Ο Άλλος

Peter Paul Rubens (1577-1640) και Jan Brueghel I (1568-1625) «Ο επίγειος παράδεισος», 1615. Λάδι σε καμβά, 74,3 x 114,7 εκ. Μουσείο Μαουρίτσιους, Χάγη
Peter Paul Rubens (1577-1640) και Jan Brueghel I (1568-1625) «Ο επίγειος παράδεισος», 1615. Λάδι σε καμβά, 74,3 x 114,7 εκ. Μουσείο Μαουρίτσιους, Χάγη

Ο Άλ­λος ήταν γιός του θε­ού Ερ­μή και της Χιό­νης, της κό­ρης του Δαι­δα­λί­ω­να, αδερ­φός του Αυ­τό­λυ­κου και ετε­ρο­θα­λής αδερ­φός του Ερ­μα­φρό­δι­του. Ο Άλ­λος, από την ώρα που γεν­νή­θη­κε, φά­νη­κε ότι ήταν ένα ανά­πο­δο παι­δά­κι, τό­σο ανά­πο­δο που ο Ερ­μής, αλ­λά και η γυ­ναί­κα του η Χιό­νη, εί­χαν αγα­να­κτή­σει σε τέ­τοιο βαθ­μό, που ζή­τη­σαν βο­ή­θεια από τον Δία. Όμως και ο Δί­ας σή­κω­σε τα χέ­ρια ψη­λά, εντυ­πω­σια­σμέ­νος από τη ικα­νό­τη­τα του μι­κρού να βγαί­νει πά­ντα λά­δι για τις ατα­ξί­ες, τα προ­βλή­μα­τα και τις συμ­φο­ρές που προ­κα­λού­σε με τη συ­μπε­ρι­φο­ρά του, δεί­χνο­ντας μό­νι­μα και μά­λι­στα, με πει­στι­κό τρό­πο, κά­ποιον άλ­λον. Ακό­μη και στον πα­τέ­ρα του, τον Ερ­μή, έρι­ξε το βά­ρος, όταν ο ίδιος έβα­λε φω­τιά στον μυ­στι­κό ναό του Δία, στις πρό­πο­δες της Πε­ντέ­λης.


Εί­δε κι απο­εί­δε ο Ερ­μής, διό­τι ο Άλ­λος δεν έβα­ζε μυα­λό με τί­πο­τε και φο­βού­με­νος ότι κά­ποια στιγ­μή θα βρε­θεί αυ­τός υπό­λο­γος για τις πρά­ξεις του γιού του, τον άρ­πα­ξε και πέ­τα­ξαν μα­ζί ψη­λά, ακο­λου­θώ­ντας τις δια­δρο­μές που του υπέ­δει­ξε η γυ­ναί­κα του η Χιό­νη και τον κα­τέ­σφα­ξε. Τα κομ­μά­τια του σώ­μα­τος του Άλ­λου δια­σκορ­πί­σθη­καν σε όλη τη Με­σό­γειο και τα πε­ρισ­σό­τε­ρα από αυ­τά ξε­βρά­στη­καν στα πα­ρά­λια της Ιτα­λί­ας και της Ελ­λά­δας. Το γε­γο­νός απε­κρύ­βη από τον Δία και ο Ερ­μής νό­μι­σε ότι ξε­μπέ­λια­σε από τον Άλ­λο, ξέ­χα­σε όμως, ότι ο γιός του εί­χε κλη­ρο­νο­μή­σει την ικα­νό­τη­τα να με­τα­μορ­φώ­νε­ται κι έτσι, τα δια­σκορ­πι­σμέ­να μέ­λη του σώ­μα­τος του Άλ­λου έγι­ναν άλ­λα φυ­τά, άλ­λα δέν­δρα και ζώα διά­φο­ρα, μι­κρά και με­γά­λα. Ένα από αυ­τά μά­λι­στα έγι­νε μη­λιά, η γνω­στή μη­λιά του πα­ρα­δεί­σου. Όταν λοι­πόν η Εύα έκο­ψε το μή­λο και το έδω­σε στον Αδάμ και αυ­τός το δά­γκω­σε αμέ­σως, εί­πε πως η Εύα φταί­ει ενώ ο ίδιος το λι­μπι­ζό­ταν να το κό­ψει από και­ρό.


Η σπο­ρά του Άλ­λου απλώ­θη­κε πα­ντού κι έγι­νε πιο φα­νε­ρή στα κρά­τη που βρέ­χο­νται από τη Με­σό­γειο, ει­δι­κά στην Ελ­λά­δα, η σπο­ρά αυ­τή ήταν θε­α­μα­τι­κή και οι Έλ­λη­νες κλη­ρο­νό­μη­σαν σε με­γά­λο βαθ­μό τη συ­μπε­ρι­φο­ρά του Άλ­λου, την ικα­νό­τη­τα δη­λα­δή να με­τα­μορ­φώ­νο­νται εύ­κο­λα, να αλ­λά­ζουν τρό­πους και από­ψεις και την με­γά­λη ικα­νό­τη­τα να υπο­δει­κνύ­ουν με τρό­πο πει­στι­κό τον φταί­χτη.
Ένας λό­γος που σέ­βο­νταν τις πόρ­νες στην αρ­χαία Ελ­λά­δα ήταν για­τί με με­γά­λη άνε­ση έδει­χναν χω­ρίς κα­νέ­να εν­δοια­σμό τον άλ­λον, αυ­τόν που τις οδή­γη­σε να εί­ναι πόρ­νες. Αντί­θε­τα, ο Σό­λω­νας που, βλα­κω­δώς φε­ρό­με­νος, αν και ήξε­ρε πώς εί­ναι τα πράγ­μα­τα, εί­πε: «Αν ζη­τάς να απο­δο­θούν ευ­θύ­νες σε άλ­λους, να εί­σαι έτοι­μος να απο­δο­θούν ευ­θύ­νες και σ’ εσέ­να», ανα­γκά­στη­κε να αυ­το­ε­ξο­ρι­στεί για να απο­φύ­γει την ορ­γή του λα­ού. Οι Στω­ι­κοί φι­λό­σο­φοι, γνω­ρί­ζο­ντας την σπο­ρά του Άλ­λου και πό­σο κα­λά εί­χε ρι­ζώ­σει στη χώ­ρα, πή­γαν να δι­καιο­λο­γή­σουν κά­πως τα πράγ­μα­τα, λέ­γο­ντας ότι εντά­ξει, κα­λό εί­ναι να λέ­με την αλή­θεια αλ­λά και το ψέ­μα δεν βλά­πτει, υπάρ­χουν και κα­λά ψέ­μα­τα. Το ίδιο πε­ρί­που εί­πε με τον δι­κό του τρό­πο και ο Δη­μό­κρι­τος από τα Άβδη­ρα και πολ­λοί άλ­λοι.


Δυ­στυ­χώς, αυ­τό το κου­σού­ρι που κλη­ρο­νο­μή­θη­κε από τον Άλ­λο τον γιο του Ερ­μή, φαί­νε­ται να βο­λεύ­ει, γε­νε­τι­κό εί­ναι το θέ­μα, σου λέ­ει ο άλ­λος, τι να κά­νω, δεν βλέ­πεις τον Νί­τσε, λέ­νε οι πιο μορ­φω­μέ­νοι, που έγρα­φε πως «Ελευ­θε­ρία εί­ναι η θέ­λη­ση να εί­ναι κα­νείς υπεύ­θυ­νος απέ­να­ντι στον εαυ­τό του»; Τι κέρ­δι­σε; Μια ζωή υπέ­φε­ρε από πο­νο­κε­φά­λους…

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: