Σινεμαλγία

{8 λεπτά}
Διατηρούν κάτι ανθρώπινο μες στο αλουμινένιο οστεοφυλάκιό τους
Διατηρούν κάτι ανθρώπινο μες στο αλουμινένιο οστεοφυλάκιό τους

Εί­ναι οι πιο με­λαγ­χο­λι­κές μέ­ρες του χρό­νου και τα σι­νε­μά μοιά­ζουν με φω­λιά ή κρυμ­μέ­νο γα­τό­σπι­το. Ο μο­να­χι­κός πε­ρι­πα­τη­τής προ­νο­εί με την άκρη του μυα­λού του ώστε να βρε­θεί στον δρό­μο του ένας κα­λός κι­νη­μα­το­γρά­φος. Τέ­τοια εί­ναι τα μα­γι­κά του! Όμως οι αρ­χές κρα­τούν κλει­στούς για μή­νες τους κι­νη­μα­το­γρά­φους. Κι αυ­τός νο­σταλ­γεί το σι­νε­μά όσο άλ­λο­τε πο­τέ. Κα­θο­δόν επι­νο­εί το αντί­δο­το στη σι­νε­μαλ­γία του, φα­ντά­ζε­ται πως τα μά­τια του εί­ναι μια κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή μη­χα­νή. Κα­τό­πιν ανα­ζη­τεί το­πο­θε­σί­ες με ιδιαί­τε­ρη ατμό­σφαι­ρα και χά­νε­ται στις ει­κό­νες που του προ­σφέ­ρο­νται απροσ­δό­κη­τα και ακα­τά­παυ­στα. Εί­ναι γνω­στό πως μα­κριά από την πό­λη της Αθή­νας αλ­λά εντός της ατ­τι­κής επι­κρά­τειας ανα­κα­λύ­πτει κα­νείς ση­μεία όπου με λί­γα βή­μα­τα διο­λι­σθαί­νει στο όνει­ρο, ή πά­ντως στις πα­ρυ­φές του.

Κά­που με­τα­ξύ Κε­ρα­τέ­ας και Λαυ­ρί­ου βρί­σκε­ται ένας ορ­μί­σκος που τον πο­λιορ­κούν οι στιλ­πνές λευ­κές ανε­μο­γεν­νή­τριες, τα φου­γά­ρα κι οι πυ­λώ­νες της ΔΕΗ. Ο πε­ρι­πα­τη­τής φτά­νει ως εδώ αγνο­ώ­ντας την οσμή του μα­ζούτ και πα­ρα­κάμ­πτο­ντας ένα κο­λοσ­σιαίο ερ­γο­στά­σιο ηλε­κτρο­δό­τη­σης που μοιά­ζει με δια­στη­μι­κή βά­ση. Κα­τό­πιν δια­σχί­ζει τον άναρ­χο οι­κι­σμό, ο οποί­ος λέ­γε­ται πως προ­έ­κυ­ψε από έναν πα­λιό κα­ταυ­λι­σμό με­ταλ­λω­ρύ­χων. Επι­μέ­νει ακό­μη λί­γο και βρί­σκει τον δρό­μο για τη μι­κρή πα­ρα­λία. Όμως από εκεί δεν αγνα­ντεύ­ει κα­νέ­να πέ­λα­γος. Η Μα­κρό­νη­σος του κλεί­νει τον ορί­ζο­ντα.

Περ­πα­τά πα­ρά θι­ν’ αλός ώσπου φτά­νει σε ένα τα­βερ­νά­κι που φαί­νε­ται κλει­στό από το περ­σι­νό ή το προ­πέρ­σι­νο κα­λο­καί­ρι. Εί­ναι ένα αμάλ­γα­μα από ελ­λε­νίτ, ψυ­γεία και σα­νί­δες που θα έλε­γες πως έπη­ξε στην αμ­μου­διά σε δια­φο­ρε­τι­κές φά­σεις. Την προ­σο­χή του τρα­βά μια πα­λιά βι­τρί­να για ψά­ρια. Το τζά­μι εί­ναι θο­λό από την αλ­μύ­ρα και τον και­ρό. Μέ­σα στη βι­τρί­να βλέ­πει κε­λύ­φη ολό­κλη­ρα από οστρα­κό­δερ­μα. Οι απο­σαρ­κω­μέ­νοι αστα­κοί εί­ναι άθι­κτοι και τον προ­σκα­λούν να τους πε­ριερ­γα­στεί αλ­λά εί­ναι τρο­μα­κτι­κοί μες στην ερη­μιά. Δια­τη­ρούν κά­τι αν­θρώ­πι­νο μες στο αλου­μι­νέ­νιο οστε­ο­φυ­λά­κιό τους. Οι αρ­θρώ­σεις φέρ­νουν στον νου τις άκαμ­πτες γω­νί­ες που απο­κτούν τα όμορ­φα πρό­σω­πα όταν ασχη­μαί­νουν με τα χρό­νια. Ο πε­ρι­πα­τη­τής απο­στρέ­φει το βλέμ­μα. Στην εν­δο­χώ­ρα υψώ­νο­νται δυό λό­φοι με την όμορ­φη ονο­μα­σία «οι μα­στοί της Αφρο­δί­της».

Εί­ναι από­λαυ­ση με­γα­λύ­τε­ρη κι απ’ το να τρι­γυρ­νάς στα πα­ρα­θα­λάσ­σια θέ­ρε­τρα τον χει­μώ­να· να χά­νε­σαι σε μέ­ρη που δεν εί­ναι θέ­ρε­τρα ακρι­βώς αλ­λά πα­ρ’ ολί­γον, μέ­ρη που πα­σχί­ζουν να γί­νουν θέ­ρε­τρα αλ­λά αστο­χούν! Ό,τι συμ­βαί­νει αλ­λού αρ­γεί να εμ­φα­νι­στεί σε τέ­τοια μέ­ρη. Άλ­λο­τε δεν φτά­νει πο­τέ, ή πέ­ρα­σε πριν και­ρό κι εσύ περ­πα­τάς στα αθέ­α­τα από­νε­ρά του.


Το μο­νο­πά­τι οδη­γεί σε έναν εγκα­τα­λειμ­μέ­νο ναυ­τα­θλη­τι­κό όμι­λο. Από εκεί εί­ναι δυο βή­μα­τα για το πα­λιό πο­λυ­βο­λείο, μοιά­ζει τό­σο άθι­κτο. Εί­ναι ένα μπούν­κερ-νά­νος σε άψο­γη κα­τά­στα­ση, αλ­λιώ­τι­κο από τις επι­βλη­τι­κές πο­λε­μι­κές οχυ­ρώ­σεις των Λε­γραι­νών ή της Βου­λιαγ­μέ­νης. Έχει το μέ­γε­θος κά­ποιου με­γα­λό­σω­μου ζώ­ου. Δυό πα­ραλ­λη­λό­γραμ­μες θυ­ρί­δες εί­ναι τα μά­τια του και ασυ­νή­θι­στοι πλίν­θοι του προσ­δί­δουν την αί­σθη­ση μιας πο­ρώ­δους επι­δερ­μί­δας. Στην εί­σο­δο τα πού­σια και τα ξύ­λι­να λέ­πια των πεύ­κων φτιά­χνουν μια λε­πτή στρώ­ση κα­θη­συ­χα­στι­κή κι ο πε­ρι­πα­τη­τής γλυ­στρά απά­νω της. Η πόρ­τα εί­ναι ξε­κλεί­δω­τη. Μες στο πο­λυ­βο­λείο η αρ­χαία αύ­ρα του Θο­ρι­κού κι ο θό­ρυ­βος μιας αθέ­α­της οδού τα­χεί­ας κυ­κλο­φο­ρί­ας ξε­θυ­μαί­νουν, ίσως όμως και να δυ­να­μώ­νουν κα­θώς αντα­μώ­νουν.

Σκαρ­φα­λώ­νει στα βρά­χια. Νο­μί­ζει πως θα φτά­σει μια σπη­λιά ψη­λά, τη φυ­σι­κή από­λη­ξη κά­ποιας με­ταλ­λευ­τι­κής στο­άς. Αλ­λά σκο­ντά­φτει σ’ ένα αλ­λό­κο­το αντι­κεί­με­νο μι­σο­γε­μά­το με κα­φε­τί νε­ρά και αλυ­σο­δε­μέ­νο. Μοιά­ζει με κα­ρό­τσι για ψά­ρια, με σκλη­ρή βα­λί­τσα σκι­σμέ­νη στα δυό ή με αυ­το­σχέ­διο βαρ­κά­κι. Στη μια πλευ­ρά η λέ­ξη: ΑΓΩ­ΝΙΑ. Τα γράμ­μα­τα εί­ναι κόκ­κι­να και κε­φα­λαία. Τ’ ακούς μάλ­λον πα­ρά τα βλέ­πεις. Μια ομι­λού­σα ει­κό­να. Μή­πως φω­νά­ζει το μυα­λό μου ΑΓΩ­ΝΙΑ, ανα­ρω­τιέ­ται, κι εί­ναι λοι­πόν η δι­κή μου αγω­νία, μή­πως εί­ναι εκεί­νη ενός ξέ­νου ή μια δι­κιά μας άγνω­στη ΑΓΩ­ΝΙΑ; Τα νε­ρά που μα­ζεύ­τη­καν στο πράγ­μα τού­το εί­ναι της χθε­σι­νής μπό­ρας. Έβρε­ξε πο­λύ. Σε μέ­ρη τό­σο θα­λασ­σι­νά και βρα­χώ­δη το νε­ρό της βρο­χής εί­ναι πα­ρεί­σα­κτο. Ένα νε­ρό χω­ρίς αλ­μύ­ρα που μα­ζεύ­ε­ται στην άσχη­μη γω­νιά του και λι­μνά­ζει για μέ­ρες, νε­ρό κα­τα­δι­κα­σμέ­νο να έχει γλύ­κα ξέ­νη και βρώ­μι­κη. Μες στο κα­τα­σκεύ­α­σμα δια­κρί­νε­ται μια σκου­ρια­σμέ­νη πέν­σα. Πιο πι­θα­νό να σπά­σει στα χέ­ρια μου πα­ρά να κό­ψει την αλυ­σί­δα.

Το εσπε­ρι­νό φως οδη­γεί τα βή­μα­τα όλο και πιο μα­κριά από τη θά­λασ­σα. Το φως εί­ναι ο μη­χα­νο­δη­γός ενός τρέ­νου που ξέ­ρου­με ότι θα μας αφή­σει πί­σω. Η μό­νη δυ­να­τή δια­δρο­μή εί­ναι στο έδα­φος. Το κέ­λυ­φος που κα­τα­ντάς όσο χά­νεις την ψυ­χή σου ήταν μα­ζί σου πά­ντο­τε. Αν τώ­ρα το πε­ριερ­γά­ζε­σαι εί­ναι επει­δή εί­στε μό­νοι επι­τέ­λους και λες να το αγα­πή­σεις.

Η νέ­κρα της γης του χει­μώ­να μι­σο­δεί­χνει τα μυ­στι­κά της. Το μέ­ρος όλο εί­ναι κα­τα­σκαμ­μέ­νο κι ας μην βλέ­πει κα­νείς τις πα­λιές στο­ές και τα φρέ­α­τα για τον εξα­ε­ρι­σμό· κι ας μην γνω­ρί­ζει πως οι λό­φοι ολό­γυ­ρα εί­ναι γε­μά­τοι τρύ­πες από εκεί­νη τη μα­κρι­νή επο­χή που ήταν αδια­νό­η­τα τα προηγ­μέ­να συ­στή­μα­τα συ­νε­χούς ανα­κύ­κλη­σης και αντι­ση­ψί­ας αέ­ρος. Ο προ­σα­να­το­λι­σμός γί­νε­ται με ένα έν­στι­κτο που φθί­νει. Ο πε­ρι­πα­τη­τής κι­νεί­ται απο­φα­σι­στι­κά προς ένα μι­κρό ορ­θο­γώ­νιο κτί­σμα δί­χως πα­ρά­θυ­ρα που πρέ­πει να έχει να κά­νει με την πα­ρο­χή ηλε­κτρο­δό­τη­σης ή τις τη­λε­πι­κοι­νω­νί­ες.

Αλ­λά δεν το φτά­νει. Μπλέ­κει ανά­με­σα σε κά­μπο­σες σει­ρές από γούρ­νες με ξύ­λι­να κω­νι­κά σκέ­πα­στρα που μοιά­ζουν με φέ­ρε­τρα. Εί­ναι πα­ρα­τη­μέ­νες μπα­νιέ­ρες εμπλου­τι­σμού με­ταλ­λευ­μά­των, ή μή­πως – τι απί­θα­νη ιδέα! – αυ­το­σχέ­διες δε­ξα­με­νές απο­στέ­ρη­σης των αι­σθή­σε­ων από αυ­τές που χρη­σι­μο­ποιού­νταν κά­πο­τε για προ­χω­ρη­μέ­να πει­ρά­μα­τα ψυ­χο­λο­γί­ας. Στον σκο­τει­νό ου­ρα­νό ένα σύν­νε­φο παζ­λι­κό μοιά­ζει χα­μέ­νο. Πό­σο εύ­κο­λα περ­νάς το σύ­νο­ρο και πας στο όνει­ρο. Ισως περ­πα­τώ μέ­σα σε ένα όνει­ρο. Ήθε­λα, βλέ­πε­τε, τό­σο πο­λύ να πάω σι­νε­μά.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: