Το κλαρίνο του Μήτσου Μπατζή κοιμάται στη μεθόριο

Κυ­ρια­κή 27 Οκτω­βρί­ου 2019, πα­ρα­μο­νή της επε­τεί­ου, κά­πως φορ­τι­σμέ­νοι κά­ποιοι από μας, μ’ έναν αδιό­ρα­το, υφέρ­πο­ντα τρό­πο, κά­πως αδιά­φο­ροι οι πε­ρισ­σό­τε­ροι. Στο βά­θος, μια τη­λε­ό­ρα­ση παί­ζει. «Το αλά­τι της γης», πα­ρά­ξε­να χα­ρού­με­νη εκ­πο­μπή που χρό­νια τώ­ρα τα­ξι­δεύ­ει –πρό­σω αρ­γά– την λί­μνη της ελ­λη­νι­κής ψυ­χής, με τον Λά­μπρο Λιά­βα στη γέ­φυ­ρα, ωραίο κα­πε­τά­νιο που επι­τρέ­πει και κα­νέ­να κρα­σά­κι εκεί, πλάι στον πη­δα­λιού­χο. Ακού­γε­ται ένα κλα­ρί­νο σε ντο, ένα κλα­ρί­νο πιο βρα­χύ­σω­μο απ’ το συ­νη­θι­σμέ­νο. Ο συ­μπα­θής ορ­γα­νο­παί­κτης μνη­μο­νεύ­ει με συ­γκί­νη­ση το όνο­μα που δεν ήξε­ρα: Τον Οκτώ­βρη του 1940, ο Μή­τσος Μπα­τζής επι­βι­βά­ζε­ται με το κλα­ρί­νο του σε ένα τραί­νο που κι­νεί­ται προς την αλ­βα­νι­κή με­θό­ριο, μα­ζί με χι­λιά­δες άλ­λους συ­μπο­λε­μι­στές του. Ανά­με­σά τους κι ο πα­τέ­ρας μου. Κα­τα­λή­γει στην πρώ­τη γραμ­μή ενός αγώ­να ήδη διο­νυ­σια­σμέ­νου μες στην υπέρ­βα­ση. Το φά­σμα μιας ηλιό­λου­στης στη δι­καιο­σύ­νη πα­τρί­δας επι­τα­χύ­νει όλα τα τραί­να. Λα­ός έν­θε­ος σφίγ­γει στη φού­χτα του έναν ήδη ξε­τε­λε­μέ­νο αγώ­να. Το έπος ζέ­σται­νε τις μη­χα­νές. Τα πρώ­τα τρυ­φε­ρά φτε­ρά ανα­ρι­γού­σαν στη ρά­χη της νί­κης. Η μά­χη έγι­νε δου­λειά του κα­θε­νός, μά­χη φτιαγ­μέ­νη απ’ τον πη­λό μνή­μης αρ­χαί­ας, τό­σο εγκορ­μι­σμέ­νης στο αυ­το­νό­η­το, που ήτα­νε πια –έτσι κα­θώς της έπρε­πε– μνή­μη ασυ­νεί­δη­τη. Δεν ήταν τα όπλα που μι­λού­σαν. Ήταν η χω­μά­τι­νη καρ­διά των αγέν­νη­των παι­διών μας που κα­τα­χτυ­πού­σε σε κά­θε στή­θος. Και δί­πλα στη γιορ­τή, μια προ­δο­σία που ερ­χό­ταν έρ­πο­ντας. Αλ­λά κα­νείς δεν νοια­ζό­ταν για αυ­τήν.

Ο Μπα­τζής, στο μέ­τω­πο, βγά­ζει το κλα­ρί­νο του κι εμ­ψυ­χώ­νει τους συ­ντρό­φους. Ηπει­ρώ­τι­κες προ­σευ­χές γλι­στρά­νε τις βου­νο­κορ­φές και στέ­κο­νται στα διά­σε­λα ν’ ακού­σουν τον αντί­λα­λο. Ο Μπα­τζής, στο βου­νό, μοι­ρο­λο­γεί πά­νω απ’ τους νε­κρούς συ­ντρό­φους. Κά­που εκεί θα άκου­σε –δεν μπο­ρεί– το μοι­ρο­λόι κι ο πα­τέ­ρας μου, λί­γο πριν να τραυ­μα­τι­στεί, λί­γο πριν επι­στρέ­ψει στο άλ­λο το βου­νό, στο άλ­λο μέ­σα στοί­χη­μά του. Έτσι και ο Μπα­τζής. Και μία μέ­ρα –ή ίσως μια νύ­χτα ή μια στιγ­μή της αμ­φι­λύ­κης με τις ωραί­ες της τις συλ­λα­βές ανά­με­σα στους δύο κό­σμους– η βόμ­βα που δεν ήξε­ρε από μοι­ρο­λό­για και που εί­χε μα­ζί του ρα­ντε­βού ήδη προ­τού να γεν­νη­θεί, έσκα­σε δί­πλα και του πή­ρε το κε­φά­λι.
Οι σύ­ντρο­φοί του –πρό­σω­πα σκλη­ρά, μι­σά κιό­λας μέ­σα στον θά­να­το, μι­σά μες στη ζωή, όρ­θια όμως μες στο νό­η­μα της ώρας, πρό­σω­πα με αντρί­κεια δά­κρυα μέ­σα στη λά­σπη και το αί­μα της Ηπεί­ρου, πρό­σω­πα μά­σκες άλ­λης τρα­γω­δί­ας– τον συ­νο­δεύ­ουν στον δι­κό του τό­πο. Και βά­ζουν το κλα­ρί­νο στην αγκα­λιά του, να του κρα­τά πα­ρέα στο τα­ξί­δι.
Λέ­νε ότι ο τά­φος του Μπα­τζή εί­ναι σε μια κορ­φή δί­πλα στο εκ­κλη­σά­κι του Προ­φή­τη Ηλία, που κοι­τά στην Κό­νι­τσα. Άλ­λοι λέ­νε πως εί­ναι στον Προ­φή­τη Ηλία Δο­λια­νών. Κα­νείς δεν ξέ­ρει ακρι­βώς να πει. Κι ού­τε που έχει ση­μα­σία. Ο πα­τέ­ρας του ο Ντί­νος τον έψα­ξε μα δεν τον βρή­κε.

Το κλαρίνο του Μήτσου Μπατζή κοιμάται στη μεθόριο

Οι αρ­χαιο­λό­γοι κι οι ιστο­ρι­κοί ξέ­ρουν πά­ντως να πουν ότι στο μαυ­σω­λείο του αυ­το­κρά­το­ρα Τσιν Σι Χουάνγκ θά­φτη­κε μα­ζί με τον νε­κρό, τον 3ο π.Χ. αιώ­να, ο στρα­τός του από τε­ρα­κό­τα, 8.000 ομοιώ­μα­τα στρα­τιω­τών του πε­ζι­κού, που κα­νείς δεν μοιά­ζει με τον άλ­λον, άρα εί­ναι όντως ομοιώ­μα­τα, και, μα­ζί, ιπ­πείς, το­ξό­τες γο­να­τι­στοί και το­ξό­τες όρ­θιοι, αξιω­μα­τι­κοί, άρ­μα­τα, άλο­γα, ένα σιω­πη­λό πλή­θος πι­στών μα­χη­τών που θα τον φύ­λα­γε στην αιω­νιό­τη­τα. Με κά­ποιον τρό­πο, όντως τον φύ­λα­ξε στην αιω­νιό­τη­τα, αφού, εξαι­τί­ας αυ­τών των τρο­με­ρών φρου­ρών, το όνο­μά του, 23 αιώ­νες με­τά, ζει στη μνή­μη μας, μια μνή­μη γε­μά­τη από ει­κό­νες ενός πα­ρελ­θό­ντος που ήρ­θε περ­πα­τώ­ντας ως τις μέ­ρες μας, για να εγκα­τα­στα­θεί στην πε­ριο­χή του μύ­θου.
Ο κά­τι λι­γό­τε­ρο ή κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από αυ­το­κρά­το­ρας Μή­τσος Μπα­τζής δεν χρεια­ζό­ταν έναν στρα­τό από τε­ρα­κό­τα. Το θα­λάσ­σιο ξύ­λο του, πο­λυ­τα­ξι­δε­μέ­νο και πο­λύ­η­χο, βγαλ­μέ­νο κα­τ’ ευ­θεί­αν απ’ την Ιλιά­δα και γι’ αυ­τό το ίδιο πο­λύ­τι­μο με τον στρα­τό του Τσιν Σι Χουάνγκ, κοι­μά­ται κά­που στα βου­νά της Αλ­βα­νι­κής με­θο­ρί­ου, και τον φυ­λά ζω­ντα­νό στο πα­ρόν και στο μέλ­λον του. Αν το να ακου­μπάς το επι­στό­μιο ενός τέ­τοιου ιε­ρού ξύ­λου στα χεί­λη σου αντι­στοι­χεί σε ένα διαρ­κές φι­λί της ζω­ής, που απο­διώ­χνει τον θά­να­το και τη βαρ­βα­ρό­τη­τα όπως ο σταυ­ρός, λέ­νε, τον βρι­κό­λα­κα, τό­τε ο Μπα­τζής και το κλα­ρί­νο του θα βρε­θούν αγκα­λια­σμέ­νοι απ’ τον εμ­βρό­ντη­το αρ­χαιο­λό­γο του μέλ­λο­ντος σαν ζευ­γά­ρι ερω­τευ­μέ­νων. Ένας Ρω­μαί­ος με την Ιου­λιέτ­τα του θα έχουν μό­λις γεν­νη­θεί.

Ανα­θι­βά­νω σή­με­ρα τις ώρες του αν­θρώ­που που δεν γνώ­ρι­σα. Τον βλέ­πω να κοι­μά­ται αγκα­λιά με το κλα­ρί­νο του, κλα­ρί­νο σε ντο, αυ­τή τη νό­τα την ξε­νό­φερ­τη που πο­λι­το­γρα­φή­θη­κε Ελ­λη­νί­δα για τις δι­κές μας τις ανά­γκες, και κά­θε τό­σο, τα πιο σκο­τει­νά τα βρά­δια, βρά­δια χω­ρίς φεγ­γά­ρι, βρά­δια με δί­χως άνε­μο, δί­χως βρο­χή, βρά­δια με δί­χως χιό­νι, τον ακούω να τρί­βει τη γλωτ­τί­δα στο κά­τω χεί­λος του και να πιά­νει το μοι­ρο­λόι για κά­θε τι που πέ­ρα­σε. Τώ­ρα τον ακού­νε μο­να­χά τα νυ­χτο­πού­λια και, κά­ποιοι λέ­νε, η μά­να του και χαί­ρε­ται. Τι να μοι­ρο­λο­γεί ετού­το το κλα­ρί­νο;
Κά­πο­τε θα περ­νά­ει κι ο πα­τέ­ρας μου, θα κο­ντο­στέ­κε­ται ν’ ακού­σει αυ­τόν τον άγνω­στό μου Μή­τσο, αν δεν τον εί­χε ήδη ακού­σει πριν, αν δεν τον εί­χε ήδη η τύ­χη αξιώ­σει ένα μα­κρό­συρ­το μοι­ρο­λόι πά­νω απ’ τον τά­φο των συ­ντρό­φων, ορ­θός, απο­φα­σι­σμέ­νος και πε­ρή­φα­νος, σί­γου­ρος, πλάι στις πη­χτές τις νό­τες που γλι­στρού­σα­νε με τον αντί­λα­λό τους και χαϊ­δεύ­α­νε τα τρυ­φε­ρά βου­νά, τα άγρια βου­νά, τα δι­κά τους πά­ντα βου­νά, από πλα­γιά σε πλα­γιά, με το κε­φά­λι σκυ­φτό, γε­μά­το τις δι­κές του μνή­μες, πά­νω απ’ το ίδιο –μπο­ρεί– το σώ­μα του Μπα­τζή, με το κλα­ρί­νο του αγκα­λιά μέ­σα στον τε­λευ­ταίο λάκ­κο. Ν’ άκου­σε άρα­γε κι αυ­τός το μοι­ρο­λόι των συ­μπο­λε­μι­στών, να έκλα­ψε κι αυ­τός μα­ζί τους, να ’τα­νε άρα­γε εκεί­νος που έσκα­ψε με τα χέ­ρια του την τε­λευ­ταία του Μπα­τζή αιώ­νια κού­νια; Δεν ξέ­ρω. Πο­τέ δεν εί­πε. Δεν εί­ναι απί­θα­νο. Και πά­λι δεν εί­ναι πι­θα­νό. Ανά­με­σα σ’ αυ­τές τις δύο άκρες που ξε­φτί­ζουν απ’ τα ωραία μπα­τζά­κια του πι­θα­νού, που όμως δεν απέ­χουν και πο­λύ, στέ­κε­ται η μία, διαρ­κής, πα­ρά­ξε­νη αλή­θεια: Ίσως να συ­να­ντή­θη­καν, ίσως και όχι. Ήτα­νε όμως σί­γου­ρα γιοι του ίδιου πα­τέ­ρα, κι έτσι, κά­που, σε μια του πα­ρελ­θό­ντος ή του μέλ­λο­ντος μή­τρα, για πά­ντα θα αγκα­λιά­ζο­νται σαν αδερ­φοί.
Έτσι, στο φως αυ­τής της πι­θα­νό­τη­τας που αγκα­λιά­ζει ήσυ­χη τον εαυ­τό της, έχω κι εγώ ακού­σει το κλα­ρί­νο του Μπα­τζή, χω­ρίς να το ξέ­ρω, χω­ρίς να το ξέ­ρει κι ο πα­τέ­ρας μου. Κι έχω γευ­τεί από πρώ­το χέ­ρι –αν εί­ναι το χέ­ρι που γεύ­ε­ται σε τέ­τοιες πε­ρι­πτώ­σεις, αφού το χέ­ρι πράτ­τει, άρα αυ­τό εί­ναι που πρέ­πει να ξέ­ρει τα πε­ρισ­σό­τε­ρα– έχω λοι­πόν γευ­τεί από πρώ­το χέ­ρι την έξα­ψη των ημε­ρών, τον οί­στρο της νί­κης, τη σι­γου­ριά του μη εφι­κτού που για αυ­τό ακρι­βώς γί­νε­ται αδια­φι­λο­νί­κη­τα δυ­να­τό, την κο­ρυ­φο­γραμ­μή με την ωραία θέα ανά­με­σα στο ίσως και στο ναι, έχω κρα­τή­σει στην πο­διά μου την συ­γκί­νη­ση απ’ τους ήχους που κα­τα­κρη­μνί­ζο­νται στα Ηπει­ρώ­τι­κα βου­νά κι ανά­με­σα στις τρύ­πες του κλα­ρί­νου του Μπα­τζή, με τη δε­ξιο­σύ­νη του αυ­το­νό­η­του, με την απλό­τη­τα του θεί­ου, με το «έτσι εί­ναι η ζωή» τού για πά­ντα. Κά­θε σύ­ντρο­φος σε κεί­νο το βου­νό ήτα­νε και μια νό­τα λεια­σμέ­νη στον πό­θο της νί­κης, κά­θε νό­τα σ’ αυ­τό το κλα­ρί­νο ήταν όλοι μα­ζί εμείς, που κα­τρα­κυ­λού­σα­με με εμπι­στο­σύ­νη τις πλα­γιές στην Ηλιορ­ρά­χη, κοι­τώ­ντας προς την πε­διά­δα τον Αώο να βρέ­χει εδώ και αιώ­νες τα πό­δια της Πίν­δου. Ή ίσως τον Γορ­μό τον πο­τα­μό, τό­τε που κι­νού­σα­με για τη Βήσ­σα­νη με προ­σευ­χές και με τρα­γού­δια. Τώ­ρα, όπως και τό­τε.

Αν ο Μπα­τζής κοι­μά­ται αγκα­λιά με το κλα­ρί­νο του, σε μια άγνω­στη σε μας γω­νιά της Πίν­δου, με­ρι­κές χι­λιά­δες χι­λιό­με­τρα μα­κριά, προς τα βο­ρειο­δυ­τι­κά, δί­πλα στο Στό­ουν­χεντζ, ο για πά­ντα 45χρο­νος το­ξό­της του Έι­μπ­σμπε­ρι κοι­μά­ται αγκα­λιά με το τό­ξο του εδώ και 4.500 χρό­νια. Ναι, 45 τό­σους αιώ­νες. Αυ­τό το «κοι­μά­ται» συ­νι­στά πρά­ξη! Τι άλ­λο να ναι άλ­λω­στε η αιω­νιό­τη­τα;
Ανά­με­σα στον το­ξό­τη του Έι­μπ­σμπε­ρι, στη δύ­ση, και στον αυ­το­κρά­το­ρα Τσιν Σι Χουάνγκ, στην ανα­το­λή, κά­που στην Αλ­βα­νι­κή με­θό­ριο, κοι­μά­ται ο Μή­τσος ο Μπα­τζής, αγκα­λιά με το δι­κό του το δώ­ρο, το δι­κό του ες αεί τε­τα­μέ­νο τό­ξο. Το κλα­ρί­νο όμως του Μπα­τζή δεν θά­βε­ται δί­πλα του επει­δή του «ανή­κει», όπως οι σύ­ζυ­γοι, οι υπη­ρέ­τες και τα κα­τοι­κί­δια των νε­κρών κά­πο­τε ηγε­μό­νων. Εθε­λου­σί­ως τε­λειώ­νει τον βρα­χύ του βίο μα­ζί με το αφε­ντι­κό του, αφού εκεί­νος εί­ναι που του δί­νει την «πνοή», κι εκεί­νος εί­ναι που του την παίρ­νει με την πα­ρο­δι­κή του αφω­νία.

«Υιέ μου πνέ­ου­σαν μ᾿ εί­δες…», μο­νο­λο­γεί ο Κάλ­βος μέ­σα απ’ το στό­μα του φά­σμα­τος, και ο υιός, με τη σει­ρά του, φέ­ρει την μη­τρι­κή πνοή ως το τέ­λος του. Το πι­στό όρ­γα­νο ακο­λου­θεί τον Μπα­τζή στον τά­φο του, προσ­δο­κώ­ντας τη μέ­ρα που θα εγερ­θεί και θα πνεύ­σει ξα­νά ζωή μες στο νε­κρό του σώ­μα, θα φυ­σή­ξει πνοή στα άρ­με­να του θα­λάσ­σιου ξύ­λου, αυ­τού του αιώ­νιου τα­ξι­δευ­τή, θα ορ­θω­θεί ξα­νά πά­νω απ’ την ιστο­ρία κρα­δαί­νο­ντας το λά­βα­ρο του διαρ­κούς μέ­σα μας τό­που. Εί­ναι λί­γο;

Και κά­τι ακό­μα: Όπως στους εντα­φια­σμούς της Νε­ο­λι­θι­κής επο­χής, που ήταν ίσως μια επο­χή αγνό­τη­τας των αι­σθη­μά­των, το κτέ­ρι­σμα του Μπα­τζή, το φτω­χι­κό όσο και πο­λύ­τι­μο κλα­ρί­νο του, δη­λώ­νει απρό­σμε­να έναν πα­ρά­ξε­νο υπο­μνη­μα­τι­σμό, ένα ψι­θύ­ρι­σμα μιας κά­πο­τε –ή μιας μελ­λού­με­νης– κοι­νω­νί­ας δί­χως τά­ξεις, που ο Μπα­τζής ανα­ρω­τιέ­μαι αν εί­χε καν δια­νοη­θεί, εξόν κι ένα ηπει­ρώ­τι­κο μοι­ρο­λόι λέ­ει πράγ­μα­τα που ακό­μα δεν κα­τα­λα­βαί­νου­με, ού­τε εμείς ού­τε κι οι ίδιες οι μοι­ρο­λο­γί­στρες, και μάλ­λον έτσι εί­ναι, οπό­τε κι ο νε­κρός θα αν­θί­ζει με­τά θά­να­τον και θα γί­νε­ται όλο και σο­φό­τε­ρος. Πά­ντως, εδώ, ο νε­κρός δεν προσ­δο­κά μια με­τά θά­να­τον ζωή στην διάρ­κεια της οποί­ας το κτέ­ρι­σμά του θα του ήταν απα­ραί­τη­το ως μέ­σον ανταλ­λα­γής, γι’ αυ­τό και δεν έχου­με χρυ­σά­φια και πορ­φύ­ρες. Εί­ναι εκεί, σαν μέ­ρος του σώ­μα­τός του, σαν μια ακό­μα ωλέ­νη, ένας ακό­μα μη­ρός, μια δεύ­τε­ρη ίσως καρ­διά, κι όχι σαν όρ­γα­νο. Αφή­νει έτσι έναν ακρι­βού δα­σκά­λου χαι­ρε­τι­σμό: Η μου­σι­κή, όπως και κά­θε άυ­λο αυ­τού του κό­σμου πράγ­μα, δεν πιά­νε­ται με το υπο­δε­κά­με­τρο. Για­τί εί­ναι τρό­πος. Και εί­ναι τό­πος. Και εί­ναι επό­πτευ­ση του σύ­νο­λου χρό­νου, εμπρός και πί­σω μας. Ταυ­τό­χρο­να.

Εί­μαι κι εγώ μου­σι­κός, ό,τι κι αν αυ­τό ση­μαί­νει. Για μέ­να ση­μαί­νει –φταί­ει και ο Μπα­τζ­τής για τού­το βέ­βαια– έναν τρό­πο να αντι­λαμ­βά­νε­σαι τις λε­πτο­μέ­ρειες ενός καμ­βά που στή­νε­ται στην επι­κρά­τεια της ζω­ής σαν αιο­λι­κή άρ­πα που τη φυ­σούν τα γε­γο­νό­τα, έναν τρό­πο που ο πε­ρισ­σό­τε­ρος κό­σμος δεν δια­θέ­τει και που δεν δια­νο­εί­ται καν. Και δεν μι­λώ για τε­χνι­κές και για άλ­λα τέ­τοια χλια­ρά, των σα­λο­νιών και της του άστε­ως χυ­δαιό­τη­τας τα φα­ντά­σμα­τα, μα για το πο­λύ­λα­λο εκεί­νο φίλ­τρο που με­τα­μορ­φώ­νει ένα δε­μά­τι ξύ­λα σε σκεύ­ος στο­χα­σμού, σε ερ­γα­λείο που σκα­λί­ζει τα πιο βα­θιά της ύπαρ­ξης χώ­μα­τα. Ξέ­ρω, λοι­πόν, πως, όταν ο Μπα­τζής μοι­ρο­λο­γεί, δεν εί­ναι ο ίδιος που μοι­ρο­λο­γεί, αλ­λά το πνεύ­μα σύ­γκορ­μο του δά­σους που έθρε­ψε το ξύ­λο του κλα­ρί­νου του, μ’ όλα μα­ζί τα ξω­τι­κά που το κα­τοί­κη­σαν μες στην ωραία ιστο­ρία του. Κι αυ­τό ο κά­θε μου­σι­κός το ξέ­ρει. Αν, βέ­βαια. Μα και ο κά­θε άν­θρω­πος που Ζει.
Το χώ­μα νο­τι­σμέ­νο, το χώ­μα χιο­νι­σμέ­νο, σκου­λή­κια σέρ­νο­νται μέ­σα απ’ τις τρύ­πες του, αγκα­λιά­ζουν τις τά­πες του, σκου­λή­κια κοι­τούν μέ­σα απ’ τις κόγ­χες των μα­τιών του προς τη με­θό­ριο που δια­κο­ρεύ­τη­κε, προς κά­θε δια­βά­τη που περ­νά και που δεν ξέ­ρει.

Δεν εί­ναι αυ­τό μνη­μό­συ­νο. Εί­ναι γιορ­τή της γης που χαί­ρε­ται κά­τω απ’ τα πό­δια μας και που μας πε­ρι­μέ­νει. Όπως κι η θά­λασ­σα πε­ρι­μέ­νει τους πνιγ­μέ­νους της στην άλ­λη με­θό­ριο, του Αι­γαί­ου, εί­τε αυ­τοί τα­ξι­δεύ­ουν προς την Τροία εί­τε αυ­τοί τα­ξι­δεύ­ουν προς την Λέ­σβο. Το θα­λάσ­σιο ξύ­λο του Μπα­τζή θα τα­ξι­δεύ­ει αιώ­νια την ιστο­ρία μας και προς τις δύο κα­τευ­θύν­σεις. Θα τρα­γου­δά στον ύπνο μας το μη­τρι­κό να­νού­ρι­σμα της διάρ­κειας. Θα απλώ­νει κα­θα­ρό χέ­ρι στο διαρ­κές της μί­ας μό­νης ση­μα­σί­ας. Θα στέ­κε­ται με παρ­ρη­σία στην Αγο­ρά του Δή­μου, δί­πλα στα πιο πο­λυ­γιορ­τα­σμέ­να πρό­σω­πα, θα δια­λα­λεί την λί­γη-απρο­σμέ­τρη­τη πα­ρου­σία του σ’ αυ­τόν τον κό­σμο. Τό­τε, σή­με­ρα, αύ­ριο, με την ελ­πί­δα πως θα υπάρ­χουν κι αύ­ριο παι­διά με μά­τια και αυ­τιά που βλέ­που­νε κι ακού­νε, παι­διά με ψυ­χές που δεν γι­νή­κα­νε ψυ­χές βαρ­βά­ρων.

Το κλα­ρί­νο θά­φτη­κε ως υπη­ρέ­της εν ζωή του Μπα­τζή. Σαν τα­φι­κό δώ­ρο που θα τον συ­ντρο­φεύ­ει στις αιώ­νιες ώρες της σιω­πής του. Όμως οι σύ­ντρο­φοί του πί­στευαν στην μία με­τά θά­να­τον ζωή, πί­στευαν, ακό­μα και αν ήταν άθε­οι, για­τί μια τέ­τοια πί­στη εί­ναι άσχε­τη με την θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα, όπως θα ήξε­ρε και ο πα­τέ­ρας μου να πει, που, στην επι­στρο­φή του απ’ την εξο­ρία, συ­νό­δευε τις Κυ­ρια­κές τη μά­να μου στην εκ­κλη­σία. Ή, να το πω αλ­λιώς, εί­ναι μια πί­στη που εδραιώ­νει μια βα­θύ­τε­ρη θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα, για την οποία μο­να­χά οι πρά­ξεις ξέ­ρουν να μι­λή­σουν. Ο νους, δί­πλα τους, θα πα­ρα­μέ­νει φτω­χός, φτω­χό­τα­τος συγ­γε­νής. Οι σύ­ντρο­φοι πί­στευαν πως ο Μπα­τζής θα να­νου­ρί­ζει κά­ποιους και με­τά τον θά­να­τό του. Και σω­στά το πί­στευαν. Αυ­τό δεν κά­νει άλ­λω­στε ετού­τη την ωραία τη στιγ­μή, μέ­σα σ’ ετού­το εδώ το κεί­με­νο, μέ­σα από μέ­να, σαν να μου­να εγώ ο ίδιος το κλα­ρί­νο του; Φυ­σά­ει στις βου­νο­κορ­φές και ομορ­φαί­νει ο τό­πος. – Αλη­θώς!

Ο πα­τέ­ρας έφε­ρε στο σπί­τι μιαν ει­κό­να απ’ το μέ­τω­πο και μιαν ευ­λο­γία: «– Ζει ο Μπα­τζής ο Μή­τσος;!» ήταν σα να ρω­τού­σε κά­θε Κυ­ρια­κή με­τά τη λει­τουρ­γία. «– Ναι, ζει, και εί­ναι εδώ, μα­ζί μας!», του απα­ντού­σα­με. Μοι­ρο­λο­γά τον κά­θε σύ­ντρο­φο που φεύ­γει μα­κριά, μοι­ρο­λο­γά­ει και τον εαυ­τό του που απο­μα­κρύ­νε­ται, μοι­ρο­λο­γά κι εμέ­να που σας γρά­φω αυ­τή την ώρα, κι εσέ­να που δια­βά­ζεις στη δι­κή σου ώρα, και που δεν ξέ­ρου­με να πού­με τη στιγ­μή που οι λα­σπω­μέ­νες γκέ­τες του θα περ­πα­τή­σουν τα­πει­νά πά­νω απ’ το κε­φά­λι μας, αρ­γό­συρ­τα, αντρί­κεια, κα­θα­ρά, πε­ρή­φα­να, για να μας χαι­ρε­τή­σου­νε για πά­ντα.

Σκέ­φτο­μαι τον Μπα­τζή με ένα στο κά­θε του χέ­ρι όπλο. Το ένα, που δια­νοί­γει την πλη­γή που μας θα­να­τώ­νει. Το άλ­λο, που δια­νοί­γει την πλη­γή που μας ανα­σταί­νει. Θα άφη­να ένα λου­λού­δι στον τά­φο αυ­τού του διαρ­κούς πα­τέ­ρα μου. Αν τον ήξε­ρα.

Το κλαρίνο του Μήτσου Μπατζή κοιμάται στη μεθόριο

Ο Μή­τσος Μπα­τζής, ο πιο δια­κε­κρι­μέ­νος της με­γά­λης οι­κο­γέ­νειας των Μπα­τζαί­ων, απ’ το Βα­σι­λι­κό Πω­γω­νί­ου, πο­λέ­μη­σε στο ανε­ξάρ­τη­το Τάγ­μα Δελ­βε­να­κί­ου και σκο­τώ­θη­κε, σύμ­φω­να με τα αρ­χεία του ΓΕΣ, στις 15/11/1940. Ήταν τό­τε 29 ή, κα­τ’ άλ­λους, 31 ετών. Εδώ, σε ηχο­γρά­φη­ση του 1936, ακού­με το κλα­ρί­νο του. «Ετού­τη τη χρο­νιά», με την Αθα­να­σία Ατρα­ΐ­δου. Εί­ναι το μό­νο ασφα­λές από­σπα­σμα, για­τί ακού­γε­ται ο χαι­ρε­τι­σμός: «Ώπα, γεια σου, Μή­τσο Μπα­τζή με το κλα­ρί­νο σου!». Απ’ το 2:33 ακού­γε­ται μό­νος του, και στο 2:55 περ­νά μια ει­κό­να που πρέ­πει να εί­ναι αυ­τός, ο ίδιος ο Μπα­τζής. Δεν έχω άλ­λη.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: