«Την τεφροδόχο σου να αφήνεις»



[ Η τρύ­πα με τις κου­μπό­τρυ­πες
]
———————————————
——————

Σει­ρά ση­μειω­μά­των για ποι­η­τι­κά και πε­ζο­γρα­φι­κά έρ­γα που εκ­δό­θη­καν πρό­σφα­τα, επι­χει­ρεί να κα­τα­δυ­θεί στο κά­θε ένα χω­ρι­στά, ωσάν αυ­τό να ήταν μαύ­ρη τρύ­πα, δη­λα­δή, συ­γκε­κρι­μέ­νο ση­μείο στον χω­ρο­χρό­νο, όπου η βα­ρύ­τη­τα εί­ναι τό­σο ισχυ­ρή που ού­τε καν το φως δεν μπο­ρεί να εξέλ­θει, για­τί η ύλη που βρί­σκε­ται εκεί συ­γκε­ντρω­μέ­νη έχει συ­μπιε­στεί σε ένα ελά­χι­στο διά­στη­μα. Για να κα­τορ­θω­θεί η κα­τά­δυ­ση στο εκά­στο­τε «λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο-τρύ­πα», αξιο­ποιεί­ται σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση και ένα δια­φο­ρε­τι­κό «θε­ω­ρη­τι­κό βι­βλίο-κου­μπί», προ­κει­μέ­νου να φω­τι­στεί το πυ­κνό υλι­κό που μα­ςπε­ρι­βάλ­λει κα­τά τη διάρ­κεια της ανά­γνω­σης-κα­τά­δυ­σης, χω­ρίς να στε­ρη­θού­με το πα­ρα­μι­κρό από την ανα­γκαία σκο­τει­νή πυ­κνό­τη­τα που το δια­κρί­νει.

————————————————————————

Μεξικάνικη τέχνη από τον Mario Martinez μετά από επίσκεψη σε κοινότητα των Ζαπατίστας
Μεξικάνικη τέχνη από τον Mario Martinez μετά από επίσκεψη σε κοινότητα των Ζαπατίστας

Σημείωμα για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Γκιούλου «Αστικά δύστυχα» (εκδ. Θίνες, 2020) με τη βοήθεια του Μάρσαλ Μπέρμαν

————————————


Αν διά­λε­γα μια και μό­νη πρό­τα­ση για να πε­ρι­γρά­ψω εκεί­νο που κα­τα­λα­βαί­νω πως επι­χει­ρεί ο Δη­μή­τρης Γκιού­λος στην πρώ­τη του προ­σω­πι­κή ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Αστι­κά δύ­στυ­χα (εκδ. Θί­νες, 2020), θα έλε­γα πως ιστο­ρεί σε μι­κρή, κα­τά βά­ση, φόρ­μα, επι­στρα­τεύ­ο­ντας, όμως, με­γά­λη φό­ρα και ικα­νή σπί­θα, το σώ­μα της σύγ­χρο­νής πό­λης, όπως το συν-δη­μιουρ­γού­με στον έξω κό­σμο αλ­λά και όπως εγ­γρά­φε­ται μέ­σα μας, ενώ πα­ράλ­λη­λα αφη­γεί­ται τους, συ­χνά δυσ­διό­ρα­τους, πυ­ρή­νες αντί­στα­σης, στις πρα­κτι­κές της κα­θη­με­ρι­νής μας ανα­μέ­τρη­σης μα­ζί του. Ο αμε­ρι­κα­νός φι­λό­σο­φος Μάρ­σαλ Μπέρ­μαν, στο σπου­δαίο ─αμε­τά­φρα­στο, ακό­μη, στα ελ­λη­νι­κά─ έρ­γο του All that is solid melts into air (Penguin Books, 1982), με τί­τλο την φρά­ση του Μαρξ από το Κομ­μου­νι­στι­κό Μα­νι­φέ­στο, «Ό,τι εί­ναι στέ­ρεο, λιώ­νει στον αέ­ρα», ορί­ζει ως νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα «οποια­δή­πο­τε από­πει­ρα σύγ­χρο­νων αν­δρών και γυ­ναι­κών να γί­νουν υπο­κεί­με­να όπως και αντι­κεί­με­να της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας, προ­σεγ­γί­ζο­ντας τον σύγ­χρο­νο κό­σμο προ­κει­μέ­νου να τον κα­τα­στή­σουν σπί­τι τους (…)». Ο Γκιού­λος, ήδη από την αρ­χή της αφή­γη­σής του, το­πο­θε­τεί τα αστι­κά μας πράγ­μα­τα ως εξής:

Έφερε ο καθένας στη μεγάλη πόλη
λίγη απ’ την αγριότητα του χωριού του
Ε, και δεν είναι να παίζεις μ’ αυτά τα πράγματα
και να πώς φτάσαμε εδώ σήμερα
να ζούμε σε μιαν αχανή επαρχία


Και λέ­ει ο Μπέρ­μαν σχε­τι­κά, πως, το να εί­μα­στε μο­ντέρ­νοι ση­μαί­νει πως ζού­με μια ζωή γε­μά­τη πα­ρα­δο­ξό­τη­τα και αντι­φά­σεις. Ση­μαί­νει πως «μας υπερ­βαί­νουν τε­ρά­στιοι γρα­φειο­κρα­τι­κοί μη­χα­νι­σμοί που έχουν τη δύ­να­μη να ελέγ­χουν και να κα­τα­στρέ­φουν κοι­νό­τη­τες, αξί­ες και ζω­ές» και, επί­σης, ση­μαί­νει «να επι­θυ­μείς να δη­μιουρ­γή­σεις και να κρα­τη­θείς από κά­τι μο­λο­νό­τι όλα γύ­ρω σου λιώ­νουν». Και ο Γκιού­λος μας δεί­χνει πως, «πό­λη» και «χω­ριό» δεν εί­ναι δυο έν­νοιες αντί­θε­τες, πως δεν υφί­στα­ται πό­λη δί­χως την αγριό­τη­τα του χω­ριού, και, μά­λι­στα, πολ­λών χω­ριών μα­ζί∙ πως, τέ­λος, ο «πο­λι­τι­σμέ­νος» δεν εί­ναι λι­γό­τε­ρο «επαρ­χιώ­της» στην κα­τα­βο­λή του, και ας εί­ναι αχα­νής η επαρ­χία στην οποία διά­γει τον πα­ρό­ντα «πο­λι­τι­σμέ­νο» βίο του. Όλα τα πα­ρα­πά­νω ως «στοι­χεία προ­έ­λευ­σης», εμπλου­τί­ζο­νται πο­λι­τι­κά, ιδε­ο­λο­γι­κά, μα κυ­ρί­ως ψυ­χι­κά, αν επι­σκε­φθού­με ένα συ­νη­θι­σμέ­νο, στην χώ­ρα μας, κυ­ρια­κά­τι­κο οι­κο­γε­νεια­κό τρα­πέ­ζι –κα­τά προ­τί­μη­ση όχι της δι­κής μας οι­κο­γέ­νειας, προ­κει­μέ­νου να έχου­με την ευ­και­ρία να δού­με και να ακού­σου­με ευ­κρι­νέ­στε­ρα:


Κυριακάτικα τραπέζια Ι

«Καλό κορίτσι και κομμουνίστρια», έλεγε ο ένας παππούς, ο αντάρτης
«καμιά δουλειά να σου κάνει», λέει ακόμα ο άλλος, ο δεξιός
Σπίτια μας τον ζήσαμε τον εμφύλιο
στο κυριακάτικο τραπέζι
Εύκολα διαλέξαμε πλευρά
Κι εμείς και οι άλλοι

Ο λό­γος των παπ­πού­δων μας, των προ­γό­νων μας που προ­λά­βα­με εν ζωή, αλ­λά και των άλ­λων, πι­θα­νώς πα­λαιό­τε­ρων, που η στά­ση τους μας έγι­νε γνω­στή μέ­σω τρί­των ή και πολ­λές φο­ρές ανε­πί­γνω­στα δια­με­σο­λα­βη­μέ­νη, εί­ναι κα­λή αφε­τη­ρία για την κα­τα­νό­η­ση της δι­κής μας κουλ­τού­ρας και στά­σης, εφό­σον, όπως ση­μειώ­νει ο Μπέρ­μαν, «κα­τα­λα­βαί­νου­με την κουλ­τού­ρα ως πη­γή τρο­φής για την ζωή που συ­νε­χί­ζε­ται, και όχι ως λα­τρεία του νε­κρού». Και ο Γκιού­λος στα ποι­ή­μα­τά του, πά­ντο­τε ανα­φέ­ρε­ται στο πα­λιό, εντε­λώς προ­ση­λω­μέ­νος στο να μι­λή­σει όσο πιο κα­θα­ρά γί­νε­ται για το απο­λύ­τως σύγ­χρο­νό μας, το τό­σο σύγ­χρο­νο, τό­σο τρέ­χον, που θα έλε­γε κα­νείς πως δεν έχου­με προ­λά­βει καν, κα­θώς το ζού­με, να το σκε­φτού­με. Μα αν ανα­λο­γι­στού­με την επα­φή μας με την νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα ως αγώ­να για να κά­νου­με τον εαυ­τό μας να νιώ­σει πως έχει σπί­τι σ’ έναν κό­σμο που βρί­σκε­ται σε διαρ­κή αλ­λα­γή, κα­τά τον Μπέρ­μαν «θα συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με πως κα­μία μορ­φή νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας δεν εί­ναι ορι­στι­κή» ─και ο ποι­η­τής, εν προ­κει­μέ­νω, με λό­γο κο­φτό, απλό και ρέ­ο­ντα, μας βά­ζει, θέ­λο­ντας και μη, στο πο­τά­μι της δι­κής του μυ­θο­λο­γί­ας πό­λε­ως, στον πο­τα­μό μιας ζω­ής όπου διαρ­κώς συ­ντε­λεί­ται η αλ­λα­γή.

Η Αγία γκαρσόνα

Σε βλέπω καμιά φορά στο ακριβό εστιατόριο
πώς σερβίρεις τις κινητές ιδιοτροπίες των πελατών σου
πώς αποκρούεις με χαμόγελο την αγένεια, την προσβολή
το πέσιμο του αφεντικού στον στρογγυλό σου κώλο
(που και εγώ κοιτώ)
πώς μαζεύεις το μικροσκοπικό πουρμπουάρ σκεπτόμενη
το φλερτ με την ανεργία
και τους απλήρωτους λογαριασμούς
Αγία εσύ
φυλάς το ακονισμένο μαχαίρι σου
χαρίζοντας στους αφεντάδες ακόμα μια μέρα ζωής

Ως πότε όμως


Δια­βά­ζο­ντας την «Αγία γκαρ­σό­να» του Γκιού­λου, θα έλε­γε κα­νείς πως τού­τος ο χα­ρα­κτή­ρας, στις διά­φο­ρες με­τα­μορ­φώ­σεις του, υπάρ­χει στον κό­σμο από πά­ντα, αλ­λά δεν θα μπο­ρού­σε να ταυ­τί­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο με κα­μία όσο με το κο­ρί­τσι της γε­νιάς μας, που ως παι­δί δεν φα­ντά­στη­κε πο­τέ πως αυ­τή η ιστο­ρία της γκαρ­σό­νας θα ήταν η μο­να­δι­κή επι­λο­γή που της επι­φυ­λάσ­σε­ται. Η αγιό­τη­τά της, δεν συ­νί­στα­ται σε κά­ποια αφε­λή απο­δο­χή των δε­δο­μέ­νων, ού­τε στην στω­ι­κό­τη­τα, ού­τε στην άνευ όρων υπα­κοή, αλ­λά στο αί­μα που δεν χύ­θη­κε, αφού το μα­χαί­ρι της πα­ρα­μέ­νει ακο­νι­σμέ­νο μεν, φυ­λαγ­μέ­νο δε, για ανυ­πο­λό­γι­στο διά­στη­μα, ανα­μέ­νο­ντας ίσως κα­λύ­τε­ρη λύ­ση, τύ­χη, ή το, σε κά­ποιο εξί­σου ανυ­πο­λό­γι­στο και απρό­βλε­πτο διά­στη­μα, μη πε­ραι­τέ­ρω.

Αντιστροφή

Σε φαντάζομαι πότε πότε
την τεφροδόχο σου ν’ αφήνεις
να κάνεις τη ρουτίνα σου
ανεμπόδιστα
και το βράδυ
να ξαπλώνεις στο κρεβάτι
με τη γάτα αγκαλιά
(νεκρή κι αυτή, μα θαμμένη)
Σε φαντάζομαι πότε πότε
την τεφροδόχο σου ν’ αφήνεις
να κάνεις τη ρουτίνα σου
Τόση σκόνη γέμισες το σπίτι
πρόσεχε λιγάκι επιτέλους


«Ό,τι εί­ναι στέ­ρεο λιώ­νει στον αέ­ρα, ό,τι εί­ναι ιε­ρό εί­ναι ‘βρώ­μι­κο’, και ο άν­θρω­πος εντέ­λει υπο­χρε­ώ­νε­ται να αντι­με­τω­πί­σει νη­φά­λια τις πραγ­μα­τι­κές συν­θή­κες ζω­ής και τις σχέ­σεις του με το εί­δος του», γρά­φει ο ο Μαρξ, και ο Γκιού­λος γρά­φο­ντας για σχέ­σεις, επι­κυ­ρώ­νει τα­κτι­κά στα «Αστι­κά Δύ­στυ­χα» την συλ­λο­γή μας από απώ­λειες, η οποία, πα­ρα­φρά­ζο­ντάς τον, «εκτί­θε­ται πά­νω μας». Και ενώ κά­ποια από τα πιο συ­γκι­νη­τι­κά ποι­ή­μα­τα των Αστι­κών Δυ­στύ­χων τα αφή­σα ήσυ­χα, ώστε να τα ανα­λά­βουν μα­κράν πιο γεν­ναί­οι από εμέ­να σχο­λια­στές, θα μου ήταν αδύ­να­το να πα­ρα­λεί­ψω το αγα­πη­μέ­νο μου ποί­η­μα, «Αντι­στρο­φή», όπου η απώ­λεια βρί­σκει τρό­πο να με­τα­μορ­φω­θεί σε ιδιό­τυ­πη πα­ρου­σία, πα­ρα­μέ­νο­ντας σε αδια­πραγ­μά­τευ­τη συν­θή­κη απώ­λειας, μα και επα­να­φέ­ρο­ντας, πα­ρά­δο­ξα μα τό­σο αλη­θι­νά, τις ρου­τί­νες της άλ­λο­τε πα­ρου­σί­ας. Και, πέ­ρα από την ανα­κού­φι­ση για την γκρί­ζα ζώ­νη με­τα­ξύ απου­σί­ας και πα­ρου­σί­ας όπως επι­βε­βαιώ­νε­ται στο ποί­η­μα, ο συγ­γρα­φέ­ας δεν παύ­ει να μας κλεί­νει το μά­τι, μι­σο­γε­λώ­ντας ακό­μα και στις πιο σκο­τει­νές ποι­η­τι­κές του στιγ­μές: Όπως μας θυ­μί­ζει ο Μπέρ­μαν, και ο Μι­σέλ Φου­κώ δια­τη­ρού­σε την πιο άγρια πε­ρι­φρό­νη­σή του για τους αν­θρώ­πους που φα­ντά­ζο­νται πως εί­ναι δυ­να­τόν η μο­ντέρ­να αν­θρω­πό­τη­τα να θε­ω­ρεί­ται ελεύ­θε­ρη, εφό­σον, σύμ­φω­να με τον τε­λευ­ταίο, ακό­μη και η κρι­τι­κή που ασκεί­ται από τον άν­θρω­πο, τό­σο στην εξου­σία (όσο και στην κα­νο­νι­κό­τη­τα, εν προ­κει­μέ­νω), εί­ναι ανα­πό­σπα­στο κομ­μά­τι του πα­νο­πτι­κού συ­στή­μα­τος ελέγ­χου, υπα­κο­ής και πει­θάρ­χη­σης. Στο ποί­η­μα του Γκιού­λου, ού­τε ο θά­να­τος ο ίδιος, ού­τε καν η απο­τέ­φρω­ση, δεν αλ­λοί­ω­σαν τις κυ­ρί­αρ­χες ποιό­τη­τες που δη­μιούρ­γη­σαν ρου­τί­νες τις οποί­ες κλη­ρο­νό­μη­σε εκεί­νος που έφυ­γε από τη ζωή σε εκεί­νον που έμει­νε .

Συγκίνηση σε προκάτ

Και πώς τα φέρνει η ώρα
που άνοιξα τυχαία
εκείνο το φυλλάδιο ΙΚΕΑ
και μέσα σε βρήκα
να με κοιτάς στα μάτια
ν’ ανησυχείς για τη ζωή μου
αν τρώω
αν κοιμάμαι
και πού θα καταλήξω μ’ όλο αυτό
Και θα είχα συγκινηθεί ειλικρινά
ίσως να έκλαιγα και λίγο
μα το έκλεισα βίαια
τη χάρη δε σου έκανα
να κλάψω πάνω σε προκάτ σουηδικά

Ο Marshall Berman (1940-2013)
Ο Marshall Berman (1940-2013)


Ο Μπέρ­μαν ση­μειώ­νει πως ο Μαρξ, ο Νί­τσε και οι σύγ­χρο­νοί τους, βί­ω­σαν τον εκ­συγ­χρο­νι­σμό σε μια στιγ­μή που ένα πραγ­μα­τι­κά μι­κρό μέ­ρος του κό­σμου ήταν στ’ αλή­θεια μο­ντέρ­νο. Έναν αιώ­να με­τά, κα­θώς οι δια­δι­κα­σί­ες του μο­ντερ­νι­σμού έχουν ρί­ξει επι­τυ­χώς τα δί­χτυα τους και στην πιο απο­μα­κρυ­σμέ­νη γω­νιά του πλα­νή­τη, μπο­ρού­με να μά­θου­με τό­σα πολ­λά από τους πρώ­τους μο­ντερ­νι­στές, όχι τό­σο για την δι­κή τους επο­χή, αλ­λά για τη δι­κή μας, που σχε­δόν θα πι­στέ­ψου­με πως, μέ­σω των κει­μέ­νων τους, μπο­ρούν και κα­τα­νο­ούν τις ζω­ές μας κα­λύ­τε­ρα απ’ όσο τις κα­τα­νο­ού­με εμείς οι ίδιοι. Και επι­ση­μαί­νει ακό­μη ο Μπέρ­μαν, ότι «φω­τί­ζο­ντας τα δι­κά μας πε­ρι­βάλ­λο­ντα με τις δι­κές τους οπτι­κές, κα­τα­λα­βαί­νου­με πως υπάρ­χει πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρο βά­θος στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τά μας από εκεί­νο που νο­μί­ζα­με. Κα­τ’ αυ­τόν τον τρό­πο, νιώ­θου­με με ποιους αν­θρώ­πους ανή­κου­με στην ίδια κοι­νό­τη­τα, ποιοι άν­θρω­ποι σε όλο τον κό­σμο δί­νουν αγώ­να αντι­με­τω­πί­ζο­ντας τα ίδια δι­λήμ­μα­τα με τα οποία ερ­χό­μα­στε αντι­μέ­τω­ποι και εμείς. Έτσι, βρι­σκό­μα­στε εκ νέ­ου σε επα­φή με μια ζω­ντα­νή μο­ντερ­νι­στι­κή κουλ­τού­ρα που πε­ριέ­χει τε­ρά­στιους πό­ρους δύ­να­μης και υγεί­ας, εάν και μό­νο εάν την προ­σεγ­γί­σου­με ως δι­κή μας». Ο πρω­τα­γω­νι­στής του ποι­ή­μα­τος δεν χα­ρί­ζει την συ­γκί­νη­σή του στα «προ­κάτ σου­η­δι­κά», τα οποία, όμως, την ίδια στιγ­μή, έχουν πά­ψει να απο­τε­λούν απλώς και μό­νο, ψυ­χρά πα­γκο­σμιο­ποι­η­μέ­να αντι­κεί­με­να προς πώ­λη­ση σε δια­φη­μι­στι­κό φυλ­λά­διο ─όμως, ακό­μη και έτσι, όλα τα τό­σο τε­τριμ­μέ­να, τα κα­θη­με­ρι­νά, τα απεί­ρως ανα­λώ­σι­μα στοι­χεία, δύ­στυ­χα, αστι­κά, δεν γλι­τώ­νουν από τον σω­τή­ριο συ­νειρ­μό που τα κα­θι­στά δέ­σμια στο άρ­μα που σέρ­νει το νοιά­ξι­μο των από­ντων-πα­ρό­ντων αγα­πη­μέ­νων μας για τη ζωή μας, το νοιά­ξι­μο το δι­κό μας για αυ­τή τη φω­λιά αντί­στα­σης και συ­γκί­νη­σης που θέ­λου­με να χτί­σου­με στη ζωή, όσο πε­ρα­στι­κοί κι αν ξέ­ρου­με πως εί­μα­στε.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: