Περί του Καρπού της Ασθενείας Μου και του σύγχρονου ελληνικού δοκιμίου

Περί του Καρπού της Ασθενείας Μου και του σύγχρονου ελληνικού δοκιμίου


Ο εαυ­τός υπήρ­ξε ανέ­κα­θεν το πνευ­μα­τι­κό κέ­ντρο της δο­κι­μιο­γρα­φί­ας. Στον πρό­λο­γο των Essais, ο Mι­σέλ ντε Μο­νταίν, ιδρυ­τής της νε­ω­τε­ρι­κής μορ­φής του δο­κι­μί­ου, δια­κή­ρυτ­τε ότι ο εαυ­τός του εί­ναι ολό­κλη­ρη η «ύλη του βι­βλί­ου του», το «μο­να­δι­κό θέ­μα» του: «με­λε­τώ τον εαυ­τό μου πε­ρισ­σό­τε­ρο από όποιο άλ­λο θέ­μα. Αυ­τή εί­ναι η με­τα­φυ­σι­κή μου, αυ­τή εί­ναι η φυ­σι­κή μου» (ΙΙ.13) – και μά­λι­στα ένας εαυ­τός αβέ­βαιος και ρευ­στός, «υπό διαρ­κή μα­θη­τεία και δο­κι­μα­σία» (ΙΙΙ.2). Εντού­τοις, κά­θε δο­κι­μιο­γρά­φος τρέ­φει μια δια­φο­ρε­τι­κή σχέ­ση – θε­τι­κή ή αρ­νη­τι­κή – με το μύ­χιο εντο­λέα του. Για να μεί­νου­με σε ορι­σμέ­να γνώ­ρι­μα νε­ο­ελ­λη­νι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα, ο αυ­το­δί­δα­κτος, στο­χα­στι­κός εαυ­τός του Γιώρ­γου Σε­φέ­ρη επι­χεί­ρη­σε, μέ­σω δια­δο­χι­κών «δο­κι­μών», να συ­γκρο­τή­σει μία σύγ­χρο­νη ελ­λη­νι­κή και ευ­ρω­παϊ­κή ταυ­τό­τη­τα. Αντί­θε­τα, ο Ζή­σι­μος Λο­ρεν­τζά­τος, ακο­λου­θώ­ντας ένα θε­ο­λο­γι­κής κα­τα­γω­γής αί­τη­μα που πα­ρέ­λα­βε ταυ­το­χρό­νως από τον Σο­λω­μό (Προ­λε­γό­με­να, ΧVIII), τον Τ.Σ. Έλιοτ και τον Ανά­ντα Κου­μα­ρα­σουά­μι, ορα­μα­τί­στη­κε την από­σβε­ση του εαυ­τού, την απώ­λεια της «φυ­σι­κής ταυ­τό­τη­τας» χά­ριν της «με­το­χής στο πνεύ­μα» (Με­λέ­τες Ι, σ. 184) – πα­ρό­τι τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα δο­κί­μιά του κα­τα­γρά­φουν πο­λύ προ­σω­πι­κούς πνευ­μα­τι­κούς κλο­νι­σμούς. Στους αντί­πο­δες και των δύο, ο Κω­στής Πα­πα­γιώρ­γης αφο­σιώ­θη­κε στον εαυ­τό και τα πά­θη του (μέ­θη, ίμε­ρος, ζή­λια, βία, πέν­θος…), πε­ρι­γρά­φο­ντας ένα «δια­λυ­μέ­νο εγώ», «τον άν­θρω­πο που βρί­σκε­ται σε από­λυ­τη αδυ­να­μία» (Η ανά­πο­δη των αν­θρώ­πων, σσ. 50-51), και στο τε­λευ­ταίο βι­βλίο του, που εκ­δό­θη­κε ημι­τε­λές με­τά θά­να­τον, επέ­στρε­ψε στον «Εαυ­τό» ως φι­λο­σο­φι­κό και αν­θρω­πο­λο­γι­κό ερώ­τη­μα. Πιο πρό­σφα­τα, ο Σταύ­ρος Ζου­μπου­λά­κης έθε­σε τον εαυ­τό ενώ­πιον ρι­ζι­κών ηθι­κών δι­λημ­μά­των, πρώ­τα σε κρι­τι­κά κεί­με­να για το δυ­τι­κο­ευ­ρω­παϊ­κό μυ­θι­στό­ρη­μα και αρ­γό­τε­ρα σε αυ­το­βιο­γρα­φι­κές εξο­μο­λο­γή­σεις υψη­λής έντα­σης.

Πι­στό­τε­ρος από όλους τους προ­κα­τό­χους του στο μο­νται­νι­κό πρό­τυ­πο, ο Νι­κή­τας Σι­νιό­σο­γλου, στον Καρ­πό της Ασθε­νεί­ας μου με τον επί­σης μο­νται­νι­κό υπό­τι­τλο Δο­κί­μιο με σάρ­κα και οστά (σελ. 49) που κυ­κλο­φό­ρη­σε τον Δε­κέμ­βριο του 2021 – ένα ακό­μα δείγ­μα της εκ­δο­τι­κής ευαι­σθη­σί­ας της «Κί­χλης» που αντι­με­τω­πί­ζει κά­θε νέο τί­τλο της ως μο­να­δι­κό – εξε­ρευ­νά με απο­κα­θη­λω­τι­κή τόλ­μη έναν εαυ­τό που πά­σχει, που ασθε­νεί, που πε­ρι­πλα­νιέ­ται ανέ­στιος και εξό­ρι­στος σ’ έναν κό­σμο που «απαι­τεί» την «απα­ντο­χή» αλ­λά συγ­χρό­νως «στραγ­γί­ζει κά­θε καρ­τε­ρία» (σελ.12). Για τον Σι­νιό­σο­γλου, η ίδια η δο­κι­μιο­γρα­φία εί­ναι μια πε­ρι­πλά­νη­ση στις πιο αφι­λό­ξε­νες εσχα­τιές του εαυ­τού: «η δο­κι­μή εί­ναι οδοι­πλα­νία, κι ο δο­κι­μιο­γρά­φος ένας οδοι­πό­ρος που αμ­φιρ­ρέ­πει κα­θώς τρέ­μει μέ­σα του από το κρύο» (σελ.58). Μια «οδοι­πλα­νία» επώ­δυ­νη, που δεν ανα­ζη­τά κα­τα­φύ­γιο σε κά­ποια ιδε­α­τή νε­ο­ελ­λη­νι­κή ταυ­τό­τη­τα ού­τε, ακό­μα λι­γό­τε­ρο, σ’ έναν ανύ­παρ­κτο θείο συ­νο­μι­λη­τή. Η «λύ­ση» στην οποία εί­χε προ­σφύ­γει ένας άλ­λος μα­κρι­νός πρό­δρο­μος του δο­κι­μί­ου, ο Αυ­γου­στί­νος, όταν έγι­νε ο ίδιος «πρό­βλη­μα για τον εαυ­τό του» (Εξο­μο­λο­γή­σεις, Χ.33) και απο­φά­σι­σε να απευ­θυν­θεί στον Θεό, ήταν «πο­λύ φτη­νή», γρά­φει ο Σι­νιό­σο­γλου, που απε­χθά­νε­ται τους «από μη­χα­νής» θε­ούς ή αν­θρώ­πους: «δύ­σκο­λο να εξο­μο­λο­γεί­σαι δί­χως κα­νέ­να ‘Εσύ’ να φα­νε­ρώ­νε­ται στ’ αλή­θεια μες στις λέ­ξεις» (σ. 114). Ού­τε όμως η εξου­θέ­νω­ση του εαυ­τού στον Καρ­πό συν­δέ­ε­ται, όπως συμ­βαί­νει στον Πα­πα­γιώρ­γη, με τα τραύ­μα­τα και τις δια­ψεύ­σεις που προ­ξε­νούν η πα­ρου­σία ή η απου­σία των άλ­λων. «Απ' ό,τι γρά­φω απου­σιά­ζουν οι άλ­λοι άν­θρω­ποι, κι όταν θέ­λω να γρά­ψω γι’ αυ­τούς δυ­σκο­λεύ­ο­μαι να τους βρω» (σ. 202). Ο αφη­γη­τής του Καρ­πού δεν έχει κέ­ντρο ού­τε υπαρ­ξια­κά ερεί­σμα­τα· έχει έρ­θει σε οδυ­νη­ρή ρή­ξη με τον κό­σμο⸱ εί­ναι «αβά­στα­χτος», δεν αντέ­χει ού­τε τη μο­να­ξιά του ού­τε τη συ­ντρο­φιά των άλ­λων, αφού τί­πο­τα από τα δύο δεν το αι­σθά­νε­ται πραγ­μα­τι­κό. Όπως και ο πλα­τω­νι­κός εαυ­τός, εκεί­νος του Καρ­πού εί­ναι μοι­ρα­σμέ­νος στα δύο: στον «κα­θη­με­ρι­νό» εαυ­τό, «τον πιο σω­μα­τι­κό», και στον «ψυ­χαίο», με τη δια­φο­ρά ότι για τον Σι­νιό­σο­γλου δεν εί­ναι ο ένας θνη­τός και ο άλ­λος αθά­να­τος, αλ­λά συ­να­ντιού­νται στην κοι­νή τους αδυ­να­μία: «ο σω­μα­τι­κός κι ο έν­δον εαυ­τός, ο πάν­δη­μος κι ο μέ­σα σμί­γουν αδελ­φω­μέ­νοι». «Τό­πος τους η ανη­μπό­ρια· εκεί που κι οι δυο βγαί­νουν εκτός μά­χης και αδυ­να­τούν να συ­νε­χί­σουν. Στέ­κουν από κοι­νού μπρος σε κά­τι ξέ­νο που έχουν χά­σει» (σ. 62).

H αμ­φι­σβή­τη­ση της ενό­τη­τας του εαυ­τού – η πε­ποί­θη­ση ότι ο εαυ­τός δεν έχει κέ­ντρο αλ­λά εί­ναι εξα­σθε­νη­μέ­νος, δι­χα­σμέ­νος ή πολ­λα­πλός – δεν εί­ναι άγνω­στη στη με­τα­μο­ντέρ­να σκέ­ψη, του­λά­χι­στον για τους ανα­γνώ­στες του Λα­κάν, του Μπαρτ και του Φου­κώ. Ευ­τυ­χώς, ο Σι­νιό­σο­γλου δεν ανα­φέ­ρει στο βι­βλίο του κα­νέ­να από τα σε­βά­σμια αυ­τά το­τέμ της θε­ω­ρί­ας. Η δι­κή του «ασθέ­νω­ση» έρ­χε­ται από αλ­λού – τρέ­φε­ται από ένα ρεύ­μα σκέ­ψης που αυ­λα­κώ­νει την ύστε­ρη αρ­χαιό­τη­τα, με­τοι­κί­ζει στη Δύ­ση στις απαρ­χές των Νέ­ων Χρό­νων και εκ­βάλ­λει στο σή­με­ρα μέ­σα από μια αλυ­σί­δα με­λαγ­χο­λι­κών στο­χα­στών: Ρού­φος ο Εφέ­σιος, Μάρ­κος Αυ­ρή­λιος, Μο­νταίν, Μπέρ­τον, Νί­τσε, Σιο­ράν. Εξ ου και οι­κειο­ποιεί­ται με ανα­πά­ντε­χη φυ­σι­κό­τη­τα και το εί­δος της λε­πταί­σθη­της δια­τρι­βής του Πλού­ταρ­χου και του Σε­νέ­κα. Οι τρια­κό­σιες πε­νή­ντα σε­λί­δες του Καρ­πού χω­ρί­ζο­νται σε δε­κά­δες κε­φά­λαια-δια­τρι­βές (το κα­θέ­να από μό­νο του ένα ξε­χω­ρι­στό δο­κί­μιο) που κο­σμού­νται με ει­σα­γω­γι­κές προ­με­τω­πί­δες όπως: «Για τη χρη­σι­μό­τη­τα των κα­τσα­ρί­δων»· «Πε­ρί σαρ­κο­πε­νί­ας»· «Για την έλ­ξη του θα­νά­του που ανα­πά­ντε­χα έλ­κει τη ζωή»· «Για την επι­θυ­μία να κοι­τά­ξεις αυ­τό που δεν πρέ­πει»· «Για το που­λό­βερ του θε­ρι­νού σι­νε­μά»· «Για το πα­ρά­δο­ξο να πέ­φτεις ενώ βα­δί­ζεις»· «Πε­ρί της μπί­ρας σε μι­κρό πο­τή­ρι»· «Για τις ανα­μνή­σεις από δεύ­τε­ρο χέ­ρι»…

Με ένα ύφος ευ­ρύ­χω­ρο, διαυ­γές, αλ­λά και οξύ, ενί­ο­τε ερι­στι­κό, που αντλεί λέ­ξεις αθη­σαύ­ρι­στες από την αρ­χαία φι­λο­σο­φι­κή γραμ­μα­τεία και απο­πει­ρά­ται ρι­ψο­κίν­δυ­νους νε­ο­λο­γι­σμούς – ύφος αυ­το­πα­θές, που βιώ­νει τα πράγ­μα­τα από μια ευ­ερ­γε­τι­κή μό­νω­ση, ιδιο­συ­γκρα­σια­κό και πα­ρά­δο­ξα λυ­ρι­κό, που απε­χθά­νε­ται την κοι­νό­το­πη φρά­ση και συ­χνά αγ­γί­ζει την κα­θα­ρή λο­γο­τε­χνία, ιδί­ως στις πε­ρι­γρα­φές και τις με­τα­φο­ρές του («τέ­τοιες στιγ­μές η Ζ. περ­νά μέ­σα μου σαν θρόι­σμα»: σ. 87⸱ «Από­ψε το φεγ­γά­ρι έδυ­σε σαν πτε­ρύ­γιο καρ­χα­ρία»: σ. 104⸱ «εί­μαι ένα ον επιρ­ρε­πές στη δια­γρα­φή σαν επίρ­ρη­μα»: σ. 65) – ο αφη­γη­τής του Καρ­πού κα­τα­γρά­φει τα «κι­νή­μα­τα της ψυ­χής» του με έναν άφο­βο, σχε­δόν αμεί­λι­κτο τρό­πο. Από δια­τρι­βή σε δια­τρι­βή, πε­ρι­πλα­νιέ­ται μέ­σα στο νου του, αυ­το­πα­ρα­τη­ρεί­ται, θη­σαυ­ρί­ζει ασή­μα­ντα κα­θη­με­ρι­νά συμ­βά­ντα για να τα δια­σώ­σει από τη λή­θη, ανα­κα­λεί αβέ­βαιες μνή­μες ή φι­λο­τε­χνεί το γε­νε­α­λο­γι­κό δέ­ντρο της δο­κι­μιο­γρα­φί­ας και επι­στρέ­φει σε ανα­γνώ­σεις και συγ­γρα­φείς που αι­σθά­νε­ται οι­κεί­ους, συ­νο­δοι­πό­ρους στην «οδοι­πλα­νία» του. Σε όλα αυ­τά τα τυ­χαία γε­γο­νό­τα, τα μνη­μο­νι­κά τα­ξί­δια ή τα εκλε­κτι­κά δια­βά­σμα­τα μοιά­ζουν να έχουν πα­ρε­πι­δη­μή­σει πλευ­ρές του εαυ­τού από­βλη­τες ή λη­σμο­νη­μέ­νες, που τού επι­στρέ­φο­νται σαν ηχώ. Το ηθι­κό δί­δαγ­μα, ωστό­σο, των δο­κι­μια­κών εγ­γρα­φών του εί­ναι η απί­σχνα­ση της ταυ­τό­τη­τας και της μνή­μης, η πα­ρο­δι­κό­τη­τα όλων των πραγ­μά­των, η πνευ­μα­τι­κή εντρο­πία. Τα πά­ντα, ακό­μα και η αγά­πη, χά­νο­νται μες στον κό­σμο «από κοι­νού με κά­θε ύλη» (σελ. 15). Και αν κά­πο­τε ο αφη­γη­τής κα­τα­φά­σκει τον κό­σμο, κα­τα­φά­σκει αυ­τό που ήδη στο προ­οί­μιο του βι­βλί­ου (σ. 11) ονο­μά­ζει «γε­λοιό­τη­τα» του εαυ­τού και του κό­σμου. Γε­λοί­ος ίσως εί­ναι εκεί­νος που συ­νε­χί­ζει να ελ­πί­ζει ενώ τα πά­ντα εί­ναι ανέλ­πι­δα· που προ­σποιεί­ται ότι τα πράγ­μα­τα θα διαρ­κέ­σουν ή θα αλη­θεύ­σουν, ενώ εί­ναι θνη­τά. Ή επί­σης εκεί­νος που πι­στεύ­ει ακό­μα στα εί­δω­λα που εί­χαν κα­τα­σκευά­σει οι θρη­σκεί­ες και η φι­λο­σο­φία, όλοι εκεί­νοι οι «σο­φοί» που μας έχουν εγκα­τα­λεί­ψει «με τη χά­ρη των μου­σι­κών που μα­ζεύ­ουν τα όρ­γα­νά τους σε φθαρ­μέ­νες θή­κες κι απο­χω­ρούν στο τε­χνη­τό ημί­φως. Τούς χει­ρο­κρο­τά­με ακό­μα» (σελ. 11).

Στον Αλ­λό­κο­το Ελ­λη­νι­σμό. Δο­κί­μιο για την ορια­κή εμπει­ρία των ιδε­ών (2016), ο Σι­νιό­σο­γλου εί­χε ερ­γα­στεί με επτά έκ­κε­ντρες, με­τα­βα­τι­κές μορ­φές (με­τα­ξύ άλ­λων τον Κυ­ρια­κό Αγκω­νί­τη, τον Πλή­θω­να Γε­μι­στό, τον Μά­ρουλ­λο Ταρ­χα­νιώ­τη, τον Θε­ό­φι­λο Καϊ­ρη). Ο Καρ­πός προ­σθέ­τει στην προ­σω­πι­κή μυ­θο­λο­γία του δύο ακό­μα κα­τα­λύ­τες της δο­κι­μια­κής γρα­φής με τους οποί­ους εί­χε μυ­στη­ριω­δώς δια­σταυ­ρω­θεί στην οι­κο­γε­νεια­κή και προ­σω­πι­κή του ιστο­ρία: τον Κλέ­ω­να Πα­ρά­σχο και τον Αλ­μπέρ Κα­ρα­κό. Ο Κα­ρα­κό υπήρ­ξε ένας αυ­τό­χει­ρας κο­σμο­πο­λί­της δο­κι­μιο­γρά­φος, γνω­στός μό­νο σε ένα στε­νό κύ­κλο μυ­η­μέ­νων «στη λα­τρεία του μη­δε­νός» (σελ. 159) και αμε­τά­φρα­στος σε πολ­λές ευ­ρω­παϊ­κές γλώσ­σες, που για άγνω­στο λό­γο εί­χε προ­σφέ­ρει αντί­τυ­πα των βι­βλί­ων του με ιδιό­χει­ρες αφιε­ρώ­σεις στη βι­βλιο­θή­κη του Πα­νε­πι­στη­μί­ου του Καί­μπριτζ – ίσως για να φυ­τεύ­σει στην ασά­λευ­τη, αιω­νό­βια τά­ξη της το ακοί­μη­το σκου­λή­κι του θα­νά­του. Ανα­κα­λύ­πτο­ντας τυ­χαία τις γρι­φώ­δεις εκεί­νες αφιε­ρώ­σεις τα χρό­νια των δι­δα­κτο­ρι­κών του σπου­δών, ο αφη­γη­τής εί­χε αι­σθαν­θεί να τόν κοι­τά­ζει μέ­σα από το σκο­τά­δι η ίδια η άβυσ­σος. Από την άλ­λη, ο Πα­ρά­σχος, ποι­η­τής και κρι­τι­κός (και έγκυ­ρος με­τα­φρα­στής του Μπω­ντλαίρ), εί­χε συ­να­να­στρα­φεί στη δε­κα­ε­τία του πε­νή­ντα την οι­κο­γέ­νεια του συγ­γρα­φέα ο οποί­ος τον ανα­κά­λυ­ψε αρ­γό­τε­ρα, μέ­σα από εξα­ντλη­μέ­να, πλέ­ον, βι­βλία του, ως «ει­ση­γη­τή του δο­κι­μί­ου στην Ελ­λά­δα» (σ. 137) – έναν πρω­το­πό­ρο της εσω­τε­ρι­κής αυ­το­βιο­γρα­φί­ας και ύπαρ­ξη «αι­μα­τη­ρά δο­κι­μα­σμέ­νη» (σσ. 144, 147), άρα και ικα­νή να γρά­ψει «δο­κί­μια με σάρ­κα και οστά». Σε μία από τις πιο συ­γκι­νη­τι­κές εγ­γρα­φές του Καρ­πού, ο αφη­γη­τής κρα­τά στα χέ­ρια του ένα άκο­πο βι­βλίο του Πα­ρά­σχου αφιε­ρω­μέ­νο στον τό­τε έφη­βο πα­τέ­ρα του, από τον οποίο συλ­λέ­γει στο τη­λέ­φω­νο πλη­ρο­φο­ρί­ες για τον ξε­χα­σμέ­νο εστέτ καλ­λι­τέ­χνη. «Όταν κλεί­σα­με το τη­λέ­φω­νο, έκο­ψα τις υπό­λοι­πες σε­λί­δες του βι­βλί­ου πο­λύ προ­σε­κτι­κά, Εί­μαι εγώ που κό­βω το βι­βλίο ή ο πα­τέ­ρας μου; Ο λε­πτός θό­ρυ­βος του χαρ­το­κό­πτη κι οι σε­λί­δες που ανοί­γο­νταν με με­τα­τό­πι­σαν τό­σο κο­ντά στον πα­τέ­ρα μου, που ένιω­σα για μια στιγ­μή πως εί­μαι εκεί­νος» (σελ. 158). Στη με­τα­γρα­φή της φευ­γα­λέ­ας αυ­τής εμπει­ρί­ας, η κί­νη­ση της φθο­ράς αντι­στρέ­φε­ται, ο χρό­νος ξα­να­γεν­νιέ­ται, ο έφη­βος πα­τέ­ρας ζω­ντα­νεύ­ει στην ψυ­χή του γιού και ο δο­κι­μια­κός εαυ­τός υπο­δέ­χε­ται έναν άλ­λο εαυ­τό, από τον οποίο δεν μπο­ρεί προς στιγ­μήν να ξε­χω­ρί­σει.

Ο πιο απο­κα­λυ­πτι­κός, ωστό­σο, κα­τα­λύ­της του εγ­χει­ρή­μα­τος του Σι­νιό­σο­γλου εί­ναι μία ανώ­νυ­μη γυ­ναι­κεία μορ­φή, η ηθο­ποιός Ζ., που δια­σχί­ζει την αφή­γη­ση κα­θώς ο συγ­γρα­φέ­ας ανα­κα­λεί τη σχέ­ση τους από το ξε­κί­νη­μά της σε ένα υπό­γειο θέ­α­τρο – μια «φω­λιά» γε­μά­τη «μέρ­μη­γκες-ηθο­ποιούς» (σσ. 15-21) όπου εκεί­νη υπο­δύ­ε­ται το ρό­λο μιας «Σκα­θα­ρί­νας», ίσως σε κά­ποια ελεύ­θε­ρη δια­σκευή του Κάφ­κα – μέ­χρι τον τε­λι­κό μα­ρα­σμό της. Η ελ­λει­πτι­κή αφή­γη­ση της ερω­τι­κής ιστο­ρί­ας πλαι­σιώ­νει τη δο­κι­μια­κή γρα­φή, πα­ρου­σιά­ζει την Ζ. σαν το αντί­θε­το του αφη­γη­τή – μια ύπαρ­ξη υγιή, γε­μά­τη πρω­το­βου­λί­ες και ενέρ­γεια, τολ­μη­ρή και θε­α­τρι­κή, με εκεί­νον να την πα­ρα­κο­λου­θεί από το πε­ρι­θώ­ριο, σαν να της έχει εκ­χω­ρή­σει τη ζω­τι­κό­τη­τα, την ικ­μά­δα του. Σε ένα κομ­βι­κό επει­σό­διο, πε­ρι­θάλ­πουν μα­ζί έναν νε­ο­γέν­νη­το κι όμως ετοι­μο­θά­να­το σπουρ­γί­τη που βα­φτί­ζουν «Ρο­βιν­σώ­να» – έναν νε­οσ­σό κα­τα­δι­κα­σμέ­νο στο θά­να­το, σύμ­βο­λο ίσως της αν­θρώ­πι­νης ψυ­χής, της «animula», που τό­σο πά­ρω­ρα «φεύ­γει για άλ­λους τό­πους»» στους τε­λευ­ταί­ους στί­χους του Αδρια­νού, αλ­λά και του εύ­θραυ­στου δο­κι­μια­κού εαυ­τού που έχει ανά­γκη από φρο­ντί­δα και πε­ρί­θαλ­ψη, όπως επί­σης και της θνη­σι­γε­νούς σχέ­σης τους. «Η Ζ. να τον φρο­ντί­ζει, εί­ναι η πιο κρυ­στάλ­λι­νη μνή­μη που έχω από κεί­νην» (σ. 101). Αλ­λά η μνή­μη και αυ­τού του επει­σο­δί­ου στα­δια­κά απο­βάλ­λε­ται: «αραιώ­νει η ανα­μνη­μό­νευ­ση μες στον χρό­νο και μα­ζί η έντα­σή της» (σ. 106).

Εν τέ­λει, ο συγ­γρα­φέ­ας επι­στρέ­φει – με­τά τον έρω­τα και με­τά τη γρα­φή – στο «μι­κρό του δώ­μα» (σ. 331), με τη δυ­σοί­ω­νη επί­γνω­ση ότι ο «κό­σμος και τα λό­για» εί­ναι μια «έρη­μη φω­λιά». «Τό­τε για­τί ακό­μη σκά­βου­με βα­θιά, και βα­θύ­τε­ρα ακό­μη; Για­τί φω­λιά σου πια δεν εί­ναι ο κό­σμος, φω­λιά σου γί­νε­ται το σπουρ­γί­τι που πέ­φτει και πε­θαί­νει» (σ. 327). Η μό­νη «φω­λιά» – εστία ή πα­τρί­δα – εί­ναι η πτώ­ση του ανυ­πε­ρά­σπι­στου Ρο­βιν­σώ­να στο θά­να­το. Στα ελά­χι­στα δευ­τε­ρό­λε­πτα που διαρ­κεί η άνο­δος με τον ανελ­κυ­στή­ρα στο σπί­τι, προ­λα­βαί­νει να δια­βά­σει μια αυ­το­κόλ­λη­τη βε­βαί­ω­ση ότι η πο­λυ­κα­τοι­κία έχει απο­λυ­μαν­θεί από όλα τα ρυ­πα­ρά έντο­μα και τρω­κτι­κά – η φω­το­γρα­φία του «Πι­στο­ποι­η­τι­κού Απε­ντό­μω­σης» ανα­πα­ρά­γε­ται στο βι­βλίο με μία Ζε­μπαλ­ντια­νή τε­χνι­κή (σελ.331). Η απε­ντό­μω­ση έχει εκ­κα­θα­ρί­σει, έχει δια­γρά­ψει από τη μνή­μη μυρ­μή­γκια και σκα­θα­ρί­νες, εί­ναι σαν να μην έχουν υπάρ­ξει πο­τέ, ο αφη­γη­τής τά έχει ήδη ξε­χά­σει. «Ἐγγὺς», λοι­πόν, «ἡ σὴ περὶ πά­ντων λή­θη» (Τὰ εἰς ἑαυτὸν, 7.21). «Κι αλή­θεια, πό­σες ώρες λεί­πω, πό­σον και­ρό; Ακό­μη κι όταν έφτα­σα, η μυ­στή­ρια ανα­στά­τω­ση πως όφει­λα να εί­χα θυ­μη­θεί κά­ποιον, ή κά­τι, με συ­νό­δευ­σε για λί­γη ώρα» (σελ. 331).

Η ρι­ζο­σπα­στι­κή στρο­φή στον εαυ­τό που επι­χει­ρεί ο Σι­νιό­σο­γλου στον Καρ­πό της Ασθε­νεί­ας μου μοι­ραία ανα­κα­λεί την δρα­μα­τι­κή αντί­φα­ση του Παύ­λου: «Η γὰρ δύ­να­μίς μου ἐν ἀσθε­νείᾳ τε­λειοῦται» (Πρός Κο­ριν­θί­ους Β’, 12.9). Ολό­κλη­ρο το βι­βλίο μπο­ρεί να δια­βα­στεί ως το ανά­πτυγ­μα αυ­τής της φρά­σης: ο πά­σχων εαυ­τός αντλεί τη δύ­να­μή του από την «ασθέ­νειά του», εφό­σον η νό­σος όχι μό­νον τρο­φο­δο­τεί αλ­λά και δη­μιουρ­γεί το δο­κι­μια­κό βλέμ­μα, το δο­κί­μιο ως εί­δος, τη δο­κι­μια­κή γρα­φή. Ο «καρ­πός» της ασθε­νεί­ας του εί­ναι το ίδιο το βι­βλίο – «ο γρα­πτός εαυ­τός εί­ναι η πιο αν­θε­κτι­κή εκ­δο­χή μου» (σ. 45). Ορι­σμέ­νες στιγ­μές, η γρα­φή γί­νε­ται ακό­μα και μια μορ­φή ία­σης: «Να γρά­φω για σέ­να εί­ναι ένας τρό­πος να εί­μαι μα­ζί σου. Ακό­μη. Βυ­θί­ζο­μαι σε κά­τι μέ­σα μου που μοιά­ζει με την ανα­μνη­μό­νευ­σή σου και με ενώ­νει με τον κό­σμο» (σ. 60). Όπως ια­μα­τι­κό εί­ναι να δώ­σεις φω­νή στην ακη­δία, την ευ­θραυ­στό­τη­τα, την αμ­φι­θυ­μία, την κό­πω­ση, την δει­λία, τη μι­σαν­θρω­πία, πά­θη που δεν γί­νο­νται ανε­κτά από τη θρη­σκεία, τη φι­λο­σο­φία ή το κρά­τος που δια­πλά­θουν με τα ζω­τι­κά τους (όπως λέ­με) ψεύ­δη, κα­νο­νι­στι­κές μορ­φές του εαυ­τού. Ο Καρ­πός απο­τι­νάσ­σει τα κα­νο­νι­στι­κά αυ­τά φορ­τία, πραγ­μα­τώ­νει μία άλ­λη ελευ­θε­ρία όπως τό κα­τορ­θώ­νουν μό­νον οι αλη­θι­νοί δο­κι­μιο­γρά­φοι. Πί­στη του εί­ναι η ετε­ρο­δο­ξία – αν και θα μπο­ρού­σε να αντι­τά­ξει κα­νείς ότι και οι θρη­σκεί­ες και τα φι­λο­σο­φι­κά συ­στή­μα­τα επε­ξερ­γά­ζο­νται αρ­χι­κά ένα βί­ω­μα απο­ρί­ας, απώ­λειας και ρι­ζι­κής ανε­στιό­τη­τας ώσπου να θε­σμο­ποι­η­θούν και να εξο­ρί­σουν και τους δο­κι­μιο­γρά­φους από τις εκ­κλη­σί­ες και τις πο­λι­τεί­ες τους.

Ο κίν­δυ­νος κά­θε δο­κι­μια­κής από­πει­ρας εί­ναι ότι, θέ­το­ντας τον εαυ­τό ως το μέ­τρο και το κέ­ντρο των πά­ντων, κιν­δυ­νεύ­ει να εγκα­θι­δρύ­σει τη δι­κή της εγω­τι­κή με­τα­φυ­σι­κή. Εξ ου και, όπως εί­δα­με, άλ­λοι Έλ­λη­νες δο­κι­μιο­γρά­φοι διά­νοι­ξαν τον εαυ­τό στην ποί­η­ση, το «χα­μέ­νο κέ­ντρο», τα «μυ­στι­κά της συ­μπά­θειας» ή τις εντο­λές της ηθι­κής. Σπο­ρα­δι­κά, σε ορι­σμέ­νες εγ­γρα­φές του Καρ­πού αι­σθά­νε­σαι ότι η ανα­πό­δρα­στη φθο­ρά των πά­ντων, το βύ­θι­σμά τους στη λή­θη, γί­νε­ται μια προει­λημ­μέ­νη θέ­ση – η φρά­ση λ.χ. «αν δεν το γρά­ψω, θα χα­θεί κι αυ­τό κα­θώς θα φεύ­γουν όλα» με την οποία κλεί­νει το πρώ­το θραύ­σμα του κε­φα­λαί­ου «Για το déjà vu» (σσ. 69-70) δεν συ­νη­χεί με το κλί­μα του φω­τει­νού πα­ρα­βα­τι­κού επει­σο­δί­ου του οποί­ου απο­τε­λεί κα­τα­κλεί­δα. Ή πά­λι, ο αυ­το­κτο­νι­κός μη­δε­νι­σμός του Αλ­μπέρ Κα­ρα­κό λει­τουρ­γεί λι­γό­τε­ρο πει­στι­κά ως διά­με­σος της εσω­τε­ρι­κής ζω­ής του αφη­γη­τή απ’ ότι ο με­λαγ­χο­λι­κός αι­σθη­τι­σμός του Πα­ρά­σχου. Επί­σης, η από­λυ­τη αφο­σί­ω­ση στον εαυ­τό γεν­νά άλ­λου εί­δους προ­βλή­μα­τα. Για να θυ­μη­θού­με την Λις Ιρι­γκα­ρέ (Ηθι­κή της Σε­ξουα­λι­κής Δια­φο­ράς, σελ. 51-52 στην αγ­γλι­κή έκ­δο­ση), ποιος εί­ναι άρα­γε το υπο­κεί­με­νο και ποιος το αντι­κεί­με­νο όταν ο εαυ­τός εν­δο­σκο­πεί; Πώς μπο­ρεί, και με ποια μέ­σα, να συν­δε­θεί ο εαυ­τός με τον εαυ­τό του – πό­σα υπο­κεί­με­να υπάρ­χουν μέ­σα σ’ έναν εαυ­τό; Για να επι­λύ­σει αυ­τές τις δο­μι­κές αντι­φά­σεις, ο Σι­νιό­σο­γλου προ­χω­ρά με με­γά­λη τόλ­μη πέ­ρα και απ’ τον Μο­νταίν, και κα­τα­σκευά­ζει ένα πρώ­το πρό­σω­πο που δεν στο­χά­ζε­ται ού­τε ανα­κα­λεί απλώς ψυ­χι­κά γε­γο­νό­τα, αλ­λά και ανα­δη­μιουρ­γεί τον εαυ­τό του μέ­σω μί­ας «άσκη­σης», όπως ονο­μά­ζε­ται στο οπι­σθό­φυλ­λο της έκ­δο­σης, «αυ­το­μυ­θο­πλα­σί­ας». Στο κε­νό που δη­μιουρ­γεί η απώ­λεια της μνή­μης και η απο­δρο­μή όλων των πραγ­μά­των, ανα­δύ­ε­ται ένας και­νούρ­γιος εαυ­τός που υπερ­βαί­νει τον «πραγ­μα­τι­κό» και εί­ναι το αλη­θι­νό αντι­κεί­με­νο της γρα­φής.

Αυ­τό, πά­ντως, που μέ­νει ανε­ξι­χνί­α­στο σε όλο το μά­κρος του Καρ­πού της Ασθε­νεί­ας μου εί­ναι η αι­τία της «ασθέ­νειας», της υπαρ­ξια­κής κό­πω­σης, της ρή­ξης του εαυ­τού με τον κό­σμο. Αν και αμεί­λι­κτος στις υπό­λοι­πες ερω­τη­μα­το­θε­σί­ες του, ο αφη­γη­τής δεν αγ­γί­ζει αυ­τό το ερώ­τη­μα. Εί­ναι άρα­γε η ερω­τι­κή απώ­λεια, όπως ορι­σμέ­νες εγ­γρα­φές αφή­νουν να εν­νοη­θεί; Εί­ναι κά­ποια άλ­λη, άγνω­στη, πιο πρω­ταρ­χι­κή απώ­λεια ή κα­τα­στρο­φή; Ή πρό­κει­ται για την κοι­νή με­το­χή μας στην κο­σμι­κή φθο­ρά – αλ­λά τό­τε το βι­βλίο θα εκ­προ­σω­πού­σε απλώς μια εκλε­πτυ­σμέ­νη και εκ­συγ­χρο­νι­σμέ­νη εκ­δο­χή στω­ι­κι­σμού. Πό­σο μα­κριά μπο­ρεί να φτά­σει ο εαυ­τός χω­ρίς να ανα­κα­λύ­ψει τον λό­γο του χω­ρι­σμού του από τους άλ­λους και τον κό­σμο; Ίσως η απά­ντη­ση να βρί­σκε­ται στον επό­με­νο σταθ­μό της «οδοι­πλα­νί­ας» του, κα­θώς ο κύ­κλος του Καρ­πού έχει κλεί­σει και δεν μπο­ρού­με να ξέ­ρου­με ποιος και­νούρ­γιος εαυ­τός θα γεν­νη­θεί όταν η πόρ­τα του μι­κρού «δώ­μα­τος» ανοί­ξει ξα­νά. Στο κε­φά­λαιο «Πε­ρί ασή­μα­ντου κα­θη­με­ρι­νού εαυ­τού» (σσ. 181-183), ο δο­κι­μιο­γρά­φος πα­ρα­θέ­τει με εξο­νυ­χι­στι­κή ει­λι­κρί­νεια τα από­κρυ­φα κα­θη­με­ρι­νά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του: «Αγα­πώ τη μπί­ρα και συλ­λέ­γω πο­τή­ρια μπί­ρας. Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα τα έκλε­ψα από μπι­ρα­ρί­ες και εστια­τό­ρια». «Κα­τα­στρέ­φω ολο­καί­νουρ­για αντι­κεί­με­να που αγο­ρά­ζω μ’ εν­θου­σια­σμό, ιδί­ως γυα­λιά ηλί­ου, πέ­νες και που­κά­μι­σα». «Με ανα­πτε­ρώ­νουν οι κο­τσί­δες των κο­ρι­τσιών που τρέ­χουν». «Στη ζωή μου επα­να­λαμ­βά­νω τα ίδια λά­θη». «Στα ρα­ντε­βού μου πη­γαί­νω αρ­κε­τή ώρα νω­ρί­τε­ρα, κι αυ­τές απο­δει­κνύ­ο­νται κά­πο­τε οι ομορ­φό­τε­ρες βόλ­τες». «Βρί­σκω τις μο­το­συ­κλέ­τες προ­πε­τείς». «Συ­χνά νιώ­θω πως μια μεμ­βρά­νη με­σο­λα­βεί ανά­με­σα στο σώ­μα μου και τον κό­σμο» «Αγα­πώ το θρόι­σμα του αέ­ρα και απο­στρέ­φο­μαι τους αν­θρώ­πους». Αλ­λά ανά­με­σα στις εξο­μο­λο­γη­τι­κές αυ­τές γραμ­μές βε­βαιώ­νει με ελ­πί­δα ότι κα­νείς δεν μπο­ρεί να προ­δια­γρά­ψει την επό­με­νη «οδοι­πλα­νία» του που μπο­ρεί και να οδη­γή­σει στην απά­ντη­ση που εκ­κρε­μεί: «το τέ­λος κα­μιάς δια­δρο­μής δεν θα έπρε­πε να εί­ναι γραμ­μέ­νο στις απαρ­χές της».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: