Η Ποίηση, αυτή η τόσο μοναχική στη δημιουργική διαδικασία τέχνη… -και το επισημαίνω με αποσιωπητικά, καθώς βρισκόμαστε ήδη και στη σύνθεση του λόγου στην εποχή της μηχανής: του ChatGPT και της τεχνητής νοημοσύνης- αυτοπροστατεύεται, στην αυθεντικότητά της, από την “Ιδιωτική Οδό”* των περιπάτων του ποιητή:
“Αυτά που μ’ αρέσουν είναι και η μοναξιά μου” (Οδυσσέας Ελύτης)*.
Χωρίς συνοδοιπόρους στη δημιουργική περιπέτεια της μετουσίωσης των εσωτερικών ήχων του και των νύξεων στις κρυφές χορδές των συναισθημάτων του, ο ποιητής διαδράμει αυτήν την οδό ως σχοινοβάτης, μέσα σε μια αναπόδραστη αντίφαση: στην επίγνωση της ένδειας που στο ατελές της ποιητικής πράξης υψώνεται για τη λυτρωτική έκφραση (το “πού θα βάλει ο ποιητής την τελεία” πάντα, κατά τη γνώμη μου, αιωρείται) αφ’ ενός και αφ’ ετέρου, στη βεβαιότητα ότι στη σχοινοβασία του αυτή μέχρι αντίπερα δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο στο σχοινί: ο ποιητής είναι μόνος.
Κατ’ αυτήν την έννοια, πιστεύω πως η Ποίηση είναι εξ ορισμού ΑΥΤΑΡΚΗΣ στην ατέλειά της. Περιέχει τη μουσική της, που δεν παράγεται γλωσσικά μόνον από την αρμονία της σύνθεσης των φθόγγων, των συλλαβών και της μετρικής της, αλλά και από τις νοηματικές και ψυχικές δονήσεις που ο ποιητικός λόγος προκαλεί.
Ωστόσο, ο ποιητής ―όπως άλλωστε ο δημιουργός σε κάθε τέχνη― βρίσκει και αυτός τα υλικά του στην πνοή των επιδράσεων που δέχεται, όπως μπορεί να συμβεί ακούοντας μια μουσική που θα διαπεράσει την ησυχία της μοναξιάς του, της ιδιωτικής οδού του. Αυτά είναι τα θεσπέσια αντίδωρα στις τέχνες. Μπορούν να εκπέμπουν ή να αποκομίζουν έμπνευση η μια από την άλλη και να μεταποιούν το αύταρκες του πρόσφορου σε νέα μορφή έκφρασης.
Μένω αθωωτικά στην ευγένεια της μεταποιητικής διάθεσης, όταν υπάρχει η διακριτότητα του “δανείου” για μια νέα δημιουργία. Έχουμε στη μελοποίηση αναρίθμητα έργα μεταποίησης αυτάρκους ποιητικού λόγου από μουσουργούς, αλλά και αντιθέτως ποιητικό λόγο εμπνευσμένο από μουσικές - κι ας μη δηλώνεται φανερά όπως συμβαίνει στη μελοποίηση. Μεταποίηση έχουμε και μέσα στην ίδια τέχνη, άλλωστε, με συνείδηση ορίων. Έρχεται στη σκέψη μου ο Σεφέρης που, αναλογιζόμενος ίσως την εξ ορισμού “προδοσία” της μετάφρασης, είχε επιλέξει για την έκδοση των ποιητικών μεταφράσεών του τον τίτλο Αντιγραφές, υπογραμμίζοντας έτσι την ταπεινότητα μιας αναδημιουργίας πάνω σε δεδομένο πρωτότυπο έργο. Με την ίδια συστολή και ο Ελύτης είχε συγκεντρώσει τις ποιητικές μεταφράσεις του υπό τον τίτλο Δεύτερη Γραφή.