Mικρή κλίμακα: Ευθυμία Γιώσα, Δήμητρα Κολλιάκου, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Χρήστος Οικονόμου

H στήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής, μια μουσική ή μια φωτογραφία. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.

Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η λέξη:
«αγκαλιαστήκαμε».

Mικρή κλίμακα: Ευθυμία Γιώσα, Δήμητρα Κολλιάκου, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Χρήστος Οικονόμου

Μεταξύ τυρού και αχλαδίου

Δευτέρα, 20 Φεβρουαρίου

Καλησπέρα σας και καλή εβδομάδα.

Στο παρόν μήνυμα θα βρείτε προς αξιολόγηση τη συμμετοχή μου στην πρόσκληση που δημοσιεύσατε στο προηγούμενο τεύχος με τίτλο «Μία λέξη-Τρεις παραλλαγές». Μεταξύ μικρομυθοπλασίας και ποιητικής πρόζας, διάλεξα τη δεύτερη, ενώ, όπως θα διαπιστώσετε, «έπαιξα» με τη λέξη «αγκαλιαστήκαμε». Επισυνάπτω, τέλος, και το σύντομο βιογραφικό μου.

Ευχαριστώ πολύ.

Με εκτίμηση.

I.

Θυμάμαι να λένε ότι αγκαλιαστήκαμε, όμως εμείς ξεγυμνώσαμε τον χρόνο και τυλιχτήκαμε πάνω του σαν δύο φίδια που ονειρεύονταν να γεννηθούν κισσοί.

ΙΙ.

Στεκόντουσαν κάτω από μια μισοχαλασμένη λάμπα, με ύφος συνάμα βλοσυρό κι ατάραχο, όταν τους άκουσα να μας κατηγορούν που αγκαλιαστήκαμε. Στην πραγματικότητα, εμείς δεν είχαμε καν προλάβει ν’ ανταλλάξουμε ονόματα κι ελλείψεις.

ΙΙΙ.

Είπαν ότι αγκαλιαστήκαμε. Ύστερα ότι φιλήσαμε ο ένας τα χέρια του άλλου. Και λίγο πριν την ανατίναξη, ότι μετρήσαμε –όντες απολύτως συγχρονισμένοι– τις μέρες που ζήσαμε πλήρεις οίνου και φωτός.

Τετάρτη, 1 Απριλίου

Καλησπέρα σας.

Σας ευχαριστούμε για το ενδιαφέρον που δείξατε στη λογοτεχνική μας πρόσκληση με τίτλο «Μία λέξη-Τρεις παραλλαγές».

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι τα κείμενά σας δεν ανήκουν σε όσα επέλεξε η συντακτική επιτροπή του περιοδικού για δημοσίευση στο επόμενο τεύχος.

Ευχόμαστε να επιμείνετε δημιουργικά.

Με εκτίμηση.

Ευθυμία Γιώσα


Αλλαγές στο
DNA

Εμένα πάντως δεν θα με πείραζε ν’ αποκτήσω ουρά, ιδίως αν μπορούσα να διαλέξω. Μια φουντωτή ουρά κόκκινης αλεπούς θα ήταν υπερβολική σε συνδυασμό με τα μαλλιά μου; Θα σου πήγαινε, με ενθάρρυνες. Έβλεπα κιόλας την κομψή λευκή απόληξη αυτής της ουράς, τη χαριτωμένη της κίνηση. Τα μαλλιά μου στον αέρα, σαν παιδιά που πειράζουν διερχόμενη από κάποιο μπαλκόνι. Εσένα σε φαντάζομαι με μαύρη μακριά ουρά αιλουροειδούς, είπα χωρίς να θέλω να σε κολακέψω. Τα παντελόνια θα είχαν από πίσω σχισμή, συμφωνήσαμε, τα παλτά κόψιμο φράκου. Μια ουρά θα βοηθούσε στην ισορροπία, με πρόλαβες. Εκεί είχε πάει και το δικό μου μυαλό. Ήταν ήδη το δεύτερο καλοκαίρι, είχαμε εμβολιαστεί, το σκηνικό δεν έλεγε ν’ αλλάξει. Ήταν ωστόσο ακόμη καλοκαίρι κι έξω έπαιζαν στη διαπασών τα τζιτζίκια. Αγκαλιαστήκαμε πάνω στο στρώμα με χέρια και με πόδια. Η ουρά θ’ αργούσε ακόμη. Θα ήταν από τις μακροπρόθεσμες παρενέργειες που θα εμφανίζονταν μετά από χρόνια.

Δήμητρα Κολλιάκου

Αναποδιές

«Ωραία δικαιολογία», είπα.
«Είμαι παντρεμένος», είπε.
«Γιατί;» ρώτησα.
«Πρέπει να φύγω».
Έσκυψε και ξεφίλησε απαλά το λαιμό μου.
Άναψε τσιγάρο.
Το λαχάνιασμα έδωσε τη θέση του στη βεβαιότητα ότι τα σώματά μας ταιριάζουν.
Μου κούμπωσε το φόρεμα κι έδεσε το φιόγκο της ζώνης μου με μια κίνηση.
Έβγαλε τη γλώσσα του από το στόμα μου.
Καιρό είχε να μου συμβεί.
«Ναι», είπε.
«Φτάσαμε», είπα. «Θέλεις ν’ ανέβεις;»
Περπατήσαμε ανάποδα ως το μπαρ που γνωριστήκαμε.
Στην πόρτα κοντοστάθηκα.
«Μένω κοντά». Δεν ξέρω πως μου ήρθε να το πω αυτό.
Αγκαλιαστήκαμε.
Στο μπαρ κάθισε δίπλα μου και μου έπιασε το γόνατο. Μιλούσε για πράγματα που δεν έβγαζαν νόημα: ένα νησί του Ειρηνικού Ωκεανού όπου είχαν προσλάβει πιγκουίνους για σερβιτόρους. Γέλασα. Ήμασταν λιώμα.
Τώρα που τον έβλεπα καλύτερα δεν ήταν κακός. Είχε μελαγχολικό βλέμμα.
Ύστερα πήγε και κάθισε μόνος του σ’ ένα τραπέζι στο βάθος.
Με κοιτούσε επίμονα στο μισοσκόταδο φτύνοντας γουλιά γουλιά το τζιν στο ποτήρι του.
Σηκώθηκε κι εξαφανίστηκε. Τον ρούφηξε το σκοτάδι.
Θεέ μου, δεν ξέρω αν είμαι ζαλισμένη από το ποτό ή από την απόγνωση. Ας έρθει κάποιος, οποιοσδήποτε, να μου μιλήσει.
Έφτυσα το ποτό στο ποτήρι μου γουλιά γουλιά και το επέστρεψα στον μπάρμαν.
«Ένα ακόμα», είπα.
Πήρε το ποτήρι μου κι άδειασε τη βότκα στο μπουκάλι με μεγάλη δεξιοτεχνία.
Έφτυσα το ποτό γουλιά γουλιά.
Ο μπάρμαν άδειασε τη βότκα στο μπουκάλι και σκούπισε τον πάγκο μ’ ένα πανάκι.
«Μια βότκα», απάντησα.
«Είστε έτοιμη;» ρώτησε και με κοίταξε στα μάτια.

Αμάντα Μιχαλοπούλου


Στάχτες

Στους Γάτους βρήκαν μια μάνα που έπινε κρασί γλυκό σαν το αίμα του λαγού στο μπεντένι έξω από ένα σπίτι. Το σπίτι ήταν καμένο. Όλα ήταν καμένα. Φορούσε μονάχα ένα τισέρτ των Tool, τίποτ’ άλλο. Χέρια, μπράτσα, πόδια—όλα γεμάτα φουσκάλες σαν θεριεμένες πεταλίδες κολλημένες στο βράχο. Δίπλα της είχε ένα ροζ βαλιτσάκι Hello Kitty και κάθε τόσο έπιανε από μέσα μια χούφτα σκληρή στάχτη και την έριχνε στο ποτήρι με το κρασί και έπινε. Ένας σκούντηξε με την κάννη του ντουφεκιού το βαλιτσάκι και με την κάννη του ντουφεκιού πείραξε μια φουσκάλα στο γυμνό της μπούτι.
Πόσοι;
Του του.
Κατά πού τράβηξαν;
Του του, τραγούδησε η μάνα. Του του του του του του του, σας γαμάω τα τατού.

Εκεί, είπε. Έδειξε ένα σωρό αποκαΐδια που μαύριζαν μπροστά στην πόρτα. Εκεί μου την κάψανε. Δώδεκα χρονώ. Τώρα δα της κατέβηκε το πρώτο αίμα. Έπεσα να τη σβήσω αλλά. Έκλαιγε το καημένο μου, έκλαιγε, ω μάνα μου, πολύ πόνος. Και μετά αγκαλια (έριξε μια χούφτα στάχτη στο ποτήρι, ανακάτεψε με το δάχτυλο, ήπιε) στήκαμε. Τώρα θα την πιω όλη και μετά θα πεθάνω.
Ήρθε ένας αέρας μαύρος, νοτιάς, καβαλάρης σ’ άλογο με ματωμένα μάτια. Το φεγγάρι κοίταζε από ψηλά τη μάνα που κοίταζε τις στάχτες της κόρης μες στη ροζ κούνια και κανείς δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.

Έκανε νόημα εκείνος με το ντουφέκι, άρχισαν να προχωράνε.
Η μάνα άπλωσε το ρημαγμένο χέρι.
Μείνετε αν θέλετε, είπε. Μέχρι να την πιω όλη. Μείνετε αν θέλετε να με δείτε να πεθαίνω.

Χρήστος Οικονόμου

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: