Συγκεράζοντας την απωθητική με την ονειρική πραγματικότητα

Συγκεράζοντας την απωθητική με την ονειρική πραγματικότητα


Ιωάννης Π.Α. Ιωαννίδης, «Λόγω κρυμμένα λογοκριμένα. Σχεδόν ημι-ιστόρημα», Κέδρος 2020, σσ. 398


———————



Αντί άλλης εισαγωγής στη σημερινή παρουσίαση του βιβλίου του Ιωάννη Π.Α. Ιωαννίδη, Λόγω κρυμμένα λογοκριμένα. Σχεδόν ημι-ιστόρημα, έχει νόημα, όπως νομίζω θα φανεί στη συνέχεια, να κάνω μία σύντομη και στοχευμένη αναδρομή στη σχέση μου με το λογοτεχνικό έργο του και με τον ίδιο προσωπικά. Η γνωριμία μου, εδώ και μερικά χρόνια, με το έργο και τον άνθρωπο είχε ως φυσική, θα έλεγα, απόρροιά της να προσκληθώ για να μιλήσω σε τρεις δημόσιες παρουσιάσεις το 2018 και το 2019· επίσης ανέλαβα την πρωτοβουλία να καλέσω τον Ιωαννίδη να μιλήσει για το σύνολο των λογοτεχνικών βιβλίων του σε εκδήλωση που οργάνωσα γι’ αυτό τον σκοπό στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ το 2019. Οι παραπάνω δημόσιες περιστάσεις λειτούργησαν ως αφορμές για δύο περιστατικά. Στο πρώτο, συνάδελφος στο ΕΚΠΑ, καθηγητής της Ιατρικής Σχολής, με έγκριτο επιστημονικό έργο, αναγνωρισμένο διεθνώς, και ιδιαίτερα προβεβλημένος από το ελληνικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, σε ιδιωτική συζήτησή μας μου εξέφρασε τη μεγάλη εκτίμηση και συμπάθειά του για τον Ιωαννίδη, για να προσθέσει, στη συνέχεια, υπομειδιώντας: «Ο Γιάννης είναι αιρετικός». Το δεύτερο περιστατικό ήταν μέρος μίας οδυνηρής για εμένα εμπειρίας. Η διακοπή, ύστερα από 40 σχεδόν χρόνια, της στενής φιλικής σχέσης μου και της συνεργασίας μου με αναγνωρισμένο ποιητή και φιλόλογο οφειλόταν, μεταξύ των άλλων, στην κατηγορία προς εμένα ότι «προβάλω ψώνια όπως ο Ιωαννίδης», κατά τη ρητή διατύπωσή του. Πράγματα ού φωνητά, θα πείτε. Γι’ αυτό και αυτολογοκρίνομαι, αποκρύπτοντας τα ονόματα των προσώπων. Τα οποία, ωστόσο, επιτελούν λειτουργίες στο επιστημονικό και το λογοτεχνικό πεδίο, όπως όλοι μας λιγότερο ή περισσότερο, όπως κι εγώ, στην αποψινή περίσταση. Κατά τη δική μου κρίση, λοιπόν, ο Ιωαννίδης δεν είναι αιρετικός, επειδή υπερασπίζεται, με συνέπεια, πάθος και μαχητικότητα, τις αρχές και τις αξίες του. Μάλλον όλοι οι άλλοι είμαστε συγκαταβατικοί, αν τον θεωρούμε αιρετικό γι’ αυτό τον λόγο. Κι αναρωτιέμαι: Ποια εποχή και ποια κοινωνία δεν χρειάζεται όσους αναλαμβάνουν το τίμημα να λειτουργούν ως αιρετικοί; Ούτε, επίσης, τα λογοτεχνικά γραπτά του είναι εκείνα ενός ψώνιου. Αν πιστεύουμε κάτι τέτοιο για τον Ιωαννίδη, αναρωτιέμαι τι θα πούμε για την πολύ μεγάλη πλειονότητα των παροικούντων την Ιερουσαλήμ του ημεδαπού λογοτεχνικού σιναφιού. Τέλος, την εμπειρία μου από την εκδήλωση στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ θα την χαρακτηρίσω γλυκόπικρη. Γλυκιά επειδή απέφερε ένα από τα καλύτερα, κατά τη γνώμη μου, αυτοαναφορικά γραπτά του Ιωαννίδη για το έργο του που με τον τίτλο «O βίος όχι τόσο βραχύς, η δε τέχνη απόμακρη: οξέα, σφαλερά και χαλεπά γραπτά (1984-2019)» έχει περιληφθεί στο βιβλίο του Λόγω κρυμμένα λογοκριμένα (σσ. 369-377). Γιατί η ίδια εμπειρία ήταν, επίσης, πικρή; Επειδή, ενώ τότε είχαν προσκληθεί στην εκδήλωση δεκάδες συνάδελφοι και εκατοντάδες φοιτητές και φοιτήτριες, ήρθαν στο σχεδόν 300 θέσεων αμφιθέατρο μία συνάδελφος και κανένας φοιτητής ή φοιτήτρια. Θυμάμαι ότι την επόμενη ημέρα, όταν ξαναμπήκα στο ίδιο κατάμεστο αυτή τη φορά αμφιθέατρο για να κάνω μάθημα, είπα στους φοιτητές: Μήπως είσαστε νεκροί; Αν σας καλέσουν στη Δευτέρα Παρουσία, φροντίστε να πάτε.
Με τέτοιους όρους συγκαταβατικής αποδοχής του λογοτεχνικού έργου του Ιωαννίδη, για να χρησιμοποιήσω μία πολιτικώς ορθή διατύπωση, κρίνω σκόπιμο να κάνω μία αναδρομή στο λογοτεχνικό έργο του, αν και θα χρειαστεί έτσι να επαναλάβω εν μέρει, αναδιατυπωμένες εδώ, παρατηρήσεις που έγραψα και δημοσίευσα παλαιότερα.[1] Εξάλλου, αυτή η αναδρομή είναι χρήσιμη, προκειμένου να σχολιαστούν στη συνέχεια οι διαφορές του βιβλίου Λόγω κρυμμένα λογοκριμένα από τα προηγούμενα βιβλία. Πριν, λοιπόν, από το Λόγω κρυμμένα λογοκριμένα, η ποσοτικά αξιοσημείωτη λογοτεχνική παρουσία του Ιωαννίδη αθροίζει επτά βιβλία από το 1989, όταν εξέδωσε το πρώτο βιβλίο του, μέχρι το Μετά τα αφύσικα, που εκδόθηκε το 2018. Τα τρία πρώτα βιβλία του (Ιφίνοος Ανύμενος, 1989· Επάρνητος Φωτοθύτης, 1990 και Η κοίμηση της ταξιδένιας, 1991 – και τα τρία εκδόθηκαν στην Αθήνα από τον οίκο Γκοβόστη) λανθάνουν, καθώς ήταν εκδόσεις εκτός εμπορίου, ενώ τα υπόλοιπα τέσσερα, όπως και το Λόγω κρυμμένα λογοκριμένα, κυκλοφόρησαν στο εμπορικό κύκλωμα διανομής των λογοτεχνικών βιβλίων από τις εκδόσεις Κέδρος. Πρόκειται, κατά τη χρονολογική σειρά τους, για τα βιβλία Τοκάτα για την κόρη με το καμένο πρόσωπο (2012), Παραλλαγές πάνω στην τέχνη της φυγής και ένα απονενοημένο ριτσερκάρ (2014), Tractatus για την έκτη φήμη (2016) και Μετά τα αφύσικα (2018).
Είναι πασίγνωστο ότι ο Ιωαννίδης είναι ένας αποδεδειγμένα φιλόπονος και πολυπράγμων επιστήμονας, σ’ ένα ιδιαίτερα απαιτητικό ερευνητικό πεδίο, με παγκόσμια αναγνώριση. Παράλληλα ασκεί συστηματικά τη λογοτεχνική γραφή, αν βασιστεί κανείς μόνο στο ποσοτικό στοιχείο ότι τα τέσσερα βιβλία του, εκείνα της περιόδου 2012-2018, αθροίζουν 1.276 σελίδες. Αποτιμώντας γενικά το λογοτεχνικό έργο του, είναι σκόπιμο να ξεκινήσω από τη διαπίστωση ότι ο Ιωαννίδης, όπως επαληθεύουν τα λογοτεχνικά γραπτά του, εντελώς ανεξάρτητα από την επιστημονική ιδιότητά του και το συναφές με αυτή έργο του, γράφει λογοτεχνία έχοντας ευρεία και αφομοιωμένη γνώση της λογοτεχνικής παράδοσης, τόσο της ελληνικής όσο και της ξένης. Κυρίως γράφει λογοτεχνία διαθέτοντας ευρύτατη μορφωτική καλλιέργεια που συνταιριάζει, αξιοθαύμαστα, την αφομοιωμένη γνώση των επιστημών και των τεχνών, σε μια εποχή που η καθολική εξειδίκευση των επιστημονικών πεδίων τείνει να οδηγήσει σε μια κατάσταση ευρύτερης απαιδείας η οποία εξισώνεται με γενικευμένη διανοητική και στοχαστική ρηχότητα. Παράλληλα, όμως, η επιστημονική ιδιότητα του Ιωαννίδη δεν είναι δυνατό να αποσυνδεθεί από το λογοτεχνικό έργο του, στον βαθμό που το τελευταίο σε μεγάλο βαθμό θεματοποιεί ευθέως την ερευνητική σκοπιά και την ιατροφιλοσοφική σκέψη του Ιωαννίδη. Με άλλα λόγια, γράφει λογοτεχνία και ως ερευνητής γιατρός και ως, γενικότερα, δημόσιο πρόσωπο, εκείνο ενός εκπατρισμένου Έλληνα που επιστρέφει συχνά, μέσα από μια αναπόδραστη σχέση έλξης και απώθησης, στον τόπο του προσωπικού και συλλογικού δράματος, σε ό,τι θα ονομάζαμε, για να χρησιμοποιήσω γνωστές ποιητικές διατυπώσεις, «πατρίδα-πληγή» (Σεφέρης) ή «μητριά πατρίδα» (Μάρκος Μέσκος).
Ο Ιωαννίδης αυτοχαρακτηρίζεται ποιητής. Τα τρία πρώτα βιβλία του έχουν περισσότερο αναγνωρίσιμα ποιητικά χαρακτηριστικά, στη φόρμα, στη θεματική, στο ύφος τους. Λαμβάνοντας υπόψη και τα υπόλοιπα βιβλία του, συνολικά θεωρημένα, ανήκουν σε μια κειμενική περιοχή υβριδικής γραφής, καθώς δεν εντάσσονται σε καμία από τις κληροδοτημένες από το μακρύ παρελθόν συμβατικές κατηγορίες των λογοτεχνικών και γενικότερα των γραμματειακών ειδών. Ειδικότερα, ο Ιωαννίδης δεν γράφει πλέον ούτε ποίηση, ούτε πεζογραφία, ούτε δοκίμιο, ούτε επιστολές, ούτε ηλεκτρονικά μηνύματα, ούτε επιφυλλίδες. Γράφει όλα αυτά τα κειμενικά είδη, συμπαραθέτοντάς τα ή και συχνά συμφύροντάς τα. Αν στα παλαιότερα λογοτεχνικά βιβλία του, και ιδίως στα τρία πρώτα, το είδος της ποίησης ήταν ορατότερο, σύμφωνα και με το μορφολογικό κριτήριο της γραφής των κειμένων σε στίχους, στα υπόλοιπα βιβλία υπερτερούν σε αριθμό, ολοένα και περισσότερο, τα πεζόμορφα κείμενα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η λογοτεχνική αντίληψη του ίδιου ως κατά βάθος ποιητή άλλαξε στον πυρήνα της. Όσο για αυτό που εκ πρώτης όψεως ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί ως συμφυρμό ετερόκλητων κειμένων, ασύμβατο με την κυρίαρχη εικόνα της τρέχουσας λογοτεχνίας, ο ίδιος είναι διαφωτιστικός με όσα γράφει στο κείμενο «O βίος όχι τόσο βραχύς, η δε τέχνη απόμακρη». Παραθέτω: «Η λύση που διερευνώ στα τελευταία βιβλία μου είναι η συμπαράθεση κατ’ αντιδιαστολή κειμένων με διαφορετικές προδιαγραφές και προθέσεις με στόχο συμπληρωματικότητα και πολυδιάσταση, όχι πολυδιάσπαση» (σ. 377).
Κάνοντας λόγο ειδικότερα για υβριδική γραφή, γενικότερα στα λογοτεχνικά έργα του Ιωαννίδη παρατηρώ δύο τάσεις που γειτνιάζουν ή και συγκεράζονται επιτυχημένα. Από τη μια, κυριαρχούν η αποπροσωποποίηση του συγγραφικού υποκειμένου, η απόσβεση του ατομικού εγώ, η διάχυσή του στη γραφή ή η καθολίκευση της εμπειρίας του μέσω εκείνης των άλλων που είναι, συνάμα, και αυτός ο ίδιος. Όπου επικρατεί αυτή η πρώτη τάση, της αποπροσωποποίησης ή απόσβεσης του εγώ, ο Ιωαννίδης γράφει μία κατά βάση αποεθνικοποιημένη στη χωροχρονική αντίληψή της γραφή, όπου το ποιητικό υποκείμενο διαχέεται στον τόπο και στον χρόνο, ενώνοντας το παρόν με το παρελθόν, την ατομική βιωματική με τη συλλογική πολιτισμική μνήμη, την πραγματικότητα με μια φαντασία εξίσου ισχυρή ή και υπέρτερη από την πραγματικότητα. Ο αφηγητής αυτών των κειμένων του είναι στον ίδιο χωροχρόνο της σημερινής Καλιφόρνιας και της αναγεννησιακής Φλωρεντίας· ένα σύγχρονό μας πρόσωπο που ταξιδεύει με αεροπλάνο και, συνάμα, στη χωροχρονική διάσταση της κειμενικότητάς του, επίσης ένας αναγεννησιακός ζωγράφος ή το πρόσωπο ενός πίνακα του ζωγράφου. Σε αυτά τα κείμενα ο Ιωαννίδης ζει, βιώνει και σκέφτεται αφομοιωμένος μέσα σε αυτή την τεράστια, σχεδόν άπειρη, επικράτεια του κληροδοτημένου από το παρελθόν πολιτισμού. Γι’ αυτό οι συνεχείς χωροχρονικές μεταβάσεις και μεταπτώσεις των κειμένων του προφανώς συγχύζουν έναν αναγνώστη εθισμένο στις συμβάσεις της σύγχρονης πεζογραφίας μαζικής κατανάλωσης.
Από την άλλη πλευρά, η δεύτερη τάση στα λογοτεχνικά έργα του Ιωαννίδη είναι εκείνη της εμμονικής επιστροφής στον εαυτό του, η αγκίστρωση στη δική του ατομικότητα, εκείνη ενός προσώπου που διεκδικεί εναγώνια και μαχητικά το δικαίωμα στη διατύπωση της άποψης, της συμμετοχής στα κοινά, της στηλίτευσης όλων των αθεράπευτων ή και ανίατων κακώς κειμένων της διεθνούς και ιδίως της ελληνικής πραγματικότητας, της πολιτικής, της κοινωνικής, της οικονομικής, της θεσμικής και της πανεπιστημιακής. Σε αυτή την κατηγορία κειμένων ο λόγος δεν είναι τυπικά λογοτεχνικός (μεταφορικός ή υπαινικτικός), είναι αναφορικός, ευθύς και ευθύβολος. Γι’ αυτό και ο Ιωαννίδης ως καλλιτέχνης και συνάμα επιστήμονας εν όπλοις, σύμφωνα με εύστοχο χαρακτηρισμό του Γιώργου Αριστηνού,[2] δεν διστάζει διόλου να μας μέμφεται για την κοινωνική αβελτηρία μας, την πολιτική κομματοκρατία μας, την αξιακή μετριοκρατία μας. Γιατί, εξάλλου, να διστάσει; Ποιος αληθινός καλλιτέχνης και ποιος καινοτόμος επιστήμονας δίστασαν ποτέ απέναντι στον αλάθητο και αδέκαστο ηθικό κριτή τους, τον εαυτό τους; Σημειώνω, τέλος, ότι σε ορισμένα κείμενα του Ιωαννίδη οι δύο τάσεις που περιέγραψα συνυπάρχουν ή και συμφύρονται.
Είναι τα λογοτεχνικά βιβλία του Ιωαννίδη πειραματικά; Θεωρώ τον χαρακτηρισμό καταχρηστικό και εντέλει άστοχο. Επειδή οι πειραματισμοί στη λογοτεχνία έχουν τελειώσει, δεδομένου ότι έχουν λίγο-πολύ δοκιμαστεί ποικιλοτρόπως στο παρελθόν της τεράστιας λογοτεχνικής ιστορίας. Η αντισυμβατικότητα, λοιπόν, της γραφής του Ιωαννίδη πηγάζει από τη ρευστή ταυτότητα ενός πολυπρισματικού εαυτού που αναζητά τρόπους έκφρασης συγχρονισμένους με όσα ζει, βιώνει συναισθηματικά και στοχάζεται. Εντέλει το κύριο δέλεαρ της ανάγνωσης των λογοτεχνικών βιβλίων του πηγάζει, τουλάχιστον για συστηματικούς αναγνώστες του είδους μου, απ’ ό,τι θα μπορούσε να λειτουργήσει εκ πρώτης όψεως ως αντικίνητρο της ανάγνωσης: από τη φαινομενική ασυνέχεια ή τη χασματικότητά τους, τη δημιουργική ετερογένειά τους, την έλλειψη ενός διακριτού ύφους που χαρακτηρίζει κάποιον ως, π.χ., λυρικό ποιητή, ρεαλιστή αυτοσαρκαστικό πεζογράφο, βαθιά πικραμένο Έλληνα αυτοεξόριστο ή ακτιβιστή επιστήμονα.
Κατά βάθος, τα λογοτεχνικά βιβλία του Ιωαννίδη απαιτούν την αφοσιωμένη, τη συστηματική ανάγνωσή τους, εκείνη που θα τους επιφυλάξει ο προσεκτικός αναγνώστης, εκείνος που πίσω από τη φαινομενική αταξία θα αναγνωρίσει την εσωτερική τάξη ή, έστω, το διαφεύγον κέντρο της τάξης, εκείνο το σημείο συνάντησης όλων αυτών των κειμενικών μαρτυριών ή χναριών. Πού οδηγούν αυτά τα χνάρια; Κατά τη γνώμη μου, στο σύγχρονο ανθρώπινο υποκείμενο που αναζητά το κέντρο σε έναν άκεντρο κόσμο, την ενότητα μέσα στη διάλυση, τη διαδρομή που διανύσαμε οι άνθρωποι στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τον κόσμο και, ειδικότερα, τον ελληνικό μικρόκοσμό μας.
Στα λογοτεχνικά έργα του Ιωαννίδη συνυπάρχουν αξεδιάλυτα, με τις αλληλοσυμπληρωματικές ιδιότητές του να ποικίλουν ποσοτικά από βιβλίο σε βιβλίο, ο ποιητής, ο πεζογράφος, ο δοκιμιογράφος, ο επιφυλλιδογράφος, ο γιατρός, ο ερευνητής, ο ερωτευμένος άντρας, ο σύζυγος και ο πατέρας, ο ενήλικος που θυμάται το παιδί που ήταν, ο κοσμοπολίτης ταξιδευτής και ο εκπατρισμένος Έλληνας που εξακολουθεί να βιώνει το διαχρονικό βίωμα όλων των άξιων ανθρώπων που συνδέονται καταγωγικά, βιωματικά, ψυχοσυναισθηματικά και γλωσσικά με αυτό τον τόπο, το βίωμα που συμπυκνώνει ο περίφημος σεφερικός στίχος «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει» (από το ποίημα «Με τον τρόπο του Γ.Σ.», γραμμένο το 1936). Θεωρημένο από αυτή τη σκοπιά, το μεγαλύτερο μάλλον μέρος του λογοτεχνικού έργου του Ιωαννίδη εντάσσεται σε εκείνη τη μακρά παράδοση ανθελληνικών λογοτεχνικών και ειδικότερα ποιητικών κειμένων που γεννήθηκαν από τη βαθιά αγάπη και συνάμα τη μεγάλη πίκρα του συγγραφέα τους για την πατρίδα της συλλογικής μιζέριας και της κοινωνικής αθλιότητας. Ο Ιωαννίδης έχει, δυστυχώς, δίκιο για όλα όσα μας καταμαρτυρεί. Θέτει στον αναγνώστη που θεωρεί τον εαυτό του έναν στοιχειωδώς άξιο άνθρωπο –και είναι πράγματι τέτοιος– το οδυνηρό ερώτημα εις εαυτόν γιατί συνεχίζει να ζει και να εργάζεται σε αυτό τον τόπο και δεν έχει ακολουθήσει, αν το μπορούσε ή το μπορεί ακόμα, την οδό του Ιωαννίδη; Η κριτική του για την ελληνική πραγματικότητα μάς λέει την αλήθεια, ότι στην Ελλάδα και οι ταχύτεροι δρομείς τρέχουν με την ταχύτητα που μπορεί να κινηθεί κάποιος μέσα σε ελώδη στεκάμενα νερά που σε κάποια μέρη τους γίνονται βούρκος. Κατά βάθος, λοιπόν, στα λογοτεχνικά βιβλία του υπάρχει ένας βαθιά δραματικός πυρήνας που τον μοιράζονται ο εκπατρισμένος έλληνας συγγραφέας και οι έλληνες αναγνώστες του, όσοι παραμένουν εντός των τειχών: ο Ιωαννίδης με τα λογοτεχνικά βιβλία του απευθύνει μια μορφή ευχαριστίας, σε όσους τον διαβάζουμε και τον κρίνουμε, επειδή έτσι του επιτρέπουμε, έστω και προσωρινά, να επιστρέφει ανάμεσά μας· κι εμείς, οι αναγνώστες του, από τα βιβλία του παρακινούμαστε να ακολουθήσουμε τη δική του οδό διαφυγής από έναν τόπο που μπορείς να αγαπήσεις και να νοσταλγήσεις, όταν ζήσεις και δημιουργήσεις μακριά από αυτόν.

Τέλος της αναδρομής στο προηγούμενο λογοτεχνικό έργο του Ιωαννίδη και εστίαση της προσοχής μου, στη συνέχεια, στο βιβλίο Λόγω κρυμμένα λογοκριμένα. Σχεδόν ημι-ιστόρημα. Η παρουσίασή του σε απόσταση δύο σχεδόν ετών από την έκδοσή του, το 2020, προφανώς οφείλεται στις απαγορευτικές για δημόσιες εκδηλώσεις συνθήκες που επέβαλε η πανδημία του Covid-19. Η υπενθύμιση του χρόνου έκδοσης του βιβλίου έχει τη σημασία της, προκειμένου να αντιληφθούμε ότι το κειμενικό υλικό που το βιβλίο περιέλαβε συγχρονίζεται και φτάνει μέχρι και την εποχή πριν από την εμφάνιση της πανδημίας. Ο τίτλος, υπό μορφή λογοπαιγνίου, είναι άξιος σχολιασμού, καθώς αντανακλά στο περιεχόμενο και τη μορφή του βιβλίου, λειτουργώντας ως σχόλιο για το σύνολο του κειμενικού υλικού του ή και φωτίζοντάς το. Πρόκειται, εξηγώ, για κείμενα σε μεγάλο βαθμό και κατά εμφανή τρόπο λογοκριμένα από τον ίδιο τον συγγραφέα τους, καθώς προφανέστατα δική του επιλογή είναι σε αρκετά από αυτά να διαγράφονται με μαύρο χρώμα, σε μερικές λέξεις ή σε σημεία τους ή και σε ολόκληρο το μήκος μίας, δύο ή και περισσότερων αράδων, μέρη των αρχικών κειμένων. Επίσης σταθερά διαγράφονται, καθώς αυτό είναι απολύτως προφανές, όλες οι λέξεις που συνδέονται με την πολύ συχνή αναφορά στην Ελλάδα και στην πραγματικότητά της: Ελλάδα, ελληνικός, ελληνική, Greece κλπ. – σε όλες αυτές τις περιπτώσεις μένει ορατό μόνο το αρχικό γράμμα, το Ε ή το G. Η αυτολογοκρισία εκδηλώνεται, επίσης, με την κωδικοποίηση, με γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου και αριθμούς, των ονομάτων των ατόμων-φυσικών προσώπων, των τίτλων των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και των πολιτικών κομμάτων τα οποία είναι παραλήπτες των κειμένων ή στα οποία γίνεται μνεία. Παραθέτω τη σχετική σημείωση που βρίσκεται στην αρχή του βιβλίου (σ. 13):

Κωδικοποίηση: Ονόματα ατόμων κωδικοποιούνται με ένα γράμμα του ε… αλφαβήτου ακολουθούμενο από έναν έως τρεις αριθμούς. Όταν πρόκειται για το επίθετο (με ή χωρίς το μικρό όνομα), το γράμμα είναι με κεφαλαία, για παράδειγμα [Ρ12]. Όταν πρόκειται μόνο για το μικρό όνομα, το γράμμα είναι με μικρά, για παράδειγμα [ρ12]. Τα κωδικοποιημένα ονόματα των ΜΜΕ (έντυπων, διαδικτυακών, τηλεοπτικών ή άλλων) χρησιμοποιούν τη φόρμα MMEX00, όπου το X είναι αριθμός που παίρνει τιμές από 0 έως 11, για παράδειγμα [ΜΜΕ400]. Τα ονόματα πολιτικών κομμάτων κωδικοποιούνται με τρεις αριθμούς που ακολουθούνται από γράμμα του ε… αλφαβήτου, για παράδειγμα [Όνομα πολιτικού κόμματος 298Φ].

Με τη χρήση και την επαναφορά αυτών των κωδικών τα πρόσωπα, τα μέσα, τα κόμματα και τα κείμενα, ακόμα κι όταν αυτά διασπείρονται στον κειμενικό χώρο του βιβλίου, ομαδοποιούνται ως προς το πεδίο αναφοράς και σύνδεσής τους με τον πραγματικό κόσμο· συνάμα, όμως, ιδίως τα πρόσωπα, και λιγότερο τα μέσα και τα κόμματα, λανθάνουν για τον αναγνώστη. Γράφω ότι λανθάνουν, χωρίς όμως και να αποκρύπτονται πλήρως. Έτσι αρκετά άτομα και μέσα, και ιδίως τα κόμματα, τα αναγνωρίζουμε ή τα εικάζουμε βάσιμα, ώστε εντέλει να αντιλαμβανόμαστε ότι η αυτολογοκριτική απόκρυψή τους έχει τη σημασία της ως μία στρατηγική ειρωνικής μισοαπόκρυψης και εντέλει μισοφανέρωσης: τα άτομα, τα μέσα και τα κόμματα επιτελούν τις λειτουργίες τους, εξισώνονται μέσα από κοινωνικούς και ακαδημαϊκούς ρόλους, σκοπιμότητες, συμπτώματα της κοινωνικής υποκρισίας και διαφθοράς και της ακαδημαϊκής παθογένειας. Έτσι φανερώνεται και η λειτουργία του πρώτου μέρους του τίτλου του βιβλίου: πρόκειται για κείμενα «Λόγω κρυμμένα», με άλλα λόγια για κείμενα που κρύφτηκαν από βάσιμη αιτία ή αιτίες ή που, επίσης, αποκρύπτονται (και έτσι φανερώνονται) δια του λόγου, όπως και αν εννοηθεί η έννοιά του, από τον γραπτό λόγο ως όργανο επικοινωνίας ή την έλλογη σκέψη ως τρόπο εννόησης του κόσμου. Στον πραγματικό κόσμο και ιδίως στον πραγματικό τόπο μας η γλώσσα ως μέσο επικοινωνίας έχει ανεπανόρθωτα φθαρεί, ενώ και ο κόσμος, τέτοιος που είναι, πολύ δύσκολα γίνεται να εννοηθεί. Όσο για τον ειδολογικό υπότιτλο που συνοδεύει τον τίτλο «Σχεδόν ημι-ιστόρημα», τον σχολιάζω με την εισαγωγική σημείωση του Ιωαννίδη στο βιβλίο του (σ. 13):

Disclaimer (απο-ποίηση, εκ-ποίηση, ποίηση – ποιος ξέρει): Φοβάμαι πως ό,τι σκέφτομαι και ό,τι γράφω εδώ δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα ξέρει να κάνει κανονικότατα τη βρόμικη δουλειά της, ανενόχλητη από σκέψεις και αδιατάρακτη από κείμενα.

Από αυτή τη σημείωση κρατώ ιδίως αυτό που εγώ θέλω να κρατήσω: την επιστροφή και αυτών των κειμένων του φίλου Γιάννη στην καταγωγική μήτρα τους ως γραφής και στον απώτερο προορισμό τους ως επιτελεστικής πράξης: στην ποίηση. Επιμένω, λίγο περισσότερο, στην ειρωνική διελκυστίνδα ανάμεσα στη μισοαπόκρυψη και τη μισοφανέρωση: αρκετά στοιχεία που θα περίμενε κανείς να γίνουν αντικείμενο λογοκρισίας δεν αποκρύπτονται, αντιθέτως διά της απόκρυψης των άλλων προβάλλονται, όπως το όνομα της αμερικανικής καπνοβιομηχανίας Philip Morris, προκειμένου έτσι να τονιστεί η λογοκρισία που έχει υποστεί ο Ιωαννίδης στην προσπάθειά του να δημοσιεύσει αντικαπνιστικές επιφυλλίδες και συνάμα γραπτά καταγγελτικά των κερδοφόρων τακτικών των καπνοβιομηχανιών. Επίσης η κωδικοποίηση των ονομάτων εντείνει την προσοχή του αναγνώστη στο να συνδέσει κείμενα διαφορετικού είδους και επικοινωνιακού πλαισίου, που διασπείρονται στο βιβλίο. Φέρνω το παράδειγμα του κειμένου το οποίο ήδη ανέφερα, «O βίος όχι τόσο βραχύς, η δε τέχνη απόμακρη», επειδή συνδέεται με περίσταση στην οποία ενέχομαι. Το κείμενο αυτό περιλαμβάνεται στο «Επίμετρο» του βιβλίου, ενώ διασταυρώνεται σαφώς με κείμενα ηλεκτρονικών μηνυμάτων του κεφαλαίου 18 «Ο βίος όχι τόσο βραχύς» (σ. 192-200), σε μερικά από τα οποία αναγνωρίζω τον εαυτό μου κωδικοποιημένο ως Λ50 και λ50. Έτσι ο δημόσιος λόγος γίνεται ιδιωτικός και ο ιδιωτικός δημόσιος, χάρη στη συνέπεια, την ευθύτητα και την ειλικρίνεια.

Ήρθε, λοιπόν, η ώρα για τον σύντομο σχολιασμό του είδους των κειμένων του βιβλίου. Στη μεγάλη πλειονότητά τους πρόκειται για πραγματικά, γραμμένα και απεσταλμένα, ηλεκτρονικά μηνύματα, μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης, από μία αράδα διεκπεραιωτικής αλληλογραφίας μέχρι κείμενα-μικροαφηγήματα προσωπικού χαρακτήρα μερικών σελίδων, συνεπώς γραπτά εξαρτημένα από τις περιστασιακές συνθήκες της παροντικότητάς τους και προσδιορισμένα στο ύφος, τη θεματική και την απόβλεψή τους από αυτές τις συνθήκες. Έτσι εξηγείται, επίσης, γιατί η πλειονότητα των κειμένων είναι ελληνόγλωσσα, καθώς απευθύνονται σε άτομα-φυσικούς ομιλητές της ελληνικής, χωρίς όμως να λείπουν και αρκετά κείμενα γραμμένα στην αγγλική, λόγω των ειδικών περιστάσεών τους. Τα κείμενα, λοιπόν, κατά βάση μηνύματα αλλά και άλλα γραπτά συγκυριακών αφορμών και δημόσιων περιστάσεων, όπως ομιλίες και επιφυλλίδες, κατανέμονται σε 36 τιτλοφορημένα κεφάλαια και σε επίμετρο, με κύριο κριτήριο τη θεματική συνάφειά τους ή τον βαθμό και τον τρόπο σύνδεσής τους με πλευρές του πραγματικού κόσμου. Οι θεματικές περιοχές των ομαδοποιημένων στα κεφάλαια κειμένων μάς είναι οικείες από τα παλαιότερα βιβλία του Ιωαννίδη και από ομόλογα σε εκείνα τα βιβλία γραπτά του. Αναφέρω μερικές από αυτές τις περιοχές: η σταθερή αντικαπνιστική εκστρατεία και η οξεία σύγκρουση με τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τους πολιτικούς φορείς που υποστηρίζουν τα οικονομικά κέρδη των καπνοβιομηχανιών· οι αδυσώπητες έριδες και τα χτυπήματα κάτω από τη μέση στο τόσο εκλεπτυσμένο στη δημόσια επιφάνειά του και ανθρωποφαγικό στο βάθος του ακαδημαϊκό περιβάλλον· το χαμένο νόημα του να είσαι ιατρός σε έναν τόσο διεφθαρμένο κόσμο, κυριαρχημένο από την αξία του υλικού κέρδους, και το πόσο επικίνδυνη κατάσταση είναι το να είσαι σήμερα όχι μόνο καπνιστής αλλά και εν γένει ασθενής, όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με τους ιατρούς, τα συστήματα υγείας και τις υπηρεσίες τους, τα προϊόντα των φαρμακοβιομηχανιών· την οδύνη να ζεις, ακόμα και από μακριά, να βιώνεις και να σκέφτεσαι όλα όσα συνδέονται με την Ε… ως πατρίδα-πηγή ή μητριά πατρίδα – γι’ αυτό και ο Ιωαννίδης ζει και γράφει σε μία κατάσταση διαρκούς ξενιτείας, όπως εξάλλου δείχνει η επιγραφή του βιβλίου:

Ξενιτεία ἐστὶ κατάλειψις ἀνεπίστροφος πάντων τῶν ἐν τῇ πατρίδι, [...] Ξενιτεία ἐστὶν ἀπαῤῥησίαστον ἦθος, ἄγνωστος σοφία, ἀδημοσίευτος σύνεσις, ἀπόκρυφος βίος, ἀθεώρητος σκοπός, ἀφανὴς λογισμός, εὐτελείας ὄρεξις, στενοχωρίας ἐπιθυμία, πόθου θείου ὑπόθεσις, ἔρωτος πλῆθος, κενοδοξίας ἄρνησις, σιωπῆς βυθός.

όπως και η διασπορά σε αυτό αποσπασμάτων από το έργο του Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ, «Περί Ξενιτείας».

Αν αυτές οι θεματικές περιοχές συναρθρώνονται σε ένα, ας το πω έτσι, κεντρικό νόημα αυτό είναι εκείνο της μέχρι εξαντλήσεως των όποιων ψυχοσυναισθηματικών αποθεμάτων πολεμικής. Ας το ξαναθυμηθούμε: «ο Γιάννης είναι αιρετικός» – σταθερά, αμετακίνητα, ανεξάντλητα, πικρόχολα συνεπής στις αρχές και τις αξίες του, στα πιστεύω και τις απόψεις του. Με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις, τα περισσότερα κείμενα του βιβλίου Λόγω κρυμμένα λογοκριμένα κλίνουν προς τη μεριά της εμμονικής επιστροφής στον εαυτό, της αγκίστρωσης του Ιωαννίδη στην ατομικότητα, προσδιορισμένη από όλα όσα αυτός είναι και πράττει δημόσια, μέσα από μία ανεπούλωτη και μαζί εναγώνια αίσθηση αποποίησης ευθύνης: τι άλλο μπορώ να κάνω (από το να γράφω) –μας λέει στο βιβλίο του–, όταν η πραγματικότητα ξέρει να κάνει κανονικότατα τη βρώμικη δουλειά της;
Αλλά, ας θυμηθούμε τη φράση του W.B. Yeats, «Με τα όνειρα αρχίζουν οι ευθύνες». Τι απαλύνει αυτό το δυστοπικό –και αλίμονο, πραγματικό– σκοτεινό τοπίο, διανοίγοντας έναν φωτεινό ορίζοντα στο μακρινό βάθος του; Δύο επιλογές. Η πρώτη είναι η αυτοέκθεση, μέσω της αποστολής και της συμπερίληψης στο βιβλίο μηνυμάτων σε φίλους ή σε πολύ οικεία πρόσωπα. Στα μηνύματα αυτά εκφράζεται ο ευάλωτος εαυτός, ακόμα και με τη γραφή και αποστολή κειμένων αμιγώς αυτοβιογραφικών, όπως εκείνα όπου ο Ιωαννίδης αφηγείται προσωπικές οικογενειακές αναμνήσεις του, ηδονικές ή αλγεινές, ή και ιδιωτικές πλευρές της σχέσης με τη μητέρα του, όπως όταν εκείνη τον προειδοποιεί ότι δέχεται από αγνώστους απειλητικά μηνύματα για τον γιο της. Η δεύτερη, αναπόδραστη επιλογή είναι η γραφή αμιγώς ποιητικών κειμένων, όπως εκείνα που διασπείρονται στο βιβλίο και προσδιορίζονται με άξονά τους την ένταξη στο εν προόδω λογοτεχνικό βιβλίο Αντικριστές Πολιτείες, μέρη του οποίου εξάλλου έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Τα κείμενα αυτά, τα αμιγώς ποιητικά έτσι όπως διασπείρονται ανάμεσα στα άλλα, τα κατά συνθήκη ονομασμένα αναφορικά γραπτά, τα σχολιάζουν και τα επαναπροσδιορίζουν: κατά βάθος, όλα είναι ποίηση, ενάντια στην πραγματικότητα, ακόμα κι αν είναι από-ποίηση και εκ-ποίηση.
Με ένα από αυτά, τα αμιγέστερα ποιητικά γραπτά θα κλείσω αυτή την παρουσίαση, αφήνοντάς το ασχολίαστο, αφού προηγουμένως πω λίγα μόνο λόγια για την αλλόγλωσση μορφή του βιβλίου Παραλλαγές πάνω στην τέχνη της φυγής και ένα απονενοημένο ριτσερκάρ (2014). Εφέτος, το 2022 εκδόθηκε η αγγλική μορφή του, John P.A. Ioannidis, Variations on the art of the fugue and a desperate ricercar (Athens, Kedros 2022, σσ. 448), σε μορφή e-book. Δύο μόνο παρατηρήσεις. Η πρώτη: ο Ιωαννίδης, που μέχρι τώρα έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του λογοτεχνικού έργου του στη μητρική γλώσσα του, την ελληνική, εξέθεσε τον εαυτό του στην αυτοαπόδοση των ελληνικών κειμένων στην αγγλική, τη γλώσσα αφενός του αμιγώς επιστημονικού έργου του και τη γλώσσα αφετέρου της επιβεβλημένης από τα ελλαδικό πανεπιστημιακό περιβάλλον ακαδημαϊκής και προσωπικής εξορίας του. Η δεύτερη παρατήρηση: Με αυτό το εγχείρημα-δοκιμασία, θα δοκιμαστεί -και καλώς θα δοκιμαστεί– η απήχηση του έργου του στο αγγλόφωνο κοινό. Μακάρι έτσι να παρακινηθούν και άλλοι να μεταφράσουν το ελληνόγλωσσο λογοτεχνικό έργο του. Η αγγλόγλωσση μορφή του βιβλίου Παραλλαγές πάνω στην τέχνη της φυγής και ένα απονενοημένο ριτσερκάρ έχει και ένα καθαρά πρωτότυπο μέρος, σε σχέση με το ελληνόγλωσσο βιβλίο, την παράθεση, ύστερα από τα λογοτεχνικά κείμενα, εκτενέστατων, αγγλόγλωσσων βέβαια, σημειώσεων («ANNOTATIONS»), που καταλαμβάνουν έκταση περίπου 150 σελίδων.

Το κείμενο των σελίδων 283-284:

To: [A101]

Κατάλαβα. Ατυχία για άλλη μια φορά. Πάντως, επειδή αντιλαμβάνομαι ότι η πιθανότητα να συναντηθούμε και να τα πούμε από κοντά είναι σχεδόν μηδενική (αν κρίνω από το past record που είναι λευκό σαν το ποινικό μας και γενικότερο μητρώο), θέλω να σου περιγράψω εδώ κάτι που συνέβη πρόσφατα. Έδωσα πριν λίγες μέρες μια προσκεκλημένη διάλεξη στην Αγία Πετρούπολη. Μετά την ομιλία με περικυκλώσανε πάρα πολλοί, όπως γίνεται συνήθως. Δεν με αφήνανε να φύγω. Ανάμεσά τους ήταν μια πανέμορφη, ψηλή κοπέλα με σπινθηροβόλο βλέμμα. Θυμήθηκα που ύψωνε επίμονα το χέρι της για να ρωτήσει κάτι στη διάρκεια των ερωτήσεων που ακολούθησαν τη διάλεξη. Δεν της είχε δοθεί ο λόγος από τον συντονιστή και ήθελε να με ρωτήσει τουλάχιστον τώρα. Είχε τόσο έντονα σπινθηροβόλο βλέμμα που, ενώ κάτι μου θύμιζε, δεν μπορούσα να εξακριβώσω τι ήταν ακριβώς. Κάποιοι πολύ έξυπνοι άνθρωποι έχουν τόσο έντονη θωριά που όταν τους συναντάς από κοντά σε υπνωτίζουν. Νομίζω καταλαβαίνεις τι εννοώ.
Έμεινα κατάπληκτος όταν μου απευθύνθηκε στα ε.... Είπε ότι είναι από την Ε... Τη ρώτησα το όνομά της. Είχε ε… όνομα και ρώσικο επίθετο. Προσέθεσε ότι σήκωνε τόσο επίμονα το χέρι της γιατί ήθελε να με ρωτήσει για τη φυγή των νέων επιστημόνων. Είχε φύγει από την Ε… για τη Ρωσία. Τώρα θα έφευγε και από τη Ρωσία και θα πήγαινε κάπου αλλού για να κάνει σοβαρή επιστημονική έρευνα. Κάπου πολύ μακριά, είπε. Προσέθεσε ένα όνομα για το πού θα πήγαινε, αλλά δεν το άκουσα καθαρά, είχε πάρα πολύ θόρυβο. Το έβλεπε σαν μονόδρομο, δεν υπήρχε άλλη επιλογή, έπρεπε να πάει εκεί.
Προσπάθησα να της πω δυο λόγια. Ωστόσο είχε πολύ κόσμο και θέλανε πολλοί να μου μιλήσουν. Ευγενικά αποσύρθηκε, ενώ με κυκλώνανε όλο και περισσότεροι. Την έχασα πριν προλάβω καν να απαντήσω – μάλιστα ποια ήταν η ερώτησή της; Κάποια στιγμή όμως, ανάμεσα στις συζητήσεις με τα νεαρά παιδιά που με είχαν κυκλώσει, κοίταξα και την είδα να βγαίνει από το αμφιθέατρο. Και μόνο τότε κατάλαβα τι είχε συμβεί.
Ήταν λοιπόν η ίδια φευγαλέα κοπέλα που είχα συναντήσει στην Αστυπάλαια πριν πολλά χρόνια, εκείνη που είχα δει εξίσου φευγαλέα και στο Λονδίνο πριν δύο χρόνια. Αναμφίβολα. Με αφετηρία την Αστυπάλαια είχα γράψει την «Ελεγεία για Έναν Χειμώνα σε Ένα Ανύπαρκτο Νησί» (και μετά την ξαναέγραφα για πολλά χρόνια). Θυμάσαι που την έψαχνα, την ίδια ή τη σωσία της, στη National Gallery μπροστά στους πίνακες του van Eyck, του Veronese και του Bronzino; Είχε την ίδια ηλικία στην Αστυπάλαια πριν πολλά χρόνια, στο Λονδίνο το 2017 και στην Αγία Πετρούπολη το 2019.
Ήταν η ίδια λοιπόν κατά τα φαινόμενα, αναλλοίωτη από τον καιρό. Και ήταν πραγματική, όχι φάντασμα ή νεφέλη. Θα πεις ότι λέω υπερβολές, ότι τα έχω εμφανώς χαμένα, ότι αυτά είναι λιμπρέτα για όπερες και μόνο, ότι είναι καιρός να προσγειωθώ. Να διορθώσω λοιπόν. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πλέον πόσο πραγματική ήταν. Σίγουρα όμως ήταν πιο πραγματική από εμένα. Κατά τα φαινόμενα πάντα.

Επεξεργασμένη μορφή του κειμένου που αναγνώστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στον «Ιανό» (27 Σεπτεμβρίου 2022).


 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: