«Η Νύχτα των Κήπων» ως συγκεφαλαίωση και ώριμη απόληξη της ποίησης του Κυριάκου Χαραλαμπίδη

«Η Νύχτα των Κήπων» ως συγκεφαλαίωση και ώριμη απόληξη της ποίησης του Κυριάκου Χαραλαμπίδη



Το δέκατο τέταρτο κατά σειρά ποιητικό βιβλίο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, στην πορεία που ξεκίνησε το 1961 και φτάνει μέχρι τις μέρες μας, η συλλογή Η Νύχτα των Κήπων, εκδόθηκε τον Ιούλιο 2022.[1] Με τα 68 ποιήματά της, γραμμένα τα τελευταία έξι χρόνια, λειτουργεί ως συγκεφαλαίωση, κατασταλαγμένη απόληξη και, ίσως, κορύφωση, ως προς ορισμένα στοιχεία της, της ποίησής του. Καθώς θεωρώ το έργο του Χαραλαμπίδη ένα από τα μείζονα της νεότερης ελληνικής ποίησης, η επιλογή μου να αναφερθώ μόνο στην πιο πρόσφατη ποιητική παραγωγή του αποσκοπεί στην προσπάθειά μου να δείξω, με ορισμένες πρωτοβάθμιες έστω παρατηρήσεις, πόσο θαλερός παραμένει αυτός ο ογδονταδυάχρονος ώριμος ποιητικός έφηβος.
Αρχικά θα παραθέσω ορισμένα ποσοτικά και πραγματολογικά στοιχεία, επειδή έχουν τη σημασία τους ως οδοδείκτες προς την εσωτερική αναγνώριση της συλλογής. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις χρονικές ενδείξεις που συνοδεύουν και τα 68 ποιήματα,[2] αυτά γράφτηκαν από το 2016 μέχρι το 2021, με την εξής κατανομή ανά έτος: το 2016 δύο ποιήματα, το 2017 12 ποιήματα, το 2018 21 ποιήματα, το 2019 10 ποιήματα, το 2020 14 ποιήματα και το 2021 εννέα ποιήματα. Αν λάβουμε υπόψη ότι η προηγούμενη συλλογή του Χαραλαμπίδη, Ηλίου και Σελήνης άλως, εκδόθηκε στη διάρκεια του 2017, συμπεραίνουμε ότι τα πολύ λίγα, μόνο δύο, ποιήματα του 2016 δεν είχαν περιληφθεί σε εκείνο το βιβλίο. Ως προς τα υπόλοιπα πέντε έτη η κατανομή των ποιημάτων είναι λίγο πολύ ισόποση ή δεν εμφανίζει αξιοσημείωτες διακυμάνσεις, με εξαίρεση το 2018, στο μέσο του χρονικού ανύσματος της συλλογής, όπου παρατηρείται σαφής κορύφωση της παραγωγικότητας του Χαραλαμπίδη.
Ένας βασικός συντελεστής για να θεωρήσουμε τη Νύχτα των Κήπων συγκεφαλαίωση και ώριμη απόληξη της προηγούμενης ποίησης του Χαραλαμπίδη είναι η δομή της συλλογής. Συγκεκριμένα, όλα τα ποιήματα είναι τιτλοφορημένα και αυτοτελή ή αυτόνομα, χωρίς μάλιστα να υπάρχει κατανομή τους σε ενότητες, όπως σε προηγούμενα βιβλία, συνεπώς αποτελούν μέρη μίας συλλογής και δεν συναπαρτίζουν ποιητικό σύνθεμα. Ωστόσο, ο συνθετικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι προφανής, καθώς τα ποιήματα κατανέμονται σε τρεις κατά σειρά άτυπες ενότητες που φανερά αντιστοιχούν στις τρεις περιόδους εξέλιξης του ελληνισμού μέσα στον ιστορικό χρόνο. Έτσι, για άλλη μία φορά, ο Χαραλαμπίδης ως ποιητής επισκοπεί και αποτιμά τον ελληνισμό στη διαχρονία του, ανατρέχοντας στο παρελθόν και αναβιώνοντάς το ποιητικά στο παρόν, σημειώνοντας τομές στον ιστορικό χρόνο και ανάγοντας την ελληνικότητα από αίσθημα εντοπιότητας και βαθιά θεμελιωμένης οικείας πολιτισμικής μνήμης στη γνωστή μας από το σύνολο της ποίησής του αίσθηση οικουμενικότητας.
Αναλυτικά, λοιπόν, στη συλλογή προηγούνται τα ποιήματα που θεματικά αναφέρονται στην ελληνική (ελλαδική και κυπριακή), την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, θεωρημένη τόσο πρωτίστως ως μυθολογική παρακαταθήκη και δευτερευόντως ως ιστορική περίοδος. Ακολουθούν τα ποιήματα που θεματοποιούν όψεις, γεγονότα και πρόσωπα της παράδοσης του χριστιανικού κόσμου, συγκεκριμένα του ορθόδοξου κόσμου και εκείνου της χριστιανικής Ανατολής, της βυζαντινής περιόδου και της οθωμανικής εποχής. Η τρίτη ενότητα αφορά τα ποιήματα που θεματικά εστιάζονται στον νεότερο ελληνισμό, από την εποχή των προεπαναστατικών χρόνων και κυρίως της Επανάστασης μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον αγώνα της κυπριακής ανεξαρτησίας και την κυπριακή τραγωδία από το 1974 έως τις μέρες μας. Σε ό,τι αφορά τα ποσοτικά δεδομένα των τριών ενοτήτων, η πρώτη και μεγαλύτερη περιλαμβάνει 25 ποιήματα, τα πρώτα 22 αναπτυγμένα κατά σειρά και τα υπόλοιπα τρία διεσπαρμένα ανάμεσα στα ποιήματα των άλλων δύο ενοτήτων.[3] Η δεύτερη ενότητα αναπτύσσεται σε λιγότερα, σε 14 ποιήματα, που διατάσσονται κατά σειρά.[4] Η τρίτη ενότητα αριθμεί 21 ποιήματα, λίγα λιγότερα από την πρώτη, που επίσης εν συνόλω ακολουθούν κατά σειρά στο τρίτο μέρος του βιβλίου.[5] Σχηματικά, λοιπόν, θα λέγαμε ότι έχουμε τρεις συλλογές σε μία, βεβαίως με οργανικό και άρρηκτο δεσμό μεταξύ τους. Αξιοσημείωτη είναι, εν προκειμένω, η επισήμανση του ίδιου του Χαραλαμπίδη σε συνέντευξή του για τη Νύχτα των Κήπων: «Η αρχική μου πρόθεση ήταν να διαρθρώσω τη συλλογή στα επιμέρους στοιχεία της (πράγμα που έκανα σε άλλα ποιητικά βιβλία μου) κατηγοριοποιώντας την σε αντίστοιχες ενότητες. Θεωρώντας ωστόσο ότι κάθε ποίημά μου –άσχετα βέβαια προς τον θεματικό του κύκλο– μπορεί να υπεισέρχεται στο άλλο, προτίμησα να μείνω πιστός σε αυτή την αλληλοπεριχώρηση. Θέλησα δηλαδή να υποδείξω πως όλα είναι ένα: το κατορθωμένο σώμα των ποιημάτων, και η κεκτημένη γνώση από αυτά, έχει να κάνει με την Ποίηση ως μυστηριώδες ποθούμενο, που εκδηλώνεται ως έκφανση έρωτος, μύθου, ιστορίας, ταυτότητας, ήθους, εγρήγορσης και καλοκαγαθίας αναμίξ».[6] Ο Χαραλαμπίδης μάς υποδεικνύει, πολύ εύστοχα για την αναγνωστική και ερμηνευτική καθοδήγησή μας, ότι όλα τα ποιήματα είναι ένα. Γι’ αυτό και ο τριμερής θεματικός χωρισμός των ποιημάτων, ενταγμένων στην εποπτική και καθολική θεώρηση του ελληνισμού στην εξακολουθητική διαχρονία του, εντέλει δεν είναι γραμμικός. Δεν πρόκειται για ενότητες, λοιπόν, αλλά για κύκλους, σε ορισμένα σημεία εφαπτόμενους ή τεμνόμενους. Συγκεκριμένα, υπάρχουν λιγοστά ποιήματα, εν συνόλω επτά, που δεν εντάσσονται σε κανέναν από τους τρεις θεματικούς κύκλους, αλλά διασπείρονται ανάμεσά τους, αν και παρουσιάζουν μερικά στοιχεία σύγκλισης με κάποιον από αυτούς. Πρόκειται, συγκεκριμένα, είτε για ποιήματα ποιητολογικών ασκήσεων είτε κυρίως για ποιήματα υποκινημένα από πολύ πρόσφατες ή σύγχρονες περιστασιακές αφορμές ή αναφερόμενα σε πρόσωπα που δεν εντάσσονται ορατά στους κύκλους.[7] Αυτά τα επτά ποιήματα λειτουργούν, εντέλει, ως αδιόρατοι σύνδεσμοι μεταξύ των τριών κύκλων. Το εισαγωγικό ποίημα του βιβλίου, η ποιητολογική άσκηση «Φθόγγος», είναι μία μινιατούρα υψηλής αισθητικής ευθυβολίας:

Αθέατο πινέλο κι αόρατο μελάνι
ζωγραφίζουν το χιόνι που δανείζει στη γη
το λευκό του σκοτάδι.

Ελάσματα ήχων από κίτρινο φως
στην εικόνα του ποιήματος.
Αχνίζουν τα βόδια σιμά στα ελάφια.


Μέσα σε κάθε έναν από τους τρεις κύκλους παρατηρείται, ειδικότερα, η οργάνωση αρκετών ποιημάτων σε μικρότερους θεματικούς κύκλους. Έτσι στην πρώτη ενότητα έχουμε ποιήματα για θεούς, ειδικότερα για την Αφροδίτη· μυθικούς ποιητές, όπως η Σαπφώ· ήρωες, όπως ο Οδυσσέας· ιστορικά πρόσωπα, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος. Στον δεύτερο κύκλο συγκροτούνται επιμέρους θεματικοί κύκλοι για την Παναγία, τον Χριστό, την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Στον τρίτο κύκλο υπάρχουν ποιήματα για την Επανάσταση του 1821, γραμμένα στη διάρκεια του 2021, προφανώς με αφορμή τη συμπλήρωση των διακοσίων ετών από το γεγονός· για τη Μικρασιατική καταστροφή· για τον αγώνα της κυπριακής Ανεξαρτησίας και ειδικότερα για τους μάρτυρές του· για τις τραγικές και επιβιώνουσες μέχρι σήμερα συνέπειες της τουρκικής εισβολής το 1974· για την επιστροφή των ελληνοκυπρίων στον γενέθλιο τόπο και το εγκαταλελειμμένο σπίτι στα κατεχόμενα. Ακόμα, υπάρχουν ποιήματα που μπορούμε να θεωρήσουμε μεταιχμιακά ως προς την ένταξή τους στους θεματικούς κύκλους ή μεταβατικά ή συνθετικά των τριών κύκλων.[8] Τέλος, μακροσκοπικό συνθετικό στοιχείο του τρίτου κύκλου είναι η διάκριση και συνάμα ανάμιξη ποιημάτων που διακρίνονται σε δύο ομάδες: της πρώτης αναφέρονται στον ελλαδικό ή μητροπολιτικό ελληνισμό και της δεύτερης εστιάζονται στον κυπριακό ελληνισμό. Τα ποιήματα της πρώτης ομάδας είναι επτά (τα πέντε από αυτά έχουν ως θέμα την Επανάσταση του 1821), ενώ της δεύτερης διπλάσια σε αριθμό, 14. Επισημαίνω ότι και στην αμέσως προηγούμενη συλλογή του Χαραλαμπίδη, Ηλίου και Σελήνης άλως, διακρίνεται η κατανομή των ποιημάτων σε τρεις ενότητες, αντίστοιχες εκείνων της συλλογής Η Νύχτα των Κήπων, αλλά η διάκρισή τους είναι πολύ πιο ισχνή, με την τρίτη ενότητα, εκείνη που θεματικά καλύπτει τον νεότερο και σύγχρονο ελληνισμό, να είναι σαφώς μικρότερη, έναντι των άλλων δύο.[9] Οι συνταγμένες από τον ίδιο τον ποιητή «Σημειώσεις», στο τέλος του βιβλίου Η Νύχτα των Κήπων, αντίστοιχες εκείνων στις προηγούμενες συλλογές του Χαραλαμπίδη, έχουν διττή λειτουργία. Αφενός τεκμηριώνουν, με επιλεκτικές αναφορές και καταγραφές πηγών, την πλούσια διακειμενική ύφανση του βιβλίου και αφετέρου μαρτυρούν τη δημιουργική διασταύρωσή του με αρκετά πραγματικά, ακόμα και συγκυριακά, ερεθίσματα. Έτσι ο ποιητής που αναπλάθει τον μύθο είναι συνάμα και ο ποιητής που αναμετριέται με την ιστορία, ακόμα και στην αναπόδραστη παροντική της διάσταση, που πάντως σταθερά ανάγεται στην υπερχρονική και υπερτοπική διάσταση.[10]
Θα κάνω λιγοστές παρατηρήσεις για το ύφος, τη γλώσσα και τη στιχουργία, πριν περάσω στην εξέταση ενός επιμέρους θεματικού κύκλου επιλεγμένου από την κοίτη του νεότερου και του σύγχρονου ελληνισμού. Σε συσχέτιση με όσα περιγράφηκαν παραπάνω για τη θεματική εξακτίνωση και τη συναφή με αυτήν ιστορική διαδρομή, που ανατρέχοντας στο παρελθόν εκβάλλει λιγότερο ή περισσότερο κρυπτικά στο παρόν, τα ποιήματα διατρέχουν και ενώνουν την απόσταση ανάμεσα στον μύθο και την ιστορία· έτσι, εντέλει, κατορθώνουν την ώσμωση των δύο αυτών πόλων στη, γνωστή μας από παλιά, μεθιστορική ποιητική αντίληψη του Χαραλαμπίδη. Αντίστοιχη είναι η ώσμωση των λυρικών ποιημάτων, έκφρασης μίας συναισθηματικά δονούμενης από θετικά γραμματειακά και πολιτισμικά ερεθίσματα ευαισθησίας, με τα ειρωνικά ποιήματα αναστοχασμού για το νόημα της πρόσφατης ιστορίας και το ξεπεσμένο μας παρόν, το παρόν των Ελλήνων, ως συλλογικότητας. Ιδίως στα ποιήματα που εντάσσονται στον ειρωνικό τρόπο, έντονοι είναι οι αναχρονισμοί ή ο συμφυρμός των χρονικών επιπέδων, προκειμένου το παρελθόν να συνδεθεί με το παρόν. Ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτού του αναχρονισμού είναι εκείνη στο ποίημα «Πού πρέπει να τοποθετηθεί το άγαλμα του Αλεξάνδρου»,[11] όπου ο Μέγας Αλέξανδρος ως αφηγητής σχολιάζει ειρωνικά σύγχρονες γνώμες γι’ αυτόν γνωστών προσώπων της πολιτικής και της δημόσιας σφαίρας, όπως ο Νίκος Σοφιανός και ο Θάνος Βερέμης, αναφορικά με το πού πρέπει να τοποθετηθεί άγαλμά του. Καθώς ο λυρισμός συνδυάζεται με την αφηγηματικότητα, παρατηρούμε τις αλλαγές της φωνής του αφηγητή, όπως ο Χαραλαμπίδης τις διδάχτηκε προφανώς στο εργαστήριο του πιο δεξιοτέχνη αφηγηματικά ποιητή μας, του Καβάφη: σε άλλα ποιήματα ο αφηγητής είναι ετεροδιηγητικός και σε άλλα ο λόγος ανατίθεται στο ίδιο το μυθικό ή ιστορικό πρόσωπο. Το ύφος των ποιημάτων της συλλογής είναι κατά βάση σοβαρό, εναρμονισμένο με τα αντίστοιχα μυθικά και ιστορικά θέματα. Ωστόσο, σε διάφορα σημεία των ποιημάτων υπάρχει αυτό που θα λέγαμε λοξή ματιά ή μία παραβατική πινελιά στον ζωγραφικό καμβά του ποιήματος. Εννοώ τις απρόσμενες και γλωσσικά και εικονιστικά παιγνιώδεις, αλλά οικείες από την παλαιότερη ποίηση του Χαραλαμπίδη, ποιητικές διατυπώσεις, κάτι σαν σκανδαλιές άτακτου και συνάμα σοφού παιδιού που παίζει με το σώμα της μητέρας του, της γλώσσας. Η γλώσσα των ποιημάτων, ως επί το πλείστον σύγχρονη ή και λαϊκή, συνάμα σε αρκετά σημεία της ποικίλλεται από γλωσσικά σημεία που ανατρέχουν στη διαχρονία της ελληνικής, αρχαίας και μεταγενέστερης. Ως προς τη στιχουργία των ποιημάτων σταθερή είναι, όπως και στις προηγούμενες συλλογές, η αγωγή του ιαμβικού μέτρου. Έτσι τα περισσότερα κατά στίχον ποιήματα είναι γραμμένα σε ελευθερωμένο στίχο ιαμβικού μέτρου, καθώς το τονικοσυλλαβικό μέτρο τηρείται σταθερά, σε συνδυασμό με τη συλλαβική αυξομείωση των στίχων. Σε μερικά ποιήματα, όμως, σποραδικές ανατροπές του ιαμβικού μέτρου λειτουργούν ως αντίστοιχο της λοξής ματιάς ή της παραβατικής πινελιάς: ο πολύ καλός τεχνίτης ξέρει και να χαλάει – τα ποιήματα αυτά μεταβαίνουν από τον ελευθερωμένο στον ελεύθερο στίχο. Τρία ποιήματα είναι πεζά ποιήματα, ενώ ένα, το τελευταίο, «Δέηση στο χωριό Γαληνόπωρνη το 1947», είναι γραμμένο σε μεικτή φόρμα (πεζόμορφα μέρη συνυπάρχουν με στιχουργημένα μέρη και τμήματα γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβο). Οι δεκαπεντασύλλαβοι, πάλι, που εμφανίζονται σε πέντε ποιήματα, λειτουργούν ως ένδειξη της κατασκευαστικής δεξιοτεχνίας του Χαραλαμπίδη· όταν θέλει, σε συνδυασμό με στοιχεία της θεματικής ύλης του ποιήματος και της εκφραστικής θερμοκρασίας που αυτή υπαγορεύει, δείχνει (και απολαμβάνει) την ικανότητά του ως τεχνίτη, πλαστουργού ποιημάτων.[12]
Ο θεματικός κύκλος που στη συνέχεια θα εξετάσω είναι εκείνος του πραγματικού και φαντασιακού νόστου στο σπίτι που πάτησαν οι ξένοι. Σε αυτόν τον κύκλο εντάσσονται τρία ποιήματα της συλλογής, το «Δοκιμή δέντρου», γραμμένο το 2017, το «Επιτύμβιο για ένα σπίτι στην Αμμόχωστο», γραμμένο το 2020, και το «Στον Άγιο Θεόδωρο Καρπασίας», γραμμένο το 2018.[13] Αρχικά θα παραθέτω και θα σχολιάσω εκτενέστερα το δεύτερο ποίημα, το συντομότερο, επειδή κρίνω ότι είναι το τραγικότερο και το περισσότερο ευθύβολο, το «Επιτύμβιο για ένα σπίτι στην Αμμόχωστο», σημειώνοντας, πάντως, ότι και τα άλλα δύο ποιήματα είναι υψηλής αξίας:

                                    Στην αδελφή μου Έλλη

Εγώ που βλέπεις, ξένε, είμαι το σπίτι
που κάποιος νοικοκύρης μού πέρασε κλειδί
για χρόνια φυλαγμένο στην πικρή του τσέπη.
Κι ως άνοιξα, με είδε αγέλαστος φρουρός,
από ψηλά και η κάμερα, και με σκυλόβρισαν.
Μόνη μου παρηγόρια ο νοικοκύρης
που πρόλαβε τουλάχιστον στην πόρτα ν’ αποθέσει
λίγα λουλούδια. Σε φιλώ, Επιτάφιε.


Στις «Σημειώσεις» του βιβλίου διαβάζουμε τις εξής πληροφορίες για τη βιωματική αφορμή του ποιήματος:

Το επιτύμβιο αφορμάται από τα λουλούδια που άφησε στην πόρτα του σπιτιού του ο νόμιμος ιδιοκτήτης, όταν, με το λεγόμενο «άνοιγμα» της Αμμοχώστου (Οκτώβρης του 2020), επιχείρησε να μπει στο σπίτι του (είχε μαζί του πάντα το κλειδί), αλλά τον εμπόδισε ο Τούρκος επιτηρητής.[14]

Το ποίημα «Επιτύμβιο για ένα σπίτι στην Αμμόχωστο» είναι η εστία της συγκίνησής μου – σαν το τζάκι ή τον φούρνο που ζεσταίνει και τρέφει το κοινό μας σπίτι. Όποιος γνωρίζει την ποίηση του Χαραλαμπίδη, ξέρει ότι το θέμα του πραγματικού και φαντασιακού νόστου στο σπίτι που πάτησαν οι ξένοι διαχέεται στο έργο του, σε άμεση συνάρτηση με την κυπριακή εμπειρία-τραγωδία. Το συγκεκριμένο ποίημα συνδέεται με την πρόσφατη δυνατότητα επίσκεψης των ελληνοκυπρίων στα σπίτια τους στα κατεχόμενα – να επιστρέφεις ακέραιος για να φύγεις ακρωτηριασμένος. Τα επικεντρωμένα σε αυτή τη θεματική περιοχή του νόστου ποιήματα του Χαραλαμπίδη είναι από τα συγκλονιστικότερα του έργου του και με αυτά συνομιλεί, θα έλεγα απολογιστικά, το «Επιτύμβιο για ένα σπίτι στην Αμμόχωστο».
Το θέμα του νόστου έχει εξετάσει διεξοδικά η Δώρα Μέντη στη μελέτη της «Ξένος μπροστά στο πατρικό του σπίτι. Εικοσιπέντε χρόνια προσφυγιάς (1981-2006) στην ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη».[15] Παραθέτω εδώ μόνο μία από τις γενικές διαπιστώσεις της: «Η ιστορική απώλεια της εστίας συνιστά ουσιαστικά τη μείζονα βιωματική περιοχή μέσα από την οποία ξεδιπλώνονται τόσο οι συναφείς θεματικοί κύκλοι όσο και τα συμβολικά μοτίβα που αναπαριστούν την έκπτωση και το ψυχικό πάθος τού, αποξενωμένου από το γηγενές του περιβάλλον, τραγικού προσώπου. Η βιωματική προέλευση του θέματος σε συνδυασμό με τις πρόσφατες αναμοχλεύσεις του άλυτου ακόμα κυπριακού προβλήματος αναθερμαίνουν συνεχώς το ενδιαφέρον του Χαραλαμπίδη, ο οποίος μοιάζει να ασκείται συστηματικά σε αυτό το δοσμένο θέμα».[16] Αυτά γράφτηκαν το 2007, όταν έγινε η πρώτη δημοσίευση της μελέτης της Μέντη. Έκτοτε, στο μεταξύ, κύλησε κι άλλο νερό (και αίμα) στον μύλο της ίδιας τραγικής Ιστορίας.
Το ποίημα «Επιτύμβιο για ένα σπίτι στην Αμμόχωστο» συνδέεται με την παμπάλαια παράδοση των αρχαίων επιτυμβίων επιγραμμάτων, στα οποία μιλά ο νεκρός, συστήνοντας τον εαυτό του και αποτιμώντας τα κέρδη και τις απώλειες του βίου του. Συνάμα, το ποίημα αναζωογονεί αυτή την παράδοση. Ο λόγος εκφέρεται, με τη σταθερή ρυθμική αγωγή του ιαμβικού μέτρου, όχι από έναν άνθρωπο, αλλά από το ίδιο το προσωποποιημένο σπίτι, που είναι πλέον νεκρό, αλλά μπορεί και μιλά μέσα από το μνήμα του, στον ξένο, τον περιστασιακό επισκέπτη του. Η θανάτωση του σπιτιού συνδέεται με την ιστορική εμπειρία, βεβαίως την εισβολή και κατοχή, αλλά και με το «λεγόμενο “άνοιγμα” της Αμμοχώστου», όπως διαβάζουμε στη σημείωση. Επίσης, και με βάση τη σημείωση, το ατομικό βίωμα του «νόμιμου ιδιοκτήτη», ενός συγκεκριμένου στην ατομικότητά του τραγικού προσώπου, ανάγεται στη συλλογική εμπειρία αφενός της πίκρας για την απώλεια του σπιτιού και αφετέρου του εμπαιγμού για τα τρυφερά αισθήματα του νόστου («πικρή του τσέπη», «αγέλαστος φρουρός», «σκυλόβρισαν», «μόνη μου παρηγόρια»). Αλλά η μαθητεία στον πόνο είναι μία πορεία λύτρωσης. Η φυσική απώλεια αντισταθμίζεται από το πνευματικό κέρδος. Η αναπόδραστη παροντικότητα της Ιστορίας αίρεται, όσο αυτό είναι ανθρωπίνως εφικτό, από την κατορθωμένη διαχρονία της ποίησης.[17]
Εξάλλου, η αφιέρωση του ποιήματος «Στην αδελφή μου Έλλη», ανεξάρτητα από το συναισθηματικό υπόβαθρό της, συνδέει το ποίημα με το ατομικό βίωμα του Χαραλαμπίδη, ο οποίος δεν επισκέφτηκε –για την ακρίβεια δεν δέχτηκε να επισκεφτεί– το δικό του σπίτι στα κατεχόμενα· ως ποιητής, όμως, είναι εντολοδόχος του χρέους να αποτυπώνει στα ποιήματά του την εμπειρία του τόπου του και των ανθρώπων του. Με τη συγκλονιστική τελευταία φράση του «Σε φιλώ, Επιτάφιε.» το ποίημα υπερβαίνει το διακειμενικό πλαίσιό του, το αρχαίο επιτύμβιο επίγραμμα, και αναβαθμίζεται μέσα από τη χριστολογική ιστορία και το χριστιανικό πάθος. Έτσι, αρχικά ανασημασιοδοτείται ολόκληρο, καθώς σταυρώνεται στον σταυρό του μαρτυρίου, του χριστολογικού και του ιστορικού. Αλλά είναι η σταύρωση και ο μέσω αυτής θάνατος που οδηγούν προς την ανάσταση, όπως είναι το μαρτύριο του ανέφικτου νόστου που θα επιφέρει την εξιλέωση του τραγικού ανθρώπου, του «νόμιμου ιδιοκτήτη»: εκείνος, αφού εμποδίστηκε να μπει στο νεκρό σπίτι, απέθεσε τα λιγοστά λουλούδια του στην πόρτα, κράτησε το πικρό κλειδί του κι έφυγε. Με αυτά τα λουλούδια της άνοιξης στολίζεται ο Επιτάφιος, επάνω στον οποίο έχει αποτεθεί το σώμα του νεκρού σπιτιού. Αλλά το σπίτι, φιλώντας το νεκρό σώμα του, οδεύει προς την Ανάσταση.
Στην ποίηση του Χαραλαμπίδη η τραγικότητα της ιστορικής εμπειρίας δεν απαλύνεται, αλλά υπερβαίνεται, χάρη στην πνευματική δύναμη αυτής της ποίησης, θεμελιωμένη στη μεταφυσική πίστη του ανθρώπου που την γράφει. Η ιστορία θα συνεχίσει, φαίνεται, να τραυματίζει τους ανθρώπους, να τους διώχνει από τα σπίτια που τους ανήκουν. Αλλά κι η ποίηση θα συνεχίσει να εκτελεί το δικό της χρέος, έτσι όπως αυτό συμπυκνώνεται στα λόγια του Χαραλαμπίδη που η Μέντη επέλεξε ως επιγραφή στη μελέτη της: «Αν ο λαός μας δεν μπορεί ν’ αντλήσει απ’ τα δεινά του τότε του δόθηκε άδικα μια τέτοια τραγωδία». Ή, με τα λόγια του ποιήματος: Σε φιλώ, Επιτάφιε.

Παραθέτω, στη συνέχεια, το «Δοκιμή δέντρου» – το ποίημα δεν σχολιάζεται από κάποια σημείωση του Χαραλαμπίδη:

Θυμήσου την ιτιά της Δυσδαιμόνας
που κατακλίνεται με νύκτιο βοηθό
το χρυσοκέντητό της μαξιλάρι.
Δεν είναι δα μακριὰ το σκούξιμό της –
η βασανιστική της εμμονή
στην αναβάθμιση της αλγηδόνος.

Λάθρα να πας, μια νύχτα με φεγγάρι
σε σχήμα δρεπανιού (λειψού, κυρτού)
περνώντας την περίφραξη, και να γλιστρήσεις
απ’ τ’ ανοιχτὸ παράθυρο στην κάμαρή σου.

Εκεί θα ιδείς που βλάστησε στο κέντρο
μια χαρουπιά και ψήλωσε, κατέθραυσε
κεραμιδένια στέγη, θεμελιώνοντας
διέξοδο κι αιθέρα επί της γης.

Τρέμω και να το σκέφτομαι: Σαν θα γυρίσεις
και ξανακτίσεις τη σπασμένη στέγη,
τη χαρουπιὰ – που κίνδυνος
υπάρχει να μη σ’ αναγνωρίσει, μια και συ,
αδέξιος μουσαφίρης, τη δικιά της
τη μελανὴ απόγνωση δεν θα τη νιώσεις–
τη χαρουπιά θα κόψεις, που για λόγου σου
ίδρωσε τόσο αγώνα σε πλακόπετρα.
[18]


Στο ποίημα αυτό μία άδηλη φωνή, που μπορεί να θεωρηθεί και φωνή εις εαυτόν, απευθύνεται στον κάτοχο της παλιάς κάμαρης, στο χαμένο σπίτι, και, συνάμα, στον «αδέξιο μουσαφίρη» τής, προφανώς ποθούμενης, μελλοντικής επίσκεψής του εκεί, για να τον νουθετήσει: εκείνος επιθυμεί να γυρίσει, να επανακτήσει τον χαμένο χώρο, να κόψει το δέντρο της χαρουπιάς που, όλα αυτά τα χρόνια που μεσολάβησαν απ’ τη φυγή του, βλάστησε στο κέντρο της κάμαρης και κατέθραυσε τη στέγη του σπιτιού· η φωνή τον νουθετεί να θυμηθεί την κραυγή και τον πόνο της Δυσδαιμόνας, της τραγικής αθώας ηρωίδας του σαιξπηρικού Οθέλλου, η οποία θανατώθηκε από τον ζηλόφθονο σύζυγό της, επειδή αυτός έπεσε θύμα εξαπάτησης. Επίσης, η φωνή τον καλεί, τρέμοντας και μόνο στη σκέψη της επίσκεψής του στο σπίτι ως «αδέξιου μουσαφίρη», να αντιληφθεί και να νιώσει την απόγνωση του δέντρου που «ἵδρωσε τόσο ἀγώνα σὲ πλακόπετρα». Η ταλάντευση ή και η σύγκρουση, αλλά και η αλληλοσυμπλήρωση, των δύο φωνών προσδίδουν στο ποίημα το δραματικό βάθος του, θεμελιωμένο στην ιστορική εμπειρία που παραμένει ανοιχτή πληγή ( η λέξη «περίφραξη» τοποθετεί υπαινικτικά το σπίτι στην περιοχή της περίκλειστης Αμμοχώστου): Επιστρέφεις ως ξένος επισκέπτης στο σπίτι σου και έτσι επωμίζεσαι την απώλειά του ή μένεις μακριά από αυτό, διατηρώντας απαραχάρακτη την ιδιοκτησία του στη μνήμη σου και στην ψυχή σου; Το στοιχείο της φύσης, η χαρουπιά, αναλαμβάνει στο ποίημα τον αγώνα και εκφράζει την απόγνωση που φανερά αντιστοιχούν στη στάση της αφηγηματικής φωνής: δεν επιστρέφεις στο σπίτι σου ως μουσαφίρης, γιατί τα πράγματα που άφησες πίσω σου είναι αυτά που βεβαιώνουν ότι το σπίτι εξακολουθεί να σου ανήκει, κι ας είναι πια ρημαγμένο.
Τέλος, παραθέτω το ποίημα «Στον Άγιο Θεόδωρο Καρπασίας», όπως και τις συνοδευτικές σημειώσεις:

«Άλλωστε ξέρεις ότι έγινε εισβολή. Μιλώ για πράγματα γνωστά, πετυχημένα. Κι ούτε χρειάζεται να κάνεις κράτηση αισθημάτων ή λέξεων επιστράτευση και φυσική επιτάχυνση μυαλού. Μπορείς να πας, με σχετική διατύπωση, στο σπίτι των γονιών σου – ο ένας πια δεν ζει κ’ η μάνα σου γερμένη σε μπαστούνι. Δέξου τη φύση των πραγμάτων, μη επιμένεις, πήγαινε.»

Και πήγε με μια φίλη της, βρίσκει κουτσό έναν άντρα εκεί και γέροντα. Τους λέει: «Επήεν να ταΐσει τα κτηνά η χανούμισσα στην Βάλιαν. Κάτσετε, πιέτε κρυόν νερόν, έσει καφέν στο μαειρκόν, πααίννετε τζαι κάμετέ τον μανισές, να τζεραστείτε, φέρτε μου τζαι μέναν έναν σκέττον». Και πήγανε κι οι δυο στη γνώριμη κουζίνα, να κάμουν τούρκικο καφέ –αυτὲς τον λέγαν κυπριακό και ποιοί ελληνικό και ποιοί βυζαντινό, μα δεν είναι της ώρας να το συζητήσουμε–, να κεραστούν, να φέρουν και στο γέροντα έναν σκέτο. Κι ως πλέναν τα ποτήρια και φλιτζάνια, τρέχαν τα δάκρυα δάκρυα... Τα κουταλάκια, τ’ ασημένια πιρουνάκια, τις βλεφαρίζαν μες από το τζάμι τους, και μ’ όλο που περάσαν χρόνια, τις θυμόντουσαν, τις χαιρετούσαν. Κι αυτὲς συμμεταξύ τους λέγαν: «Τι παράδοξο, σχεδόν τρελό, στο σπίτι μου (στο σπίτι σου) το πατρικό εγὼ (εσύ) να βρίσκομαι σαν σ’ όνειρο και να κοιτώ (και να κοιτάς) στους τοίχους τις παλιὲς εικόνες του Γονατά, τού Βενιζέλου και του Βασιλέως και να ’ναι ο Τούρκος – γέροντας καλοσυνάτο φάντασμα, κι ακουμπισμένος στην καρκόλαν των γονιών μου (τών γονιών σου) μέσα στο μακρυνάρι και το σώσπιτον, να καρτερά καφέν από τα χέρια μου (τα χέρια σου), με τα φλιτζάνια και ποτήρια κι όλα τ’ άλλα που είχε προίκα η μάνα μου (η μάνα σου)».[19]

Οι σημειώσεις:

Στ. 10 στὴν Βάλιαν: Δασώδης περιοχὴ κοντὰ στὸν Ἅγιο Θεόδωρο Καρπασίας, ἡ ὁποία καταλήγει στὸ Ἀκρωτήριο Ἐλαίας, ὅπου καὶ τὰ ἐρείπια ἀρχαίας πολιτείας.
Στ. 11 μανιvσές: κυπρ. μονάχες.
Στ. 26 στὴν καρκόλαν: κυπρ. στὸ κρεβάτι.[20]

Η γεωγραφική σήμανση του τίτλου και η αναφορά, στο εσωτερικό του ποιήματος, στη Βάλια προσδιορίζουν το τοπικό σημείο της ιστορίας του ποιήματος στα κατεχόμενα. Αρκετά συγγενικό με το ποίημα «Δοκιμή δέντρου», κι αυτό το πεζόμορφο ποίημα οργανώνεται με βάση την ταλάντευση αλλά και την αλληλοσυμπλήρωση φωνών. Στην πρώτη παράγραφο και πρώτο μέρος του ποιήματος μία άδηλη φωνή παρακινεί, με προφανή κυνισμό, ένα γυναικείο πρόσωπο να ξεπεράσει τις όποιες αναστολές του και να αποδεχθεί «τὴ φύση τῶν πραγμάτων», τα ρεαλιστικά τετελεσμένα της ιστορικής εξέλιξης: να δεχτεί «με σχετική διατύπωση» να πάει και να επισκεφτεί τη γονική εστία· εξάλλου, η γερασμένη μάνα ακόμα ζει.
Στη δεύτερη παράγραφο και δεύτερο μέρος του ποιήματος η επίσκεψη της γυναίκας στο σπίτι, με τη συνοδεία μίας φίλης της, συντελείται. Η γριά μητέρα είναι άφαντη. Τις δύο γυναίκες υποδέχεται ένας γερασμένος τουρκοκύπριος που, μιλώντας στο κυπριακό ιδίωμα, τις καλεί να μπουν στο σπίτι και ζητά, κατά κάποιο τρόπο ως ανταμοιβή τους, από τις δύο γυναίκες να πάνε στην κουζίνα, να κεραστούν και να φτιάξουν και για εκείνον καφέ. Όταν αυτές φτάνουν στην κουζίνα, ξεσπούν σε θρήνο. Τότε τα αφημένα στο σπίτι σκεύη της κουζίνας, όπως αντιστοίχως η χαρουπιά στη «Δοκιμή δέντρου», αναλαμβάνουν τη λειτουργία της μύησης στην αλγεινή εμπειρία του νόστου: θυμούνται και χαιρετούν τους παλαιούς ενοίκους, πυροδοτώντας έτσι τη μνήμη τους και τη συνειδητοποίηση της απώλειας. Ο λόγος των δύο γυναικών, στο κλείσιμο του ποιήματος, με τη δραματική εναλλαγή-μείξη του πρώτου και του δεύτερου προσώπου (μιλούν αντικριστά και η γυναίκα-κόρη και η φίλη της), κορυφώνει τη δραματική ένταση. Σαν χορός τραγωδίας, οι δύο φωνές συμπυκνώνουν το νόημα να επιστρέφεις και να είσαι ξένος στο σπίτι σου.
Στο ερώτημα του Δημήτρη Δουλγερίδη, «σώζει η ποίηση από μόνη της την τραγικότητα ενός τόπου; Σε ποια Κύπρο φαντάζεστε να διαβάζουν ποιήματα σε 100 χρόνια από τώρα;», ο Χαραλαμπίδης εντέλει απαντά: «Αν κάτι θέλει να πει το βιβλίο μου στο ανήριθμον κύμα μιας εξόφθαλμα ιδιοτελούς και παραζαλισμένης παγκοσμιότητας, είναι η εκ νέου επίκληση του ευριπίδειου “νήσος τις έστι”, με μοναδικό μαντατοφόρο τον ποιητή και τον κραδασμό της ελληνίδος ψυχής του».

___________________
Η μελέτη αυτή παρουσιάστηκε ως ανακοίνωση στο συνέδριο «Κυριάκος Χαραλαμπίδης: Από την Πρώτη πηγή στη Νύχτα των Κήπων», Γύθειο, 18-20 Νοεμβρίου 2022. Διοργάνωση: Δήμος Ανατολικής Μάνης.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: