«Αργά, μαθαίνω να χιονίζω:»


————————————————————————

Σειρά σημειωμάτων για πρόσφατα εκδοθέντα ποιητικά και πεζογραφικά επιχειρεί να καταδυθεί στο κάθε έργο χωριστά, ωσάν αυτό να ήταν μαύρη τρύπα, δηλαδή, συγκεκριμένο σημείο στον χωροχρόνο, όπου η βαρύτητα είναι τόσο ισχυρή που ούτε καν το φως δεν μπορεί να εξέλθει, γιατί η ύλη που βρίσκεται εκεί συγκεντρωμένη έχει συμπιεστεί σε ένα ελάχιστο διάστημα. Για να κατορθωθεί η κατάδυση στο εκάστοτε «λογοτεχνικό έργο-τρύπα», αξιοποιείται σε κάθε περίπτωση και ένα διαφορετικό «θεωρητικό βιβλίο-κουμπί», προκειμένου να φωτιστεί το πυκνό υλικό που μαςπεριβάλλει κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης-κατάδυσης, χωρίς να στερηθούμε το παραμικρό από την αναγκαία σκοτεινή πυκνότητα που το διακρίνει.

————————————————————————

Video still από την video-performance του Βασίλη Αμανατίδη «Πλαγκτόν»
Video still από την video-performance του Βασίλη Αμανατίδη «Πλαγκτόν»

Σημειολογώντας χωρία από το πεζογραφικό έργο του Βασίλη Αμανατίδη με τη βοήθεια του Ρόλαν Μπαρτ

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου που συγκεντρώνει το σύνολο του ─έως τώρα─ πεζογραφικού έργου του Βασίλη Αμανατίδη (Πλαγκτόν: οι ιστορίες, εκδ. Νεφέλη 2019), διαβάζουμε πως πρόκειται για «παράδοξες ιστορίες κανιβαλικής τρυφερότητας για «καθημερινούς» ανθρώπους που συναντούν, στη στροφή του δρόμου, το θαύμα που τους αναλογεί(…)». Στο επίμετρο του κομψότατου τόμου, ο συγγραφέας μας ξεναγεί στην πεζογραφική «σοφίτα» του, επισημαίνοντας πως «εδώ συστεγάζονται και συνενώνονται προσεκτικά ξανακοιταγμένες (και κατά τόπους ελαφρώς αναθεωρημένες) οι είκοσι πέντε ιστορίες των –εξαντλημένων πια─ βιβλίων Ο σκύλος της Χάρυβδης (2008) και Μη με φας (2005), με την προσθήκη επτά αδημοσίευτων ή ως τώρα «αποκλεισμένων» ή και καινούριων ιστοριών». Και παρακάτω μας κατατοπίζει αναφορικά με τον τίτλο που επιλέχθηκε, γράφοντας ότι «οι ήρωες είναι ψυχικά πολύπλαγκτοι, διαρκώς διπολικά περιφερόμενοι μεταξύ φαντασίας και πολλαπλών πραγματικοτήτων. Παρασύρονται σαν το πλαγκτόν της θάλασσας από αόρατα ρεύματα, και δυνάμεις που τους ξεπερνούν».
Ο Γάλλος θεωρητικός, φιλόσοφος και κριτικός της λογοτεχνίας, Ρολάν Μπαρτ (Μυθολογίες / Μάθημα, μτφρ. Καίτη Χατζηδήμου, Κέδρος 1973), σημειώνει πως παρότι «η εξουσία είναι παρούσα στους λεπτότερους μηχανισμούς της κοινωνικής συναλλαγής: όχι μόνο μέσα στο κράτος, τις τάξεις, στις ομάδες, στα θεάματα, στα παιχνίδια, στα σπορ, στις τρέχουσες γνώμες, στις οικογενειακές και ιδιωτικές σχέσεις, μέχρι και στις απελευθερωτικές εξάρσεις που μπορούν να την αμφισβητήσουν», υπάρχει εξαίρεση, υπάρχει διέξοδος, αφού «για μας, που δεν είμαστε ούτε ιππότες της πίστης, ούτε υπεράνθρωποι, δεν μένει ─ας μου επιτραπεί η λέξη─ παρά να σκαρώσουμε μια κατεργαριά με τη γλώσσα, στη γλώσσα. Αυτή τη σωτήρια κατεργαριά, αυτή την επιτήδεια υπεκφυγή, αυτή την υπέροχη απάτη, που μας επιτρέπει να ακούμε την εκτός-εξουσίας γλώσσα, σ’ όλη την αίγλη μιας επανάστασης του σημειωτικού συστήματος, εγώ την ονομάζω: λογοτεχνία».

Το παρόν κείμενο επιχειρεί, λοιπόν, να διερευνήσει την εκφορά του εξουσιαστικού λόγου στο πεζογραφικό έργο του Βασίλη Αμανατίδη, ως ταυτόχρονη αποκάλυψη της εκτός-εξουσίας γλώσσας. Πιο συγκεκριμένα, το κείμενο υποστηρίζει πως, αφενός η βίαιη θέρμη των ηρώων του Αμανατίδη, και αφετέρου οι εγκλωβιστικές συνθήκες εντός των οποίων εκτυλίσσονται οι ιστορίες τους, κατορθώνεται να εκφραστούν στην ολότητά τους, «εισδύοντας στο αντικείμενο, απελευθερώνοντάς και καταστρέφοντάς το» −όπως περιγράφει ο Μπαρτ, χαρτογραφώντας μια πορεία υπέρβασης της «τωρινής μας αλλοτρίωσης». Απλούστερα, αν και οι πολύπλαγκτοι ήρωες δεν μοιάζει να απεγκλωβίζονται στην διάρκεια ή στο τέλος των απροσδόκητων και δραματικών ιστοριών στις οποίες πρωταγωνιστούν, οι ίδιες οι ιστορίες αποτελούν μύθους που δημιουργούν γλώσσα ικανή, ως νέο σύστημα επικοινωνίας, να περάσει ένα νέο μήνυμα: το μήνυμα των ενδεχόμενων λύσεων στο πρόβλημα που εξιστορήθηκε.
Επέλεξα, λοιπόν, προκειμένου να συζητήσω την παραπάνω υπόθεση, τρία μέρη από τις ιστορίες του Πλαγκτόν: ένα κομμάτι, υπό τον τίτλο «Ευτυχισμένες μέρες», από το σπονδυλωτό διήγημα του Βασίλη Αμανατίδη «Ένα μνημείο (μας)», το οποίο ανήκει στο πεζογραφικό έργο Ο σκύλος της Χάρυβδης (2008), το διήγημα «Ντίκενς», που περιλαμβάνεται για πρώτη φορά σε βιβλίο στην παρούσα έκδοση, και το απόσπασμα «Διαμέρισμα 3241» από το, επίσης, σπονδυλωτό διήγημα «Το πόμολο στη γλάστρα», που περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Μη με φας (2005).

———— ≈ —————

ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ

Το βιβλίο το διάβασε τον Μάιο. Φάνηκε πολύ να του αρέσει το διήγημα «Το κομμένο πόδι». Αυτός ήταν μουσικός, νέος συνθέτης. Ακόμη είναι. Αλλά τον καιρό εκείνο, εκεί που καθόμασταν μια μέρα αγκαλιασμένοι, μου είπε ότι σκέφτεται να το κάνει μουσική, κουαρτέτο εγχόρδων. Μες στο καλοκαίρι είχε ήδη αρχίσει να το δουλεύει. Κρητικές δοξαριές και Λίγκετι, ενωμένα. Πήγαινε με το βιολί στο χέρι να το παίξει, αλλά δεν ξέρει καλό βιολί. Πήγαινα να διαβάσω τις νότες που έγραφε στην παρτιτούρα, αλλά δεν ξέρω να διαβάζω νότες. Ξέρω τώρα τι σημαίνει ο τίτλος του βιβλίου: Φοβισμένος κανίβαλος χρειάζεται προστασία για να μπορεί να δαγκώνει όλο και καλύτερα, και αυτό, παρακαλώ, να το πούμε αγάπη.
Αγαπιόμασταν και με φρόντιζε από τις 19 Απριλίου. Ήταν πολύ ωραία. Πέρα από αγάπη, ρουφούσα δύναμη, σιωπή, αποδοχή, ε, ίσως με θαύμαζε και λιγάκι. Κάτι θα ρουφούσε βέβαια κι εκείνος πέρα απ’ τα μακροσκελή ευνόητα. Αυτός λιοντάρι, εγώ καρκίνος, είκοσι τρία αυτός, τριάντα έξι εγώ, και μας χωρίζουν άρα δεκατρία χρόνια. Κακό αυτό; έπιασα προς στιγμήν τον εαυτό μου να ρωτάει. Όχι βέβαια, απαντούσα μόνος, αφού εμείς θα μείνουμε μαζί για πάντα. Έστω μ’ έναν τρόπο. ‘Εστω με κάθε τρόπο. Εκείνο το «για πάντα» το έλεγα εγώ, γιατί εκείνος τσιμουδιά. Μόνο χαμογελούσε γλυκά, πολύ γλυκά, και αυτό το είπα απόλυτη υπόσχεση και συμφωνία χαρακτήρων. Αφού, έλεγα μέσα μου, τον φροντίζω και εγώ, ή τουλάχιστον έτσι έχει φτάσει να νομίζει. Όλα, λοιπόν, καλά. Κι η φράση «φροντίζω και εγώ» στην κανιβαλική σημαίνει: Φροντίζω να εφευρίσκω πάντα κάποιο λόγο για να με φροντίζει ο άλλος.
Δύστροπος, κακότροπος, αυτιστικός. Τρώγω ό,τι βρω μπροστά μου, την αφοσίωση του άλλου πρώτη πρώτη. Ξέροντας καλά ότι στο τέλος μένουμε όλοι μόνοι. Τονίζοντάς το στον άλλο από την αρχή. Αλλά απευχόμενος. Και αποκλείοντας. Πως θα συμβεί.
«Κανίβαλέ μου», έλεγε. «Σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ».

———— ≈ —————

Οι «Ευτυχισμένες μέρες» αποτελούν ένα μάλλον εξαιρετικό παράδειγμα που άπτεται της παραδοχής του Μπαρτ, πως «η ουτοπία δεν προφυλάγει από την εξουσία». Εκείνο το «για πάντα», δηλαδή το «αφού εμείς θα μείνουμε μαζί για πάντα», η προσδοκία του «για πάντα», δεν καθιστά τον κανίβαλο λιγότερο κανίβαλο, ούτε τις πρακτικές του λιγότερο κανιβαλικές. Παρότι το κείμενο ολοκληρώνεται με μια τριπλή ομολογία αγάπης, ο αναγνώστης μπορεί να βασιστεί σε μια σειρά από σημεία για να πιθανολογήσει πως αυτή η ερωτική ιστορία θα τελειώσει, αν δεν έχει τελειώσει ήδη. Διαβάζοντας το κείμενο, παρατήρησα πως τα σημεία που οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα, δεν εντοπίζονται μόνο εντός του. Οπωσδήποτε, το αναπόφευκτο φάγωμα της αφοσίωσης από τον ερωτευμένο κανίβαλο, η ίδια η, εξ ορισμού εξαπατητική, σημειολογία της κανιβαλικής γλώσσας (σσ: «φροντίζω και εγώ» στην κανιβαλική σημαίνει: Φροντίζω να εφευρίσκω πάντα κάποιο λόγο για να με φροντίζει ο άλλος»), ο μη πειστικός αποκλεισμός ενός συμβάντος που μοιάζει προτετελεσμένο, δεν θα μπορούσαν παρά να οδηγούν –πού αλλού;─ στην καταστροφή, σε αυτό που ακριβώς απεύχεται ο αφηγητής-κανίβαλος, με τρόπο παιγνιώδη, πικρό κι εφιαλτικό, αφού γνωρίζει πως το μόνο που απεύχεται είναι και το μόνο βέβαιο πως θα συμβεί: «Ξέροντας καλά πως στο τέλος μένουμε όλοι μόνοι». Όμως, δεν θα μπορούσα παρά να παραδεχθώ πως, το μωσαϊκό των σημείων που συνθέτουν το συμπέρασμα της επικείμενης μοναξιάς, προκύπτει και εξωκειμενικά: από περιοχές δικών μου, εσωτερικευμένων, καλώς ή λιγότερο καλώς χαρτογραφημένων «ευτυχισμένων μερών», περασμένων ή φαντασιακών, που συναντιούνται με τις ευτυχισμένες μέρες του κειμένου. Η δεξιοτεχνικά σφιχτοπλεγμένη γλώσσα του κανίβαλου, ενεργοποιεί τα αισθήματα, διεγείροντας συγκεκριμένες περιοχές της πραγματικότητας του, και της δικής μου: μέσω του φόβου, του τραύματος που φωτίζεται, του τέλους που ξορκίζεται ματαίως, τα σκοτεινά σημεία μου, συναντιούνται με το σκότος των σημείων του κειμένου, για να μου δείξουν τί είναι αυτό από το οποίο κινδυνεύω, τι είναι εκείνο από το οποίο δύναμαι να επιλέξω να μην προστατευτώ.


Ο Roland Barthes, Σανατόριο Saint-Hilaire, 1942


ΝΤΙΚΕΝΣ

Ήθελα αιώνες να χιονίσει, αλλά μέσα από τα τζάμια του σκάφους έβλεπα μόνο μια αστρική μπλε νύχτα.  
(Την τελευταία φορά που είδα χιόνι, το κοιτούσα μέσα από ένα άλλο τζάμι. Πόσο είμαι τώρα; Τότε, μάλλον τεσσάρων. Υπήρχε γύρω μου μια γιορτή, δε θυμάμαι το όνομά της. Υπήρχε κι ένας άνθρωπος, μου διάβαζε. Πώς τα λέγαν τότε; Βιβλίο; Παραμύθι; Ήταν για έναν άντρα γέρο, κακό στην αρχή, ώσπου είδε και άλλαξε και έγινε μέσα σε μια νύχτα καλός. Πολύ ωραίο ήταν, είχε και χιόνι –θυμάμαι τις εικόνες.)
Εχθές το βράδυ η πόρτα του σκάφους άνοιξε. Συνέβη ξαφνικά.
Με έβαλαν πρώτα στο νερό του μπάνιου, γυμνό. Με έπλεναν κι άκουγα να λεν ιστορίες μεταξύ τους για τα πράσινα φύλλα που ποτέ δε θα ξαναδώ, γιατί όλα έχουν αλλάξει. Με πήραν σηκωτό, αιωρούμενο μ’ άφησαν να στεγνώνω. Κάτι λέγαν, πέντε σταγόνες ακόμα και θα ήμουν στεγνός, τέλος μου δείξαν λίγα ταριχευμένα φύλλα σε κουτί. Είχα πια στεγνώσει και σιγοτρέμοντας περίμενα.
(Είχα μπει στο σκάφος μετά το τέλος εκείνης της γιορτής∙ τώρα θα έβγαινα.)
Έκλεινα τα μάτια, φωτάκια αναβόσβηναν, χουζούρευα ζεστός. Αυτοί με τύλιγαν με αμέτρητες σειρές από λαμπιόνια. Γύρω από τα πόδια, κάτω από τον ώμο, πάνω στο κεφάλι, μέχρι το λαιμό με ετοίμαζαν – στα πολύχρωμα λαμπιόνια μ’ έδιναν. Μου είπαν να κρατώ σφιχτά την μπαταρία να ρυθμίζω, ν’ αναβοσβήνουν τα λαμπιόνια, να περνάω. Και σκληρά με πέταξαν ─ ένα γυμνό πολύφωτο ─ σε θάλασσα με ψηλά βράχια.
(Η θάλασσα είναι ήρεμη∙ κρύβει και κατοικείται∙ κι έχει πλαγκτόν αλλά καθόλου φύλλα.)
Τώρα δεν κινούμαι, γιατί πονάω. Μέρες περνώ στο βράχο. Στο σημείο που το κορμί συγκρούστηκε έχω κολλήσει και το αίμα είναι ελαστικό. Τα πόδια αγγίζουν τη θάλασσα, το κεφάλι κοιτιέται στο νερό. Με ανοιχτά χέρια αγκαλιάζω. Δίπλα μου δύο πέτρες χωρίς κάτι πάνω. Και στο βυθό διέρχονται όντα ─ τρέμουν λίγο, κοπάδια που παρασύρονται απ’ το φως μου. Τις νύχτες έτσι φαντάζω εγώ, και περνώ όλο Χριστούγεννα. (Α, έτσι τη λέγαν τη γιορτή; Από πού ήρθε αυτή η λέξη!...)
Μερικές φορές χιονίζει κιόλας. Πέφτει πολύ. Στη θάλασσα λιώνει, αλλά όχι σ’ εμένα. Μαζεύεται πάνω μου, φτιάχνει ένα μικρό διάφανο βουνό. Τότε από βαθιά φέγγουν τα πολύχρωμα λαμπιόνια. Είναι θαμπά σαν μέσα από παγωμένο καπνό ─ νύχτα και μέρα. Μελανιάζω. Μα θα χρειαστώ κι ένα χρώμα όταν η μπαταρία εξαντληθεί. Θα μείνει όμως το χιόνι.
Βλέπω ήδη τις μέδουσες να αμφιβάλλουν για τις δικές τους γιορτές μπροστά στη μεγαλοπρέπεια της δικής μου. Και παραλύω από ευτυχία όταν ξαφνικά – μέσα σε μια νύχτα ─ νιώθω πως μπορώ.

(Σε λίγο θα βγαίνει από μένα. Αργά, μαθαίνω να χιονίζω:

———— ≈ —————

Λέει ο Μπαρτ πως, «η επιστήμη είναι χοντροκάμωτη, η ζωή είναι λεπτή, και ακριβώς για να διορθώσουμε τούτη τη διαφορά μας ενδιαφέρει η λογοτεχνία. Από την άλλη μεριά, η γνώση που η λογοτεχνία κινητοποιεί δεν είναι ποτέ ούτε άρτια ούτε οριστική∙ η λογοτεχνία δεν λέει πως ξέρει κάποιο πράγμα, αλλά πως ξέρει για κάποιο πράγμα ─πως ξέρει πολλά για τους ανθρώπους. Αυτό που γνωρίζει για τους ανθρώπους, είναι αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ο μέγας κυκεώνας του σημειωτικού συστήματος, που τον δουλεύουν και που τους δουλεύει (…)». Διαβάζοντας το «Ντίκενς», που είναι το αγαπημένο μου κείμενο από τις ιστορίες του Πλαγκτόν, αισθάνομαι πως εδώ συντελείται η κατεξοχήν «πλαγκτόνια» ζωή. Ο κυκεώνας του παρόντος σημειωτικού συστήματος, περιλαμβάνει όλα τα, δυσπρόσιτα για τη γλώσσα, συναισθήματα ενός ονείρου μας, που, για πρώτη φορά, το θυμόμαστε ολόκληρο, δίχως να έχουμε χάσει κάποια του λεπτομέρεια. Το ζεστό μπάνιο του παιδιού ─όχι οποιουδήποτε παιδιού, αλλά του παιδιού που «θέλει αιώνες να χιονίσει»─ το οδηγεί εξίσου φυσικά όσο και ανεξήγητα, στον βυθό της θάλασσας, όπου το ίδιο, στολισμένο με αμέτρητες σειρές λαμπιόνια, μεταμορφωμένο στην Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Ντίκενς που του αφηγούνται εκείνοι που το μπανιάρουν, αργά και επώδυνα «μαθαίνει να χιονίζει» εν τέλει, περνώντας μέρες σ’ έναν βράχο, παρακολουθώντας τα διερχόμενα κοπάδια του πλαγκτόν, μέχρι να παραλύσει από ευτυχία, εκπληρώνοντας την επιθυμία του, που έγινε αυτοσκοπός. Γράφει, επίσης, ο Μπαρτ: «Υπάρχει και μια άλλη γλώσσα που αντιστέκεται στον μύθο με όλες τις της δυνάμεις: πρόκειται για την ποιητική μας γλώσσα (…). Με λίγα λόγια, προσπαθεί να επαναμετατρέψει το σημείο σε νόημα: το ιδεώδες της –η κυρίαρχη τάση της− είναι να φτάνει όχι στο νόημα των λέξεων, αλλά στο νόημα των πραγμάτων (…). Κοντολογίς, από όλους τους χρήστες του λόγου, οι ποιητές είναι οι λιγότερο τυποκράτες, γιατί αυτοί μονάχα πιστεύουν πως το νόημα των λέξεων δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια μορφή ─αλλά καθώς είναι ρεαλιστές δεν αρκούνται μονάχα σ’ αυτό. Έτσι, η σύγχρονη ποίησή μας εμφανίζεται πάντα σαν δολοφονία της γλώσσας, σαν ένα είδος χωρικής, ευαίσθητης αντιστοιχίας της σιωπής». Ο Αμανατίδης δεν θα μπορούσε παρά να παραμένει ποιητής και στα πεζά του κείμενα. Η αντι-γλώσσα που το «Ντίκενς» στοιχειοθετεί, παρότι, ίσως, μοιάζει με μια πρώτη ματιά κρυπτική, δεν κρύβει, στ’ αλήθεια, τίποτα: παραμορφώνει μια σειρά από οικεία σύμβολα και συνθήκες, για να φανερώσει, εκεί, ανάμεσα στο οικείο και στο ανοίκειο, τα σύνθετα μονοπάτια που διαβήκαμε, ακολουθώντας φαινομενικά ασύνδετα σημεία, προκειμένου να φτάσουμε, μέσα από μια εντελώς προσωπική πορεία, στον απόλυτο προορισμό της επιθυμίας μας.



Θαλάσσιες ανεμώνες του Ernst Haeckel


ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ 3241

«Τι μάθαμε λοιπόν σήμερα;»
«Ότι δεν βγαίνουμε ποτέ απ’το σπίτι ¨μέχρι νεωτέρας¨…»
«Γιατί;»
«Γιατί υπάρχει μόνο μέρα, γιατί καίει πολύ, γιατί υπάρχει το ¨ανεξέλεγκτο¨…»
«Τι σημαίνει ¨ανεξέλεγκτο¨;»
«Σημαίνει αυτό που όποιος βγει έξω παθαίνει κατάληψη απ’ αυτό».
«Γιατί;»«Δεν ξέρουμε. ¨Μέχρι νεωτέρας¨».
«Τι μας διδάσκει αυτό;»
«Ότι φορούμε πάντα πιτζάμες, για να συνηθίζουμε στον ύπνο και για να μη θέλουμε να
βγαίνουμε έξω και έτσι να γλιτώνουμε».
«Άρα;»
«Ο ύπνος θα μας σώζει».
«Μέχρι πότε;»
«¨Μέχρι νεωτέρας¨».
«Δηλαδή…»
«Μέχρι να μας το πουν από την τηλεόραση».
«Έτσι μπράβο, αγόρι μου. Είδες τι έπαθε ο πατέρας σου που βγήκε…»
«Ναι».
«Και δεν θα βγάζουμε τη μάσκα ύπνου ούτε μες στο σπίτι, παρεκτός…»
«…κι αν είναι απαραίτητο».
«Τυχερά είστε εσείς που γεννηθήκατε μετά την απαγόρευση. Δεν έχετε μνήμες ¨κοντινότητας¨. Έλα, πες την προσευχή σου τώρα…»
«Όμως τι είναι αυτό εκεί που πετάει, μαμά;»
«Α, μια πυγολαμπίδα είναι! Υπάρχουν ακόμη; Από πού μπήκε με κλειστά παράθυρα;»
«Βγήκε από το χώμα μες στη γλάστρα;…»
«Αυτό δε γίνεται… Όμως ωραίο αυτό το χώμα μες στη γλάστρα… Έλα, φτάνει τώρα, την είδες.
Βάλε πάλι τη μάσκα. Και πες την προσευχή σου, αγόρι μου, ακούω…»

Τα μέτρα πάρθηκαν προ οκταετίας. Ανακοινώθηκαν αρχικά από την τηλεόραση. Συνέστησε: παραμονή εντός των ορίων της οικίας, αποχή από συνευρέσεις σε εξωτερικούς χώρους. Αισιοδοξία, και κλειστά παντζούρια για τεχνητό βράδυ. Μαύρες κουρτίνες. Χαμηλά ή κλειστά φώτα, για αναπλήρωση νύχτας. Συχνή πόση χαμομηλιού για χαλάρωση, νυχτικό ένδυμα, μάσκες ύπνου. Προσπάθεια απομάκρυνσης από τις πόρτες. Η λέξη «πόρτα» κρίνεται ημιαπαγορευμένη. Τα νέα επίσημα λεξικά την παραλείπουν. Ο κόσμος τη χρησιμοποιεί.

———— ≈ —————

Φαίνεται πως τα μέτρα που «πάρθηκαν προ οκταετίας», δεν αίρονται στις μέρες μας. Το διαμέρισμα 3241 είναι ένα από τα αμέτρητα διαμερίσματα που έχουν παραδοθεί άκριτα στον μύθο. Όπου μύθος, εν προκειμένω, εδώ που η αστική ιδεολογία επενδύει, κατά τον Μπαρτ, «όλα τα βασικά της συμφέροντα: την ολοκρατία, την άρνηση κάθε εξήγησης, μιαν αναλλοίωτη ιεραρχία του κόσμου (…). Θεμέλιο της αστικής διαπίστωσης είναι ο υγιής νους, δηλαδή μια αλήθεια που σταματά με αυθαίρετη εντολή εκείνου που μιλάει». Στην περίπτωσή του διαμερίσματος 3241, η μόνη αλήθεια απαντάται στην εμφάνιση της πυγολαμπίδας, που, παρότι έχει κατορθώσει να εισέλθει στο σπίτι αψηφώντας τα κλειστά παράθυρα, παρότι έχει καταφέρει να καταστεί ορατή, τη στιγμή, μάλιστα, που οι ένοικοι του διαμερίσματος φορούν, στο μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους, μάσκες ματιών, η υπερπροστατευτική και ανυπερθέτως νομοταγής μητέρα, αποτρέπει βιαστικά την περαιτέρω γνωριμία ανάμεσα στην αλήθεια-πυγολαμπίδα και στο αγόρι-γιο της. Εξυπακούεται πως, η πυγολαμπίδα δεν σταμάτησε να γυροφέρνει στο διαμέρισμα, επειδή μάνα και γιος κάλυψαν τα μάτια τους για να μην τη βλέπουν. Γράφει ο Μπαρτ πως «η αστική ψευτο-φύση είναι πέρα για πέρα μια απαγόρευση στον άνθρωπο να εφευρίσκει τον εαυτό του. Οι μύθοι δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η ασταμάτητη, η ακαταπόνητη παρόρμηση, η ύπουλη και άκαμπτη αυτή απαίτηση που θέλει όλοι οι άνθρωποι να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στην αιώνια –αν και συγκεκριμένα χρονολογημένη− εικόνα που κατασκευάστηκε γι’ αυτούς κάποια μέρα, σαν να επρόκειτο να διαρκέσει για πάντα. Γιατί η Φύση όπου τους εγκλωβίζουν με το πρόσχημα να τους κάνουν αιώνιους, δεν είναι παρά μονάχα μια Χρήση. Και ακριβώς την Χρήση αυτήν, όσο μεγάλη κι αν είναι, οι άνθρωποι πρέπει να την πάρουν στα χέρια τους και να την μεταμορφώσουν». Μια σύνθεση ορατών και δυσδιόρατων σημείων από τα κείμενα του Πλαγκτόν: οι ιστορίες, με οδηγούν πιστά αν και όχι γραμμικά, στην υπόθεση πως το αγόρι που ξαναφόρεσε τη μάσκα του υπακούοντας στο μάθημα της μητέρας-νόμου, κατόρθωσε πολύ αργότερα, διαγράφοντας την ολόδική του, πανδύσκολη πορεία, να συναντηθεί με την επιθυμία του, να μεταμορφωθεί το ίδιο στο χιόνι που επιθυμεί, διαφεύγοντας από τον μύθο. Γιατί, η γραφή του Αμανατίδη, ιστορώντας αιχμηρά τις Χρήσεις που μας καραδοκούν και μας καταδυναστεύουν, καθιστά τόσο ευανάγνωστη την γλώσσα των Χρήσεων, που στα κενά, ανάμεσα στις λέξεις της, αποκαλύπτονται τα ενδεχόμενα των μεταμορφώσεων: μας συνεπαίρνει το πλαγκτόν ως δύναμη κάθε ζωντανής ζωής, που μιλάει την σιωπηρή γλώσσα, όχι της εξουσίας αλλά της αναζήτησης και των πολύπλαγκτων θαυμάτων που προκύπτουν από αυτήν.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: