Διακοπές σαν τροχοπέδιλα

Διακοπές σαν τροχοπέδιλα

Το σκο­τά­δι έπε­φτε στο ΟΑ­ΚΑ. Τα ανοι­χτά και τα κλει­στά γή­πε­δα βου­τού­σαν εδώ και ώρα στη γλύ­κα της αμ­φι­λύ­κης. Οι κό­ρες δια­στέλ­λο­νταν, χα­λά­ρω­ναν στιγ­μή με τη στιγ­μή στην απο­χαι­ρε­τι­στή­ρια της μέ­ρας τε­λε­τή. Κι όμως πο­τέ δεν εί­ναι άλ­λη η στιγ­μή, πο­τέ δεν εί­ναι η ίδια. Έπλεε κι αυ­τός με βυ­θι­σμέ­νο το δε­ξί του μά­γου­λο στα στε­νά­χω­ρα κά­ποιου απο­χω­ρι­σμού. Δεν ήξε­ρε ποιού. Παι­διά και μα­νά­δες περ­νού­σαν τρέ­χο­ντας για τη γιορ­τή, μα ού­τε και για τη γιορ­τή ήξε­ρε αυ­τός τί­πο­τα. Κά­τι στο βά­θος κα­τα­χτυ­πού­σε σαν καρ­διά τέ­ρα­τος. Το άκου­γε εδώ και ώρα που ζέ­σται­νε τις μη­χα­νές, κου­λου­ρια­ζό­τα­νε να ξε­χυ­θεί μ’ όλους τους υπη­ρέ­τες του ενά­ντια στις μι­κρές μας τις καρ­διές, το ‘νιω­θε να δρα­σκε­λί­ζει τον εφιάλ­τη σαν Γκο­τζί­λας της κά­πο­τε εφη­βεί­ας του. Κι όμως δεν ήξε­ρε τι εί­ναι. Παι­διά και μα­νά­δες –σπα­νί­ως ένας πα­τέ­ρας– πέρ­να­γαν βια­στι­κοί, και τώ­ρα κα­τέ­φθα­ναν απ’ την αντί­θε­τη κα­τεύ­θυν­ση πρό­σω­πα φρε­σκο­βαμ­μέ­να, σαν από καρ­να­βά­λι και σαν από τε­λε­τή φυ­λής πα­ρά­ξε­νης της Αφρι­κής που αφή­νει ανε­ξί­τη­λα τα ση­μά­δια της στους μύ­στες. Και τα τσι­μέ­ντα, τα πλα­κά­κια, τα πιο τα­πει­νά υλι­κά ετού­της της πλα­τεί­ας, γέ­μι­ζαν ώρα την ώρα χρώ­μα. Τι ήταν αυ­τό, δεν ήξε­ρε. Ίσως το σώ­μα και το αί­μα των αν­θρώ­πων. Ένα ση­μά­δι πως με­τά τη γιορ­τή τί­πο­τα δεν θα εί­ναι πια το ίδιο. Δεν ήξε­ρε. Αλ­λά ση­κώ­θη­κε να περ­πα­τή­σει ανά­στρο­φα στο ρεύ­μα των μπο­για­τι­σμέ­νων, προς τη με­ριά που φα­ντα­ζό­ταν ήδη το τέ­ρας να κα­τα­βρο­χθί­ζει τα πρώ­τα θύ­μα­τα, τους αδα­είς προ­σκυ­νη­τές, τους γεν­ναιό­δω­ρους εθε­λο­ντές ετού­της της υπέρ­τα­της θυ­σί­ας. Περ­πά­τα­γε, κι ο ήχος της καρ­διάς του όλο και δυ­νά­μω­νε. Ή μή­πως ήταν η καρ­διά του κτή­νους που χτυ­πού­σε μέ­σα του, ή τα σα­γό­νια του στ’ αφτιά του που τον κα­τα­βρό­χθι­ζαν; Δεν ήξε­ρε. Κι όλο πλη­σί­α­ζε. Κι ο κό­σμος όλο πλή­θαι­νε. Τα βή­μα­τα γί­νο­νταν πιο πυ­κνά, ανή­συ­χα –σαν μπό­ρα που ξε­κί­να­γε– όλο και πιο γρή­γο­ρα, όλο και πιο μι­κρά, βη­μα­τά­κια, βή­μα­τα νά­νων. Για­τί βε­βαί­ως έτρε­χαν, αλ­λά με κά­ποια τώ­ρα επι­φύ­λα­ξη, κά­ποια αμ­φι­θυ­μία αδιό­ρα­τη, που έκα­νε τον δια­σκε­λι­σμό τους συ­νε­χώς βρα­χύ­τε­ρο. Και τό­τε ήταν που τα φώ­τα ανα­βό­σβη­σαν, και διέ­κρι­νε τις μου­σι­κές που ανα­δύ­ο­νταν συ­νε­σταλ­μέ­νες κά­τω απ’ το μέ­γα της γιορ­τής το τύ­μπα­νο. Με­τά ξε­πρό­βα­λαν οι επι­γρα­φές και τα λο­γό­τυ­πα των εται­ριών με τη φτη­νή πρα­μά­τεια.
Όχι, δεν θα μι­λή­σει για ονό­μα­τα, δεν θα λε­ρώ­σει αυ­τός τον ου­ρα­νί­σκο του με τού­τες τις αλ­λό­φυ­λες, αλ­λό­γλωσ­σες, αλ­λό­γνω­μες επι­γρα­φές, μ’ αυ­τά τα τα­πει­νά προ­στάγ­μα­τα, ολωσ­διό­λου ξέ­να στη δι­κή του τη ζωή. Κι όμως κοι­τού­σε έναν γύ­ρο πρό­σω­πα χα­ρού­με­να, «ίσως χα­ρού­με­να», εί­πε τώ­ρα μέ­σα του, ίσως και μό­νον χα­μο­γε­λα­στά, αλ­λά μ’ εκεί­νο το χα­μό­γε­λο από ζε­λα­τί­νη, που μοί­ρα­ζαν κο­ψο­χρο­νιά στα δια­λείμ­μα­τα της τη­λε­ο­πτι­κής κο­πριάς, χα­μό­γε­λα που όμως ξέ­ραν να γε­μί­ζουν μέ­χρις διαρ­ρή­ξε­ως το ωρο­λό­γιο πρό­γραμ­μα της κα­λο­κουρ­ντι­σμέ­νης πό­λης, ξέ­ραν να ενα­πο­θέ­τουν στην πιο ήσυ­χη γω­νιά το δη­λη­τή­ριο, που κα­τε­βαί­νει τώ­ρα με υπο­μο­νή, τακ-τακ, ώρα την ώρα, με ασφά­λεια, σί­γου­ρο κι ύπου­λο, στις φλέ­βες κά­θε υπη­κό­ου, τακ-τακ, κι εί­ναι αυ­τό που τα τσι­ρά­κια των πο­λυ­ε­θνι­κών, εκεί­νοι οι μυ­ριο­κα­κό­μοι­ροι κου­κου­λο­φό­ροι από φε­λι­ζόλ, λέ­νε «θε­τι­κή σκέ­ψη», και «να περ­νάς υπέ­ρο­χα», κι ίσως «ουά­ου, εί­ναι τέ­λεια!», τακ-τακ, και άλ­λα να σου ανα­κα­τεύ­ε­ται το στο­μά­χι τέ­τοια.
Πλη­σί­α­ζε τώ­ρα κι αυ­τός, με τον τρό­πο που θα πλη­σί­α­ζες κυ­κλώ­να, βέ­βαιος για τον θά­να­τό του, μα έναν θά­να­το που ζω­ντα­νεύ­ει την καρ­διά και προ­α­ναγ­γέλ­λει επι­κίν­δυ­να φαι­νό­με­να στις αρ­τη­ρί­ες –ένα χα­μί­νι ολο­ΐ­δρω­το τρέ­χει αστα­μά­τη­τα την αλά­να– έναν θά­να­το που σου ζε­σταί­νει τα με­λίγ­για, κι η κά­θε σκέ­ψη μοιά­ζει φρα­τζο­λά­κι πρω­ι­νό, φρε­σκο­ψη­μέ­νο, σαν να ‘ναι η πρώ­τη και η τε­λευ­ταία σου, προ­χώ­ρα­γε υπνω­τι­σμέ­νος προς το μά­τι τού κυ­κλώ­να, το αστα­θές εκεί­νο κέ­ντρο που φι­λο­ξε­νεί τον εφιάλ­τη του κω­φά­λα­λου στη μέ­ση των με­γά­λων μα­χών, σαν ένα σκά­φαν­δρο που κα­τα­δύ­ε­ται όλο και πιο μα­κριά απ’ τον κό­σμο και πη­γαί­νει, προ­χώ­ρα­γε με βή­μα στα­θε­ρό προς την δί­νη που τον ρου­φού­σε σπι­θα­μή τη σπι­θα­μή στο στό­μα της, τον πε­ρι­κύ­κλω­νε γλυ­κά και απο­τρό­παια, σαν βλέμ­μα άγνω­στης που σε μια αστρα­πή του χρό­νου ερω­τεύ­τη­κες, πα­ρα­χω­ρώ­ντας της τη μία του κορ­μιού σου και τη μια του λο­γι­σμού σου εξου­σία, τον τρά­βα­γε, κι εκεί, στο βά­θος, με μά­τια κα­τά­κλει­στα, χω­ρίς να ξέ­ρει και δί­χως τί­πο­τα να πε­ρι­μέ­νει, ανά­με­σα σε σύν­νε­φα μπο­γιάς που χρω­μα­τί­ζαν τον νυ­χτε­ρι­νό αέ­ρα και τού ’δι­ναν μορ­φή απτή, σαν φά­ντα­σμα του νου που έβρε­ξε μό­λις το σε­ντό­νι του σε λί­μνη χρω­μά­των, διέ­κρι­νε μέ­σα του, και μά­λι­στα πά­νω στην πιο τρυ­φε­ρή επι­φά­νεια του φιλμ, εκεί­νην που φι­λο­ξε­νεί την χη­μι­κή αντί­δρα­ση ερή­μην μας σαν περ­πα­τά­με αφη­ρη­μέ­νοι, διέ­κρι­νε για τε­λευ­ταία φο­ρά τα ήδη χα­ραγ­μέ­να φώ­τα των δια­φη­μί­σε­ων, το νέ­ον των ενα­έ­ριων τρο­χών κά­ποιου ιλιγ­γιώ­δους της ζω­ής του λού­να παρκ, τις γι­γα­ντο­ο­θό­νες με τα προ­ϊ­ό­ντα και τ’ αστέ­ρια των ΜΜΕ, τα νέα σώ­μα­τα της μη­χα­νι­κής πει­θούς των προ­ϊ­ό­ντων μες στα σπλά­χνα του, άλ­λα για φα­γη­τά και για ανα­ψυ­κτι­κά, άλ­λα για ρού­χα και εσώ­ρου­χα, άλ­λα για μου­σι­κές και τέ­χνες, άλ­λα για υπερ­βά­σεις αλά «δι­κό μου εί­ναι, ό,τι θέ­λω το κά­νω!», άλ­λα με οδη­γί­ες της μιας χρή­σε­ως πε­ρί του πώς να διά­γεις βί­ον, ού­τως ει­πείν, αν­θό­σπαρ­τον –ξέ­ρουν αυ­τοί κα­λύ­τε­ρα, εσύ πα­ρα­κα­λώ να μην κου­ρά­ζε­σαι– κι άλ­λα πε­ρί του τι εστί κρείτ­τον γι’ αυ­τήν εδώ την ώρα, γι’ αυ­τό εδώ το Εδώ, σ΄ αυ­τό εδώ το Τώ­ρα σου που με­ταλ­λάσ­σε­ται αδιά­κο­πα, στιγ­μή με τη στιγ­μή, έτσι που και η γη τρέ­χει τον δρό­μο της χω­ρίς πο­τέ να τη σκε­φτό­μα­στε, χω­ρίς κα­θό­λου να συ­ναι­σθα­νό­μα­στε το άπει­ρο μέ­σα στο σύ­μπαν βή­μα της -μα δεν πει­ρά­ζει ού­τε κι αυ­τό, αφού η ζωή εί­ναι μι­κρή και πού να τρέ­χεις τώ­ρα– με­ταλ­λάσ­σε­ται, λέω, αυ­τό το Εδώ κι αυ­τό το Τώ­ρα από διαρ­κή και ακα­τά­λυ­τη του βί­ου προ­σευ­χή σε απύθ­με­νης ρη­χό­τη­τας (να ένα μέ­γε­θος σα­φές) χω­μα­τε­ρή της θά­λασ­σας, όπου ξε­βρά­ζο­νται οι θα­λασ­σο­πνιγ­μέ­νοι της ανοη­σί­ας, με­ταλ­λάσ­σε­ται, έτσι όπως με­ταλ­λάσ­σε­ται το κά­θε τι τρι­γύ­ρω σου, για­τί εί­ναι πια πο­λύ αρ­γά, για­τί το δη­λη­τή­ριο εί­ναι και­ρός που κα­τοι­κεί στις φλέ­βες σου, με το βα­ρύ του το περ­πά­τη­μα, αψύ και σί­γου­ρο, βρί­σκει τον δρό­μο του, τρυ­πώ­νει στα πιο δύ­σβα­τα, περ­νά­ει, δια­χέ­ε­ται, μπαί­νει από κά­θε εί­σο­δο στο κά­στρο, απ’ τα μά­τια, απ’ το στό­μα, απ’ τη γλώσ­σα, απ’ τα αυ­τιά, απ’ το δέρ­μα, απ’ την ύπαρ­ξη των άλ­λων που δεν εί­ναι Άλ­λοι, για­τί αυ­τό το εκεί έξω έχει τα πά­ντα κυ­ριεύ­σει, και τί­πο­τα δεν εί­ναι εκεί έξω εξόν να πεις λέ­ξεις σε απο­σύν­θε­ση, τί­πο­τα δεν εί­ναι άλ­λο από περ­βό­λια απο­ξη­ρα­μέ­νης στη χρεία νε­ό­τη­τας, νε­ό­τη­τας που ξα­στό­χη­σε –πα­ρά μια τρί­χα ή πα­ρά έναν γα­λα­ξία, ποια η δια­φο­ρά;– δεν εί­ναι άλ­λο εξόν το τύ­μπα­νο ετού­του του μο­νό­το­νου ρυθ­μού που θα φι­μώ­νει κά­θε άλ­λον, κι όταν θα έχεις πια κα­τα­δυ­θεί στην πιο βα­θιά σπη­λιά, στο πιο ανή­λια­γο της ιδιω­τι­κής σου κό­λα­σης δω­μά­τιο, στο πιο «δεν έχει άλ­λο» αυ­τής της κα­τα­σκέ­πα­σης κά­τω απ’ το βά­ρος του ξέ­νου, τό­τε, εκεί, στο τε­λευ­ταίο δευ­τε­ρό­λε­πτο, λί­γο πριν τον γκρε­μό, λί­γο πριν τον αφα­νι­σμό, εκεί που νιώ­θεις την ανά­σα της αβύσ­σου να σου γλύ­φει τον σβέρ­κο, εκεί εί­ναι που θα πα­ρου­σια­στεί ο από μη­χα­νής θε­ός, ο Ένας, που επι­τέ­λους θα φου­σκώ­σει τα πνευ­μό­νια του για να κραυ­γά­σει το υπέ­ρο­χο «Βο­ή­θεια!», ου­ρα­νο­μή­κες σαν στε­ντό­ρεια στον ύπνο του Εμπει­ρί­κου ια­χή, Κά­ποιος που επι­τέ­λους θα ση­κώ­σει το κε­φά­λι απ’ το αμνια­κό υγρό για να ανα­πνεύ­σει, λί­γο προ­τού ορι­στι­κά τον κα­τα­πιεί ο αφα­λός της δί­νης, η μαύ­ρη τρύ­πα του πο­τέ, το στό­μα τού από πά­ντα τί­πο­τα, εκεί, στο τε­λευ­ταίο δευ­τε­ρό­λε­πτο, σαν έκλαμ­ψη επι­θα­νά­τια και σαν στερ­νή του απελ­πι­σμέ­νου προ­σευ­χή που αλ­λα­ξο­στρα­τί­ζει τη σκλη­ρή χα­ρα­κιά της μοί­ρας, Αυ­τός θα έρ­θει από μέ­σα για να δεί­ξει, με χέ­ρι σί­γου­ρο και καρ­διά πυ­ρω­μέ­νη, το Καί­ριο, το δί­χως Του τί­πο­τα, Εκεί­νο που, ας εί­ναι και στο τε­λευ­ταίο δευ­τε­ρό­λε­πτο, θα απο­κα­λυ­φθεί για να σε Σώ­σει:

[Την εί­δε. Να κι­νεί­ται. Σαν να γλι­στρού­σε στο όνει­ρο. Πέ­ρα­σε μια φο­ρά. Με­τά μια δεύ­τε­ρη. Με χέ­ρια υψω­μέ­να. Με δά­χτυ­λα που χαϊ­δεύ­α­νε τον αέ­ρα. Να κρα­τη­θούν. Ή να κρα­τή­σουν τον αό­ρα­το. Πέ­ρα­σε άλ­λη μια φο­ρά. Τό­τε άκου­σε μέ­σα του τον παλ­μό. Το θρόι­σμα των τρο­χών κά­τω απ’ το λί­γο της βά­ρος. Η γη κι­νιό­ταν αλ­λιώς. Κά­τω του. Και κά­τω της. Θυ­μή­θη­κε. Πρώ­το όνει­ρο πτή­σης. Παι­δί. Στο δω­μά­τιο. Στο κρε­βά­τι. Δεν ήθε­λε να τε­λειώ­σει. Μα ξύ­πνη­σε. Τώ­ρα όχι. Εκεί­νη ξα­να­πέ­ρα­σε. Ο αέ­ρας γύ­ρω πλημ­μύ­ρι­σε ζωή. Και κά­τι από χά­δι φού­στας. Σε γυ­μνό μη­ρό. Η καρ­διά του σκίρ­τη­σε. Γλύ­κα που δεν ήξε­ρε. Από πού ερ­χό­τα­νε; Ποια χι­λιε­τία; Μω­ρό στη μέ­ση του κρε­βα­τιού. Της μά­νας του. Και του πα­τέ­ρα. Υψη­λός πυ­ρε­τός. Χαϊ­δεύ­ει με τα δά­χτυ­λα μια μπα­λα­ρί­να. Μα­κρύς λαι­μός και όλα τα μυ­στή­ρια σφι­χτά δε­μέ­να σ’ έναν κό­τσο. Ψη­λά πά­νω απ’ τον άξο­να. Με τα ελα­τή­ρια. Και το ’να χέ­ρι στον αέ­ρα. Να πε­ρι­στρέ­φε­ται. Στους ήχους μιας επί­χρυ­σης λα­τέρ­νας. Ο κό­σμος όλος ήταν μια πα­ρη­γο­ριά. Για ό,τι εί­χε ως τό­τε γί­νει. Και για ό,τι ήταν να γε­νεί.]

Έτσι και τώ­ρα, ξα­να­πέ­ρα­σε. Και το κορ­μά­κι της διέ­γρα­ψε ένα στή­θος που δεν ήταν ακό­μα στή­θος. Και η κο­ντή της φού­στα κυ­μά­τι­σε στη νύ­χτα την κί­νη­ση. Και ο αέ­ρας της χάι­δε­ψε το πι­γού­νι με το ένα του δά­χτυ­λο και το σπρω­ξε λί­γο προς τον ου­ρα­νό. Και τα χέ­ρια της απλώ­θη­καν με θέρ­μη να ακου­μπή­σουν τον αό­ρα­το. Με προ­σμο­νή; Με γλύ­κα; Με εμπι­στο­σύ­νη. Χω­ρίς βιά­ση. Σαν να ’ταν η ζωή αιώ­νια κι ο χρό­νος όλος τού­τη η στιγ­μή.
Κι ύστε­ρα ξα­να­πέ­ρα­σε. Άλ­λο ένα οχτώ δια­γρά­φτη­κε στο άλ­λο βλέμ­μα του, εκεί­νο που κοι­τού­σε από ψη­λά. Από ψη­λά ήταν αλ­λιώς. Μα και το ίδιο. Και ύστε­ρα την κοί­τα­ξε που απο­μα­κρυ­νό­ταν. Με στα­θε­ρή λε­κά­νη πά­νω από τα τρο­χο­πέ­δι­λα. Και ήταν τό­τε που, με­τά από τό­σες επι­κλή­σεις, σή­κω­σε το αρι­στε­ρό της πό­δι απ’ το έδα­φος. Κά­ποιος την κρά­τη­σε στα­θε­ρή στην αγκα­λιά του, μέ­σα στο σί­γου­ρο οκτώ, αυ­τό που διέ­κρι­νε με το επά­νω βλέμ­μα.
Πο­τέ δεν σή­κω­σε τα μά­τια της να τον κοι­τά­ξει. Αυ­τός πα­ρέ­με­νε ακί­νη­τος, σαν τό­τε που ξυ­πνού­σε από γλυ­κό όνει­ρο και δεν ήθε­λε ο ύπνος να το κα­τα­λά­βει. Πε­ρί­με­νε, με κρα­τη­μέ­νη την ανά­σα, τη μοί­ρα να του φα­νε­ρώ­σει την πρώ­τη χα­ρα­κιά. Βυ­θι­σμέ­νος στην βε­βαιό­τη­τα πως μια και μό­νη λά­θος σκέ­ψη εί­ναι που απο­συ­ναρ­μο­λο­γεί το θαύ­μα. Πε­ρί­με­νε υπο­ταγ­μέ­νος στη δι­κή της κί­νη­ση, που πλημ­μύ­ρι­ζε την ψυ­χή του και δώ­ρι­ζε από ένα μι­κρό φω­το­στέ­φα­νο στους πε­ρα­στι­κούς. Και τό­τε κα­τά­λα­βε: Ήταν –όχι Αυ­τή, αλ­λά– η Κί­νη­σή της που τον κοί­τα­ζε! Και τό­τε όλα χά­θη­καν, κι έμει­νε ένα νε­κρό σε­ντό­νι πε­τα­μέ­νο στις πλά­κες.
Το διαρ­κές οχτώ που ανά­δευε τον χώ­ρο και τον χρό­νο, ο άνε­μος που έσκυ­βε κά­τω απ’ τη φού­στα της να τη φυ­σή­ξει, το λί­γο ρού­χο που αγκά­λια­ζε τη χά­ρη των μη­ρών και σκέ­πα­ζε τις γά­μπες κά­τω ως τα λευ­κά μπο­τά­κια, τα χυ­μέ­να της μαλ­λιά που ανα­στά­τω­ναν –δεν ήξε­ρε να πει το χρώ­μα τους μες στο σκο­τά­δι– ετού­τον τον ευ­τυ­χι­σμέ­νο άνε­μο, τα δά­χτυ­λα που χάι­δευαν για ώρα τον αό­ρα­το, η στέ­ρεη λε­κά­νη –δο­σμέ­νη με υπε­ρο­ψία δω­ρεά σ’ έτοι­μο βλέμ­μα– στη­τή ψη­λά πά­νω απ’ τα δυ­να­τά της πό­δια, κι εκεί­νο το άλ­λο, το με εμπι­στο­σύ­νη δώ­ρο του μη­ρού λί­γο πά­νω απ’ το έδα­φος, όλα, κα­τά­λα­βε, ήταν εκεί μο­νά­χα για να ζυ­για­στούν απ’ τη σω­στή με­ριά, σαν κα­λο­σύ­νης πο­τα­μός που έφε­ρε τις εκ­βο­λές του ήρε­μα σε τού­το το νυ­χτε­ρι­νό ση­μείο της ζω­ής του, νε­ρά ιε­ρά ζω­ής πα­ράλ­λη­λης, να ζυ­για­στούν απ’ την ανά­πο­δη, αντί­βα­ρο στου τέ­ρα­τος το τί­πο­τα, που εί­χε από ώρα εξα­φα­νι­στεί. Τα ράμ­φη της πλά­στιγ­γας για μια στιγ­μή φι­λή­θη­καν, δρο­σιά δι­καιο­σύ­νης φύ­ση­ξε τα κα­μπυ­λω­μέ­να μέ­ταλ­λα, μια ανα­κού­φι­ση συ­νε­πή­ρε κά­θε λυ­πη­μέ­νο παι­δί και κά­θε μά­να και κά­θε πα­τέ­ρα δί­χως να το ξέ­ρου­νε, ο κό­σμος όλος για λί­γο ισορ­ρό­πη­σε.
Και τό­τε ήταν που θυ­μή­θη­κε ότι εκεί­νος ο αό­ρα­τος δεν ήταν άλ­λος απ’ τον Άγ­γε­λό του, τον ιδιω­τι­κό, εκεί­νον που με μια μι­κρή γο­μο­λά­στι­χα, χρό­νια τώ­ρα, υπο­μο­νε­τι­κά, λε­πτό το λε­πτό, κύ­κλο τον κύ­κλο, στρο­φή τη στρο­φή, σβή­νει κά­θε ασχή­μια, με τού­τη την πα­ρη­γο­ρη­τι­κή κα­τα­με­σής στην επι­κρά­τεια του τέ­ρα­τος χο­ρο­γρα­φία, στο μά­τι λες το ένα ίδιο του Κύ­κλω­πα και του κυ­κλώ­να, εκεί όπου το κό­πρι­σμα της ζω­ής απ’ τους αλ­λό­φυ­λους εί­ναι πιο αδιό­ρα­το κι έτσι και πιο δυ­σβά­στα­χτο για την ψυ­χή, μα να που πά­ντα θα υπάρ­χει δι­καιο­σύ­νη με μά­σκα κο­ρι­τσιού ή έφη­βου, κι ας εί­ναι μο­να­χά για όσους βλέ­που­νε, και στο εξής το σύ­μπαν θα χο­ρεύ­ει γύ­ρω μας σαν μπα­λα­ρί­να στα χέ­ρια άρ­ρω­στου παι­διού, που μέ­σα σ’ ένα θαύ­μα θε­ρα­πεύ­ε­ται. Τό­τε, τώ­ρα, κά­θε φο­ρά, για πά­ντα, μ’ ένα «για πά­ντα» που σκί­ζει τον χρό­νο προς κά­θε κα­τεύ­θυν­ση και τον συ­νο­ψί­ζει στο αεί, φεύ­γο­ντας απ’ το καρ­φω­μέ­νο στο χώ­μα του τώ­ρα νυν, πε­τώ­ντας ως τον όμορ­φο κυ­μα­τι­σμό του «εις τους αιώ­νας των αιώ­νων».

Και εί­πε μέ­σα του: Οι δια­κο­πές που έρ­χο­νται εί­ναι μια με­το­νο­μα­σία. Το ναρ­κο­πέ­διο πού φύ­τε­ψαν στο δρό­μο μας τα «υπέ­ρο­χο!», και τα «ουά­ου, τέ­λειο!». Μια απά­τη και μια πρώ­τη αμαρ­τία. Ό,τι κα­τα­τρο­πώ­νει την ασχή­μια κι ό,τι κά­νει λί­γο πιο υπο­φερ­τό τον κό­σμο μας εί­ναι ο απελ­πι­σμέ­νος, που την ευ­λο­γη­μέ­νη ώρα, τη σω­στή, ανοί­γει διά­πλα­τα τα μά­τια, έν­θε­ος κι απο­φα­σι­σμέ­νος, να αντι­κρί­σει έναν Άγ­γε­λο.

Έτσι εί­πε. Κι ήτα­νε πια βα­θύ σκο­τά­δι εκεί έξω, μα ρό­δι­ζε ξη­μέ­ρω­μα μες στην καρ­διά του. Περ­πά­τη­σε τα λί­γα βή­μα­τα ως την έξο­δο, αγκα­λια­σμέ­νος την και­νούρ­για προ­σευ­χή. Ήταν πραγ­μα­τι­κή; Δεν ήταν; Εί­ναι ο κό­σμος όνει­ρο; Δεν εί­ναι;

[Εν τέ­λει: Τι θα ήταν μια ζωή που έχει χρεία από δια­κο­πές;


(14 Ιου­λί­ου 2019)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: