Κομμάτια

————
Μέρη του ανέκδοτου ομότιτλου ποιητικού βιβλίου

————


Ακόμα ευωδιάζουν
οι πορτοκαλόφλουδες. Καίγονται
πάνω στην πυρωμένη σόμπα.
Κι όταν φυσάει ο αέρας
σείονται φλαουτίστριες.
Στο βάθος: Θάλασσα. – Θάλασσα. – Θάλασσα:
το ξόρκι του άνεμου για να την σμίξει.

*

Τότε την αφήσατε σ’ εκείνο το άθλιο γηροκομείο-κλινική.
Έπασχε, βέβαια, από βαριά άνοια. Πέθανε μετά από λίγες μέ­ρες. Η Ωραία Ελένη
– τα φουστάνια σου νότισε
η μυρωδιά των καπνόφυλλων.

                    *

(One more time with feeling)

Θυμάμαι τη φράση του μελλοθάνατου πατέρα μου:
«Θέλω για τελευταία φορά να κάνω βόλτα στο σαλόνι».

Τότε μακάρι να μπορούσα να του πω:
«Βλέπομεν ἄρτι δι᾿ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι,
τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, μπαμπά».

                        *

(Ξανά)


Cave (alone at Alexandra Palace), «Man in the Moon»

Η είδηση του θανάτου σου με βρήκε στη σκοπιά. Ήταν νωρίς το απόγευμα – μιας εποχής που πια δεν την θυμάμαι. Όπως κι απ’ την κηδεία σου η μνήμη μου φρόντισε να διαγράψει επιμελώς σχεδόν τα πάντα. Ο θάνατός σου ήταν πλέον βέβαιος – καρκίνος μεταστατικός και τελικού σταδίου. Τους τελευταίους μήνες της ζωής σου, όταν βρισκόμουν με άδεια στο σπίτι μια δυο μέρες, σαν ν’ αποφεύγαμε ο ένας τον άλλο. Εγώ δεν ήθελα να σε βλέπω να λιώνεις κι εσύ δεν ήθελες, φαντάζομαι, να σε λυπάμαι. Τις νύχτες μόνον άκουγα την αϋπνία σου, ενώ πάσχιζες ν’ αναπνεύσεις και πονούσες. Κάποια στιγμή σε ησύχαζε η ένεση της μορφίνης. Γι’ αυτό και προτιμώ να σε θυμάμαι όπως ήσουν παλιότερα, παχύς καλοφαγάς, χαρούμενος. Καθόσουν με τις ώρες στο μπαλκόνι, μετρούσες ένα ένα τ’ αυτοκίνητα που βγαίνανε και μπαίνανε στο πλοίο, κατάφωτο, το βράδυ, στο λιμάνι, καλοκαίρι. Το άλλο πρωί μας ανακοίνωνες τους αριθμούς. Η αγαπημένη σου αφήγηση είναι αξέχαστη – κι από τους δυο μας. Ήσουν στρατιώτης τον καιρό του Εμφυλίου, σ’ ένα στρατόπεδο της Σαλονίκης. Η μόνη σου ανδραγαθία συνέβη μία νύχτα. Μόνος σου στη σκοπιά μες στο σκοτάδι, αντέδρασες στο θόρυβο με το γνωστό Τις ει; Τις ει; ξανά κι ο ιδρώτας με τον τρόμο φέραν το δάχτυλό σου στη σκανδάλη. Έριξες κατά το αδιαπέραστο κενό. Όταν ξημέρωσε, το φως φανέρωσε το πτώμα ενός λιπόσαρκου γαϊδάρου. Το θυμάσαι; Δώδεκα χρόνια μου απομένουνε ακόμα για να εξοφλήσω το γραμμάτιο της ζωής σου. Σ’ ένα όνειρό μου, λέω να φυλάξουμε ξανά μαζί σκοπιά.         

                        *

                        (Joep Beving, Conatus. Prelude)

Η αφή κι η μυρωδιά χάθηκαν πρώτες.
Η όραση λιγάκι παραμένει –
διορθώνοντας ατέλειες του χρόνου.
Ό,τι ακόμη έντονα επιμένει
είναι η αδιόρατη αίσθηση,
το σκίρτημα του ζαρκαδιού.

                        *

Σαράντα χρόνια κύλησαν μέχρι να καταλάβεις
ότι εκείνο τ’ ασημένιο χνούδι
στις κνήμες και τα γόνατα του συνονόματού σου
ήταν τ’ άσπιλο χιόνι μιας ήπιας ψωρίασης.

                        *

Θα φτάνω σ’ εκείνη την ακτή πάλι και πάλι,
(απ’ τη μεριά της ξηράς) δίχως να ξέρω κολύμπι.
Θα με αιχμαλωτίζει η μνήμη σου, χαμένη πατρίδα.

                        *

Σαν τον τρελό λαγό έτρεχα στον κάμπο, πλησιάζοντας σ’ ένα άγριο πουθενά που μου έστελνε το σφύριγμα απ’ τις σφαίρες, ολοένα και κοντύτερα στ’ αυτιά μου, όρθιες οχιές που σύριζαν στον αέρα. Δεξιά κι αριστερά μου στρατιώτες που τρέχανε κι αυ­τοί τρελοί λαγοί πέφτανε ξάφνου και σωριάζονταν στο χώμα, βουλιάζαν κάτω στον βυθό της Ιστορίας, ενόσω εγώ τραβούσα μες στον τρόμο προς τον αγριεμένο μου Άγγελο. Δεν πρόλαβα ν’ ακούσω τη δική μου σφαίρα, ένιωσα μόνο να μου σφίγγει τον λαιμό μια πυρωμένη ατσάλινη τανάλια. Δεν είχα χρόνο να σκεφτώ, πριν δω το χώμα, για τελευταία φορά τους κήπους του χωριού μου. Το Πελαδάρι, ανατολικά της Προύσας. Λίγα χιλιόμετρα μονάχα από τη θάλασσα. Δεν έμαθα ποτέ να κολυμπάω. Σαν αναστήθηκα έγινα ο εγ­γονός μου, καθόμουνα στο πλάι του παππού μου και του ζητούσα να μου πει ξανά πως έτρεχε σαν τον τρελό λαγό μόνος στον άδειο κάμπο, με την εικόνα των περιβολιών στα μάτια του, των πράσινων μπαχτσέδων του χωριού του, πηγαίνοντας κατάντικρυ στη σφαίρα του θανάτου του.

                        *

Ανοίγει μια μεγάλη τρύπα στην κοιλιά μου. Δεν υπάρχει πια λό­γος να τρομάξω. Βυθίζω τα χέρια στα σπλάγχνα μου και νιώθω τη θαλπωρή της υγρασίας και της ζεστασιάς. Συστρέφομαι στο σώμα μου. Μπορώ να ονομάσω ένα ένα τα όργανά μου στη θερ­μή γαστέρα της μητέρας μου. Κι ούτε χωνεμένοι έρωτες ούτε σαπισμένα όνειρα ούτε μισοφωτισμένες σήραγγες της μνήμης εδώ. Μόνο υ­γρασία και ζέστη σ’ αυτό το φωτεινό αιμα­τώδες σάρκινο σπήλαιο. Κι από το βάθος να ’ρχεται κρυστάλλινη η φωνή της: «Γιέ μου, είσαι τόσο ανθρώπινος».

                        *

(Αρτέμιδος)

Ύστερα απ’ όλη την ασύλληπτη, τη μεγαλειώδη φαντασμαγο­ρία, σαν σκηνικό ταινίας του Cecil DeMille ή του David Wark Griffith, διασώζεται μονάχα, σαν κτέρισμα ανασκαμμένου και ασύλητου τάφου, μια πεντακάθαρη εικόνα: μέσα σε γλυ­πτικά συμπλέγματα και πελώριους κίονες που υποκλίνονται, η νεκρή μητέρα μου In ginocchio, decisa, υπέργηρη ζωντανή περπατά με δυσκολία μα τελε­τουργικά, sarai una statua davanti all’Eterno, σαν να ’ναι το τιμώμενο πρόσωπο, πρώτη σε μια πο­μπή θριάμβου, μες στον ναό του Αγίου Πέτρου· come già ti vedeva quando eri ancora in vita. θα συ­ναντήσει, στο βάθος, επάνω στον βωμό, τον χαμογελαστό ανα­στημένο Πάπα San Pio X Alzerai tremante le vecchie braccia. Come quando spirasti dicendo: Mio Dio, eccomi. (ενώ τη ραίνουνε πυκνές νιφάδες, που λιώνουνε πριν φτάσουν στα μαλλιά της, από το Stabat Mater του εικοσιεξάχρονου αγγέλου Pergolesi).

                        *

(Στο «Terra Mater» μότο, εκ των υστέρων:)
Die welt ist fort, ich muß dich tragen (Celan)

                        *

Κυματεί ακόμη η θάλασσα στον ύπνο σου, μητέρα;
Φυσάς σ’ ένα χλιαρό όνειρο και σφίγγω τον αέρα.

                        *

(Zoltàn Kodàly, Stabat mater)

Αυτή η γοργόνα με τα φωσφορούχα μάτια επιμένει πως είναι η μητέρα μου. Κι όπως ξεκουμπώνει τα μεγάλα ασημένια κουμπιά του στέρνου της

ευωδιάζει ο τόπος.

                                *

Θα ’θελα απόψε να με δω με τα δικά σου μάτια
στην ίδια εκείνη, τώρα έρημη, ακτή.
Πώς να φυτρώνουνε λουλούδια, δίχως χώμα;

                                *

(Schubert, Ellens Gesang III, D839, Op. 52. No. 6 – Jessye Norman)


Η σκέψη μου να κάνω ένα ταξίδι – σήμερα συμπληρώνονται δυο χρόνια από τη μέρα του Μαρτίου που κοιμήθηκες, 20 Μάρτη 2018, να ’μαι ακριβής, λες να ’χει κάποια σημασία για μένα και για οποιονδήποτε άλλο να ορίσω, χρόνο, τόπο, περιστάσεις; Εξάλλου, ήμουν τότε μακριά σου κι από την τελευταία φορά που σε είδα το ’ξερα πια πως κάποιο τηλεφώνημα θα ’ρθει να κόψει τον ομφάλιο λώρο – λέω, η σκέψη μου να κάνω ένα ταξίδι κράτησε όσο να γραφτεί κι αυτό το ποίημα. Σκέφτηκα να ’ρθω να σε βρω, ν’ ανταμωθούμε, να πούμε λίγα λόγια, τα συνήθη, τι κάνεις, πονάς πάλι, τρως, κοιμάσαι, γιατί δεν μου τηλεφωνείς συχνότερα; Αγόρι μου. Δεν βρίσκω χρόνο, μάνα. Θα ’θελα τώρα να σου χάριζα τον χρόνο – αν μπορούσα. Σ’ έβλεπα στ’ όνειρά μου που και που. Τις πρώτες μέρες είχες γίνει πάλι νέα κι εγώ θα πρέπει να ’μουν συνομήλικός σου. Κατόπιν, όσο κύλαγαν οι μήνες, ξαναγινόμασταν μητέρα και παιδί, κι ύστερα εσύ γριά κι εγώ μεσήλικας. Πλησιάζαμε σιγά σιγά σ’ αυτό τον κόσμο, τόσο που να μαθαίνω να ξεχνώ, να μη θυμάμαι πότε πέρασαν δυο χρόνια. Εσύ, θυμάσαι τη φωνή μου, τ’ όνομά μου; Αν κάποτε συναντηθούμε ξαφνικά, αν θυμηθούμε αμυδρά ο ένας τον άλλο, ίσως σου πω σε μια άγνωστή σου γλώσσα λόγια που θα ’θελα να ακούσεις, άμα ζούσαμε. Βλέφαρα του ουρανού τα όνειρά μας ανοιγοκλείνουνε στο φως και στο σκοτάδι. Κι είν’ η ζωή μας το απλωμένο λίγο λάδι επάνω στη βαθιά πληγή. Κι όλη η χαρά μας να γίνουμε η angelica farfalla που καίει στον ήλιο τα φτερά της τα μεγάλα.

                                *

Βουλιάζεις προς τα πάνω, μες στη λάσπη.
Του Αϊ -Γιαννιού ν’ ανάβουνε κι εκεί φωτιές;
Η βροχή έχει, ευτυχώς, σωστή φορά.

                                *

(Ο ουρανός θα μένει πάντα κάτω απ’ τ’ άστρα)
Κάνει πανιά το νησί μα συ μένεις αρόδο.
Στο τζάμι του νερού χαμογελάς,
συγκατανεύουνε ενιαυτοί κι ημεροδείκτες.

Άμα γεμίσουν τ’ ανεμούρια καλά,
μπορεί κι ο ορίζοντας να πάρει τούμπα

και τότε ίσως και να το καταλάβεις

πως είσαι αυτός που μειδιά απ’ τον ουρανό.

                                *

(Σκαλκώτας, Η γη και η θάλασσα της Ελλάδας. ΙΙ. Η σπορά – Λορέντα Ράμου)

Χάρη στο σώμα σου γνωρίζω, από παιδί, την ηλικία των δέντρων. Οι ρίζες σου κι οι ρίζες τους απλώνουνε δεμάτια φως στον χλιαρόν αέρα. Είναι η πνοή σου που τραβάει τα πουλιά στους κλώνους. Τα στήθη σου ωρίμαζαν κάθε άνοιξη, όπως απ’ τους καρπούς, πριν πέσουν, γέρνουν τα κλαδιά. Επάνω στους κορμούς μετρώ μια μια τις μελανιές στο δέρμα σου. Θα ’ναι η γύρη του έρωτα, ενώ τα δάκρυα έχουν σταλάξει στο ρετσίνι. Όσο γερνάς τόσο το φύλλωμα φουντώνει. Κάτω απ’ τα πέλματά σου αναγαλλιάζει η γη. Γιατί το χώμα το ρουφά, σαν τη βροχή, κάθε σου βήμα. Ο ιδρώτας σου κι οι στάλες της βροχής φτιάχνουν –πώς τα έλεγε ο Παλαμάς;– δροσομαργαριτάρια, για τα φύλλα. Όσο ζαρώνεις, τόσο ανθίζεις και καρπίζεις. Ως πού να φτάνει άραγε το σώμα σου; Μέχρι τα δέντρα που θροούν πίσω απ’ τους λόφους;

                                *

Η αμετάδοτη συγκίνηση των προσωπικών εξομολογήσεων.
Σαν να προσπαθείς να χαϊδέψεις τον σκαντζόχοιρο των άλλων.

                                *

εργόχειρα παμπάλαιας εποχής 
κεντώντας στον καμβά πόντο τον πόντο
πολύχρωμες κλωστές πηχτής σιωπής
που απλώθηκε και βούλιαξε στο φόντο
σ’ άλλη ζωή όπου μείνανε κλεισμένα
ζευγάρια σε τοπία εξοχής
πελάγη και καράβια ανταριασμένα
απ’ τ’ άγρια κύματα θαλασσοταραχής
την υγρασία των τοίχων ποτισμένα
τα αισθήματα με δάκρυα της βροχής
πάνω απ’ αρνιά ρυάκια βοσκοπούλες
σε κάδρα με κορνίζες περιωπής
του βελονιού σας πεθαμένες δούλες
όλα θολά σκιές των σπιτιών σβησμένα
εργόχειρα παμπάλαιας εποχής

………………………………

                                *

Είναι πια αργά να γυρίσεις εδώ.
Μια εντάφια στάμνα, σπασμένη,
μην γυρίσεις να την πάρεις.
Σκόρπισε η στάχτη της
σ’ άγονη θάλασσα.
Έτσι τρυγάει κι ο καιρός
ρόγα τη ρόγα το φρυγμένο αμπέλι.
Το εκκύκλημα άρχισε να σ’ ανυψώνει:
ο αέρας, οι λόφοι, ο ουρανός,
όλα άφθαρτα.

                                *

Ασήμωσε σελήνη μου το πέλαγος.
Είμαστε οι κλέφτες και τα λύτρα των ονείρων.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: