Κίνα, ένα ταξίδι

Πεκίνο
Πεκίνο / φωτ. Eλένη Καλοκύρη


Τα­ξι­δεύ­ου­με για να γνω­ρί­σου­με τον κό­σμο. Φτιά­χνου­με ει­κό­νες με το νου μας για διά­φο­ρα μέ­ρη και όταν τα επι­σκε­πτό­μα­στε προ­σπα­θού­με να τις συ­νται­ριά­ξου­με. Ελέγ­χου­με κα­τά πό­σον οι φα­ντα­σια­κές συ­μπί­πτουν με τις πραγ­μα­τι­κές δί­νο­ντάς μας έτσι την αί­σθη­ση του γνω­στού. Συ­νή­θως μας ελ­κύ­ουν μέ­ρη που τα ακο­λου­θεί η φή­μη μιας ιδιαί­τε­ρης ομορ­φιάς ή κυ­ρί­ως κά­ποιο αί­νιγ­μα τε­χνηέ­ντως καλ­λιερ­γη­θέν ώστε να επα­νέρ­χε­ται διαρ­κώς το αί­τη­μα της λύ­σης του και από εμάς. Η πε­ριέρ­γειά μας πά­ντως για άγνω­στους πο­λι­τι­σμούς μας ωθεί σε μα­κρι­νά τα­ξί­δια σή­με­ρα που η ευ­κο­λία των μέ­σων έχει σχε­δόν εκ­μη­δε­νί­σει τις απο­στά­σεις, γεν­νώ­ντας πρό­σθε­τες προσ­δο­κί­ες, θέ­το­ντας αυ­το­μά­τως στοι­χή­μα­τα με τον εαυ­τό μας. Κά­πως έτσι ξε­κί­νη­σα πριν λί­γα χρό­νια για ένα τα­ξί­δι στην Κί­να κα­τό­πιν προ­σκλή­σε­ως σε ένα πα­γκό­σμιο ποι­η­τι­κό φε­στι­βάλ.
Πέ­ραν του προ­γράμ­μα­τος φρό­ντι­σα να προ­σθέ­σω λί­γες ημέ­ρες επι­πλέ­ον δια­μο­νής στο Πε­κί­νο, ώστε να επι­σκε­φθώ κά­ποια μέ­ρη με με­γα­λύ­τε­ρη άνε­ση χρό­νου. Από ό,τι δια­πί­στω­σα το ίδιο εί­χαν κά­νει και άλ­λοι συμ­με­τέ­χο­ντες, γε­γο­νός που ως πα­ρέα πλέ­ον μας διευ­κό­λυ­νε όλους.
Κα­τά την διάρ­κεια του πο­λύ­ω­ρου τα­ξι­διού εί­χα την ευ­και­ρία να δια­πι­στώ­σω για άλ­λη μια φο­ρά την στιγ­μιαία αλ­λα­γή της ημέ­ρας σε νύ­χτα, αί­σθη­ση ότι περ­νάς ένα πέ­τα­σμα φω­τός και ξαφ­νι­κά όλα σκο­τει­νιά­ζουν.
Στο Πε­κί­νο φτά­σα­με απο­με­σή­με­ρο Ιου­λί­ου με υψη­λή θερ­μο­κρα­σία και υγρα­σία, με το φως να σου δί­νει την αί­σθη­ση ότι δια­χέ­ε­ται μέ­σω της πη­χτής ατμό­σφαι­ρας. Το χα­ώ­δες αε­ρο­δρό­μιο με το υπό­στε­γό του σε σχή­μα χε­λώ­νας σου υπέ­βα­λε μια πρώ­τη ει­κό­να του αχα­νούς της χώ­ρας. Αστυ­νο­μι­κοί και έλεγ­χος πα­ντού. Με­τά την απα­ραί­τη­τη ξε­κού­ρα­ση στο ξε­νο­δο­χείο όπου θα δια­νυ­κτε­ρεύ­α­με και κα­τό­πιν μιας μι­κρής τε­λε­τής για την υπο­δο­χή και τη με­τα­ξύ μας γνω­ρι­μία, επα­κο­λού­θη­σε το δεί­πνο σε πα­ρα­δο­σια­κό εστια­τό­ριο. Τε­ρά­στια πε­ρι­στρε­φό­με­να στρογ­γυ­λά πλα­τώ με κρέ­α­τα και λα­χα­νι­κά το­πο­θε­τή­θη­καν στο κέ­ντρο κά­θε τρα­πε­ζιού, όπου δια της εμ­βα­πτί­σε­ως στο πα­ρα­δο­σια­κό σκεύ­ος-βρα­στή­ρα που ήταν το­πο­θε­τη­μέ­νο εμπρός σου έπρε­πε να τα πα­ρα­σκευά­σεις πριν τη βρώ­ση τους. Η κι­νέ­ζι­κη κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά μας άρ­χι­ζε με την αδε­ξιό­τη­τα στη χρή­ση των τσόπ­στικς. Ανα­γκά­στη­καν να μας φέ­ρουν πι­ρού­νια για να μπο­ρέ­σου­με να φά­με. Την άλ­λη ημέ­ρα με νέα πτή­ση δυό­μι­ση ωρών πε­ρί­που, βρε­θή­κα­με στην πό­λη Ξι­νίν από όπου άρ­χι­ζε το επί­ση­μο πρό­γραμ­μα. Από το αε­ρο­πλά­νο θαυ­μά­σα­με με­τα­ξύ των άλ­λων τους χρω­μα­τι­σμούς στο γε­ω­γρα­φι­κό ανά­γλυ­φο και τους εντυ­πω­σια­κούς σχη­μα­τι­σμούς της ερή­μου.
Στο αε­ρο­δρό­μιο μας υπο­δέ­χτη­κε απα­λή-χα­λα­ρω­τι­κή μου­σι­κή που υπέ­βα­λε την αί­σθη­ση ότι ει­σήλ­θες σε Βου­δι­στι­κό ναό. Κλι­μά­κιο των διορ­γα­νω­τών μας κα­λω­σό­ρι­σε περ­νώ­ντας κα­τά το έθι­μο στο λαι­μό μας ένα άσπρο μα­κρύ μα­ντή­λι, χει­ρο­νο­μία που συ­νε­χί­στη­κε σε όλες τις πό­λεις όπου μας υπο­δέ­χο­νταν. Ξε­κι­νή­σα­με για την πό­λη Τόν­γκρεν όπου φτά­σα­με κα­τό­πιν δί­ω­ρου τα­ξι­διού με πούλ­μαν.
Τε­ρά­στιες δια­φη­μι­στι­κές πι­να­κί­δες εκα­τέ­ρω­θεν του δρό­μου, ερ­γά­τες στα δη­μό­σια έρ­γα, αγρό­τες δια­σκορ­πι­σμέ­νοι στα χω­ρά­φια, ει­κό­νες οι­κεί­ες και ξε­νι­κές. Στην άκρη του δρό­μου ένα φορ­τη­γά­κι που­λού­σε καρ­πού­ζια. Ο άντρας στην κα­ρό­τσα και γύ­ρω η οι­κο­γέ­νεια δια­λα­λού­σε το εμπό­ρευ­μα. Στα­μα­τή­σα­με και μας πρό­τει­νε με­ρι­κά. Πλη­σί­α­σα και άρ­χι­σα να επι­λέ­γω άλ­λα. Τα φά­γα­με επί τό­που. Ήταν γλυ­κύ­τα­τα τό­σο, που επα­κο­λού­θη­σε και άλ­λη αγο­ρά, δί­νο­ντάς μου την ευ­και­ρία ενός μι­κρού λο­γύ­δριου για το πως δια­λέ­γου­με καρ­πού­ζι.
Στην πό­λη Τόν­γκρεν η εναρ­κτή­ρια τε­λε­τή ήταν η πρώ­τη με­γά­λη επί­ση­μη εκ­δή­λω­ση, με ομι­λί­ες, τρα­γού­δια, χο­ρούς, δεί­πνο, όπου εκτός των το­πι­κών πο­λι­τι­κών πα­ρα­γό­ντων πα­ρευ­ρέ­θη ο κο­μι­σά­ριος πο­λι­τι­σμού και ο αντι­πρό­ε­δρος της Ένω­σης Κι­νέ­ζων Συγ­γρα­φέ­ων ποι­η­τής Ζί­ντι Μαν­τζά. Επα­να­λάμ­βα­ναν πως η ποί­η­ση έχει βα­ρύ­νου­σα ση­μα­σία για τον πο­λι­τι­σμό τους. Εί­χα­με κα­τά ομά­δες ως διερ­μη­νείς πο­λύ­γλωσ­σους με­τα­πτυ­χια­κούς φοι­τη­τές της φι­λο­λο­γί­ας που γε­φύ­ρω­ναν ανά πά­σα στιγ­μή την γλωσ­σι­κή μας ανε­πάρ­κεια. Έτυ­χε να έχω διερ­μη­νέα την Αμά­ντα. Όταν τη ρώ­τη­σα αν εί­ναι αυ­τό το όνο­μά της, μου απά­ντη­σε ότι το επέ­λε­ξε, διό­τι ως Αμά­ντα τη θυ­μού­νται όλοι, ενώ το κι­νέ­ζι­κο δεν θα το συ­γκρα­τού­σε κα­νείς, πρα­κτι­κή την οποία εφαρ­μό­ζουν όλοι όσοι έχουν επα­φές και συ­ναλ­λα­γές με την Δύ­ση. Κα­τά σύμ­πτω­ση ο προ­σκε­κλη­μέ­νος Αμε­ρι­κα­νός ποι­η­τής και η ποι­ή­τρια από την Αυ­στρία ήταν γνώ­στες της κι­νε­ζι­κής, πράγ­μα που διευ­κό­λυ­νε την με­τέ­πει­τα δια­μο­νή μας στο Πε­κί­νο. Όμως το πιο εντυ­πω­σια­κό ήταν το όνο­μα του αρ­χη­γού για τις με­τα­κι­νή­σεις μας Κι­νέ­ζου: Homer!
Ιδιαί­τε­ρη εντύ­πω­ση προ­ξε­νού­σε η ορ­γά­νω­ση, η βα­ρύ­τη­τα και η επι­ση­μό­τη­τα με την οποία πε­ριέ­βα­λαν το γε­γο­νός. Ήπια­με σά­κε κά­νο­ντας προ­πό­σεις με ευ­χές, μι­λή­σα­με για τη χώ­ρα μας και πα­ρα­κο­λου­θή­σα­με το μου­σι­κο­χο­ρευ­τι­κό πρό­γραμ­μα. Γύ­ρω μας χα­ρού­με­να πρό­σω­πα πρό­θυ­μα να εξυ­πη­ρε­τή­σουν κά­θε επι­θυ­μία και κυ­ρί­ως να φω­το­γρα­φη­θούν μα­ζί σου. Κά­ποια στιγ­μή με­τά από τό­σες ημέ­ρες κα­τα­νά­λω­σης τσα­γιού ζή­τη­σα κα­φέ. Μου έφε­ραν ζε­στό νε­ρό με ένα φα­κε­λά­κι στιγ­μιαί­ου κα­φέ, όπου από τη μια πλευ­ρά εί­χε τον λο­γό­τυ­πο της Νε­στλέ στα κι­νέ­ζι­κα και από την άλ­λη στα αγ­γλι­κά. Ζή­τη­σα κρύο. Οι Κι­νέ­ζοι πί­νουν μό­νο ζε­στό νε­ρό για­τί πι­στεύ­ουν ότι κά­νει κα­λό στον ορ­γα­νι­σμό. Άδεια­σα ένα μι­κρό μπου­κά­λι από νε­ρό, έρι­ξα μέ­σα τον κα­φέ και άρ­χι­σα να το κτυ­πάω εμπρός στα πε­ρί­ερ­γα βλέμ­μα­τα όλων. Τους εξή­γη­σα ότι αυ­τόν τον λέ­με φρα­πέ στην Ελ­λά­δα και πί­νε­ται κρύ­ος με πα­γά­κια χει­μώ­να-κα­λο­καί­ρι με γά­λα, ζά­χα­ρη ή και σκέ­τος. Εν­θου­σιά­στη­καν από την δο­κι­μή. Βέ­βαια για κα­λα­μά­κι ού­τε λό­γος. Το βρά­δυ στην πλα­τεία πα­ρα­δο­σια­κοί μου­σι­κοί έπαι­ζαν και κά­τοι­κοι όλων των ηλι­κιών χό­ρευαν το­πι­κούς χο­ρούς. Σε άλ­λα ση­μεία ροκ μου­σι­κή από συ­γκρο­τή­μα­τα νέ­ων, ενώ, το μά­τι του συ­στή­μα­τος, μια τε­ρά­στια οθό­νη όσο η πρό­σο­ψη ενός πο­λυώ­ρο­φου κτι­ρί­ου πρό­βα­λε σκη­νές από την Με­γά­λη Πο­ρεία, τα τε­χνο­λο­γι­κά επι­τεύγ­μα­τα της νέ­ας Κί­νας και από την κη­δεία του Μάο. Το κα­θε­στώς δή­λω­νε δι­δά­σκο­ντας και υπεν­θυ­μί­ζο­ντας την πα­ρου­σία του, να μην ξε­χνιό­μα­στε.

Φωτ. Άρις Γε­ωρ­γί­ου


Ξε­κι­νή­σα­με πρωί σχη­μα­τί­ζο­ντας μια ιδιαί­τε­ρη πο­μπή αυ­το­κι­νή­των. Εμπρός ένα πε­ρι­πο­λι­κό, πί­σω τα βαν των τη­λε­ο­πτι­κών συ­νερ­γεί­ων, τα αυ­το­κί­νη­τα των επι­σή­μων, κα­τό­πιν τα δύο πούλ­μαν με τους κα­λε­σμέ­νους ποι­η­τές, ένα ασθε­νο­φό­ρο και η πο­μπή έκλει­νε με ένα ακό­μη πε­ρι­πο­λι­κό. Σε όλη τη δια­δρο­μή δη­μό­σια έρ­γα μαρ­τυ­ρού­σαν την ανα­συ­γκρό­τη­ση της χώ­ρας, τε­ρά­στιες πο­λυ­κα­τοι­κί­ες με αναι­δές το ύψος τους ορ­θώ­νο­νταν στις όχθες του κί­τρι­νου πο­τα­μού, πα­ρα­δο­σια­κά χω­ριά με σπί­τια όπως τα έχου­με δει σε ται­νί­ες, με κα­λα­μπό­κι κυ­ρί­ως και σι­τά­ρι να ξε­ραί­νε­ται στις αυ­λές, στους δρό­μους και στις επί­πε­δες στέ­γες.
Η Αμά­ντα μου εξή­γη­σε ότι ακο­λου­θού­με τον πα­λαιό δρό­μο του με­τα­ξιού που έχει γί­νει λε­ω­φό­ρος, αλ­λά σε κά­ποια ση­μεία πα­ρα­μέ­νει τό­σο στε­νός ώστε να χρειά­ζε­ται η πα­ρέμ­βα­ση των πε­ρι­πο­λι­κών για να πε­ρά­σου­με. Τρα­βάω διαρ­κώς φω­το­γρα­φί­ες τη γύ­ρω φύ­ση όπως ξε­δι­πλώ­νε­ται εμπρός μου, τα κτί­σμα­τα, τους στο­λι­σμέ­νους με πο­λύ­χρω­μα κορ­δε­λά­κια, βω­μούς και μο­να­στή­ρια. Στο βά­θος το χω­ριό γέν­νη­σης του Δα­λάι Λά­μα με μια αρ­χαία πα­γό­δα. Θυ­μή­θη­κα ότι κά­πο­τε ήταν persona non grata ενώ τώ­ρα κα­τέ­στη άξιος ανα­φο­ράς. Ανη­φο­ρί­ζου­με προς τον τε­λι­κό μας προ­ο­ρι­σμό, το Τζι­ντού. Μας προει­δο­ποιούν ότι όσο ανε­βαί­νου­με αραιώ­νει το οξυ­γό­νο και αν αι­σθαν­θού­με αδια­θε­σία θα μας δώ­σουν ασκό οξυ­γό­νου.

Το Τζι­ντού ευ­ρί­σκε­ται σε πο­λύ με­γά­λο υψό­με­τρο. Το το­πίο αλ­λά­ζει, από τα κω­νο­φό­ρα περ­νά­με στα ελα­τοει­δή και όσο ανε­βαί­νου­με αρ­χί­ζει η χα­μη­λή βλά­στη­ση, τα ζώα και τα φυ­τά της στέ­πας. Διά­σπαρ­τα ρυά­κια αρ­δεύ­ουν πα­ντού τον τό­πο ξε­δι­ψώ­ντας τα κο­πά­δια των γιακ και στο βά­θος κά­ποιο γιούρτ με σταθ­μευ­μέ­νο απέ­ξω ένα τζιπ ή μια μη­χα­νή. Ένα τε­ρά­στιο μα­στίφ πο­ζά­ρει φι­λι­κά στο φα­κό μου. Νο­μά­δες κτη­νο­τρό­φοι σκορ­πι­σμέ­νοι στην απε­ρα­ντω­σιά του ορο­πε­δί­ου. Με­τα­ξύ των άλ­λων μια κο­πέ­λα πλέ­νε­ται στο πο­τα­μά­κι. Φά­ντα­ζε Νη­ρη­ί­δα. Με αιφ­νι­δί­α­σε η απρό­σμε­νη απο­κά­λυ­ψή της φέρ­νο­ντάς μου στο νου τις «Λουό­με­νες» του Ρε­νουάρ.
Στο Τζι­ντού εί­χε στη­θεί ένα τε­ρά­στιο πα­νη­γύ­ρι. Υπαί­θριες εκ­θέ­σεις σκευών και ερ­γα­λεί­ων, με θέ­μα τις συ­νή­θειες, και τις κα­θη­με­ρι­νές ενα­σχο­λή­σεις. Πολ­λά γιούρτ γύ­ρω από ένα τε­ρά­στιο στρω­μέ­νο με χα­λιά, επι­πλω­μέ­νο και με κα­θο­ρι­σμέ­νη τη θέ­ση του κα­θε­νός μας. Σε αυ­τό μι­λή­σα­με για «Το νε­ρό ως πη­γή ζω­ής και έμπνευ­σης» και δια­βά­σα­με ανά­λο­γης θε­μα­τι­κής ποι­ή­μα­τά μας. Χο­ρη­γός τα νε­ρά Τζι­ντού. Με την ιδιω­τι­κο­ποί­η­ση η κρα­τι­κή επι­δό­τη­ση με­τα­τρά­πη­κε σε χο­ρη­γία. Σε έναν άλ­λο χώ­ρο χι­λιά­δες κό­σμου πα­ρα­κο­λου­θού­σαν μια σο­σια­λι­στι­κού σχε­δια­σμού φιέ­στα, με πα­ρέ­λα­ση καρ­να­βα­λι­κών αρ­μά­των, ακρο­βα­τών, επι­δεί­ξε­ων της ιπ­πευ­τι­κής δει­νό­τη­τας των Μογ­γό­λων, χει­ρο­κρο­τώ­ντας εν­θου­σια­σμέ­νοι από το φα­ντα­σμα­γο­ρι­κό θέ­α­μα των πυ­ρο­τε­χνη­μά­των που ζω­γρά­φι­ζαν χρω­μα­τί­ζο­ντας τον ου­ρα­νό του ορο­πε­δί­ου. Μι­κρο­πω­λη­τές δια­λα­λού­σαν την πρα­μά­τεια τους. Οι­κο­γέ­νειες έστρω­ναν και ξε­δί­πλω­ναν τα φα­γη­τά που εί­χαν φέ­ρει μα­ζί τους. Η πα­νάρ­χαιη συ­ντα­γή, άρ­τος και θε­ά­μα­τα.
Στις εκ­δη­λώ­σεις συμ­με­τεί­χαν πολ­λοί Βου­δι­στές μο­να­χοί-ποι­η­τές, όπως επί­σης κά­ποιοι από μογ­γο­λι­κές φυ­λές που δεν έχουν γρα­πτή γλώσ­σα και μας απήγ­γει­λαν με δι­πλή διερ­μη­νεία σε κι­νέ­ζι­κα και αγ­γλι­κά τα ποι­ή­μα­τά τους. Κά­ποιοι τα τρα­γού­δη­σαν πριν τα απαγ­γεί­λουν εν­δε­δυ­μέ­νοι την το­πι­κή τους εν­δυ­μα­σία. Κα­θ' όλη τη διάρ­κεια των εκ­δη­λώ­σε­ων δο­κι­μά­σα­με όλες τις πα­ραλ­λα­γές της το­πι­κής κου­ζί­νας με κύ­ριο στοι­χείο το γιακ κα­θώς και όλα τα πα­ρά­γω­γά του, γά­λα, τυ­ρί, κλπ. Συ­νε­ντεύ­ξεις στα τη­λε­ο­πτι­κά συ­νερ­γεία και πε­ριο­δι­κά. Σε ανα­φο­ρά μου όλοι γνώ­ρι­ζαν την Ολυ­μπία λό­γω των αγώ­νων. Εκ­πλήσ­σο­νται με το ότι στην Ελ­λά­δα έχου­με με­τα­φρά­σεις του Κομ­φού­κιου και του Λάο Τσε, που αυ­τοί τον λέ­νε Λάο Τζου. Μα­γνη­το­σκό­πη­ση για την ερ­γα­σία με­τα­πτυ­χια­κής φοι­τή­τριας. Υπο­γρα­φές κα­τά το έθι­μο στο χα­λί-τοί­χο των ποι­η­τών.

Η επί­σκε­ψη στο ανα­και­νι­σμέ­νο Ιστο­ρι­κό Μου­σείο εκτός των άλ­λων μας αφη­γή­θη­κε την ιστο­ρία του Τζέν­γκις Χαν. Πε­ρί­πα­τος στο μο­νο­πά­τι των ποι­η­τών που οδη­γεί στο νη­σά­κι της λί­μνης, με δε­ξιά-αρι­στε­ρά στί­χους ογκό­λι­θων της λο­γο­τε­χνί­ας χα­ραγ­μέ­νων σε ογκό­λι­θους. Στην πό­λη τα μι­κρά παι­διά όπου μας έβλε­παν έβα­ζαν τα δά­χτυ­λα κύ­κλο γύ­ρω από τα μά­τια τους το­νί­ζο­ντας τη δια­φο­ρά μας χα­μο­γε­λώ­ντας. Τα βρά­δια η πτώ­ση της θερ­μο­κρα­σί­ας, από τα ύψη στο μη­δέν, δυ­σκό­λευε τον ύπνο.

Την επο­μέ­νη ανε­βή­κα­με ψη­λό­τε­ρα επι­σκε­πτό­με­νοι τις πη­γές Τζι­ντού. Δύο πη­γές δί­πλα-δί­πλα βγά­ζουν κα­νο­νι­κό νε­ρό η μία, αν­θρα­κού­χο η άλ­λη. Ξε­δι­ψά­σα­με. Η ακό­μα πιο αραιή ατμό­σφαι­ρα και ο ήλιος σου υπέ­βα­λαν την δια­φο­ρε­τι­κή αί­σθη­ση του το­πί­ου εξα­σθε­νώ­ντας τα χρώ­μα­τα. Οι εγκα­τα­στά­σεις του ερ­γο­στα­σί­ου των χο­ρη­γών μας υπο­δειγ­μα­τι­κές. Σε μια αί­θου­σα υψί­στης πο­λυ­τέ­λειας με πορ­σε­λά­νες κρύ­σταλ­λα, σκα­λι­στά έπι­πλα, πί­να­κες, μι­λή­σα­με, δια­βά­σα­με ποι­ή­μα­τα, ζω­γρα­φί­σα­με μια ει­κό­να από την πα­τρί­δα μας και γρά­ψα­με τα ονό­μα­τά μας σε ένα χρυ­σό­δε­το τό­μο. Κα­τά την διάρ­κεια της εκ­δή­λω­σης μια ομά­δα Ασια­τών ποι­η­τών ξε­δί­πλω­σε ένα μα­κρύ ρυ­ζό­χαρ­το με ιδε­ο­γράμ­μα­τα. Πα­ρα­τή­ρη­σα αι­νιγ­μα­τι­κά χα­μό­γε­λα και αμη­χα­νία. "Λευ­τε­ριά στο Θι­βέτ". Ρώ­τη­σα αν θα τους συλ­λά­βουν, η Αμά­ντα χα­μο­γέ­λα­σε λέ­γο­ντάς μου ότι εί­ναι προ­σκε­κλη­μέ­νοι. Επα­κο­λού­θη­σαν φα­γη­τά, τρα­γού­δια και χο­ροί γύ­ρω από μια με­γά­λη φω­τιά.

Την άλ­λη ημέ­ρα φύ­γα­με με προ­ο­ρι­σμό και πά­λι την πό­λη Ξι­νίν για την τε­λευ­ταία του κύ­κλου των εκ­δη­λώ­σε­ων. Στα σύ­νο­ρα των πε­ρι­φε­ρειών μας πε­ρί­με­ναν πά­λι οι αρ­χές του τό­που για το τυ­πι­κό του απο­χαι­ρε­τι­σμού. Τα μα­ντή­λια που μας πρό­σφε­ραν κα­τά την άφι­ξή μας, τώ­ρα τα εί­χαν αντι­κα­τα­στή­σει τα το­πι­κά γλυ­κά, το σά­κε και οι ευ­χές για κα­λό τα­ξί­δι.

Πε­κί­νο. Πό­λη όπου συ­νυ­πάρ­χει το πα­λαιό με το και­νού­ριο. Δια­πι­στώ­νεις τη δια­φο­ρε­τι­κή κλί­μα­κα με­γέ­θους σε όλα. Ου­ρα­νο­ξύ­στες, χα­μό­σπι­τα, πο­λυ­τέ­λεια και φτώ­χεια. Συ­νοι­κί­ες ολό­κλη­ρες μέ­σα στην πό­λη γκρε­μί­ζο­νται για να χτι­στούν εκ νέ­ου. Η νέα πό­λη ανα­δύ­ε­ται επά­νω στην πα­λαιά. Πο­λυ­κα­τα­στή­μα­τα με τις γνω­στές δυ­τι­κές φίρ­μες, και υπερ­βο­λι­κή κί­νη­ση στους δρό­μους από πο­δή­λα­τα, αμα­ξά­κια και πο­λυ­τε­λέ­στα­τα αυ­το­κί­νη­τα. Δια­πι­στώ­νεις και εδώ τη με­γά­λη λα­τρεία για τα κι­νη­τά τη­λέ­φω­να, δεν χά­νουν την ευ­και­ρία ανά πά­σα στιγ­μή να ασχο­λού­νται με αυ­τά, αρ­κεί το να πα­ρα­τη­ρή­σεις τον στο­λι­σμό στις θή­κες τους.
Πα­ντα­χού πα­ρόν-απόν το φά­ντα­σμα του προ­έ­δρου Μάο. Από τα πρώ­τα του δια­τάγ­μα­τα η κο­πή της πα­ρα­δο­σια­κής μα­κριάς κο­τσί­δας και η απλο­ποί­η­ση της κι­νε­ζι­κής γλώσ­σας. Κά­πως έτσι θα έμπαι­ναν τα βό­δια εμπρός από το κά­ρο για να τρα­βή­ξουν τη χώ­ρα στον επό­με­νο αιώ­να. Στο μαυ­σω­λείο η ανα­μο­νή εί­ναι πλέ­ον μι­κρή, αλ­λά η τε­ρά­στια φω­το­γρα­φία του κα­το­πτεύ­ει τους πά­ντες και τα πά­ντα. Έχει ανοί­ξει ο εσω­τε­ρι­σμός του­ρι­σμός και στί­φη Κι­νέ­ζων επι­σκέ­πτο­νται τα μνη­μεία απο­κτώ­ντας ίδια γνώ­μη για την ιστο­ρία τους. Σύγ­χρο­νες εγκα­τα­στά­σεις πα­ντού, με το σα­ρά­κι της απα­τε­ω­νιάς και της κλε­ψιάς να δια­βρώ­νει τους εμπλε­κό­με­νους με τον του­ρι­σμό. Μας το επε­σή­μα­ναν στο ξε­νο­δο­χείο και το δια­πι­στώ­σα­με στις συ­ναλ­λα­γές μας. Ανα­λο­γι­ζό­μουν πό­σοι ρα­βδι­σμοί ανα­λο­γού­σαν υπό πα­λαιό­τε­ρες συν­θή­κες για κά­θε κο­λά­σι­μη πρά­ξη. Με­τά από χρό­νια εγκα­τά­λει­ψης και άλ­λων προ­τε­ραιο­τή­των, τα τε­λευ­ταία χρό­νια ανα­στη­λώ­νουν, συ­ντη­ρούν, προ­βά­λουν τα μνη­μεία δί­νο­ντας βά­ρος στην πο­λι­τι­στι­κή κλη­ρο­νο­μιά. Προ­σπα­θούν να εί­ναι ορα­τή ως συ­νέ­χεια όλη αυ­τή η νέα Με­γά­λη Πο­ρεία προς τον εκ­συγ­χρο­νι­σμό και την ανά­πτυ­ξη.

Φωτ. Άρις Γε­ωρ­γί­ου



Η Απα­γο­ρευ­μέ­νη Πό­λη φέρ­νει στο νου τις ει­κό­νες από τον «Tε­λευ­ταίο Αυ­το­κρά­το­ρα» του Μπερ­το­λού­τσι. Κοι­τά­ζο­ντας τα ανά­κτο­ρα και το με­γα­λείο των αυ­το­κρα­τό­ρων εν σχέ­σει με τα γύ­ρω κτί­σμα­τα του λα­ού αντι­κρύ­ζεις την τε­ρά­στια δια­φο­ρά με­τα­ξύ των δύο αυ­τών κό­σμων, η τά­φρος που χω­ρί­ζει την απα­γο­ρευ­μέ­νη πό­λη από την υπό­λοι­πη, ήταν «βα­θύ­τε­ρη» και απρο­σπέ­λα­στες οι γέ­φυ­ρες για τη νο­ο­τρο­πία και την αντί­λη­ψη των διοι­κού­ντων. Αυ­τή η δια­φο­ρά πα­ρα­μέ­νει ως ένα βαθ­μό, αλ­λά τώ­ρα του­λά­χι­στον οι γέ­φυ­ρες πα­ρα­μέ­νουν ανοι­χτές.

Στα θε­ρι­νά ανά­κτο­ρα, αντά­ξια της φή­μης κά­θε δυ­να­στεί­ας, κα­τα­νο­είς την δυ­να­μι­κή επε­νέρ­γεια της φύ­σης στη σκέ­ψη και στη ζωή του εκά­στο­τε αυ­το­κρά­το­ρα. Πα­ρα­μυ­θέ­νια κτί­σμα­τα διά­σπαρ­τα σε ονει­ρι­κό το­πίο. Ο μι­κρό­κο­σμος ενταγ­μέ­νος στον με­γά­κο­σμο.

Στο Ναό του Ου­ρα­νού την απο­πνέ­ου­σα γα­λή­νη τη δια­τά­ρα­ξε ένα γκρουπ Λα­ρι­σαί­ων του­ρι­στών. «Τι γύ­ρευ­ες στο Πε­κί­νο εσύ ένας Λα­ρι­σαί­ος;»! Ει­σερ­χό­με­νος με­τέ­χεις της ολό­τη­τας του σύ­μπα­ντος. Υπο­σχέ­σεις και συμ­φω­νί­ες ανταλ­λά­χθη­καν εδώ με­τα­ξύ του επί­γειου Θε­ού-Αυ­το­κρά­το­ρα και του ου­ρά­νιου ομο­λό­γου του. Μό­νοι σε συ­νο­μι­λία ενώ­πιος-ενω­πίω.

Το με­γά­λο Βου­δι­στι­κό μο­να­στή­ρι με τα γι­γα­ντιαία αγάλ­μα­τα υπη­ρε­τεί τις ανά­γκες των θρη­σκευό­με­νων Κι­νέ­ζων. Μου­σι­κή ανά­μει­κτη με το πο­λύ­βουο πλή­θος, μυ­ρω­διά και κα­πνός από τα αναμ­μέ­να αρω­μα­τι­κά ξυ­λά­κια. Ίδια πα­ντού η ανά­γκη της τε­λε­τουρ­γί­ας και της επι­κοι­νω­νί­ας με τα ου­ρά­νια. Περ­πα­τώ­ντας γύ­ρι­σα όλους τους κυ­λίν­δρους της προ­σευ­χής.

Οι Πύρ­γοι των Το­ξο­τών και της Κα­μπά­νας οριο­θε­τού­σαν κά­πο­τε την πό­λη συμ­βάλ­λο­ντας στην άμυ­να, στην προει­δο­ποί­η­ση και στην διευ­θέ­τη­ση του κα­θη­με­ρι­νού χρό­νου. Οι συ­νοι­κί­ες των Καλ­λι­τε­χνών και της Γρα­φής αγκο­μα­χούν να κρα­τή­σουν τον αέ­ρα του πα­ρα­δο­σια­κού-δια­τη­ρη­τέ­ου. Στην πλα­τεία Τιέν Αν Μεν ανά­μει­κτο πλή­θος του­ρι­στών και κα­τοί­κων. Τι­μη­τι­κές φρου­ρές εμπρός από τα μνη­μεία. Στρα­τιω­τι­κά αγή­μα­τα απο­τί­ουν φό­ρο τι­μής. Όλα τι­μώ­νται. Πα­ντού μα­γα­ζιά που που­λάν ότι μπο­ρεί να επι­θυ­μή­σεις, φα­ντα­χτε­ρές βι­τρί­νες που σε ωθούν στον κα­τα­να­λω­τι­σμό, λοι­δο­ρούν την επο­χή της ομοιό­μορ­φης εν­δυ­μα­σί­ας για άντρες και γυ­ναί­κες. Στο Πε­κί­νο τα βρί­σκεις όλα, εκτός από τα­ξί όταν το θέ­λεις.

Στην επι­στρο­φή, ο πι­λό­τος του αε­ρο­πλά­νου μας υπέ­δει­ξε να δού­με το Σι­νι­κό Τεί­χος. Φά­ντα­ζε πε­ρισ­σό­τε­ρο εντυ­πω­σια­κό από ψη­λά πα­ρά στα έξι χι­λιό­με­τρα πε­ρί­που που το περ­πά­τη­σα. Με τους πύρ­γους στη ρά­χη του ισορ­ρο­πού­σε στο φρύ­δι των γκρε­μών προ­στα­τεύ­ο­ντας για αιώ­νες την αυ­το­κρα­το­ρία. Ένα νέο σι­νι­κό οι­κο­νο­μι­κό τεί­χος υψώ­νουν οι ση­με­ρι­νοί κυ­βερ­νώ­ντες Κι­νέ­ζοι «αυ­το­κρά­το­ρες», που κα­θη­με­ρι­νά επε­κτεί­νε­ται σε όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρες χώ­ρες, κα­θι­στώ­ντας την Κί­να υπερ­δύ­να­μη.

Τα τα­ξί­δια απο­τε­λούν κομ­μά­τια του μέλ­λο­ντός μας. Τα επι­κα­λού­μα­στε, τα επα­να­φέ­ρου­με στη μνή­μη, μας συ­ντρο­φεύ­ουν όταν τα υπο­βάλ­λου­με σε κά­ποια νέα επε­ξερ­γα­σία και βοη­θούν να φτιά­ξου­με τον δι­κό μας πλέ­ον πα­γκό­σμιο χάρ­τη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: