Ο Γιάννης Μαρκόπουλος στο γήπεδο του ΟΦΗ

Ο Γιάννης Μαρκόπουλος στο γήπεδο του ΟΦΗ



Ήταν δί­πλα στο σπί­τι. Το πα­τρι­κό. Κολ­λη­τά στο Αρ­μέ­νι­κο νε­κρο­τα­φείο, που απλω­νό­ταν πί­σω απ’ τη μο­να­δι­κή τό­τε κερ­κί­δα, λες κι οι Αρ­μέ­νιοι εί­χαν κα­τ’ εξαί­ρε­σιν, και επι­τυ­χώς απ’ ότι φά­νη­κε, αι­τη­θεί αυ­τήν την με­τά θά­να­τον προ­νο­μια­κή με­τα­χεί­ρι­ση, να κεί­το­νται αμέ­ρι­μνοι και εκ­στα­τι­κοί, λί­γα μο­νά­χα εκα­το­στά κά­τω απ’ την αει­κί­νη­τη ενέρ­γεια ημών των εφή­βων μιας επο­χής, που πε­ριεί­χε και εφη­βεία, και σέ­βας, και απο­δο­χή του ομι­χλώ­δους τό­που των δι­καιω­μά­των των νε­κρών, τους οποί­ους, ει­ρή­σθω εν πα­ρό­δω, τους φα­ντα­ζό­μα­σταν να χα­μο­γε­λούν σαρ­δό­νια, άφο­βοι αυ­τοί, κά­τω απ’ την τρο­μο­κρα­τη­μέ­νη μας ύπαρ­ξη, τό­τε που θα μας έπε­φτε ο κλή­ρος να μα­ζέ­ψου­με τη μπά­λα που διά­βη­κε το άβα­το και χά­θη­κε ανά­με­σα στα μνή­μα­τα των κε­κοι­μη­μέ­νων.
Το γή­πε­δο δεν εί­χε χορ­τά­ρι, και δεν εί­χε ού­τε και δί­χτυα στα τέρ­μα­τα. Αυ­τά τα βά­ζα­νε λί­γο πριν απ’ το ματς. Και δεν εί­χε, εδώ που τα λέ­με, και κα­μιά απο­λύ­τως πρό­βλε­ψη φύ­λα­ξης, αφού απ’ τον έξω κό­σμο το χώ­ρι­ζε μια χα­μη­λή μά­ντρα, που την πη­δού­σα­με με εξορ­γι­στι­κή για τους με­σή­λι­κες ευ­κο­λία και βρι­σκό­μα­σταν, πλή­ρεις εν­θου­σια­σμού και αναι­δεί­ας, στη σέ­ντρα του απο­γευ­μα­τι­νού αγώ­να, σ’ έναν άλ­λον, προ­φυ­λαγ­μέ­νο απ’ τον έλεγ­χο κό­σμο, όπου κά­θε βρι­σιά θα βα­φτι­ζό­ταν στο πρω­ταρ­χι­κό της νό­η­μα, θα εκ­στο­μι­ζό­ταν δο­ξα­στι­κά, στην επι­κρά­τεια του εν ονό­μα­τι —πο­τέ δεν πρό­σβαλ­λε φί­λο, ού­τε εχθρό— και θα εκ­στο­μι­ζό­ταν αγκα­λια­σμέ­νη εκεί­νο το αδιό­ρα­το χτυ­πο­κάρ­δι που την έκα­νε πο­λύ­τι­μη. Οι πα­ρά­δρο­μοι της ενο­χής ήταν κα­τά­κλει­στοι, τα­ξι­δεύ­α­με στην ευ­θύ­νη του προ­σω­πι­κού μας τρό­που. Το γή­πε­δο θα πα­ρέ­με­νε σχο­λείο ακρι­βών αι­σθη­μά­των. Αρ­γό­τε­ρα, στο σπί­τι, γι­νό­μα­σταν πά­λι κα­λά παι­διά. Γι’ αυ­τό κα­θυ­στε­ρού­σα­με να επι­στρέ­ψου­με, γι’ αυ­τό μας έπαιρ­νε κά­θε φο­ρά η νύ­χτα.
Τις Κυ­ρια­κές, εκτός από το ματς, το γή­πε­δο φι­λο­ξε­νού­σε συ­ναυ­λί­ες, τό­τε που συ­ναυ­λία λέ­γα­με τη λαϊ­κή σύ­να­ξη, το προ­σκλη­τή­ριο/κα­θι­στι­κή δια­μαρ­τυ­ρία απέ­να­ντι σε άγνω­στους εχθρούς, που δεν τους ξέ­ρα­με, μα ήταν εκεί, σα­φείς και ανα­ντίρ­ρη­τοι, μες στην αό­ρα­τή τους πα­ρου­σία. Κι ήταν η συ­ναυ­λία δια­δή­λω­ση προ­θέ­σε­ων ετε­ρο­κλή­των, που συ­να­ντιό­ντου­σαν σε έναν εκ του προ­χεί­ρου κοι­νό τό­πο. Όχι, δεν ήταν η με­τέ­πει­τα αι­σθη­τι­κή από­λαυ­ση δια­γκω­νι­ζο­μέ­νων επαϊ­ό­ντων, όπως μέ­σα σε λί­γα μό­λις χρό­νια με­ταλ­λά­χτη­κε, μες στις επό­με­νες, με­τά τον πλή­ρη εξευ­ρω­παϊ­σμό μας, δε­κα­ε­τί­ες. Και δεν της έλει­πε ού­τε η κα­τά­νυ­ξη, μια κα­τά­νυ­ξη που εκ­πο­ρευό­ταν από δε­ξα­με­νές ει­κό­νων και ήχων στα­χυο­λο­γη­μέ­νων σε ώρες ησυ­χί­ας μες στην πλα­τεία ορει­νών χω­ριών της Κρή­της, ήταν πλα­σμέ­νη με κοκ­κι­νό­χω­μα του Ψη­λο­ρεί­τη και ανυ­πό­κρι­τη συ­γκί­νη­ση, από εκεί­νη που την κρύ­βεις μη σου τη μα­τιά­σουν οι απρό­σε­κτοι. Κι εκεί­νη η κα­τά­νυ­ξη, που τη φώ­τι­ζε το φω­το­στέ­φα­νο του κοι­νού τό­που, πή­γαι­νε πιο βα­θιά απ’ τη μα­μά-εκ­κλη­σία, που ώρες-ώρες έμοια­ζε με δη­μο­σιο­ϋ­παλ­λη­λι­κό πα­ρου­σιο­λό­γιο. Ει­κό­να φω­τι­σμέ­νη απ’ το νό­η­μα μιας Με­γα­λο­βδο­μά­δας, πε­ριέ­φε­ρε σε μυ­ρω­μέ­νους δρό­μους τον επι­τά­φιο κά­θε δι­κού μας αν­θρώ­που, υπό­γεια, ιε­ρο­τε­λε­στι­κά, ωραία ψυ­χα­γω­γι­κά, φρε­σκο­σκαμ­μέ­νη φλέ­βα χρυ­σού που χα­μο­γε­λού­σε στα θε­μέ­λια, συ­γκί­νη­ση αν­θο­φο­ρού­σα, ανα­στά­σι­μη, λί­γο πά­νω από ό,τι ως τό­τε εί­χα­με αξιω­θεί να ζή­σου­με. Ένας γά­μος στο χω­ριό θα πα­ρέ­με­νε αναμ­φί­βο­λα μια ομο­βρο­ντία ση­μα­σιών μα­κρού βε­λη­νε­κούς, όμως στη συ­ναυ­λία ήταν επι­τρε­πτή η εί­σο­δος και στους εχθρούς, ήμα­σταν όλοι εκεί, αυ­τό­κλη­τοι προ­σκε­κλη­μέ­νοι, να ψυ­χα­νε­μι­στού­με τι μας ένω­νε και τι μας χώ­ρι­ζε.
Πη­γαί­να­με με τον πα­τέ­ρα μου και τον αδερ­φό μου. Κά­πο­τε, πιο σπά­νια θα ακο­λου­θού­σε και η μά­να μας, όταν θα κα­τά­φερ­νε η συν­θή­κη να δια­πε­ρά­σει το αν­δρο­κρα­τού­με­νο, για λί­γο ακό­μα, σθέ­νος αυ­τών των εορ­τών. Και κοι­τά­ζα­με, πε­ρισ­σό­τε­ρο, πα­ρά ακού­γα­με, νοιώ­θα­με τον κοι­νό παλ­μό, κρυμ­μέ­νοι πί­σω από έναν θύ­σα­νο χλω­ρά ρε­βί­θια που έφερ­ναν οι μι­κρο­πω­λη­τές, θύ­σα­νο με πρά­σι­νη γεύ­ση, που ακό­μα μες στο στό­μα μου ξυ­πνά κά­θε που —σπά­νια πλέ­ον— ανε­βαί­νω σε κερ­κί­δα. Κοι­τά­ζα­με από μα­κριά, στο κέ­ντρο μιας ξύ­λι­νης εξέ­δρας την ορ­θή φι­γού­ρα του Ξυ­λού­ρη να τε­ντώ­νε­ται, τό­ξο σε πλή­ρη έκτα­ση, κά­τω από μια εκτυ­φλω­τι­κή λά­μπα πυ­ρα­κτώ­σε­ως που λες και τον έκαι­γε ολό­κλη­ρο, πε­τού­με­νο ανή­μπο­ρο να αντι­στα­θεί, πε­τού­με­νο που λιώ­νει τα φτε­ρά του μέ­σα της, έτσι που έλε­γε ο Ερω­τό­κρι­τος στον Πο­λύ­δω­ρο για την Αρε­τού­σα του. Και τε­ντω­νό­ταν στην από­λυ­τα αρ­σε­νι­κή του διά­τα­ση, βέ­λος που ση­μα­δεύ­ει σιω­πη­λό τα ακρι­βά θη­ρά­μα­τα, λα­γού­το που σκορ­πά­ει προ­σευ­χές, στρώ­νει το φως για να πα­τή­σει ο χρη­σμός, ορ­θός, αιώ­νια τα­νυ­σμέ­νος πά­νω απ’ την ανά­γκη μιας αλή­θειας, με ένα μι­κρό­φω­νο που έστα­ζε μες στα μου­στά­κια του την τε­λευ­ταία στα­γό­να του χρό­νου -κερ­νού­σα­νε οι γα­μη­λιώ­τες, κι ήτα­νε τώ­ρα η σει­ρά του για να ευ­χη­θεί. Κι έπι­νε λέ­γο­ντας ένα ακα­τα­νί­κη­το Ζα­βα­ρα­κα­τρα­νέ­μια, σαν πή­λι­νο της Φαι­στού δί­σκο, με τη νέα του Γραμ­μι­κή Α΄, Ζα­βα­ρα­κα­τρα­νέ­μια σι­βυλ­λι­κό, μυ­στη­ριώ­δες και πα­νί­σχυ­ρο, όπως κά­θε ακα­τα­νό­η­το στον κό­σμο πράγ­μα. Και ό,τι έλ­λει­πε από νό­η­μα, κά­ποιος θα το συ­μπλή­ρω­νε πί­σω απ’ την πλά­τη μας, πά­ντα ίδιος και απα­ράλ­λα­χτος, μό­λις ξε­κολ­λη­μέ­νος απ’ το σώ­μα των κε­κοι­μη­μέ­νων του Αρ­μέ­νι­κου νε­κρο­τα­φεί­ου, εκεί, πί­σω απ’ την κερ­κί­δα, που ακό­μα λα­χτα­ρούν τον ήχο της μπά­λας που θα τους ανα­στα­τώ­σει.

Και με­τά έλε­γε το Πό­τε θα κά­νει ξα­στε­ριά. Και τε­ντω­νό­ταν τώ­ρα μέ­σα μας το χρέ­ος για να φτά­σει, κρά­τος νε­ο­σύ­στα­το που θα υπε­ρα­σπι­ζό­μα­σταν στην ώρα μας, χρέ­ος ζω­ής ολό­κλη­ρης, έτσι που άφη­ναν πα­ραγ­γε­λιά οι συ­νο­φρυω­μέ­νες φι­γού­ρες των παπ­πού­δων πλάι στο ει­κο­νο­στά­σι. Χλια­ρό τρό­πο δεν ξέ­ρα­με. Παίρ­να­με ο κα­θέ­νας το δι­κό του μο­νο­πά­τι, να με­τα­φρά­σου­με κου­τσά-στρα­βά τα Ζα­βα­ρα­κα­τρα­νέ­μια του και­ρού.

Το σα­ντού­ρι του Αρι­στεί­δη Μό­σχου —πο­τέ δεν ξέ­πε­σε απ’ τη μνή­μη μου αυ­τό το μυ­ρο­βό­λο όνο­μα— γλύ­και­νε τον τό­πο με τις λα­μπε­ρές του κραυ­γού­λες, η λύ­ρα του Ξυ­λού­ρη έφερ­νε αέ­ρα, απέ­να­ντι, απ’ τον Ψη­λο­ρεί­τη, που κι εκεί­νος κοί­τα­ζε προς τη γιορ­τή, απλώ­νο­ντας το μα­κρύ του σώ­μα πά­νω απ’ τον Κρου­σώ­να και τ’ άλ­λα χω­ριά στις ρί­ζες του Ηρα­κλεί­ου. Και το ντα­ού­λι φώ­να­ζε το προ­σκλη­τή­ριο. Και ο Μαρ­κό­που­λος ανέ­μι­ζε άκομ­ψα τα χέ­ρια του στην άκρη της σκη­νής — όχι, δεν εί­χε το με­θυ­σμέ­νο πά­θος ενός Θε­ο­δω­ρά­κη, κα­νέ­να με­θυ­σμέ­νο κα­ρά­βι δεν διέ­πλεε την γα­λή­νια θά­λασ­σα ενός ήχου που ήθε­λε επί τό­που να αρ­ρα­βω­νιά­ζει λύ­ρες, λα­γού­τα, κα­νο­νά­κια και σα­ντού­ρια με τις αδιευ­κρί­νι­στες ακό­μα προ­θέ­σεις των ορ­χη­στρι­κών πε­ρα­σμά­των —ίσως αυ­τό στην άκρη το ντα­ού­λι να ‘ταν το μό­νο που επί­μο­να κρα­τού­σε τα προ­σχή­μα­τα— όλα έμοια­ζε να συμ­με­ρί­ζο­νται το μέ­τρο ενός πε­δι­νού το­πί­ου που κοι­τά κα­τά το Λι­βυ­κό, και πε­ρι­μέ­νει τα πει­ρα­τι­κά, δί­χως ακό­μη να ‘χει απο­φα­σί­σει αν θα πο­λε­μή­σει ή αν θα πα­ρα­δο­θεί. Και όμως μας συ­νέ­παιρ­νε. Με τον τρό­πο του με­σή­λι­κα που ήδη ήξε­ρε, δεν ανα­ζη­τού­σε, και που άφη­νε, αντί­δω­ρο, τη χά­ρη ενός παι­δι­κού, πί­σω απ’ την αραιή οδο­ντο­στοι­χία, χα­μό­γε­λου. Όλα έβαι­ναν κα­λώς, αφού κι εκεί­νος γνώ­ρι­ζε τα βα­σι­κά, πως η με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή πεί­να για σύν­θη­μα δεν ήθε­λε πολ­λά-πολ­λά για να στρώ­σει γιορ­τι­νό τρα­πέ­ζι. Έφτα­νε η φω­νή/ου­ρά­νιο τό­ξο του Ξυ­λού­ρη, κι η άλ­λη αρ­γό­τε­ρα, εκεί­νη με τη δω­ρι­κή ευ­γέ­νεια του Χα­ρά­λα­μπου Γαρ­γα­νου­ρά­κη —του αν­θρώ­που που γε­ρα­κο­κού­δου­να κα­τα­χτυ­πού­σα­νε τις κο­ντυ­λιές τους μες στο ίδιο του το όνο­μα— και μες στην, άλ­λου και­ρού και άλ­λου τό­που, ησυ­χία της φω­νής του Λά­κη Χαλ­κιά, που μι­λού­σε για το νού­με­ρο οχτώ, / που όλοι τον ξέ­ρα­νε μ’ αυ­τό, / κι αυ­τός κρα­τού­σε μυ­στι­κό / ποιο εί­ναι το / ποιο εί­ναι τ' όνο­μά του. Και λέω τώ­ρα, τι ση­μα­σία θα εί­χαν άρα­γε εκεί­νες οι ωραί­ες μου­σι­κές, αν εξ αρ­χής δεν προ­ο­ρί­ζο­νταν να ντύ­σουν ένα σύν­θη­μα μες στην καρ­διά μας, να το ανε­μί­σου­νε στις πο­λε­μί­στρες της έξαρ­σης, τι θα ‘ταν ο Μαρ­κό­που­λος και όλοι οι στρα­τευ­μέ­νοι άνε­μοι που μας φύ­ση­ξαν, για να μας πά­νε, τυ­φλά ιστιο­φό­ρα, απ’ το σκο­τά­δι της γλυ­κιάς μή­τρας μιας κα­τα­γω­γής που δεν προ­λά­βα­με να αρ­θρώ­σου­με ολό­κλη­ρη, στο χλια­ρό τί­πο­τα της νυν απώ­λειας του Κέ­ντρου μας, του μό­νου άξιου τό­που θυ­σί­ας; Χω­ρίς εκεί­νην την κα­τα­γω­γή θα περ­πα­τού­σα­με λει­ψοί, δί­χως καρ­διά για να ζε­σταί­νει τις πρά­ξεις. Έτσι θα γερ­νού­σα­με στο ένα μι­σό του χρό­νου μας. Το άλ­λο μι­σό θα περ­πά­τα­γε σκυ­φτό, εκ­στα­τι­κό και έντρο­μο ανά­με­σα στα μνή­μα­τα, θα κλω­τσού­σε την μπά­λα του στα χα­λί­κια του γη­πέ­δου του ΟΦΗ, θα μά­τω­νε τα γό­να­τά του, κι αυ­τό το αί­μα θα ‘τα­νε το ίδιο το πα­ρά­ση­μο του νο­ή­μα­τος, τά­μα στο γυ­μνω­μέ­νο βυ­ζί του κό­σμου, που μας πε­ρί­με­νε για να μας βυ­ζά­ξει.

Συ­ναυ­λία του Γ.Μ. στη Θεσ­σα­λο­νί­κη (Πα­λέ ντε Σπορ, 27 Ια­νουα­ρί­ου 1975) με Μο­σχο­λιού, Γαρ­γα­νου­ρά­κη, Χαλ­κιά, Σι­δη­ρό­που­λο κ.ά. (μα­κέ­τα προ­γράμ­μα­τος Δ. Κα­λο­κύ­ρης)

Τι ήταν το πρό­σω­πο Γιάν­νης Μαρ­κό­που­λος, μέ­σα σε όλα αυ­τά; Θυ­μά­μαι τη γυ­ναί­κα τού Ξυ­λού­ρη, την Ου­ρα­νία, να αφή­νει ένα αδιό­ρα­το πα­ρά­πο­νο στον αέ­ρα πά­νω απ’ τις ρα­κές που μας κερ­νού­σε στο μα­γα­ζί της, στην Πα­νε­πι­στη­μί­ου, πα­ρά­πο­νο για τον τρό­πο που ο άντρας της γεύ­τη­κε την λί­γη εξου­σία των γύ­ρω, ενώ με­τά τον θά­να­τό του θα γι­νό­τα­νε πά­λι σπου­δαί­ος και άξιος κά­θε αντα­μοι­βής. Αυ­τά δεν ήταν δε­δο­μέ­να όσο ζού­σε. Όχι για όλους. Και πλάι σ’ αυ­τά σκέ­φτο­μαι τι νό­η­μα θα ‘χε σή­με­ρα μια αμ­φι­βο­λία που στή­νει τη σκη­νή της σαν του­ρί­στας στη σκιά της επί­ση­μης ιστο­ρί­ας; Σ’ αυ­τόν τον τό­πο κά­θε ση­μα­ντι­κό πράγ­μα γι­νό­ταν ερή­μην της πλή­ρους αλή­θειας, ο μύ­θος έστη­νε με­τέ­ω­ρα κά­στρα που μας φύ­λασ­σαν απ’ τους βαρ­βά­ρους, και που, όταν δεν ερ­χό­ντου­σαν οι βάρ­βα­ροι, μας κα­τα­σπά­ρασ­σαν. Έτσι και τώ­ρα. Κά­ποιος εκεί μέ­σα θα συμ­μα­χού­σε με τον Μαρ­κό­που­λο του ΟΦΗ. Και ένας άλ­λος, κά­τι σαν αδερ­φός του, θα ορ­γι­ζό­ταν όταν θα τον έβλε­πε να φορ­τώ­νει στο τρε­νά­κι των υψη­λών ορα­μά­των του τους Ελεύ­θε­ρους πο­λιορ­κη­μέ­νους —ναι, αυ­τούς του Σο­λω­μού, όχι κά­τι λι­γό­τε­ρο— λες και τους έπρε­πε μια ακό­μα απο­σπα­σμα­τι­κή τύ­χη, και να τους ακου­μπά όχι για να ξε­γεν­νή­σει ένα δεύ­τε­ρο λα­μπρό σύν­νε­φο που θα φώ­τι­ζε τον τρό­πο μας, αλ­λά για να ρου­φή­ξει κά­τι απ’ τους ανε­ξά­ντλη­τους χυ­μούς του, έτσι λέω. Το ήξε­ρε; Δεν ξέ­ρω. Ξέ­ρω μο­νά­χα πως πλάι στην διαρ­κή μέ­σα στα χρό­νια κα­χυ­πο­ψία σε σχέ­ση με τις αγα­θές ή μη προ­θέ­σεις, κά­ποιος, επι­με­λώς, στο βά­θος, λα­θρά­κου­γε τα τρα­γού­δια του, κά­ποιες ωραία στη­μέ­νες με­λω­δί­ες που κοι­τού­σαν ανα­πο­φά­σι­στες προς το Κρη­τι­κό και προς το Λυ­βι­κό ταυ­τό­χρο­να, πο­τέ δεν απο­φά­σι­ζαν ορι­στι­κά τη θέ­ση τους, ακό­μα κι όταν θα τις έσπρω­χναν να μπουν με το ζό­ρι στα Μέ­γα­ρα της Μου­σι­κής, ανα­κλά­σεις νο­σταλ­γί­ας κό­σμου Άλ­λου, κό­σμου στο με­ταίχ­μιο, έτσι που η Κρή­τη πά­ντα ήταν, έναν κά­ποιον πο­τα­μό Λού­σιο που πά­ντα εδώ, στο ίδιο μέ­ρος, θα κα­τε­βά­ζει τα νε­ρά του, μια Λέν­γκω που πά­ντα θα μας τυ­ραν­νά, μια να­ζιά­ρα Ρό­ζα και έναν άντρα πολ­λά βα­ρύ, ανά­με­σα σε λό­για πα­ρα­πο­νε­μέ­να, κι άλ­λο­τε μα­λα­μα­τέ­νια, δα­σκά­λων σαρ­δα­νά­πα­λων και άλ­λων τρυ­φε­ρών της ψυ­χής μας όντων, και όλα αυ­τά όχι γυ­μνά, πα­ρα­τη­μέ­να κι ορ­φα­νά, μα μα­ζε­μέ­να σε γιορ­τή κά­τω στης μαρ­γα­ρί­τας τ’ αλω­νά­κι, μα­κριά, ναι, μα­κριά πο­λύ, απ’ το Αϊ­βα­λί, χί­λια μύ­ρια κύ­μα­τα, αλ­λά πο­λύ βα­θιά μες στο με­γά­λο τρα­πέ­ζι της οι­κο­γέ­νειας που αγα­πού­σε να φι­λο­νι­κεί την ώρα που οι οχτροί θα έμπαι­ναν ξα­νά στην πό­λη κι εμείς το ίδιο πράγ­μα πά­λι θα φω­νά­ζα­με: Ζή­τω και γεια!

Αλ­λά και πά­λι, χω­ρίς τον αέ­ρα του Ξυ­λού­ρη και του Γαρ­γα­νου­ρά­κη, που κα­τέ­βα­ζαν έναν άλ­λον θεό μες στα τρα­γού­δια του, και χω­ρίς την ιε­ρή μα­γκιά της Μο­σχο­λιού, που έκα­νε και το τί­πο­τα κά­τι, τι θα ‘τα­νε αυ­τά που μέ­νουν σή­με­ρα στα χέ­ρια μας; Δεν ξέ­ρω. Και ίσως δεν πρέ­πει, πράγ­μα­τι, να ξέ­ρω. Όπως έλε­γα σε έναν φί­λο στη μέ­ση κά­ποιας, για την τι­μή των όπλων, δια­μά­χης, εγώ δεν εί­μαι κρι­τι­κός, μα ένας χα­μη­λό­βαθ­μος —πράγ­μα που δια­λα­λώ με πε­ρη­φά­νια— λα­θρα­να­γνώ­στης της στιγ­μής, «του και­ρού και της ευαι­σθη­σί­ας», για να κλέ­ψω κι άλ­λους φί­λους. Που θα πει πως οι Άγ­γε­λοί μου μέ­σα στην τρέ­χου­σα μυ­θο­λο­γία τους δεν θα λο­γο­δο­τή­σουν για την δε­ξιο­τε­χνία, κι ού­τε για τις κα­λές τους προ­θέ­σεις. Θα δώ­σουν λό­γο μό­νο για τις λί­γες φο­ρές που, αφη­ρη­μέ­νοι, πρό­δω­σαν τον κα­τα­γω­γι­κό τρό­πο μιας κοι­νό­τη­τας, που πα­ρέ­με­νε τέ­τοιας λάμ­ψης και ση­μα­σί­ας, ώστε να θρέ­φει για αιώ­νες τό­πους ακα­τά­λυ­τους, σπό­ρους βα­ρύ­τι­μους για το τώ­ρα και για το αύ­ριο. Αν ο Μαρ­κό­που­λος υπήρ­ξε συ­νε­πής μέ­σα σε ετού­την την κοι­νό­τη­τα —που βύ­ζα­ξε συμ­βο­λι­κά, και όχι μό­νο, το τα­λέ­ντο του— εί­ναι ίσως το μό­νο ερώ­τη­μα που μέ­νει να απα­ντή­σου­με. Με την προ­ϋ­πό­θε­ση πως κά­πο­τε μα­τώ­σα­με κι εμείς το γό­να­τό μας πλάι σε ένα Αρ­μέ­νι­κο νε­κρο­τα­φείο. Ας ήταν και στο όνει­ρο.


 20, 27 Ιουνίου 2023

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: