Κομμάτια

Ο ήλιος του απογεύματος
Τα δόρατα των ακτίδων στο δάπεδο
Τα σεντόνια ποντισμένα στον βυθό
Το σώμα σου μαρμάρινος μηρός
Τα δευτερόλεπτα εκκρεμές
με την παλίρροια του στήθους σου
ενόσω η ανάσα σου φυσάει ακόμα
–via Ippocrate 119–
χλιαρές χιλιετηρίδες.


*

Ανάμεσά μας,
για να μας χωρίζουν,
τα σώματά μας

*

Θα μου λείψουν τα χείλη
Θα σε βλέπω, τυφλός;
Θα ζούμε στη Ρώμη

*

Δεν ήταν όνειρο
ήσουν εσύ
Πικρό μέλι


Κομμάτια


(Καλομοίρης, Nocturne – Olivier Chauzu)

Γυμνότερη
με το δέρμα σου
νυχτερινό ουρανό
να χαράζεις
άστρο το άστρο
την αυγή
της πατρίδας

*

Επιτέλους στο τέρμα
θρεμμένος με το αλάτι
μέσα στην άδεια βάρκα
καταγάλανος μέχρι τις φλέβες
καθρεφτίζομαι
στην πετρωμένη θάλασσα

*

Νερό και χώμα
δεν φτιάχνουν λάσπη
μα την ανάσα
που οξυγονώνει τον αέρα,
ν’ αναπνέουμε,
το χέρι σου, που το κρατώ

*

Η θάλασσα βηματίζει
κύμα το κύμα
την απόσταση
Απομακρυνόμαστε

*

Χοές δακρύων
Το αλάτι τους στα χείλη
Λέξη τη λέξη η βροχή
Σώπα και μίλα

*

Αν πίστευες πως έχεις φτερά
θα βρισκόταν κι ο αέρας

*

Στον χρόνο
–υπάρχει χρόνος;–
να μείνει μόνο
η ύπαρξή σου
Ίζημα κρυστάλλου

Τίποτα δεν πενθώ. Μα με πενθούν τα σύννεφα, η αργή λιτανεία της σχεδόν σβησμένης σελήνης. Κάποιες νυχτιές του Αυγούστου η ατμόσφαιρα πετρώνει γύρω σαν τα κρύα του Δεκέμβρη. Σαν να πηγαίνω στη θάλασσα, σε απόλυτα ευθεία γραμμή, μέσα στη λάμψη του καυτού μεσημεριού, κρατώντας στο μπράτσο το παλτό.

*


Η θάλασσα, πάνω απ’ τις στέγες
Ο ουρανός, κάτω απ’ τη δύση
Το χαμόγελό σου ξημέρωμα


*


Ολομόναχος
Με άπειρες λέξεις


*


Τόσες λέξεις όσα αστέρια
Κι ο ουρανός γίνεται πλωτός


*


Πρέπει να σ’ αγκαλιάσω
Ν’ αγκαλιάσω το νερό
Να με γεννήσεις


*


Αν ένα ποίημα το ’λεγε ο αέρας
τότε μπορεί και να ’φτανε ως εσένα


*


Στίχο τον στίχο
η ζέστη ξέρανε τα χόρτα
Το ανεμούριο έπεσε Nυχτώνει
Την ώρα του λυκόφωτος
βρες μια βαθιά ανάσα
Να ποτιστούν οι ρίζες της
στο στήθος σου


*


Το μονόχορδο των κυμάτων
κι η σκιά του σώματος στην άμμο
χορδή φωτός
να δονήσει ο χρόνος
Κλείσε με
στη φυλακή της μνήμης σου


*


Αντικρινή μου κολυμβήτρια
μας χωρίζει μια μικρή θάλασσα
μας ενώνει το νερό της


*


Διαλέγοντας τις λέξεις
πασχίζοντας μην κάνω λάθος
χαράζω στο χώμα το σώμα σου
να το βλαστήσει η βροχή στη λάσπη
μηλιά γερμένη απ’ το αγκομαχητό μας


*


Τα κύματα συλλαβίζουν
τη γλώσσα του ουρανού
Η ακτή που επινόησες υπάρχει
Κι από ένα εξαίσιο τέχνασμα
κρέμεται η σκάλα του κόσμου


*


Καρποί δίχως δέντρα
στον χαμηλό ουρανό
του κοινού ονείρου μας


*


Ένας λευκός πλαστικός κύκνος
στην παραλία με φόντο τη θάλασσα
Τα παιδιά κι οι φωνές τους φύγαν
Ο φλοίσβος τώρα καθαρός
Ο χρόνος στάζει
γεμίζοντας σταγόνα τη σταγόνα
το νερό


*


Στο δέρμα μας
κάποτε δροσερή φωτιά
τα ιζήματα των χαδιών
καθιζάνουν
Ό,τι ναυαγισμένο
ανασαίνει στον βυθό
Δάγκωσέ με
ν’ ανθίσω την πληγή σου


*


Η στάχτη του φωτός μάς σκορπίζει
στο φύσημα του ανέμου που μας σαρκώνει
Δέρμα από πωρόλιθο μάρμαρο χαλκό
Ο αριθμός που μας περιέχει το μηδέν
αναρριχάται στον ουρανό φωτεινός κύκλος
Η στάχτη του φωτός μάς σκορπίζει 

………………………………


*


Άνοιξε τις παλάμες του
ήταν τρύπιες
Καιρός να ψάξει να ’βρει τα καρφιά


*


Κρατάς το σύννεφο
απ’ τον σπάγκο της βροχής
Το περιφέρεις
στο δικό σου δροσερό καλοκαίρι
Η άμμος λασπώνει απ’ τη βροχή
κι ένα κοχύλι της
λέει τη φωνή του κοριτσιού
που θυμάσαι και ξέχασες


*


Μέσ’ απ’ το σπήλαιο αυτό πρέπει να ’ρθεις
θα σ’ οδηγήσουν το σκοτάδι κι η οσμή
αυτού του σώματος που έπλασες να σε πλάσει
αχτιδοβόλο τίποτα κι αναρριχώμενο άστρο


*


Στάλα τη στάλα της βροχής 
ανέβα ώς τον ουρανό


*


Θ’ αναληφθούνε και τα δέντρα;
Τι θ’ απομείνει εδώ;


*


Όχι φτερό – φτερούγα
Ικρίωμα του αέρα
Κελάρυσμα του φωτός
Κυρίως ένα σείστρο –επιτέλους– σιωπής


*


Κοιτάζοντας τ’ άστρα
Μετρώντας τα
Νύχτα τη νύχτα
Συλλέγοντας το άπειρο ποσό
του εισιτηρίου σου
Για εκείνο το κλαδάκι
του αντεστραμμένου δέντρου



Κάποιο πρωί θα ξυπνήσεις στο δωμάτιό σου και θα ’μαι εκεί, δίπλα σου, και θα ’σαι μόνη κι αυτό δεν θα ’ναι όνειρο. Αλλά δεν θα είμαστε εμείς, θα ’ναι τ’ αγέννητα παιδιά μας. Τυφλά, βουβά, προσηλωμένα στη μνήμη όλων όσα δεν θα ζήσουν. Έξω από το παράθυρό σου, στον ορίζοντα, όπως οι λόφοι κατεβαίνουν ώς τη θάλασσα, θα πλέουν λευκά πουλιά. Πενθούν τα πουλιά τον αέρα που τα στηρίζει; Το λευκό φόρεμα που φορούσες στο Βάι το αφήσαμε κι έγινε κουρέλι, ε; Τι ν’ ανεμίσει ο άνεμος πια; Ξεχνάς. Με τις λευκές κλωστές του υφαίνω κάθε νύχτα τον ιστό, για να με στραγγαλίζει. Το πρωί, όταν ανεβαίνω απ’ τον βυθό στην επιφάνεια, υπάρχει μόνο η θάλασσα.



*


Κι άντε τώρα κατά τ’ ανοιχτά,
μήπως και οργωθούνε τα νερά.
Μες στο σκοτάδι λάμπουν όλα πιο καλά.
Κι άφησε λίμπερο τον σκύλο της σελήνης.
Μπορεί να τα ξεχώσει τα όνειρα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: