1.
Επιδερμίδα θάλασσας ακόμα βυθισμένης στη ραστώνη του καλοκαιριού. Λευκό πανί έλαμπε στον ορίζοντα. Κοίταζες τη στιγμή από το βάθος του ονείρου σου, με το μισό σου σώμα έξω, να ακουμπά λίγη πραγματικότητα. Πίσω από του σκάφανδρου τον θόλο αναρωτιόσουνα τι όνομα να ξαναδώσεις στα στοιχειά. Δράκοι έσερναν τα πόδια στο βυθό. Εσύ διεκδικούσες τις πτυχές μιας ευτυχίας κατάσαρκα στο κύμα. Ο άνεμος σήκωνε τη φτερούγα του. Έβγαλες κοροϊδευτικά τη γλώσσα στη σελήνη, ανάλαφρος σαν έμβρυο. Κορφές κυπαρισσιών γαργάλαγαν τις φτέρνες σου, και έλαμπε η άλλη όψη σου, ολόφωτη. Σαργοί αλλάζαν ρότα στο βυθό. Ένα σαλάχι σκέπαζε τα μυστικά του κάτω απ’ το σεντόνι. Μέλισσες κουβαλούσαν ποιηματάκια του ήλιου στις κηρήθρες. Το καλοκαίρι φυλλομέτραγε παραλειπόμενα μιας ευτυχίας κάτω από τα φωταγωγημένα τεριρέμ του τζίτζικα. Τρυπάνια ανοσιουργούσαν στις κορφές, φτύνανε σπλάχνα βράχων και βυθίζονταν στην ύβρη ανεπίστρεπτα. Στον ύπνο σου, που κατοικούσε στου μεσημεριού την πιο βαθιά ευγένεια, ένας κορυδαλλός σκόρπιζε λέξεις λειασμένες στα ιερογλυφικά των αοράτων. Κανείς Χειμώνας δε βιαζότανε εδώ, η μέρα έκλεβε απ’ το απόθεμα παλιών καλοκαιριών, κι έσταζε ο ήλιος πυρωμένες λέξεις στα μαξιλαράκια των παρθένων. Ο περβολάρης κουτσοτρούλιζε τους έρωτες που δεν ορθώνανε ανάστημα. Σε μια γωνιά τα χρέη τους για άλλη ώρα αποταμίευε. Τίποτα δεν περίσσευε, κι ας λέγανε οι ολιγόπιστοι πως η ζωή κρατιέται απ’ το ένα της μανίκι μόνο· ψέματα. Είπες ότι αυτός που ήσουν και αυτός που πάντα ήθελες να είσαι, ήτανε μια και μόνη χώρα, που ήδη πριν από τη γέννησή σου είχε αλωθεί. Κι ήσουν εσύ ο πανταχού παρών, κι ήσουν εσύ ο από πάντα μέσα στην πελώρια στιγμή σου, τότε που μόνος μες στο παιδικό δωμάτιο φούρνιζες φραντζολάκια για του αύριο τους πεινασμένους. Και το σπαταλημένο σπέρμα σου γινότανε παιδί με ματωμένα γόνατα που κλώτσαγε τη μπάλα στις πλατείες. Σε τέτοια μέρη μη φοβάσαι μάτια μου.
2.
Έπαιρνε η ζωή τον άλλο τώρα δρόμο να μιλήσει. Και πώς αλλιώς, αφού αυτά που ήθελε, εκείνα ακριβώς ήταν που του απαγορεύανε; Είπε ότι δεν είναι ο κόσμος ένας και αιώνιος, μα ένας κάθε δευτερόλεπτο ανασχεδιαζόμενος, του άφηνε ένα μικρό μοιρογνωμόνιο και έναν διαβήτη μέσα στην παλάμη του, να ‘χει να λέει αύριο κι αυτός πως κάτι από τη μοίρα του συναρμολόγησε. Κι αυτά που καταλάβαινε το μάτι του -γιατί το μάτι του ήταν μια μικρή Πυθία- δεν ήξερε να πει αν ήρθαν για να τα αγκαλιάσει ή για να τα πολεμήσει. Μα όποιον δρόμο και να έπαιρνε στο ίδιο μέρος θα βρισκόταν, έτσι είπε, τα ισοζύγια είχανε ακριβοδίκαια μοιραστεί, οι λεπτομέρειες δεν θα άλλαζαν την έκβαση στο ελάχιστο. Το έβλεπε τώρα, ένας κλειστός λαβύρινθος ήταν η πόλη του, κι απ’ τη σκοπιά που φύλαγε έλαμπε μόνο η αμπαρωμένη έξοδος.
3.
Αυτά τριγύριζαν μες στον υπνωτισμένο του τον νου, όσο ένιωθε το καλοκαίρι να βυθίζεται στο αναπότρεπτο. Όλα σε λίγο θα φανερωνόντουσαν. Ένα ταξίδι πάνω σε αμετακίνητο προορισμό, σαν τραίνο που έχει αποστηθίσει τη διαδρομή, με τα σκυμμένα πάνω από τη θάλασσα αρμυρίκια και τους μουσκεμένους βράχους, να χαιρετά με απλωμένα χέρια κάτω όσους είχαν ήδη αποβιβαστεί. Και ένα πρόσωπο θα δέσποζε μες στου καιρού το ανεκπλήρωτο, και η ψυχή του θα ξανασυλλάβιζε τόπους του αλάθητου, τόπους στη σάρκα χαραγμένους από χέρι άγνωστο, τόπους πριν απ’ το πρώτο ξύπνημα γεωμετρημένους, αναπόφευκτους. Και πάλι μες στα σπλάχνα του θα γιγαντώνονταν η έλλειψη. Και προσφερόταν γενναιόδωρα το αδιανόητο, και τον καλούσε να αναμετρηθεί με την πιο καίρια απουσία, την πλέον άμαθη από καθημερινότητα. Κι ο άγγελος μέρα τη μέρα θα αποκάλυπτε τα αποσιωπημένα, που στήνανε χορό κυκλωτικό πίσω απ’ τον μπερντέ τού εφικτού.
4.
Τώρα αναρωτιόταν για τις λεπτομέρειες. Θυμήθηκε σε μια επέτειο -τότε που ‘χει συνήθειο να επιστρέφει το παράπονο- που φανερώθηκε ξεδιάντροπα ο μονοτονισμός ενός σχεδίου να τον ταξιδέψει ανεπαίσθητα, σαν ακυβέρνητο ιστιοφόρο ανάμεσα σε μασκοφόρα βλέμματα, όπως ανάμεσα σε αχαρτογράφητους υφάλους. Κι αναρωτήθηκε αν ήτανε αυτά τα πρόσωπα πραγματικά ή εάν ίσως ήτανε του νου φαντάσματα, που κατοικούσαν τις παλιές πληγές, τις λαξεμένες πλάγια σε βράχους της πατρίδας του ―όπως εκείνες των Ματάλων οι σπηλιές πάνω απ’ τη θάλασσα, που τους φυσάνε όλοι οι αιώνες τα ανοιγμένα βλέφαρα―, πληγές κατάδικές του, που λοιδορούσαν των μικρών στιγμών το στέμμα, τη διαμαντένια ηχώ των λίγων άξιων πραγμάτων που απέμεναν ακόμα μες στο σώμα μας και στην ψυχή μας.
5.
Μπροστά του ήταν τώρα ένα μυτερό βουνό, που πάντα το χαιρέταγε και που ποτέ δεν αξιώθηκε να το ανέβει. Κι είδε το μέλλον του να πλησιάζει απειλητικό, πανομοιότυπο, δοσμένο, βαρετό. Και μες από το μέλλον του ξεφύτρωναν πρόσωπα νέα, και μίλαγαν μια γλώσσα που δεν ήξερε. Κι ήταν τα πρόσωπα μέσα στην ηλικία τους αλλιώς ωραία. Κι εκεί πάλι θα ένιωθε τον χρόνο να στενεύει, να του ζητά να επιληφθεί των επειγόντων. Και όλο η ουρά μιας αμαρτίας θα περίσσευε κάτω απ’ τις πράξεις. Και όλο κάτι του ‘δινε υπόσχεση ότι θα ‘ρθει και δεν ερχότανε, κάτι που θα ‘δινε στις μέρες του ένα νόημα, θα τις παρηγορούσε. Κάποτε ήταν η μουσική. Κάποτε οι σημειώσεις που κρατούσε απ’ την καλοκαιρία ενός άλλου πλανήτη. Ώσπου μια μέρα είδε τη ζωή του να φωτίζεται από το ίδιο το ακατανόητο που τη μαχότανε. Ένα κομμάτι μέλλον τον κυρίευσε, ένας κυματισμός σαν αεράκι πάνω από πρασινισμένο λόφο, μια γιορτινή στιγμή σαν ευτυχία αρφανεμένη, που πάταγε το τρυφερό της πέλμα στη στεριά, πρώτη φορά μετά απ’ το ναυάγιο, και του υποσχότανε να του κρατά το χέρι ως το τέλος. Και υποχώρησαν τα ολογράμματα. Και βγήκε πάλι ο ήλιος από την ανατολή. Κι ήταν ζωή αυτό ―ζωή σε μια σπαραχτική ακινησία, μα ζωή―, που όρθια περίμενε το λεωφορείο στη γωνιά, αυτό που όλοι ήξεραν πως δεν θα ‘ρθει, αλλά εκείνος το περίμενε. Κι ήταν αυτός ο τρόπος του να βάζει μια τρικλοποδιά στο νόμιμο της ανοησίας, πεισματικά να αγκαλιάζει το ανέλπιστο. Κι όσο κι αν ήταν απαστράπτουσες εκείνες οι στιγμές του, εκλιπαρούσε το βουνό να του δανείσει ένα θεμέλιο, ένα μικρούλι σπάραγμα απ’ το ανάγλυφο της ηλικίας του, ένα μονάχα για το μέλλον λιθαράκι, κι ένα μικρότερο για το παρόν που τώρα μπουσουλούσε άμαθο μπροστά στα μάτια του.
6.
Πρόσωπα μπαινοβγαίναν τώρα στη σκηνή, πρόσωπα ξένα, μα αυτός είχε τον τρόπο του να τα γυρίζει σε δικά του. Κι αναρωτιόταν σε ποιο παρελθόν τα είχε ζήσει όλα αυτά, ποιο μέλλον θα τα ξανασυναντούσε κάποτε, αλλά κυρίως ποιο παρόν τα έφερνε εδώ μπροστά του. Μια χαμηλόφωνη ορφάνια έχτιζε πύργους στη λωρίδα τού ενεστώτα του, πάνω σ’ εκείνο το εύφορο οικοπεδάκι που είπανε ψυχή. Κι έμοιαζαν όλα τώρα με όνειρο βαθύ, που ανέπνεε τους χίλιους πνεύμονές του σε ένα άστρο μακρινό, και τον νανούριζε σε κούνια στηριγμένη μ’ όλα της τα χέρια απ’ την αγάπη. Το σύμπαν έμοιαζε για λίγο ένα ευρύχωρο δωμάτιο, κι αυτό το είπε ευτυχία.
7.
Ήτανε νύχτα, κι είχανε όλα τα όνειρα ξυπνήσει. Η θλίψη έσερνε βαρύ το πέλμα στα σανίδια. Δεν είχε αφουγκραστεί τον πρωινό του άγγελο που του προσφέρθηκε· με απερισκεψία τον προσπέρασε. Εκείνη τη στιγμή άστραψε μες σε μια οθόνη ένα σύνθημα όπως πανό σε χέρι απελπισμένου: «Αν δεν τολμήσεις, δε θα ξέρεις», ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων έλεγε, πέρασε κι έφυγε. Γέλασε με το αστείο αυτού του χαμηλόβαθμου θεούλη των συμπτώσεων ― ή μήπως να μην ήταν σύμπτωση αυτό; Και ήταν τώρα ξαφνικά ανάλαφρος, όλα του λείπανε και τίποτα δεν του έλειπε, λες και σηκώθηκε μονάχος του ο σπόγγος μιας καλοσυνάτης αμεριμνησίας κι έσβησε όλη του την προίκα, τον άδειασε απ’ όλες του τις έγνοιες. Τώρα κοιτούσε έναν άλλον στον καθρέφτη και δεν ήξερε να πει αν ζούσε ακόμα μες στο όνειρο ή αν είχε βρεθεί έξω. Ένα μονάχα ήξερε: Όλα γινήκανε λίγο προτού να γεννηθεί, λίγο αφότου πέθανε.
21 Σεπτεμβρίου 2025