Χωρίς επίθετα



Α

Να αγκαλιάζεις. Να αγκαλιάζεις την περιουσία σου όλη ανάμεσα στους δυο βραχίονες. Να απλώνεις δάχτυλα μια στο γαλάζιο της θάλασσας, μια στη σγουράδα του βασιλικού. Να πιάνεσαι απ’ τον βράχο να δρασκελίσεις τον γκρεμό, με το ένα πόδι στην ανατολή και τ’ άλλο στον βορά. Να στέκεσαι ορθός πάνω απ’ τον χρόνο που πλαταίνει, χώρα σπαρμένη πράξη και ακινησία. Να γίνονται τα σωθικά σου λίμνες αρυτίδιαστες και σπηλιές να στρίβουν βαθιά στα σπλάχνα των οροσειρών. Να κοιτάς απ’ το ψηλό θεωρείο της περηφάνιας, πατέρας που ζυγιάζει την αγάπη του σε γιούς και κόρες και τη βρίσκει ίση, και να ‘σαι ένας απ’ αυτούς, και να ‘σαι μία από κείνες. Να γέρνεις πάνω από του ουράνιου τόξου την πολύχρωμη ράχη, αγκαλιαστός την τρυφερότητα των προσευχών που βιάζουν τη βία του βιαστή, απρόσβλητος απ’ το καλό και το κακό, και άλλο τόσο ανυπεράσπιστος, στυλώνοντας τη ραχοκοκαλιά ακριβοδίκαια ανάμεσα στις Συμπληγάδες. Να ζεις μέσα και έξω απ’ την καλοσύνη και απ’ την κακότητα, δίχως να επαίρεσαι. Να ισοζυγιάζεις το θέλω με το κάνω, μα να ‘χεις έγνοια μην κακοφορμίσει η φαρδιά ιδέα μέσα στη χαράδρα του μυαλού. Να δοκιμάζεις όλα τα βαγόνια σου πάνω στις ράγες της πραγματικότητας, έτσι που ήξερες μικρός, ντυμένος τη στολή με το πηλήκιο και τα σιρίτια, με χέρια ανοιχτά πάνω από γέφυρες και σήραγγες που στρίβουν πίσω από πολυθρόνες κι αλευρωμένες ποδιές της μάνας σου. Να αναζητάς ό,τι ζεσταίνει την ψυχή σου και το σώμα σου σε ίσα μέρη. Μην καταδέχεσαι την αναγνώριση πριν στείλεις ένα περιστέρι, εμπροσθοφυλακή, πάνω απ’ τις έγνοιες των αδικημένων στις πλατείες. Να ονειρεύεσαι με ορθάνοιχτα τα μάτια. Να λες χαλάλι στη ζωή που σπαταλιέται κι απ’ τις δυο μεριές. Να σε βαραίνει η παρομοίωση και να μιλάς μονάχα με μεταφορές. Να λες λιόφυτο και να γυρίζει πλευρό η πατρίδα. Να λες λιάζει και να χαμογελά ένα πράσινο φυλλαράκι μέσα στην καρδιά. Να λες σ’ αγαπώ και να γίνεσαι πρωτόγονη φυλή που πιάνει τον χορό πάνω απ’ τον Ζάλογγο του χρόνου της, τέλεια μεθυσμένη. Να λες βαδίζω και να διασχίζεις τα εκατό εκατομμύρια συν ένα βήματα απ’ τον Ηράκλειτο ως τον Ερωτόκριτο, μέσα σε ένα ανοιγόκλεισμα του βλέφαρου. Να βγαίνεις απ’ τη θάλασσα στεγνός και απ’ την αμαρτία παρθένος και να ρωτάς κατά πού πέφτουνε τα πατρογονικά σου. Να διαπλέεις τον αιώνα μες σε τρύπια βάρκα που ποτέ της δεν βουλιάζει. Να ρίχνεσαι με εμπιστοσύνη στο κενό με ορθάνοιχτα τα χέρια, και να ‘ναι το μέλλον σου έτσι σωστά προσανατολισμένο που να μην έχει η βαρύτητα από πού να μπει. Να καθαρίζεις με μια συρμάτινη σκούπα τον σβέρκο των βουνών από τους ανεμόμυλους, και να ‘ρχονται τα αγριοπούλια να σου φιλούν το στόμα με το ράμφος τους. Να σκύβεις πάνω από τους πεινασμένους με πανέρια αχνιστά ψωμιά και πάνω από όσους δεν ζητάνε τίποτα γεμάτος δώρα. Πάνω απ’ τον ύπνο της γεροντοκόρης με μια φάτνη έρωτες και πάνω απ’ του παιδιού την απελέκητη άγνοια με ένα φυλαχτό στο χέρι. Πάνω απ’ το ψέμα των εμπόρων με μια φούχτα καρύδια μες σε ροζιασμένα χέρια και πάνω απ’ τη φλυαρία των δασκάλων με το λακκάκι στο χαμόγελο ενός κωφάλαλου. Πάνω απ’ το ένα της ζωής ερωτηματικό με το κοτσύφι που χαμοπετά ακόμα μέσα στο πουκάμισό σου, σταλμένο κατευθείαν απ’ την παιδική ηλικία. Να είσαι ο Από πάντα δίχως να το ξέρεις και ο Τότε που θα, δίχως να περιμένεις. Να μην ξοδιάζεσαι κάτω από ξένες επιδερμίδες. Γυμνός εσύ. Χωρίς επίθετα.

Β

Θα ‘ναι σκοτάδι και θα ανατέλλουν μέσα σου οι καμπύλες των οροσειρών, χειμώνας και θα στάζει στην ψυχή σου μούστος απ’ το πρώτο καλοκαίρι. Θα ταξιδεύεις με την ταχύτητα που ταξιδεύει η χαρά και θα αναριγά κάτω απ’ τα σκέλια σου το άρμα της αρχαίας χελώνας. Θα πνίγεσαι από έρωτα για το άγνωστο και για το Κάτι λίγο ακόμα, εκείνο το ξεχείλισμα που είπανε Αγάπη. Και όλα ετούτα σαν να ταξιδεύεις σε άλλον γαλαξία, και να επιστρέφεις μέσα στο κηπάκι του ίδιου ονείρου πριν να ξημερώσει. Αυτό θα είσαι, και πάλι δεν θα σου φτάνει.
Μα όταν θα ‘σαι αυτό, τότε δε θα ‘ναι πια ανάγκη να είσαι τίποτα. Γιατί, το ξέραμε πια, το Τίποτα και το Τα πάντα κατοικούν στο ίδιο σπίτι και μοιράζονται ένα κρεβάτι. Ότι το Πάντοτε και το Ποτέ είναι σιαμαία και μοιράζονται την ίδια καρδιά. Κι ότι το Ένας και το Όλοι ήτανε κάποτε συνώνυμα μέσα στα λεξικά της Αλεξάνδρειας πριν την ερήμωση, μία κουβέντα κοιταγμένη από μπρος και από πίσω, λέξεις-αδερφοποιτοί που χρόνια πολεμούσαν στον εμφύλιο ντυμένοι εχθρικές στολές. Και όλα ετούτα από μόνα τους θα άξιζαν βέβαια την περιουσία ενός έθνους, μα με την προϋπόθεση πως θα ‘μασταν λιγότερο ανόητοι, πως δηλαδή θα Νιώθαμε, έτσι που λένε ακόμα στην Κρήτη το Καταλαβαίνω απ’ τη μέσα μεριά.

Γ

Αυτά σκέφτηκε. Μετά θυμήθηκε ότι δεν είχε παιδιά για να τα συμβουλέψει, ούτε μαθητές να τους διδάξει, κι ότι, επιπροσθέτως, απείχε παρασάγγας απ’ την πίστη πως οι λέξεις μπορούν να αλλάξουν έστω ένα πετραδάκι σ’ αυτόν τον κόσμο. Ουδείς, λοιπόν, λόγος προέκυπτε για τέτοια ουρανομήκη αλαζονεία. Έπνιξε βιαστικά τον κίνδυνο στον πάτο ενός ρακοπότηρου, πριν να ηχήσει η σκέψη του μέσα στο αυτί του αγγελιαφόρου.
Αργότερα, κάποιοι παρατηρητικοί ισχυρίστηκαν πως μες σε εκείνη τη γουλιά έλαβε άφεση, την τελευταία στιγμή, η πιο μεγάλη του αμαρτία.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: