουν τη σιω­πή της νύ­χτας, την ώρα της αυ­γής κά­νω μια με­γά­λη βόλ­τα στα ρυ­ζο­χώ­ρα­φα, τα χρώ­μα­τα κυ­λούν μέ­σα μου κι εγώ τα ρου­φώ αρ­γά, στα­θε­ρά, μέ­χρι να γί­νουν σπλά­χνα και μέ­λη του σώ­μα­τός μου. Έπει­τα, προ­σεύ­χο­μαι στο άγνω­στο, στο άπει­ρο που χά­νε­ται μα­κρυά, πο­λύ μα­κρυά κι όταν νοιώ­σω τη φλό­γα του θε­ού Σούι Γιόν να σπιν­θη­ρί­ζει στην καρ­διά μου αρ­χί­ζω να δια­λέ­γω τα χρώ­μα­τα για τους δρά­κους που φτιά­χνω. Το κί­τρι­νο σαν τα λου­λού­δια της κα­νό­λα στις πε­διά­δες της Γιου­νάν, το κα­φέ σαν τον πη­λό που έπλα­σε τους αν­θρώ­πους η θεά Νου-Κούα, το πρά­σι­νο σαν «το σπίρ­το της άνοι­ξης», το χορ­τά­ρι που φυ­τρώ­νει στα όρη Ταν­γκού­λα­σαν του Θι­βέτ, το κόκ­κι­νο σαν δει­λι­νό στον πο­τα­μό Με­κόνγκ, σαν το αί­μα του πα­τέ­ρα που χά­θη­κε στον πό­λε­μο, το χρυ­σα­φί ίδιο με τα σπαρ­τά της εύ­φο­ρης πε­διά­δας του Τσενγ­κτού, το γα­λά­ζιο της «Χώ­ρας του ου­ρα­νού» και το αση­μί, όμοιο με την παν­σέ­λη­νο όταν προ­βάλ­λει από τα όρη Τιέν Σαν. Τα χρώ­μα­τα μι­λούν, κι εγώ ακο­λου­θώ το ψι­θύ­ρι­σμά τους, αυ­τά οδη­γούν το χέ­ρι μου, η ψυ­χή τους γί­νε­ται αί­μα και οι δρά­κοι μου απο­κτούν πνοή και τό­τε αυ­το­νο­μού­νται για να συ­ντρο­φέ­ψουν τα κα­λά πνεύ­μα­τα του κό­σμου. Κι όσο κυ­κλο­φο­ρούν σε αυ­τό το από­κο­σμο σύ­μπαν τους στο­λί­ζω με φτε­ρά και νύ­χια και ράμ­φη που­λιών και μορ­φές ζώ­ων, λέ­πια φι­διών και πτε­ρύ­για ψα­ριών, σπον­δύ­λους με­γά­λων πο­τα­μών, κο­ρυ­φές βου­νών και όνει­ρα που κρα­τούν το βά­ρος του ορί­ζο­ντα κι εφιάλ­τες που ξε­πη­δούν από τα βά­θη των θα­λασ­σών κι επι­θυ­μί­ες θε­ών και αν­θρώ­πων, θέ­λω να έχουν το από­κρυ­φο βου­η­τό των πό­λε­ων, την κα­λο­σύ­νη των πε­διά­δων και το άγνω­στο που προ­βάλ­λει μέ­σα από το σκο­τά­δι της ζω­ής μου. Με αυ­τά τα υλι­κά φτιά­χνω τους δρά­κους μου, εί­πε ο Χουέ Λι.

Άκου­γα συ­νε­παρ­μέ­νος τα λό­για του και εί­χα την αί­σθη­ση πως οι δρά­κοι του, που βρί­σκο­νταν πα­ντού γύ­ρω μας μέ­σα στο ερ­γα­στή­ριό του, εί­χαν στ’ αλή­θεια ζω­ντα­νέ­ψει και σέρ­νο­νταν αρ­γά ανά­με­σά μας, με τα τε­ρά­στια στό­μα­τά τους ορ­θά­νοι­χτα, κρο­τα­λί­ζο­ντας τις οστέι­νες πλά­κες τους.

Αυ­τές τις μέ­ρες αρ­χί­ζει το Φε­στι­βάλ του πλω­τού Δρά­κου, εί­πε ο Χουέ Λι κι έφε­ρε ακό­μη δυο μι­κρά πο­τή­ρια γε­μά­τα με τη «φλό­γα του αί­μα­τος», ένα κι­νέ­ζι­κο πο­τό σαν βότ­κα. Έπει­τα, βάλ­θη­κε να απο­τε­λειώ­σει το κε­φά­λι του δρά­κου που στό­λι­ζε τη βάρ­κα της πό­λης Να­ντόνγκ, που θα έπαιρ­νε μέ­ρος στους αγώ­νες.

Εί­χε σχε­δόν ξη­με­ρώ­σει κι ένα πε­λώ­ριο κε­φά­λι κα­τα­κόκ­κι­νου δρά­κου, με γα­λά­ζια δια­πε­ρα­στι­κά μά­τια, χρυ­σα­φί χαί­τη στο­λι­σμέ­νη με αση­μέ­νια λέ­πια και λο­φίο μια μαύ­ρη ου­ρά φι­διού, δέ­σπο­ζε στην πλώ­ρη της στε­νό­μα­κρης βάρ­κας που την εί­χε στή­σει στο κέ­ντρο του ερ­γα­στη­ρί­ου του. Ο Χουέ Λι άνοι­ξε το με­γά­λο πα­ρά­θυ­ρο κι έρι­ξε μια μα­τιά στον Γιανγ­κ­τσέ που κυ­λού­σε ήρε­μος στους πρό­πο­δες του λό­φου, χάι­δε­ψε το κε­φά­λι του δρά­κου και κά­θι­σε απο­κα­μω­μέ­νος σε μια πρά­σι­νη πο­λυ­θρό­να με σχή­μα ου­ράς ψα­ριού και πλά­τη ένα κί­τρι­νο φύλ­λο φοί­νι­κα με χα­ραγ­μέ­να τρο­μα­κτι­κά ροζ κε­φά­λια σαυ­ρών από την Ιν­δο­νη­σία. Η βάρ­κα της Να­ντόνγκ θα τερ­μα­τί­σει πρώ­τη, εί­πε με σι­γου­ριά, και ο δρά­κος που δε­σπό­ζει στην πλώ­ρη της θα ση­κώ­σει πε­ρή­φα­νος την κε­φα­λή του ψη­λά, προς τον ου­ρα­νό, ξερ­νώ­ντας τις φω­τιές του και το πλή­θος, που θα πα­ρα­κο­λου­θεί το θέ­α­μα στρυ­μωγ­μέ­νο στις όχθες του πο­τα­μού, θα χει­ρο­κρο­τεί εν­θου­σια­σμέ­νο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: