I was thinking of a series of dreams
Where nothing comes up to the top
Everything stays down where it’s wounded
BOB DYLAN,
«Series of Dreams»
Ι.
Καρέκλες και τραπέζια καφενείου
στην ήσυχη πλατεία, συντροφιές
εδώ κι εκεί· μετράω τη δική μου:
γνώριμα πρόσωπα, γυναίκες, άντρες,
κι ένας γνωστός ιστορικός μαζί τους,
λες, από πού ξεφύτρωσε αυτός;
και τι γυρεύει ανάμεσά μας; όμως
όλοι γελούν σαν σε βουβή ταινία.
Λείπεις εσύ, κι έρχομαι να σε βρω,
θέλω να προσχωρήσεις στην παρέα,
μα κάτι επιτηδεύεσαι, μια τέχνη
σε χώρο εργαστηρίου ή γραφείου,
και δεν αδειάζεις – κάτι επινοείς:
έλα, σου λέω, θα ᾽ναι κι ο Γεράσιμος,
μα δεν μπορώ να δω εσύ ποιός είσαι.
(Και ο Γεράσιμος νεκρός δυο χρόνια.)
Μια σέχτα οπλοφόροι παρελαύνουν
με λάβαρα στο δρόμο· από πίσω
προφήτες, τυμβολέτες, ερινύες,
εταίρες, σαλτιμπάγκοι, θεατρίνοι
και ραψωδοί με πορφυρά κουρέλια,
χλωμοί απ᾽ τις πολλές παραβολές,
με το νοτιά συρρέουν συρφετός,
κι όλοι παραμερίζουν από φόβο.
Όμως πριν σβήσουν όλα, πριν αρπάξουν
και λιώσουν ξαφνικά σαν σελιλόιντ,
για μια στιγμή μου φάνηκε πως είδα
μια αίγλη μακρινή όπως των άστρων,
μια λάμψη ανάμεσα σε δυο σκοτάδια,
έτσι που μόλις πρόλαβα να πω:
κανείς δεν θα ιστορήσει αυτόν τον τρόμο·
πεθαίνουμε, πεθαίνουν οι νεκροί μας.