Σε ποιον ανήκει ο Χατζιδάκις (II)

Σε ποιον ανήκει ο Χατζιδάκις (II)







(ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΡΑΦΗ)

Β΄ Μέρος



Απορία ψάλτου
Στο προηγούμενο μίλησα για τις δυσκολίες τις συνυφασμένες με την επανεκτέλεση των έργων του Χατζιδάκι σήμερα και, φιλόδοξα, προανήγγειλα μια στρατηγική για αυτές τις εκτελέσεις. Γνωρίσαμε ήδη την αδυναμία του πλέον ειδικευμένου συνόλου να χειριστεί τους γρίφους αυτού του έργου. Σήμερα μοιάζει να χρησιμοποιούμε εξωμουσικούς όρους για θέματα μουσικής, και μουσικούς για θέματα άλλα, της καθημερινότητας. Υπάρχει λόγος για αυτό. Κάποιους στόχους τους πετυχαίνεις με ασφάλεια κοιτώντας λίγο παρακεί, ποτέ στο κέντρο, κάτι που γνώριζαν καλά οι μυημένοι στο Ζεν τοξοβόλοι. Ας ευχηθούμε πως όλοι θα αναγνωρίσουν στο περιθώριο αυτού του καλόκαρδου παιχνιδιού έναν λιγότερο περπατημένο δρόμο. Κι αυτό γιατί αφότου η ευλογία να συνεννοούμαστε με το ηχητικό οπλοστάσιο των λέξεων ακολούθησε τη φθίνουσα ενός δυσοίωνου εξορθολογισμού, εγκαταλείποντας τους εραστές μιας μουσικής ανάγνωσης του κόσμου ανυπεράσπιστους, στην αντιπέρα όχθη, να περιμένουν ενισχύσεις που ποτέ δεν θα ερχόντουσαν, η μόνη ελπίδα που απέμεινε είναι, στο γείσο τέτοιων ρεμβασμών, να ακουστεί ξανά, μια τελευταία φορά, ο ήχος του κλειδιού που κάποτε ξεκλείδωνε όλα τα ερωτηματικά.

Ούτις
Πριν πάμε στην στρατηγική, θα ανοίξω μια αναιδή παρένθεση, μιλώντας επί προσωπικού. Το 1996, δυο χρόνια ήδη μες στη μείζονα απουσία, είπαμε με τον Γιώργο Χατζιδάκι ―τον άνθρωπο που επιβαρύνθηκε με τη διαχείριση ενός μεγάλου και εν πολλοίς ανέκδοτου έργου― να επιχειρήσουμε την ηχογράφηση ενός άλμπουμ με τον σιβυλλικό τίτλο Μικρή αναφορά στον Μάνο Χατζιδάκι, άλμπουμ που κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά απ’ τον Σείριο. Αφορμή υπήρξε το μοναδικό έργο για κιθάρα που ο Χατζιδάκις έγραψε γι’ αυτό το φτωχό όργανο, και που, πριν απ’ όλα, ήταν ένα δώρο προς τον γράφοντα, μια αδιευκρίνιστη συστολή του οποίου το κράτησε κλεισμένο στο συρτάρι. Το εγχείρημα αποδείχθηκε πιο δύσκολο απ’ το αναμενόμενο. Πένθος ημιτελές εμπόδιζε μια ψύχραιμη προσέγγιση. Δεν θα αρνηθώ τη σημασία αυτής της ηχογράφησης, που, τόσα χρόνια ύστερα, μοιάζει να είναι κάποιου άλλου, του γιου μου επί παραδείγματι. Πάντως την υπογράφω και σήμερα, γιατί, απ’ την απόσταση των δεκαετιών, γίνεται φανερό πως την οδήγησε η απώλεια κι όχι ο ναρκισσισμός. Ήταν παράλληλα μια ιστορική στιγμή για την κιθάρα, αφού το άλμπουμ φιλοξένησε το μοναδικό, γραμμένο απ’ το χέρι του Χατζιδάκι, έργο γι’ αυτό το όργανο, και μάλιστα μ’ εκείνο το ίδιο το μολύβι, που, πριν από λίγο, ιχνογραφούσε τον Μεγάλο Ερωτικό.
[Σχετικό κείμενο στον Χάρτη, εδώ]
Ξέρω πως κάποιοι θα εξοργιστούν, μα θεωρώ τιμή μου σήμερα που το εκδοτικό καθώς και το κιθαριστικό κατεστημένο γύρισε αναφανδόν την πλάτη του στο έργο, αφού προηγουμένως βεβαιώθηκε πως του ήταν αδύνατον να το οικειοποιηθεί, να το λειάνει δηλαδή στον τροχό των μικροσυμφερόντων του, παραδίδοντας το κουφάρι της θερμής χειρονομίας ενός φίλου σε νύχια ―αποδεδειγμένα― αρπακτικών. Δεν παρέλειψε δε επί χρόνια να απλώνει απειλητικά τα χέρια του, μασκαρεμένα πίσω από επιθέσεις φιλίας και εμβατήρια συλλογικού ήθους. Στο φως εκείνης της ερμητικής εμπειρίας, που άναυδη παρατηρούσε φίλους και αλλοφύλους να διαμοιράζουν μέσα στο φαντασιακό τους τα άμφια του αυτοκράτορα, εμπειρία που προσκάλεσε μια σοβαρότατη όσο και χαμογελαστή ασθένεια που στάθηκε όπως πάντα αφορμή για μια δοξαστική ανασυγκρότηση -το κτήνος δεν το πολεμάς δίχως απώλειες, το λοιπόν-, κατάλαβα ότι η διαχείριση του ανήκειν είναι μια περίπλοκη δουλειά, κι εδώ δεν γίνεται παρά να συλλογιστώ με φρίκη την επί δεκαετίες θέση του Γιώργου Χατζιδάκι, και το βάρος μιας εκπροσώπησης που πατάει σε χίλιες φαντασιακές βάρκες, όσες και οι γνώμες για τον τρόπο χρήσης αυτής της εκπροσώπησης.

[Θα χρειαστεί να επιστρέψουμε εδώ. Θα ήταν όμως άραγε πλεονασμός να τονιστεί πως οι υπαίτιοι της παραπάνω ανεπιτυχούς σκύλευσης ζουν και βασιλεύουν ―όπως κατά παράδοσιν συμβαίνει σ’ αυτόν τον έρημο τόπο― κάτω απ’ την φτερούγα μιας γενικευμένης ομερτά, που την απασχολεί μονάχα πόσα αργύρια θα κουδουνίσουν μες στις τσέπες μας; Κι εδώ ας αναρωτηθούμε ποιοι και πάλι θα γιορτάσουνε αυτό το έρμο 2026, που το υπουργείο πρόσφατα ανακήρυξε ως έτος Χατζιδάκι.]


Pink και Blue
Δέκα χρόνια μετά την παραπάνω φορτισμένη ηχογράφηση, άκουσα μια εξαίσια διασκευή των Pink Martini πάνω στα Παιδιά του Πειραιά. Θυμάμαι ότι τα σπασμένα ελληνικά της τραγουδίστριας και η απόκοσμη ηχώ κάποιων κρουστών που κράταγαν την ανάσα τους στον υποθαλάσσιο κόσμο μιας ανοίκειας γεωγραφίας, όχι μόνο δεν άμβλυναν τη δύναμη εκείνης της ξενόγλωσσης εκφοράς οικείων μύθων, αλλά φανέρωναν μια εξαίσια νεκρική μάσκα των παιδιών του Πειραιά, κάτι σαν τις φωτογραφίες νεκρών παιδιών μες στα σαλόνια της Βικτωριανής Αγγλίας, που προσκαλούσαν πίσω απ’ τα κλειστά τους βλέφαρα τον ίδιο τους τον θάνατο να αλλάξει τις χαρακιές της μοίρας. Εδώ ο μουσικός θα σηκώσει τα χέρια του ψηλά, όπως ο κάποτε Σαββόπουλος μες στην ωραία περιπέτεια των Αχαρνής. Τι έκανε λοιπόν εκείνα τα Παιδιά να μοιάζουν τόσο Χατζιδακικά, τόσο απρόσμενα εμβαπτισμένα στο μυστήριο του τρόπου του; Τι ήταν αυτό που οι Pink Martini διέκριναν απ’ την κρυμμένη χώρα της υπεροχής του, εκείνο που εμείς, οι συγγενείς, έμοιαζε να αγνοούμε; [Σχετικό κείμενο στον Χάρτη, εδώ]

Άλλη ιστορία που με αφορά ―και για να κλείνουμε με ετούτο το ναρκισσευόμενο μαγαζάκι των κιθαριστών, που ο Χατζιδάκις τούς αποκαλούσε ανόητη συντεχνία ονυχοφόρων― ήταν οι πρώτες εκτελέσεις του Blue, του μοναδικού του έργου για κιθάρα και ορχήστρα, όπως ζωντανά παρουσιάστηκε σε πολλές επετειακές αφορμές στο ΜΜΑ, με την Ορχήστρα των Χρωμάτων και με τη Συμφωνική της ΕΡΤ, με τον Μ. Λογιάδη και με τον Λ.Καρυτινό και με τον γράφοντα στο έξοχο μέρος της κιθάρας. Εδώ και πάλι θα επιμείνω πως η ηχογράφηση του 1968 ―το soundtrack της Χολιγουντιανής ταινίας του Silvio Narizzano, με τον Χατζιδάκι να διευθύνει την Συμφωνική του Λος Άντζελες και τον Laurindo Almeida να παίζει το μέρος της κιθάρας― φέρνει δοξαστικά τη δισδιάστατη οπτική για την οποία μίλησα στο προηγούμενο, με έναν τρόπο που καμιά εκτέλεση δεν θα μπορούσε σήμερα να επαναλάβει, κι ας υπερθεματίζουνε οι ευγενείς μου φίλοι για τη σημασία εκείνων, των δικών μας, εκτελέσεων.
[Σχετικό κείμενο στον Χάρτη, εδώ ]

Στον πλατύ ίσκιο αυτών των σκέψεων αναρωτιέται κανείς αν έχει κλείσει πίσω μας οριστικά η πόρτα αυτής της εποχής, που έμοιαζε να φωτίζει τη ζωή με το φως μιας νοσταλγίας για κάτι όχι λιγότερο από την ίδια τη φύση του ανθρώπου. Κι αυτός ο άνθρωπος ανέδιδε στο πέρασμά του δίπλα σου σάρκα και παλλόμενο πνεύμα, ύλη και επιθυμία, λύπη, γιορτή κι ερωτισμό, καθώς και θάρρος να ανοιχτεί και να αγκαλιάσει κάθε όμοιο και κάθε διαφορετικό τριγύρω του.


Μια ατελής νομιμοποίηση
Λοιπόν, οι μουσικοί δεν έφταναν για να νομιμοποιηθούν οι εκτελέσεις. Χώρια που χρόνο με το χρόνο αποκαρδιωτικά αποχωρούσαν, λες κι είχαν συναποφασίσει τη σταδιακή απόσυρση, μια στάση τίμια μέσα στο φως της σχέσης με τον φίλο και συνένοχό τους. Γιατί, ως γνωστόν, όταν οι νεκροί μας δεν βρικολακιάζουν, ακούμε ένα πρωινό την καρδιά τους να χτυπάει μες στο στήθος μας. Φταίει η ρωγμή που άφησαν για διαθήκη, το ιδιοφυές κενό που ανθίζει πάνω απ’ τους γκρεμούς και συλλαβίζει δίχως δέος ό,τι δεν μπορεί να ειπωθεί αλλιώς. Μέσα στο ανθισμένο αυτό διάστημα φαντάζομαι ένα μέλλον, που μέσα του τα έργα θα αναπνέουν ολοκαίνουργια, με τα νέα τους απαστράπτοντα ενδύματα. Κανένας λώρος δεν θα έχει τότε διαρραγεί, καμιά καταγωγή δεν θα ‘χει εγκληματικά καταργηθεί. Και πού ριζώνει άραγε η αλήθεια εκείνης της μακριάς γραμμής που μας συνδέει με το παρελθόν, με άλλα λόγια: σε ποιόν ανήκει ο Χατζιδάκις; Οι Pink Martini απασφάλισαν την ανθισμένη τους χειροβομβίδα μες στο μαγαζάκι των θεάρεστων ενεργειών, χλεύασαν κάθε μας κραυγή εντοπιότητας, διέψευσαν τις καθώς πρέπει προσδοκίες, σάρωσαν των επαϊόντων την ανάπηρη καρδιά με τη χαρά μιας εορτάζουσας επίθεσης, που περιπαίζει τους εθνικισμούς χαράσσοντας υπόγεια γεωγραφία, ούτε στιγμή δεν έχασαν την επαφή τους με την κοινή μας ρίζα. Και ποια είναι αυτή η ρίζα που κανείς δεν την αναζητά και που κανείς ποτέ του δεν την χάνει; Δηλαδή, και πάλι: Σε ποιον ανήκει ο Χατζιδάκις; Οι Pink Martini μοιάζει να μας οδηγούν με ένα κλείσιμο του ματιού μες στην καρδιά ενός αιτήματος που παραμένει ζωντανό από τα παιδικά μας χρόνια, μιας ήσυχης κι αποφασιστικής πορείας που με εμπιστοσύνη οδηγεί στο πηχτό ολόφωτο σκοτάδι, κάτω, εκεί, υπόγεια και υποθαλάσσια, με μάτια δεμένα και με την πίστη μας λυτή, έτσι ακριβώς που οι κρατήρες των ηφαιστείων θα μας οδηγούσαν με ασφάλεια στο κέντρο της υδρογείου, με την προϋπόθεση πως θα πηδούσαμε μέσα τους την ώρα που είναι φαινομενικά ακίνδυνοι, την ώρα δηλαδή του ονείρου.

Restart, επαναληπτικά
Ο Χατζιδάκις δεν υπήρξε ακροβάτης. Θαμώνας καφενείων άλλων εποχών, έσφιγγε στην παλάμη του το μπαστουνάκι περιπατητή ιδανικών συνοικιών. Το μπαστουνάκι χτύπαγε με τη γλυκιά του ραθυμία πάνω στις πλάκες που αμέσως θα ακουμπούσε με το πέλμα του. Έτσι και ενορχήστρωνε. Από γειτονιά σε γειτονιά. Στο τέλος της διαδρομής είχε αποστηθίσει ολάκερη την πόλη, δίχως να λείπει ένα κόμμα, ένας αναστεναγμός, μια νοσταλγία Ατλαντίδας, χώρας που κι αν ποτέ της δεν υπήρξε ήταν σώφρον διαρκώς να την ανακαλύπτεις. Μέσα σ’ αυτούς τους εξακολουθητικά ανολοκλήρωτους περιπάτους του, το βλέμμα του έβλεπε πρόσωπα ολόκληρα, διάβαζε με αστραπιαία, ήρεμη ματιά -να μην τρομάξει ο άγγελος- όλες τις επιστρώσεις της ιστορίας, την μια κάθε φορά συνήχηση, τη συγχορδία που στο μέλλον θα τους χαρακτήριζε, με μια κουβέντα διάβαζε τον κόσμο τονικά. Αυτό το κοίταγμα που εμμονικά συνόψιζε το περιεχόμενο ενώ κοιτούσε γύρω με μισόκλειστα τα βλέφαρα, εκείνο το θερμό αγκάλιασμα της ύλης που ακαριαία την μετέτρεπε σε όνειρο βαθύ, ήθελε -ας ξαναβρεθούμε στο έργο του- εκείνους τους συγκεκριμένους μουσικούς στο κέντρο της ορχήστρας, με όμοια μ’ αυτόν αντίληψη των τονικών προσανατολισμών, των δυναμικών πυκνοτήτων, της χρονικής ακόμα υστέρησης που χαρακτήριζε τους περιπάτους του, το μετέωρο βήμα στο μέσον της διαδρομής που τόνιζε την μεγάλη απάτη του χρόνου, και που αποκάλυπτε ό,τι στιγμιαία είχε εκεί συλλάβει, εκείνο που για μια πελώρια στιγμή τον κατελάμβανε. Ύστερα πάλι προχωρούσε ήσυχος, με εμπιστοσύνη ότι ο συνοδοιπόρος του θα καταλάβαινε. Έτσι ήταν και η μουσική του, δεν χρειαζόταν εξηγήσεις για εκείνους που την ένοιωθαν, και όσοι όχι ήταν μάταιο να προσπαθήσεις να τους πείσεις, αφού ο αρχηγός του δικού του Δωδεκάθεου ήταν το Άρρητο αυτοπροσώπως. Οι φίλοι γύρω παρακολουθούσαν με ευγνωμοσύνη τον εθιστικό του ρεμβασμό, τη θεραπευτική του σπατάλη, όχι μια παραχώρηση, όχι μία συναίνεση, μα ένα θερμό αυτεξούσιο που έσκυβε με αγάπη πάνω από τις απολαύσεις τού σπαταλημένου χρόνου, που διαρκώς μεταλλασσόταν σε ζωή, χρόνος επί τη εμφανίσει ξανακερδισμένος. Τέτοιοι υπομονετικοί συνοδοιπόροι υπήρξανε οι μουσικοί που τον συνόδευαν -κι εγώ μέσα σ’ αυτούς, ας πω εδώ- φίλοι οι περισσότεροι, ακόμα κι αν μιλούσαν άλλη γλώσσα ο καθένας τους, μικροί οδοστρωτήρες τρυφερών διαδρομών, που περπατούσαν με τα μαλακά τους υποδήματα πάνω σε θραύσματα ήχων μιας πολύχρωμης παράδοσης, με τις νυκτές τού σαντουριού υπενθυμίσεις, τη θηλυκότητα του μαντολίνου, τον κίτρινο ήλιο ενός κόρνου και με ενός φαγκότου τη θερμή βραχνάδα, τα όμορφα παραπατήματα ενός κλαρίνου και με τα αστεία του βιολιού τα χλιμιντρίσματα, κι ύστερα υψωνόντουσαν οι τρυφερές αψίδες μιας κιθάρας κάτω απ’ τις αφηγήσεις, και, πίσω της, όπως καρδιά που ερωτεύεται πρώτη φορά και ακατάπαυστα χτυπά στο στήθος, το άκομψο βήμα ενός κοντραμπάσου που κανείς πια δεν το παρεξηγούσε, κι ακόμα μια Ακρόπολη να σε κοιτά από ψηλά με τα δικά της ηχοχρώματα, που δεν υπάρχουν λέξεις να τα πεις, όχι σαν ιδιοκτησία πια ενός μουσείου, και άλλα τέτοια της φτήνιας ηχηρά πτερόεντα, αλλά σαν ξεχασμένη στο συρτάρι σου φωτογραφία μιας γιαγιάς με το υφαντό στα χέρια ακόμα.
Ο Χατζιδάκις περπατούσε αυτούς τους δρόμους με κλεισμένα βλέφαρα, και σταματούσε κάθε τόσο να μυρίσει στον αέρα την αγάπη των συναθλητών. Ο ήλιος πάντα έκαιγε. Και σε μετρούσε από τα νύχια ως την κορφή, δίχως να ξέρει να σου πει τι ρούχα φόραγες. Το πέρασμα απ’ την ωραία εκείνη κάθετη ανάγνωση στην οριζόντια, έδωσε ασφαλώς στο σχήμα μια χροιά αυτοπεποίθησης, πλάτυνε το ήδη μεταμορφωμένο ακροατήριο, έριξε θαυμαστά αρώματα στις ήσυχες γωνίες των σπιτιών, στέρησε όμως την αφήγηση απ’ τη Διονυσιακή υφή της, το γειωμένο βλέμμα των στρατιωτών πίσω απ’ τον επιτάφιο, το σιωπηλό αγκάλιασμα των τουφεκιών, την πιο μεγάλη τρυφερότητα την πάντα ετοιμοπόλεμη. Αν δίπλα σ’ όλα αυτά τα δύσκολα βάλουμε τη συγχορδία-έκπληξη -το σολ μινόρε με το στόμα ανοιχτό που λέγαμε στο προηγούμενο-, θα μας προκύψει ένας ήχος μαγεμένος απ’ την ίδια του την ύπαρξη, που θα τον ξεφλουδίσεις όπως θα ξετύλιγες μέσα από ένα ωραίο σάβανο το πεθαμένο σώμα του πατέρα σου, αλλά απ’ την ανάποδη. Πώς να τα καταφέρει όλα ετούτα ένας μαέστρος;

Ποιος;
Προς επίρρωση των παραπάνω ανίερων θα επικαλεστώ την κάποτε δισκογράφηση της Ρυθμολογίας από τον Γιάννη Βακαρέλη και την αντιπαραβολή της με εκείνην την φτωχή του Χατζιδάκι. (Ακόμα εκείνη την ανεπιτυχή προσπάθεια της Μπάλτσα να πει Χατζιδάκι, κλπ, κλπ…) Στην πρώτη οι νότες θα χοροπηδούσαν πεντακάθαρες, υπέροχες, ελαστικές, με αυτοπεποίθηση, οι αρμονίες θα ορθώνονταν διάφανες, θα ‘τανε οι δυναμικές υποδειγματικά στη θέση τους χτισμένες, το σχέδιο του υπερώου θα φανερωνότανε από την είσοδο στον επισκέπτη. Κι όμως υπήρχε κάτι που εξακολουθητικά θα φωνασκούσε δια της απουσίας του. Το τσάκισμα μιας φράσης από τη συγκίνηση, μια στιγμιαία αρρυθμία, ένας λυγμός, η αφαίρεση του χρόνου ενός βήματος εδώ κι εκεί για να σκεφτείς, μία ατέλεια εξαίσια, ένα θεραπευτικό φάλτσο, σαν τη φωνή του Χατζιδάκι όταν τραγουδούσε, που έκανε τόπο να γλιστρήσει μέσα στην ψυχή μας το απρόβλεπτο, η παράξενη χειρονομία, ένα απλό και ανεξήγητο που έρχεται από μακριά και πάει άλλο τόσο, σαν τις Αιγαιοπελαγίτικες αυλές με τον ασβέστη, που προσποιούνται τις αυλές μα είναι παραπόρτια των ξεδοντιασμένων μας παράδεισων, που κατευθείαν σε οδηγούν στα ξέφωτα κάποιας αγάπης. Αυτόν τον τρόπο, όχι, μάλλον δεν τον ήξερε ούτε ο Μητρόπουλος, ένας μαέστρος που ο Χατζιδάκις αγαπούσε. Κι ας μείνει ακόμα ένα ερώτημα: Τι ήταν εκείνο που αγαπούσε ο Χατζιδάκις στον Μητρόπουλο;

Θα κάνω τώρα την υπόθεση ότι οι φίλοι του οι μουσικοί στεκόταν δίπλα του συμπληρωματικά, και πολεμούσαν έναν πόλεμο που μόνο εκείνος έμοιαζε να ξέρει πώς να πολεμήσει. Ο θάνατός του άφησε το άγημα ορφανό στη μέση της μάχης. Τώρα, κυκλικά, στεκόντουσαν όσοι έτυχε να είναι δίπλα του. Όμως εδώ δεν έχουμε κληρονομικώ δικαίω διαδοχή. Υπήρξαμε αχθοφόροι περισσότερο στη μάχη, παρά επιτελάρχες. Με την κατάρριψη της γέφυρας έμεινε το άγημα από κει, αποκλεισμένο. Κι ας πούμε τώρα ότι έχουμε την πίστη ατσάλινη, το σθένος κραταιό να αναστήσει ξεπεσμένες ουτοπίες, τη φωτεινή μας τη στιγμή ετοιμοπόλεμη για να ανασύρει απ’ τον βυθό τον αστερία ― την αντανάκλαση μαγείας που έσταξε όπως τροφή γυπαετού μέσα απ’ το στόμα των απόντων. Σε ποιόν θα ανήκει τώρα αυτή η μαγεία;
Ο Μάνος γύρισε την πλάτη του με εμπιστοσύνη κι έφυγε. Κι έμεινε στους ανθρώπους η ευχή και η κατάρα, ας το πούμε: το βάρος κάποιας εκπροσώπησης. Πιο κει θα περιμένουν στον δικό τους χρόνο όσοι ήταν προετοιμασμένοι να σκυλεύσουνε, να ανέβουν σ’ ένα τραίνο που δεν ήξεραν πού πάει. Κάπου εκεί, στο ενδιάμεσο, οι Pink Martini θριαμβεύουν με τα νεκρικά παιδιά τους, σ’ ετούτον τον ωραίο αγώνα του λαγού με τη χελώνα.

Τι έγινε λοιπόν την 6η Φεβρουαρίου του 2007;
Νομίζω ότι ήδη κάπως άγγιξα τους λόγους που η παρουσία ―φέρ’ ειπείν― της Έλλης Πασπαλά ήταν αμήχανη. Το άγχος μιας αντιπροσώπευσης μαζί με ένα κρυολόγημα την απολύτως ακατάλληλη στιγμή την τράβηξε ευγενικά απ’ τη βραδιά. Και θα άξιζε, στο περιθώριο τέτοιων σκέψεων, κάποιος να ερευνήσει τις διαδρομές που η τύχη παίρνει για να εμπλακεί στα ατυχήματα. Κι όμως, υπήρχανε στιγμές που την κοιτούσες μοναχή να ταξιδεύει ―σαν τραμ πάλι ολόφωτο μέσα στον ρεμβασμό του Εγγονόπουλου― σε ένα σύμπαν ξαφνικά οικείο, που μας περιείχε όλους. Ήταν αυτές οι πλέον όμορφες στιγμές, γι’ αυτό και ήταν οι λιγότερες.
Ο Μάριος Φραγκούλης, απ’ την άλλη, διατηρώντας μια μάλλον μικρή ψυχική σχέση με το έργο, δεν συνάντησε εμπόδια. Γι’ αυτό όμως δεν πήγε πιο βαθιά. Κι ας ήτανε μια έκπληξη το ότι δεν κινήθηκε σαν τους τενόρους στη στιγμή τη δοξασμένη τους. Το να ζητήσεις ό,τι η Μπάλτσα δεν είχε κάποτε κατορθώσει, θα ήταν άδικο, ας το παραδεχτούμε. Το περί ου ο λόγος πακέτο ανοίγεται μονάχα απ’ την πλευρά της ολοκληρωμένης ζωής, όχι της τεχνικής, και ιδού ένα πρώτο πρόβλημα τακτικής. Κάποια δημοφιλία τότε του τραγουδιστή, ήτανε σίγουρα ένα ακόμα βαρίδι. Γιατί κι ο Χατζιδάκις δεν ήθελε διασημότητες στα έργα του, του έφτανε με τα ίδια του τα χέρια να χτίζει τους μύθους των τραγουδιστών. Κι ο Λέκκας θα ‘ταν μια λαλίστατη απόδειξη, αν έκανε κανείς τον κόπο να θυμηθεί τις Μπαλάντες της οδού Αθηνάς, καθώς και τη μετέπειτα πορεία του. Ήταν ο Χατζιδάκις που τραγούδαγε εκεί με τις φωνητικές χορδές του Λέκκα, μία διαβολική όσο και προσοδοφόρα λαθροχειρία, μια αξιέπαινη υπεξαίρεση. Προσωπικά δεν θα συναινούσα σε μια τέτοια εφόρμηση στα ψυχικά μου ιδιαίτερα, όσους πωλητές ιδανικών στιγμών κι αν αυτή θα παρήγαγε. Αποσύροντας τους σταλαγμίτες της ψυχικής ώσμωσης του Χατζιδάκι μέσα στις ηχογραφήσεις, θα βρίσκαμε τον Βασιλιά γυμνό.
Και τέλος ο Μαρίνος, αυτός ναι, ήταν μια απόλαυση. Με λίγα φάλτσα αμηχανίας, κατέθεσε με παρρησία την αλήθεια του. Και αν δεν είδαμε μια συγκλονιστική στιγμή, κανείς δεν θα του καταλόγιζε φτηνές προθέσεις, ούτε ακόμη και ναρκισσισμό. Κι ας ήταν το Ηθοποιός σημαίνει φως ένα κομμάτι γης που το έκρυβαν από ψηλά τα σύννεφα, και το Όνειρο των παιδιών της γειτονιάς, σαράντα χρόνια απ’ τη δική του πρώτη εκτέλεση, μια συγκλονιστική, εξωμουσικά, στιγμή. Ήταν απόλαυση να κοιτάς αυτόν τον μεσήλικα έφηβο, με την τεράστια πείρα στο σανίδι, να στέκεται σαν σχολιαρούδι πρωτόβγαλτο μπροστά στο αμήχανο κοινό, να πει το τραγουδάκι του. Αυτό σε κάποιους έκανε η μουσική του Χατζιδάκι.

19 Νοεμβρίου 2025


( Σ Υ Ν Ε Χ Ι Ζ Ε Τ Α Ι )


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: