Μια οκτάβα κάτω

Όψεις ενυπνίου

I was thinking of a series of dreams
Where nothing comes up to the top
Everything stays down where it’s wounded
BOB DYLAN,
«Series of Dreams»

        Ι.

Καρέκλες και τραπέζια καφενείου
στην ήσυχη πλατεία, συντροφιές
εδώ κι εκεί· μετράω τη δική μου:
γνώριμα πρόσωπα, γυναίκες, άντρες,
κι ένας γνωστός ιστορικός μαζί τους,
λες, από πού ξεφύτρωσε αυτός;
και τι γυρεύει ανάμεσά μας; όμως
όλοι γελούν σαν σε βουβή ταινία.

Λείπεις εσύ, κι έρχομαι να σε βρω,
θέλω να προσχωρήσεις στην παρέα,
μα κάτι επιτηδεύεσαι, μια τέχνη
σε χώρο εργαστηρίου ή γραφείου,
και δεν αδειάζεις – κάτι επινοείς:
έλα, σου λέω, θα ᾽ναι κι ο Γεράσιμος,
μα δεν μπορώ να δω εσύ ποιός είσαι.
(Και ο Γεράσιμος νεκρός δυο χρόνια.)

Μια σέχτα οπλοφόροι παρελαύνουν
με λάβαρα στο δρόμο· από πίσω
προφήτες, τυμβολέτες, ερινύες,
εταίρες, σαλτιμπάγκοι, θεατρίνοι
και ραψωδοί με πορφυρά κουρέλια,
χλωμοί απ᾽ τις πολλές παραβολές,
με το νοτιά συρρέουν συρφετός,
κι όλοι παραμερίζουν από φόβο.

Όμως πριν σβήσουν όλα, πριν αρπάξουν
και λιώσουν ξαφνικά σαν σελιλόιντ,
για μια στιγμή μου φάνηκε πως είδα
μια αίγλη μακρινή όπως των άστρων,
μια λάμψη ανάμεσα σε δυο σκοτάδια,
έτσι που μόλις πρόλαβα να πω:
κανείς δεν θα ιστορήσει αυτόν τον τρόμο·
πεθαίνουμε, πεθαίνουν οι νεκροί μας.



Τζόρτζιο Ντε Κίρικο, «Ο φιλόσοφος και ο ποιητής», 1916
Τζόρτζιο Ντε Κίρικο, «Ο φιλόσοφος και ο ποιητής», 1916



        ΙΙ.

Σε όνειρο μου φάνηκε πως είδα
τον Άρη ζωντανό: όμως στεκόταν
πίσω από κάγκελα, σαν φυλακής,
κι εγώ ντρεπόμουν βλέποντάς τον μόνο,
γιατί δεν ήταν, λέει, καλεσμένος
στο γεύμα ή στη γιορτή μας, δεν θυμάμαι,
γι᾽ αυτὸ και είχα φύγει από τους άλλους,
να πάω να τον βρω, να τον καλέσω.

Κανένας άντρας, ούτε καν ο Τζόις,
δεν έγραψε σαν τη Βιρτζίνια Γουλφ·
θυμήσου, είπε, την κυρία Ράμζι:
«σωπαίνεις, μόνος σου, συρρικνωμένος
γύρω απ᾽ τον εαυτό σου, ένας πυρήνας
σκότους σε σχήμα σφήνας κι αφανής,
αόρατος, πηγαίνεις όπου θέλεις,
κανένας δεν σε βλέπει». Μου μιλούσε

σκυφτός πίσω απ᾽ τα κάγκελα, σηκώνοντας
τα μάτια απ᾽ το βιβλίο κάθε τόσο
να με κοιτάξει αχνά, και να μην ξέρω
αν διάβαζε ή τα ᾽λεγε από στήθους
τα λόγια αυτά που κάπως τα θυμάμαι·
όμως παράξενο: σαν να ᾽χε χάσει
τον τρόπο του να δείχνει ή να τονίζει,
την πιο απλή ικανότητα για έμφαση,

δεν έκλεινε με νόημα το μάτι ―
εκείνη η σύσπαση χαράς, η λάμψη
μιας ξαφνικής ιδέας που τον έκανε
να θριαμβεύει ολόκληρος γελώντας
όταν μιλούσε, δεν υπήρχε πια·
σαν κάποιος που υπαγόρευε, τα λόγια του
βάθαιναν ώσπου γίναν ένας βόμβος
κι αυτός μια σφήνα αδιάφορο σκοτάδι.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: