Το «Μονόγραμμα» του Ελύτη: Μια μουσική ανάγνωση από τον Γιώργο Κουρουπό

Το «Μονόγραμμα» του Ελύτη: Μια μουσική ανάγνωση από τον Γιώργο Κουρουπό

Η Ποίηση, αυτή η τόσο μοναχική στη δημιουργική διαδικασία τέχνη… -και το επισημαίνω με αποσιωπητικά, καθώς βρισκόμαστε ήδη και στη σύνθεση του λόγου στην εποχή της μηχανής: του ChatGPT και της τεχνητής νοημοσύνης- αυτοπροστατεύεται, στην αυθεντικότητά της, από την “Ιδιωτική Οδό”* των περιπάτων του ποιητή:

“Αυτά που μ’ αρέσουν είναι και η μοναξιά μου” (Οδυσσέας Ελύτης)*.

Χωρίς συνοδοιπόρους στη δημιουργική περιπέτεια της μετουσίωσης των εσωτερικών ήχων του και των νύξεων στις κρυφές χορδές των συναισθημάτων του, ο ποιητής διαδράμει αυτήν την οδό ως σχοινοβάτης, μέσα σε μια αναπόδραστη αντίφαση: στην επίγνωση της ένδειας που στο ατελές της ποιητικής πράξης υψώνεται για τη λυτρωτική έκφραση (το “πού θα βάλει ο ποιητής την τελεία” πάντα, κατά τη γνώμη μου, αιωρείται) αφ’ ενός και αφ’ ετέρου, στη βεβαιότητα ότι στη σχοινοβασία του αυτή μέχρι αντίπερα δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο στο σχοινί: ο ποιητής είναι μόνος.
Κατ’ αυτήν την έννοια, πιστεύω πως η Ποίηση είναι εξ ορισμού ΑΥΤΑΡΚΗΣ στην ατέλειά της. Περιέχει τη μουσική της, που δεν παράγεται γλωσσικά μόνον από την αρμονία της σύνθεσης των φθόγγων, των συλλαβών και της μετρικής της, αλλά και από τις νοηματικές και ψυχικές δονήσεις που ο ποιητικός λόγος προκαλεί.
Ωστόσο, ο ποιητής ―όπως άλλωστε ο δημιουργός σε κάθε τέχνη― βρίσκει και αυτός τα υλικά του στην πνοή των επιδράσεων που δέχεται, όπως μπορεί να συμβεί ακούοντας μια μουσική που θα διαπεράσει την ησυχία της μοναξιάς του, της ιδιωτικής οδού του. Αυτά είναι τα θεσπέσια αντίδωρα στις τέχνες. Μπορούν να εκπέμπουν ή να αποκομίζουν έμπνευση η μια από την άλλη και να μεταποιούν το αύταρκες του πρόσφορου σε νέα μορφή έκφρασης.
Μένω αθωωτικά στην ευγένεια της μεταποιητικής διάθεσης, όταν υπάρχει η διακριτότητα του “δανείου” για μια νέα δημιουργία. Έχουμε στη μελοποίηση αναρίθμητα έργα μεταποίησης αυτάρκους ποιητικού λόγου από μουσουργούς, αλλά και αντιθέτως ποιητικό λόγο εμπνευσμένο από μουσικές - κι ας μη δηλώνεται φανερά όπως συμβαίνει στη μελοποίηση. Μεταποίηση έχουμε και μέσα στην ίδια τέχνη, άλλωστε, με συνείδηση ορίων. Έρχεται στη σκέψη μου ο Σεφέρης που, αναλογιζόμενος ίσως την εξ ορισμού “προδοσία” της μετάφρασης, είχε επιλέξει για την έκδοση των ποιητικών μεταφράσεών του τον τίτλο Αντιγραφές, υπογραμμίζοντας έτσι την ταπεινότητα μιας αναδημιουργίας πάνω σε δεδομένο πρωτότυπο έργο. Με την ίδια συστολή και ο Ελύτης είχε συγκεντρώσει τις ποιητικές μεταφράσεις του υπό τον τίτλο Δεύτερη Γραφή.

Νομίζω πως όταν η μουσική έρχεται να “ντύσει” ένα ποίημα, να συνοδεύσει ή να ερμηνεύσει τον ήχο του μέσα στην αυτάρκεια του ατελούς της ποίησης που προσπάθησα να διατυπώσω, πρέπει να είναι ταπεινή σε πρόθεση ως μια υπηρεσία σχολιαστικής αξίας για την ποίηση. Τώρα, αν η αξία αυτή γίνεται προστιθέμενη, είναι ένα άλλο ζήτημα δικαίωσης.
Έχουμε, ήδη, πλήθος έργων μελοποίησης ―ιδιαίτερα στο έντεχνο τραγούδι― όπου η μουσική έχει δώσει άλλες, πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις στο ποιητικό γεγονός, κινητοποιώντας επιπλέον προσλαμβάνουσες των ακροατών υπέρ της αξίας της ίδιας της ποίησης. Δεν υπάρχει πιο ηχηρό παράδειγμα ευτυχούς σύζευξης μουσικής και ποίησης από αυτό της τραγουδοποιητικής του Μίκη Θεοδωράκη, που κοινωνικοποίησε θριαμβευτικά τους ποιητές και την ποίηση. Αυτό έμεινε, ακόμη και σε λανθασμένες μουσικές αναγνώσεις και αποδόσεις, όπως εκείνη της άνω τελείας που δεν διαβάστηκε ποτέ στη μελοποίηση της “Άρνησης” του Γιώργου Σεφέρη μετά τον στίχο “πήραμε τη ζωή μας” (ακολουθεί μετά την άνω τελεία το “λάθος” και η λάθος προσάρτησή του στο “πήραμε”, που αλλάζει το νόημα). Παρωνυχίδα θα πω, μπροστά στο γεγονός ότι “το περιγιάλι το κρυφό” αγαπήθηκε και τραγουδήθηκε τόσο πολύ και γνώρισε τόσο πολύς κόσμος τον Σεφέρη από το τραγούδι.




Τάσης Χριστογιαννόπουλος, Γιώργος Κουρουπός
Τάσης Χριστογιαννόπουλος, Γιώργος Κουρουπός

«Το συμφωνικό λυρικό έργο μού προσέφερε τη δυνατότητα μιας πολύ μεγάλης ηχοχρωματικής ποικιλίας, αλλά και μεγάλων όγκων και εντάσεων για τις δραματικές κορυφώσεις» εξηγεί ο συνθέτης. Πέρα από τη βασική ανδρική φωνή για την ερμηνεία του ποιήματος (ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος), ο Γιώργος Κουρουπός με ευρηματικότητα βαθιάς αντίληψης της γυναικείας “απουσίας” στο υποκείμενο του ποιητικού λόγου, προσέθεσε μια «αόρατη», σκηνικά, γυναικεία φωνή εκτός κειμένου (η υψίφωνος κολορατούρα Νίνα Κουφοχρήστου). Αυτή η «σκηνική καντάτα», συμπληρώθηκε από τη χορωδία (του Δήμου Αθηναίων), «πότε για την αρμονική και αντιστικτική επεξεργασία κάποιων μελωδιών, πότε για την ενίσχυση του όγκου και της δραματικής έντασης της ορχήστρας (Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Βύρωνα Φιδετζή), πάντοτε, ούτως ή άλλως, σαν τη συλλογική συνείδηση που συμπληρώνει και μεγεθύνει τη «μοναχική» φωνή του τραγουδιστή-σολίστ» (Γιώργος Κουρουπός).

Το λυρικό συμφωνικό έργο, που παρουσιάστηκε στις 24 Οκτωβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, συνέθεσε ο Γιώργος Κουρουπός σε φάσεις, από τον Δεκέμβριο του 2022 έως την ολοκλήρωση τον Αύγουστο του 2024. Το Μονόγραμμα, αυτός ο “ύμνος στον έρωτα” από τον Οδυσσέα Ελύτη που κάνει τη διαφορά ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, εκδόθηκε για πρώτη φορά την άνοιξη του 1971 στις Βρυξέλλες, από φωτοτυπημένο χειρόγραφο του ποιητή και σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων (εκδ. “L’ oiseau”). Η πρώτη έκδοσή του στην Ελλάδα έγινε το φθινόπωρο του 1972 (εκδ. “Ίκαρος”).




* Σχετικά με την αναφορά μου, στην πρώτη παράγραφο: η Ιδιωτική Οδός με πεζολογικά κείμενα του Οδυσσέα Ελύτη εκδόθηκε το 1990 (εκδ. “Ύψιλον”) με τριάντα τρεις τέμπερες, μια υδατογραφία και δώδεκα σχέδια του ποιητή.