Οι μηλόπιτες της Εύας

Οι μηλόπιτες της Εύας

Στην Εύα Κ.



Όλοι από­ρη­σαν σαν έφυ­γε η Εύα για την κοι­λά­δα του Φεγ­γα­ριού κο­ντά στην έρη­μο Ατα­κά­μα της Χι­λής. «Για μια συ­μπα­ντι­κή ενα­τέ­νι­ση» εί­πε χα­μο­γε­λώ­ντας. Έλε­γε την αλή­θεια, το με­γα­λείο του ου­ρα­νού και των άστρων εί­ναι υπέ­ρο­χο στην έρη­μο Ατα­κά­μα. Από­ρη­σαν βέ­βαια οι Αμε­ρι­κά­νοι και οι Σκαν­δι­να­βοί φυ­σιο­δί­φες που συ­νά­ντη­σε στην κα­τα­σκή­νω­ση κα­τα­με­σής του που­θε­νά, από­ρη­σαν για­τί άφη­σε πί­σω τον πα­ρά­δει­σο, την Ελ­λά­δα με τις γα­λά­ζιες θά­λασ­σες και τον ήλιο, με τα εκα­τόν πε­νή­ντα σπά­νια εί­δη που­λιών και τα χί­λια τρια­κό­σια μο­να­δι­κά εί­δη λου­λου­διών. Γρή­γο­ρα η Εύα έγι­νε γνω­στή για την φι­λι­κή της διά­θε­ση και, κυ­ρί­ως, για τις υπέ­ρο­χες μη­λό­πι­τες που έφτια­χνε. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι, δε, από τους κα­τα­σκη­νω­τές εύ­ρι­σκαν πως οι μη­λό­πι­τες της Εύ­ας εί­χαν κά­τι το μυ­στή­ριο, κά­τι το με­τα­φυ­σι­κό, γι αυ­τό και ήταν τό­σο νό­στι­μες.

Κι εκεί­νη δεν τους χα­λού­σε το χα­τί­ρι όταν την ρω­τού­σαν πως τις φτιά­χνει. «Για μια κα­λή μη­λό­πι­τα» έλε­γε η Εύα «χρειά­ζε­ται μια στρώ­ση από βλέμ­μα επί­μο­νο, βλέμ­μα που πά­ντα κοι­τά ψη­λά σαν να θέ­λει να κα­τε­βά­σει στη γη μια αχτί­δα φω­τός το κα­τα­χεί­μω­νο ή μια κο­σμι­κή, τυ­χαία λάμ­ψη από αστέ­ρι συν­νε­φια­σμέ­νου ου­ρα­νού, πά­νω στη στρώ­ση αυ­τή απλώ­νου­με όλες τις απο­χρώ­σεις του πρά­σι­νου από το βα­θύ πρά­σι­νο μέ­χρι την υπο­ψία του ατα­ξι­νό­μη­του πρά­σι­νου, σαν αυ­τό που κρύ­βει ο πα­φλα­σμός των κυ­μά­των λί­γο πριν το δει­λι­νό. Στη συ­νέ­χεια, παίρ­νου­με μια πορ­το­κα­λί χύ­τρα φτιαγ­μέ­νη από σιω­πές φθι­νο­πω­ρι­νών φύλ­λων κα­θώς πέ­φτουν στη γη και βά­ζου­με μέ­σα δυο δό­σεις αμ­φι­βο­λί­ας, τρεις δό­σεις ανο­μο­λό­γη­των επι­θυ­μιών, πέ­ντε δό­σεις φα­ντα­σιώ­σε­ων, μια μι­κρή τζού­ρα κί­τρι­νο της ερή­μου και ήχους συρ­σί­μα­τος φι­διού λί­γο πριν την ανα­πα­ρα­γω­γή, κά­νου­με ένα κα­λό ανα­κά­τε­μα με την αντα­νά­κλα­ση του κα­θρε­φτί­σμα­τος του κα­λού εαυ­τού μας κι έπει­τα τα στρώ­νου­με πά­νω από το πρά­σι­νο. Ακο­λου­θεί μια πα­χιά στρώ­ση πα­ντός εί­δους απα­γο­ρεύ­σε­ων, κομ­μα­τια­σμέ­νων σε πο­λύ μι­κρά ομοιό­μορ­φα τε­τρά­γω­να. Αμέ­σως με­τά, στρώ­νου­με τις φέ­τες των μή­λων. Χρη­σι­μο­ποιού­με απο­κλει­στι­κά μή­λα που έχου­με το­πο­θε­τή­σει απο­βρα­δίς στο ρά­φι απέ­να­ντι ακρι­βώς από το κρε­βά­τι μας και δια­λέ­γου­με μό­νο εκεί­να που μέ­σα τους έχου­με δει στο όνει­ρό μας να στρογ­γυ­λο­κά­θε­ται ανα­παυ­τι­κά το σώ­μα μας. Πα­σπα­λί­ζου­με με γλυ­κό­λο­γα και ψή­νου­με την μη­λό­πι­τα κά­τω από την πιο εξω­φρε­νι­κή ου­το­πία μας. Αυ­τή εί­ναι η συ­ντα­γή, αυ­τός εί­ναι και ο δρό­μος για μια πα­ρα­δεί­σια μπου­κιά» έλε­γε η Εύα χα­μο­γε­λώ­ντας και «δι­η­νοί­χθη­σαν οἱ ὀφθαλ­μοί» όσων δο­κί­μα­ζαν και κα­νείς και κα­μιά από τους συ­ντρό­φους της δεν ρώ­τη­σε πο­τέ αν όλα αυ­τά ήταν στη φα­ντα­σία της, πα­ρά μό­νο την ευ­γνω­μο­νού­σαν που για χα­τί­ρι τους εί­χε φύ­γει από τον πα­ρά­δει­σο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: