
Βρισκόμαστε στο επινοημένο τοπίο της κομητείας Γκλάνμπεϊ, κάπου στα δυτικά της Ιρλανδίας, φάτσα στον Ατλαντικό: «Στην πόλη μου δεν έχετε έρθει, αλλά το στιλ της το ξέρετε», διαβάζουμε προγραμματικά. Οι κατά βάση ανδρικοί χαρακτήρες των επτά διηγημάτων της συλλογής αυτής του Κόλιν Μπάρετ έχουν ως κοινό στοιχείο το ότι ζουν στο περιθώριο της αστικής ιρλανδικής κοινωνίας, και επιπλέον στην περίμετρο της επίσημης ιστορίας. Επιδεικνύουν ένα πλεόνασμα παραδοσιακής αρρενωπότητας και ένα αίσθημα παλιοκαιρισμένης τιμής, μεταφερμένα βέβαια στον μεταμοντέρνο κόσμο του κλάμπινγκ, του άφθονου ποτού, των φαστφουντάδικων, των εξώγαμων παιδιών, των ουσιών και των «ημίγυμνων θηλυκών» [ευρηματικά βίαιων κι αυτών] στα κλαμπ και στις παμπ μιας μικρής επινοημένης επαρχιακής πόλης στα δυτικά της χώρας. Υπάρχουν εφηβικές ορμές, άφθονες ορμόνες και το γειτονικό καλοκαιρινό δασάκι «βρομάει γαμήσι».
Οι ήρωες ―πορτιέρηδες, μπάρμεν, σωματοφύλακες, επιστάτες, άνεργοι, σερβιτόροι, βαποράκια, ή απροσδιορίστου επαγγέλματος― υφίστανται τη βία, αν τους παίρνει ανταποδίδουν τα ίσα, ή απλά την παρακολουθούν γύρω τους ως μέρος του περιβάλλοντος χώρου. Περιστασιακά επιχειρούν να την κρατήσουν σε απόσταση αλλά σύντομα ξαναπέφτουν στον αέναο κύκλο της. Είναι γενικά νέοι άνθρωποι, στη ζωή των οποίων «υπάρχει η άνεση της ρουτίνας, αλλά… και το μυστήριο της επιμονής της». Σε άλλες εποχές θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως προλετάριοι αλλά εδώ δεν μιλάμε πια για εργατική τάξη, παρά μόνο για οικονομία των παντοειδών υπηρεσιών [νόμιμων και παράνομων] σε μια κατά τα άλλα υπερανεπτυγμένη κοινωνία, όπως η ιρλανδική.
Κάτι απειλητικό βαραίνει την ησυχία του ιρλανδικού αγροτικού τοπίου με τις αγελάδες, το έντονο πράσινο, τα ρείκια και τις ξερολιθιές που διασχίζει λ.χ. ο διά βίου παραμορφωμένος από μια αναίτια κλωτσιά Μπατ, ένας εικοσιπεντάχρονος που υποφέρει από ακραίες ημικρανίες και ζει μοναχικά με τη μάννα του. Από τότε που ήταν μικρό παιδί, ο Μπατ άκουγε τη χήρα μητέρα να του λέει πως έμοιαζε σαν να του έλειπε διαρκώς κάτι, κάτι που πιθανότατα και η ίδια δεν υπήρξε ικανή να του προσφέρει. Δεν μπορεί να διαβάσει, και υποφέρει «πιστεύοντας ότι οι λέξεις έμοιαζαν για όλους μ’ αυτά τα μπερδεμένα ψήγματα κειμένου που έβλεπε χυμένα πάνω στη σελίδα». Κι αυτό «του φαινόταν απολύτως σύμφωνο με την ποικιλία σαδιστικών ασκήσεων στην τάξη».
Κάτι αντίστοιχα βαρύ και απειλητικό πλανιέται στις απλές κινήσεις της καθημερινότητας, οπότε εντελώς ξαφνικά η επιδέξια αφήγηση μπορεί να μας οδηγήσει σε μια επικράτεια όπου ο γείτονας ή ο συγχωριανός θα γίνει εχθρός, ξένος, μπορεί κι απόκληρος. Οι χαρακτήρες ανήκουν σε μια επαρχιακή γεωγραφία όπου ακούγονται «τα οκτακύλινδρα ουρλιαχτά των πιτσιρικάδων που κάνουν κόντρες στους επαρχιακούς δρόμους». Ο υπέρβαρος Ταγκ, για παράδειγμα, που δεν το ‘χει σε τίποτα ν’ αναποδογυρίσει ένα ολόκληρο αυτοκίνητο, έχει μεγαλώσει σε μια οικογένεια τσακισμένη από τη θλίψη και ο όγκος του «του προσδίδει μια αύρα πένθιμη». Ωστόσο είναι πιστός ακόλουθος και φρουρός του φίλου και ξαδέλφου του που υποφέρει από αντιφατικά αισθήματα καθώς η αγαπημένη του παντρεύεται κάποιον άλλο. Καθηλωμένοι συναισθηματικά και κοινωνικά οι συγκεκριμένοι ήρωες πρέπει να επανεφεύρουν τον εαυτό τους και να κάνουν το αναγκαίο βήμα μπροστά, περνώντας τελικά μια μισοκατεστραμμένη γέφυρα –κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Οι περισσότεροι δεν τα καταφέρνουν ωστόσο να διασχίσουν αντίστοιχες γέφυρες και μένουν πίσω στον βάλτο της μικρής πόλης, όταν κάποιοι άλλοι σπουδάζουν ή κάνουν κάποιας μορφής καριέρα στο Δουβλίνο. Ο συγγραφέας εκμαιεύει πού και πού σπαρακτικά συναισθήματα από τους ήρωές του, καθώς αυτό μας υποδεικνύει η ίδια η πραγματικότητα, αλλά και επειδή αυτό επιβάλλει η μετα-ρεαλιστική λογοτεχνία που αποστρέφεται τους μονοδιάστατους χαρακτήρες. Λ.χ. ένας άλλος νεαρός, ο Ματίν Τζαζ στο διήγημα με τον τίτλο «Δόλωμα»…«Βασανιζόταν απ’ αυτόν τον πόνο που γεννιέται από συναισθηματικές θύμησες και μπορεί ν’ αγγίξει οποιονδήποτε αγάπησε ποτέ κάποιον παράξενο και ωραίο».
Η ψυχική γεωγραφία των πρωταγωνιστών συμβαδίζει με την περιγραφή του πραγματικού χώρου: «.. μαραθώνιος καύσωνας, δεκατρείς μέρες χωρίς βροχή, κάτι πρωτόγνωρο για το μονίμως υγρό κλίμα μας. Τα αγροκτήματα γύρω από την πόλη κινδύνευαν από τη λειψυδρία. Τα βοσκοτόπια είχαν ξεθωριάσει και κιτρινίσει, κι έξω, στην ύπαιθρο, μπορούσες να σταθείς στην άκρη του άδειου δρόμου και ν’ ακούσεις τον κρότο που έκαναν οι τράφοι με τα ξερόθαμνα γύρω απ’ τα χωράφια».
Στο επιμηκέστερο από τα διηγήματα της συλλογής [περισσότερο με νουβέλα μοιάζει], το «Ήρεμα με τα άλογα» των 102 σελίδων, η βία γίνεται ακραία, ενώ ο ουρανός αντανακλά περιστασιακά τις διαθέσεις του κεντρικού ήρωα Αρμ, ενώ ένας παραλιακός πεζόδρομος και τα σταχτιά κύματα της θάλασσας μάς εισάγουν στην επικείμενη καταστροφή: «Κάποια στιγμή βρέθηκε ν’ ακολουθεί το γνωστό σιδερένιο κιγκλίδωμα που έβλεπε στην παραλία. Τα κάγκελα ήταν φαγωμένα και στα πιο εκτεθειμένα τους σημεία είχαν γίνει λεπτά σαν βελόνες, σκουριασμένα κελύφη. Από πίσω τους απλώνονταν ορμητικοί αμμόλοφοι και μια αμμουδιά γαλακτώδης, γαλάζια στο φως του φεγγαριού. Ο Αρμ κοίταξε με προσοχή και για αρκετή ώρα τα κύματα που πάφλαζαν. Το πώς σηκώνονταν, γίνονταν κάστρα κι ύστερα κατέρρεαν στην ακτή».
Έχει ειπωθεί πως το τέλος ενός καλού διηγήματος πρέπει να αιφνιδιάζει, αλλά ειδωμένο εκ των υστέρων να μοιάζει και ως αναπόφευκτη κατάληξη όσων προηγήθηκαν. Ο Κόλιν Μπάρετ καταφέρνει να υιοθετήσει ένα παρεμφερή κανόνα στα περισσότερα από τα καλομεταφρασμένα αφηγήματα του τόμου αυτού, αν και σε κάνα δυο από αυτά το τέλος μοιάζει άτονο, σαν κάτι να εκκρεμεί. Η συλλογή κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 2014, όταν ο συγγραφέας ήταν 32 χρονών. Ο Μπάρετ απέσπασε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του Guardian, καθώς και τις διακρίσεις Frank O’ Connor International Short Story Award και Rooney Prize for Irish Literature. Μόλις πέρυσι το μυθιστόρημά του Wild houses συμεριλήφθηκε στη μακρά λίστα του Βραβείου Μπούκερ.