Μικρή Κλίμακα: Μιχάλης Μοδινός, Έλενα Πολυγένη, Νικόλας Σάπο, Κωνσταντίνα Σώζου-Κύρκου

¤¦ H στή­λη αυ­τή προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις). Ενί­ο­τε δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής, μια μου­σι­κή ή μια φω­το­γρα­φία. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

Στους τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς αυ­τού του τεύ­χους έχει δο­θεί η φρά­ση «στο πα­γκά­κι».



Κλο­σάρ

Δεν πή­γαι­νε άλ­λο, έπρε­πε να φύ­γω.
Τη νύ­χτα εκεί­νη νο­μί­ζω, πάρ­θη­κε η από­φα­ση. Χά­ζευα απ’ το πα­ρά­θυ­ρο τα πρώ­τα φύλ­λα να έχουν ξε­πε­τα­χτεί από τα γέ­ρι­κα κλα­διά των μου­ριών του πάρ­κου. Οι μα­κρι­νοί γοτ­θι­κοί πύρ­γοι της Notre Dame έμοια­ζαν με άτε­χνο προ­σχέ­διο από μα­λα­κό μο­λύ­βι. Τό­τε πα­ρα­τή­ρη­σα τους τέσ­σε­ρις άστε­γους που ξε­δί­πλω­ναν την πε­ριου­σία τους για τη νύ­χτα, κα­θι­σμέ­νοι στο πα­γκά­κι. Μια άμορ­φη μά­ζα από κου­ρέ­λια, πλα­στι­κές τσά­ντες, σκι­σμέ­να σλί­πινγκ-μπαγκ ανα­δια­τά­χθη­καν για να δε­χθούν τα πλα­δα­ρά, αρ­ρω­στη­μέ­να σώ­μα­τα δύο φαιο­κί­τρι­νων γυ­ναι­κών. Ρου­φού­σαν εναλ­λάξ φτη­νό κρα­σί από μια με­γά­λη μπου­κά­λα τυ­λιγ­μέ­νη σε χαρ­το­σα­κού­λα, ενώ δυο κα­φε­τιά λυ­κό­σκυ­λα έγλει­φαν υπο­λείμ­μα­τα αλευ­ρω­μέ­νου ψα­ριού από μια λα­δό­κολ­λα στο γρα­σί­δι. Ένα χέ­ρι ξε­πρό­βα­λε –άσπρο, φα­κι­δια­σμέ­νο– από ένα σω­ρό κου­ρε­λιών και μοι­ρά­σθη­κε μια τη­γα­νη­τή πα­τά­τα με το ένα σκυ­λί.
Κα­τα­βρό­χθι­ζα την σκη­νή με απέ­ρα­ντη σι­χα­σιά, ταυ­τό­χρο­να ερε­θι­σμέ­νος, γοη­τευ­μέ­νος, σαν ηδο­νο­βλε­ψί­ας. Αυ­τά τα αν­θρώ­πι­να ρά­κη ήταν κά­πο­τε στρου­μπου­λά μω­ρά, σκαν­δα­λιά­ρι­κα παι­διά, γε­μά­τοι χυ­μούς έφη­βοι. Τι εί­χε με­σο­λα­βή­σει; Γι­νό­μουν μάρ­τυ­ρας της εν δυ­νά­μει κα­τά­στα­σης του αν­θρω­πί­νου εί­δους, ίσως και της ελευ­θε­ρί­ας του. Εκεί βρι­σκό­ταν μια προ­ο­πτι­κή. Δεν ήθε­λα ασφα­λώς να γί­νω αλή­της και, προς το πα­ρόν του­λά­χι­στον, δεν υπήρ­χε κα­νέ­νας λό­γος γι’ αυ­τό, αλ­λά η ύπαρ­ξη ενός κά­τω ορί­ου προσ­διό­ρι­ζε τις δυ­να­τό­τη­τες δια­φυ­γής. Μπο­ρού­σα να φύ­γω και να ξα­ναρ­χί­σω, σαν εξε­ρευ­νη­τής που σαλ­πά­ρει για τον άγνω­στο κό­σμο, ακό­μη και σαν αλυ­σο­δε­μέ­νος σκλά­βος στο αμπά­ρι μιας βα­σι­λι­κής γα­λέ­ρας, εάν και μό­νο εάν μου δια­νοι­γό­ταν η προ­ο­πτι­κή της ανα­κά­λυ­ψης. Νέ­ες γαί­ες, ανε­ξε­ρεύ­νη­τες ακτές, παρ­θέ­νοι βιό­το­ποι θα ανοι­γό­ντου­σαν μπρο­στά μου.

Τι με κρα­τού­σε;

Μι­χά­λης Μο­δι­νός

Στο πα­γκά­κι

Άπει­ρα τε­τρά­γω­να που δεν δη­μιουρ­γούν αί­σθη­ση προ­ο­πτι­κής συν­θέ­τουν την ει­κό­να. Κα­τα­νε­μη­μέ­να άναρ­χα, χω­ρίς κα­μιά συμ­με­τρία, χω­ρίς συ­νέ­χεια. Περ­πα­τώ κα­τά μή­κος του δρό­μου προς το σπί­τι μου τρία τε­τρά­γω­να πιο κά­τω, δεν έχω ξα­να­πε­ρά­σει από το συ­γκε­κρι­μέ­νο ση­μείο, έκα­να λά­θος, κά­που άλ­λου βρί­σκο­μαι. Ποια οδός εί­ν' αυ­τή; Όχι, θα πρέ­πει να πά­ρω το δρό­μο απ' την αρ­χή, κά­ποια δια­γώ­νιος με μπέρ­δε­ψε, ψυ­χραι­μία πα­ρ' όλα αυ­τά, ψυ­χραι­μία να μην χά­σω τον προ­σα­να­το­λι­σμό μου. Ίσια μπρο­στά, κοι­τώ­ντας τα κά­δρα του δρό­μου. Υπο­τυ­πώ­δεις μορ­φές σχη­μα­τί­ζο­νται μέ­σα τους. Δια­κρί­νω το στό­μα, τ' ανοι­χτά μά­τια, κά­που ένα χέ­ρι. Χέ­ρι βο­ή­θειας -κά­τι μου λέ­ει αυ­τό, κά­τι που πε­ρι­μέ­νω. Πολ­λά πρό­σω­πα, αδύ­να­τον να συ­γκρα­τή­σω τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τους, πα­ρά μό­νο το μή­κος των μαλ­λιών, το χρώ­μα του ρού­χου, ίσως την ηλι­κία. Σε κά­θε γω­νιά ξε­προ­βάλ­λει κι ένα άλ­λο, τα μά­τια μου δεν τα ανα­γνω­ρί­ζουν, η ει­κό­να εί­ναι ένα δη­μιούρ­γη­μα που κά­ποιος γυ­ρεύ­ει να ανα­συν­θέ­σει, ένα οι­κο­δό­μη­μα που απο­συ­ντί­θε­ται σκό­πι­μα ώστε να δω τα μέ­ρη του απο­μο­νω­μέ­να, να προ­σπα­θούν να σχε­τι­σθούν με­τα­ξύ τους μά­ταια. Οι φω­νές τους για λί­γο ενώ­νο­νται, μι­λούν για ένα σπί­τι, θα πρέ­πει να υπάρ­ξει μια μέ­ρι­μνα, λέ­νε. Μέ­νει τό­σες μέ­ρες στο πα­γκά­κι, εξη­γούν, έρ­χο­νται βρο­χές. Φθι­νό­πω­ρο.

Έλε­να Πο­λυ­γέ­νη


Άλ­φρεντ

«Γι’ αυ­τό σου λέω ότι φο­βά­μαι τα πε­ρι­στέ­ρια, ρε bro». Αυ­τή η φρά­ση που άκου­σα από δύο νε­α­ρούς που περ­πα­τού­σαν δί­πλα μου πριν λί­γο στο κέ­ντρο της πό­λης μου τρι­βέ­λι­ζε το μυα­λό. Τα έβα­λα με την τύ­χη μου για­τί αν δεν χά­ζευα νω­ρί­τε­ρα, θα τους εί­χα συ­να­ντή­σει εγκαί­ρως και θα εί­χα ακού­σει τι προ­κά­λε­σε στο πα­λι­κά­ρι αυ­τό μια τέ­τοια φο­βία. Κα­θό­μουν στο πα­γκά­κι της πλα­τεί­ας και έφτια­χνα στο μυα­λό μου κά­θε πι­θα­νό και απί­θα­νο σε­νά­ριο. Μπο­ρεί ένα πε­ρι­στέ­ρι να επι­τέ­θη­κε στην τυ­ρό­πι­τα που έτρω­γε όταν ήταν μι­κρός και από τό­τε να του ‘χε μεί­νει τραύ­μα. Μπο­ρεί να άκου­γε το πε­ρί­ερ­γο γουρ­γου­ρη­τό τους έξω, στο μπαλ­κό­νι του παι­δι­κού του δω­μα­τί­ου, πά­νω από την εξω­τε­ρι­κή μο­νά­δα του κλι­μα­τι­στι­κού που εί­χαν φτιά­ξει τη φω­λιά τους και να τρό­μα­ζε τα βρά­δια. Μπο­ρεί απλά να τον λή­στε­ψαν στην πλα­τεία Μπουρ­να­ζί­ου. Δεν ξέ­ρω αν ήταν ένας φο­βι­τσιά­ρης νέ­ος που θα φά­ει τα λε­φτά του σε ψυ­χο­λό­γους ή ο νέ­ος Χί­τσκοκ, αλ­λά εγώ πά­λι ήμουν εκεί. Στο σω­στό ση­μείο, τη λά­θος ώρα. Ή μή­πως δεν ήμουν; Αυ­τό σί­γου­ρα πρέ­πει να το θέ­σω στην επό­με­νη συ­νε­δρία μου.

Νι­κό­λας Σά­πο


Ο επαί­της

Όλοι ρί­χνουν κι από κά­τι στην τε­νε­κε­δέ­νια κού­πα, δί­πλα στην ανοι­χτή μου πα­λά­μη. Βια­στι­κά. Από ψη­λά. Με­τράω τις μέ­ρες μου με κυ­κλι­κούς, με­ταλ­λι­κούς ήχους κα­θώς πέ­φτουν μέ­σα καρ­φί­τσες με υπο­σχέ­σεις, βε­λό­νες με όνει­ρα, πι­νέ­ζες με συ­ναι­σθή­μα­τα, καρ­φιά με στιγ­μές. Ό,τι δια­θέ­τει ο κα­θέ­νας.

«Να εί­σαι ευ­γνώ­μων για όλα αυ­τά που σου δί­νουν οι άν­θρω­ποι», μου λέ­ει ο Θω­μάς. «Εσύ, τι τους δί­νεις για αντάλ­λαγ­μα;»

«Εγώ τους δί­νω τη μυ­ρω­διά απ’ τα φρε­σκο­πλυ­μέ­να τους χέ­ρια κα­θώς φεύ­γουν χο­ρεύ­ο­ντας στον ρυθ­μό της κυ­ρια­κά­τι­κης κα­μπά­νας».

Δε θα με πί­στευε, βέ­βαια, αν του έλε­γα ότι έρ­χο­νται στο πα­γκά­κι κά­θε βρά­δυ και με ξυ­πνά­νε, σκύ­βουν και μου τα ζη­τά­νε όλα πά­λι πί­σω για να γε­μί­σουν τις τρύ­πιες τους πα­λά­μες.

Κων­στα­ντί­να Σώ­ζου-Κύρ­κου


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: