Ένας Ροβινσώνας στο Ντονιέτσκ

Ένας Ροβινσώνας στο Ντονιέτσκ

Αντρέι Κούρκοφ, Γκρίζες Μέλισσες, μτφρ. Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, Καστανιώτης 2022

    ——————

    Ήδη από το 2014, —όταν η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία σε συνέχεια μιας λαϊκής φιλοδυτικής εξέγερσης στο Κίεβο, που απέληξε σε εκατοντάδες θύματα μεταξύ των πολιτών και ανατροπή του φιλορώσου προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς— μαίνεται στο Ντονπάς ένας ιδιότυπος, στατικός πόλεμος. Σε συνέχεια των ειρηνευτικών συνομιλιών του Μινσκ είχαμε μια θεωρητική μόνο κατάπαυση του πυρός, καθώς στην διαμφισβητούμενη περιοχή και στις εκεί εγκαθιδρυθείσες «αυτόνομες δημοκρατίες» είχαμε καθημερινές σχεδόν συγκρούσεις. Οι δύο στρατοί, ο Ουκρανικός και ο λεγόμενος των αυτονομιστών που υποστηριζόταν από τη Ρωσία, αντάλλασσαν πυρά πάνω από την ουδέτερη «γκρίζα ζώνη». Αυτά είναι τώρα πια λίγο πολύ γνωστά αλλά χρησιμεύουν ως πλαίσιο στο βιβλίο του γνωστού και στη χώρα μας Αντρέι Κούρκοφ (γεν. 1961, Λένινγκραντ) καθώς κυκλοφορούν άλλα τρία βιβλία του από τις ίδιες εκδόσεις.
    Το βιβλίο, που πρωτοεκδόθηκε το 2018, διεξάγεται στο πρώτο μισό του σ’ αυτή την γκρίζα ζώνη της Ανατολικής Ουκρανίας. Σε ένα χωριό έχουν απομείνει μόνο δύο κάτοικοι. Ο Σεργκέι, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, είχε εγκαταλειφθεί προ του πολέμου από την γυναίκα και την κόρη του που δεν άντεχαν τη ζωή στο χωριό. Σταδιακά ωστόσο, και ειδικά όταν κατέρρευσε από τους ρωσικούς βομβαρδισμούς η εκκλησία, όλοι οι κάτοικοι έφυγαν. Απέμεινε εκτός από τον Σεργκέι, ο Πάσκα, συμμαθητής και εχθρός του από παλιά. Ηλεκτρικό δεν υπάρχει, τηλεόραση και άλλη μορφή πληροφόρησης επίσης. Ο Σεργκέι ωστόσο επιμένει με συγκινητική εμμονή να παραμείνει σε σκληρές συνθήκες επιβίωσης, ώστε να υπάρχει κάποιος μετά τον πόλεμο και να αρχίσει η επιστροφή των κατοίκων.
    Ο Σεργκέι δεν είναι πολιτικοποιημένος και δεν γνωρίζει ιστορία, όπως δηλώνει ο ίδιος. Ωστόσο νιώθει Ουκρανός και αντιμετωπίζει τον πόλεμο με εγκαρτέρηση —περίπου ως φυσική καταστροφή. Έχει συνηθίσει τον τρόμο των βομβών και συχνά πυκνά η ζωή του διανθίζεται από απλές πινελιές ευτυχίας— με τον τρόπο του Ιβάν Ντενίσοβιτς στο ομώνυμο μυθιστόρημα του νομπελίστα Σολζενίτσιν. Φτιάχνει τη βότκα του, καλλιεργεί τα στοιχειώδη και, το κυριότερο, συντηρεί το μελίσσι που δίνει τον τίτλο του στο βιβλίο, με αγάπη και φροντίδα, διδασκόμενος πολλά από την φύση μέσω της συμπεριφοράς των μελισσών. Ένας Ουκρανός στρατιώτης τον επισκέπτεται και τον βοηθά μεταξύ άλλων φορτίζοντας το κινητό του. Ανταλλάσσουν μηνύματα: «Ζωντανός;». «Ζωντανός» έρχεται η απάντηση.
    Οι περιστάσεις θα τον φέρουν κοντά με τον εχθρό του Πάσκα, αν και αυτός είναι φιλορώσσος. Κάνει σκοτεινές ανταλλαγές προϊόντων με τα στρατεύματα των εισβολέων και των αυτονομιστών. Θα αρχίσουν να αλληλοκερνιούνται, να μοιράζονται πληροφορίες και ποικίλες μικροεξυπηρετήσεις, Σε μια περίσταση μάλιστα ο Πάσκα θα τον επισκεφθεί παρέα με ένα Ρώσσο στρατιώτη από την Σιβηρία για να γιορτάσουν με βότκα και σαλάμι την μέρα του Σοβιετικού Στρατού!. Σαν τίποτα να μην έχει αλλάξει τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Ο Σεργκέι θα γίνει κοινωνός της προπαγάνδας που διακινεί η ρωσική πλευρά και μετά βίας θα συγκρατηθεί να μην πετάξει έξω με τις κλωτσιές τους επισκέπτες του. Θα κάνει ωστόσο κάτι τολμηρό, σε μια έξοχη σύλληψη του συγγραφέα. Θα αλλάξει ονόματα στους δυο δρόμους του χωριού, μεταφέροντας τις πινακίδες της οδού Λένιν στον δρόμο του Πάσκα και μετονομάζοντας τον δικό του σε οδό του Ουκρανού εθνικού ποιητή Σεβτσένκο. Η προσέγγιση πάντως των δύο αντρών γίνεται τόσο στενή που όταν ο Σεργκέι αποφασίσει να μεταφέρει τις μέλισσές του στην γειτονική Κριμαία για το καλοκαίρι, ο Πάσκα θα νιώσει εγκαταλειμμένος κι έρημος. Θα συνεχίσουν να επικοινωνούν, και να επιθυμούν το ξανασμίξιμό τους.
    Από κει και πέρα το ταξίδι εκτυλίσσεται σε πολύτροπη μύηση. Τεράστια γραφειοκρατικά εμπόδια για να διασχίσει (με διαβατήριο, παρακαλώ) τα εσωτερικά σύνορα της διαιρεμένης χώρας, καφκικές επιπλοκές, καχυποψία και μίσος, βρίσκουν την αντίστιξή τους στα ανοιξιάτικα τοπία, την εύρεση προϊόντων που του ‘χουν λείψει, την απόλαυση της φύσης με τα μελίσσια να ξαμολιούνται στους ανθισμένους αγρούς για να δώσουν την μαγική τους ουσία. Άλλωστε είναι το μέλι που τον κρατάει στη ζωή καθώς συνιστά το μοναδικό νόμισμά που διαθέτει. Ξαναγεύεται τα αγαπημένα του πιάτα μετά από τρία ολόκληρα χρόνια και αποκτά ερωμένη στο πρόσωπο μιας ικανής πωλήτριας, καλής γυναίκας και εξαίρετης μαγείρισσας. Ατυχώς όμως θα αναγκαστεί να την εγκαταλείψει όταν δέχεται επίθεση από Ρώσους της Κριμαίας που τον θεωρούν από χέρι εχθρό τους όταν το πτώμα ενός δικού τους στρατιώτη επιστρέψει από το μέτωπο. Παρά τις διαρκείς παρακλήσεις της γυναίκας, ο Σεργκέι δεν θα επιστρέψει. Θα εγκαταστήσει τα μελίσσια του σε ένα νέο βοσκοτόπι με την σύμπραξη μιας οικογένειας φιλόξενων Τατάρων της Κριμαίας.
    Πρόκειται για την ίδια εκείνη φυλή που ο Στάλιν είχε εκτοπίσει μαζικά στο Ουζμπεκιστάν — την θεωρούμενη πατρίδα τους. Και τώρα όμως επικρατούν οι ίδιες εντάσεις με τους Ορθόδοξους γείτονες και ο πατέρας —παλιός φίλος του Σεργκέι και μελισσοκόμος— έχει απαχθεί από τις αρχές ασφαλείας. Θα αποκαλυφθεί ότι είναι νεκρός. Αργότερα απάγεται και ο γιος. Ο Σεργκέι αναλαμβάνει να βοηθήσει και στις δυο περιπτώσεις με αποτέλεσμα να μπει στο στόχαστρο της αστυνομίας. Μάλιστα, μια κυψέλη του θα κατασχεθεί σε ένα είδος αντιποίνων, άγνωστο για ποιο έγκλημα, και οι μέλισσες, όταν πια επιστραφούν, θα μοιάζουν γκρίζες κι άρρωστες.
    Και όμως η ελπίδα δεν τον εγκαταλείπει. Αναγκασμένος να φύγει καθώς η άδεια παραμονής του λήγει, επιλέγει την επιστροφή στο χωριό, το σπίτι του και τον πρώην εχθρό του τον Πάσκα. Αυτό μάλιστα, αν και η συμπαθής ερωμένη τον προσκαλεί ξανά να μείνει μαζί της όσο θέλει. Επιπλέον, ενώ έχει αρχίσει να επικοινωνεί ξανά με τη γυναίκα και την κόρη του, κλείνει επί του παρόντος την πόρτα και αυτής της επιλογής. Η φωτιά της εστίας πρέπει να παραμείνει ζωντανή παρά τις δυσκολίες και τους κινδύνους. Ο τόπος που ζεις έχει σημασία γιατί συνιστά την ιστορία σου.

    Αυτό είναι ίσως και το μήνυμα του Κούρκοφ, σε αυτό το χαμηλόφωνο, ατμοσφαιρικό και ευφάνταστο βιβλίο, που ρέει απρόσκοπτα χάρη στην καλή μετάφραση, χωρίς να κάνει κηρύγματα και κυρίως χωρίς να κραυγάζει. Τα πράγματα ήρθαν ατυχώς έτσι που απέκτησε το πρόσθετο προσόν της δραματικής επικαιρότητας στην οποία εντάσσεται. Μαθαίνουμε πολλά καινούργια πράγματα και επιβεβαιώνουμε πολλά άλλα από όσα μάθαμε αυτό τον τελευταίο καιρό. Μάλιστα αποδεικνύεται ότι η καλή λογοτεχνία είναι ικανότερη από το καλύτερο μάθημα ιστορίας να αποδώσει την αλήθεια.

    Ο Αντρέι Κούρκοφ
    Ο Αντρέι Κούρκοφ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: