Μικρή κλίμακα: Νάσια Διονυσίου, Αμαλία Κοντογιάννη, Σοφία Μπραϊμάκου, Χρύσα Φάντη

H στή­λη αυ­τή θα προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις). Ενί­ο­τε θα δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

Στις τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς αυ­τού του τεύ­χους έχει δο­θεί η φρά­ση
:
«Εί­χαν δί­κιο».

————————————————————————


Μπού­χεν­βαλντ

Εκτο­πί­στη­κα στο δά­σος με τις οξιές, αν και πια στο δά­σος δεν υπήρ­χαν οξιές, δεν υπήρ­χε δά­σος· ξέ­ρεις, ένα ολό­κλη­ρο δά­σος μπο­ρεί να αφα­νι­στεί μέ­σα σε μία μό­νο ημέ­ρα, όμως για εκεί­νους ήταν απλώς κά­ποια λύ­ση, τους αρ­κού­σε που κρά­τη­σαν το όνο­μα του δά­σους και τη βε­λα­νι­διά κά­τω απ’ τον ίσκιο της που έγρα­φε ο ποι­η­τής τους· και ήταν πράγ­μα­τι όμορ­φη η βε­λα­νι­διά του Γκαί­τε κι όμορ­φες οι λέ­ξεις τους που έλε­γαν πως εμείς στον ελεύ­θε­ρο χρό­νο κου­βα­λού­σα­με πέ­τρες από τα λα­το­μεία τρα­γου­δώ­ντας· ήταν υπέ­ρο­χη η βε­λα­νι­διά του Γκαί­τε, ο ίσκιος της έπε­φτε πυ­κνός και τα φύλ­λα της κρο­τά­λι­ζαν απα­λά, έτσι που μπερ­δευό­μουν κα­μιά φο­ρά και φα­ντα­ζό­μουν πως δί­πλα της περ­νού­σαν πλή­θη αν­θρώ­πων που ύστε­ρα όμως εξα­φα­νί­ζο­νταν ή νό­μι­ζα πως άκου­γα ρι­πές πο­λυ­βό­λων ή πως το χά­ρα­μα έβλε­πα να ψη­λώ­νουν νέ­ες οξιές, μό­νο που η σκιά τους ήταν αραιή σαν σκιές κρε­μα­σμέ­νων· τό­σο πο­λύ μπερ­δευό­μουν, που μου φαι­νό­ταν πως χιό­νι­ζε νι­φά­δες στά­χτης ή πως σχη­μα­τί­ζο­νταν λό­φοι από γερ­μέ­να σώ­μα­τα ή πως ήμα­σταν εμείς που κου­βα­λού­σα­με στις πλά­τες μας τα κά­ρα με τις πέ­τρες· όμως, ξέ­ρεις, μάλ­λον ήταν άλο­γα κι εγώ μπερ­δευό­μουν, σί­γου­ρα ήταν άλο­γα, εί­χαν δί­κιο οι λέ­ξεις τους, άλο­γα που τρα­γου­δού­σαν· για­τί στο δά­σος με τη βε­λα­νι­διά τού ποι­η­τή, αυ­τό ταί­ρια­ζε να ήταν· να ήταν στ’ αλή­θεια άλο­γα που τρα­γου­δού­σαν, να εί­χαν αφα­νι­στεί μο­νά­χα οι οξιές κι απ’ τις φαρ­διές κα­μι­νά­δες να έπε­φτε λευ­κό, ολό­λευ­κο χιό­νι.

Νά­σια Διο­νυ­σί­ου

Μικρή κλίμακα: Νάσια Διονυσίου, Αμαλία Κοντογιάννη, Σοφία Μπραϊμάκου, Χρύσα Φάντη

Το παι­χνί­δι

Δεν επι­σκε­πτό­μουν συ­χνά το πα­τρι­κό. Και να σκε­φτείς ότι μι­κρή ονει­ρευό­μουν να ζή­σω εδώ. Θα με­τα­κό­μι­ζα στο δι­πλό κρε­βά­τι, θα έκα­να το παι­δι­κό δω­μά­τιο γρα­φείο και το σα­λό­νι βι­βλιο­θή­κη. Έφυ­γα στα δε­κα­ο­κτώ, τρέ­χο­ντας.
Δεν επι­σκε­πτό­μουν συ­χνά το πα­τρι­κό. Γύ­ρι­ζα από δου­λειά κι ήμουν στη γει­το­νιά. Κα­του­ριό­μουν, αλ­λιώς δε θα πή­γαι­να. Ή δο­κί­μα­ζα τα όρια.

– Εγώ εί­μαι, άνοι­ξε.
– Μπα, μας θυ­μή­θη­κες; Έχω κά­νει πί­τα. Θα φας; Όλο βιά­ζε­σαι. Για­τί δε μι­λάς;

Εί­χε σκο­πό να συ­νε­χί­σει. Το ρε­περ­τό­ριό της ξε­δι­πλω­νό­ταν, πά­ντα, σε κλί­μα­κες ελάσ­σο­νες, με ισχυ­ρές αντι­στί­ξεις και coda αέ­ναη τα πα­ρά­πο­να, τα άγ­χη, την έλ­λει­ψη. Μπο­ρού­σε να παί­ζει για ώρες.
Διέ­σχι­σα το διά­δρο­μο βια­στι­κά. Δεν εί­χα μι­λή­σει πο­τέ. Σφιγ­γό­μουν. Ίσα που πρό­λα­βα να φτά­σω στην τουα­λέ­τα.
Η πόρ­τα δεν έκλει­νε. Το κλει­δί εί­χε χα­λά­σει. Εί­χαν δί­κιο. Δεν έχουν αλ­λά­ξει και πολ­λά εδώ μέ­σα. Α, μό­νο ο νι­πτή­ρας κι εγώ. Ο μπρού­τζος έχει φθα­ρεί. Λε­πτές χα­ρα­κιές πα­ντού. Και στίγ­μα­τα.
Το κα­ζα­νά­κι δεν αντα­πο­κρί­θη­κε στην πί­ε­ση. Θα της στεί­λω το τη­λέ­φω­νο του υδραυ­λι­κού. Κι εκεί­νη θα προ­τι­μή­σει τον δι­κό της. Κού­μπω­σα και το τε­λευ­ταίο κου­μπί.
Θα το συ­νε­χί­ζα­με. Έτσι, για τη χα­ρά του παι­χνι­διού.

Αμα­λία Κο­ντο­γιάν­νη

Μικρή κλίμακα: Νάσια Διονυσίου, Αμαλία Κοντογιάννη, Σοφία Μπραϊμάκου, Χρύσα Φάντη

Σα­ρά­ντα μέ­ρες ακά­λυ­πτος

Στέ­κο­μαι ακί­νη­τος στη μέ­ση του σπι­τιού. Δεν ξέ­ρω αν πρέ­πει να φύ­γω, ού­τε αν μπο­ρώ να μεί­νω πα­ρα­πά­νω. Από τη θέ­ση αυ­τή, τσι­με­ντω­μέ­νος, ακούω το βου­η­τό των άλ­λων, πρό­σω­πα που ενώ δεν τα γνω­ρί­ζω κα­λά, τα έχω ήδη νο­σταλ­γή­σει. Θυ­μά­μαι όμως τα ονό­μα­τά τους· κά­ποια Λού­λα με ωραία μαλ­λιά, μια θεία Άν­να που παί­ζει ακό­μα με τις κού­κλες της, ένας Μι­χα­ήλ που τρέ­χει πιο γρή­γο­ρα απ’ όλους, ένας Μά­νος που με εί­χε κά­πο­τε φι­λή­σει.

«Μά­νο», του ψι­θυ­ρί­ζω, «αυ­τή τη στιγ­μή εί­μαι συγ­χυ­σμέ­νος. Δεν ξέ­ρω αν εί­σαι ξέ­νος, φί­λος, ή πα­τέ­ρας».

Κά­ποια Μάρ­θα σκύ­βει να με ξυ­ρί­σει κι οδύ­ρε­ται «σή­κω αγό­ρι μου, σή­κω ξα­νά να σε χα­ρώ», ένας Αντρέ­ας κά­θε­ται σε μια κα­ρέ­κλα με τα μά­τια στυ­λω­μέ­να στο φούρ­νο, «έψη­να το κρέ­ας όταν χτύ­πη­σε το τη­λέ­φω­νο, ο Νί­κος, εί­παν, ο Νί­κος τι πράγ­μα, λέω, χτύ­πη­σε με τη μη­χα­νή, εί­παν», ένας σκύ­λος Πε­τρής τους γλεί­φει τα ακρο­δά­χτυ­λα.
Κα­θέ­νας τους μου σφρα­γί­ζει τα χεί­λη με ένα μυ­στι­κό και μου ζη­τά να το πά­ρω μα­ζί μου. Ύστε­ρα σκε­πά­ζουν τον κα­θρέ­πτη. Τρο­μαγ­μέ­νος, σέρ­νο­μαι χω­ρίς να πα­τώ στη γη και από τη μια γω­νιά του κα­θρέ­πτη που μέ­νει ακά­λυ­πτος ακούω λό­για που κα­νείς δεν μπο­ρεί να πά­ρει πί­σω. Μο­νά­χα ο σκύ­λος δε με αφή­νει, πα­ρά κλα­ψου­ρί­ζει δί­πλα μου σα­ρά­ντα μέ­ρες. Tο κλά­μα του, πα­ρέα και συ­νέ­ρη­μος. Ώσπου τον διώ­χνω κι αυ­τόν. Το βου­η­τό από­το­μα στα­μα­τά· τό­τε μό­νο κα­τα­λα­βαί­νω· εί­χαν δί­κιο να λέ­νε πως γί­νε­ται κα­μιά φο­ρά να μπερ­δεύ­εις ένα όνει­ρο μέ­σα σε ένα άλ­λο. Aνοί­γω τα μά­τια· μα δε βλέ­πω.

Σο­φία Μπραϊ­μά­κου

Μικρή κλίμακα: Νάσια Διονυσίου, Αμαλία Κοντογιάννη, Σοφία Μπραϊμάκου, Χρύσα Φάντη

Το λί­πω­μα

Θα μπο­ρού­σε να με έχει προ­ε­τοι­μά­σει. Γού­στο θα έχει, σκέ­φτη­κα, να με ρί­ξει τώ­ρα εδώ, στη μέ­ση του δρό­μου. Προ­σπά­θη­σα να την ηρε­μή­σω και μά­ζε­ψα κά­πως τα πό­δια μου, εκεί­νη όμως συ­νέ­χι­ζε να βο­γκά­ει και να με σπρώ­χνει. Κα­τό­πιν, σα να ησύ­χα­σε, πή­ρε βα­θιές ανα­πνο­ές και οι πό­νοι της κα­τα­λά­για­σαν. Στα­μά­τη­σε να με πιέ­ζει και το μυα­λό της για λί­γο ξέ­φυ­γε, πέ­τα­ξε έξω από την επι­κρά­τειά μας, σε χώ­ρο όπου κα­νείς εκτός από εκεί­νη δε γνώ­ρι­ζε τι ακρι­βώς επι­κρα­τεί. Βρέ­θη­κα τε­λι­κά γυ­μνός, με­τέ­ω­ρος, εκτε­θει­μέ­νος στη θέα του κό­σμου που μας κοι­τού­σε ανή­συ­χος σχη­μα­τί­ζο­ντας γύ­ρω μας έναν κλοιό. Κα­τά­λα­βα ότι ο χρό­νος της αγα­στής μας συμ­βί­ω­σης τε­λεί­ω­σε. Ο επό­με­νος δε θα ήταν πα­ρά μία κα­ρι­κα­τού­ρα μας, ένας ατά­λα­ντος πα­ρα­χα­ρά­κτης των όσων εί­χα­με μα­ζί μοι­ρα­στεί. Μύ­ρι­ζα σα­πού­νι, οι­νό­πνευ­μα, φό­βο και ιώ­διο, ήμουν ένα εφτα­μη­νί­τι­κο μόρ­φω­μα όλο σά­λια και νεύ­ρα, εντε­λώς φα­λα­κρό και μ’ ένα απο­κρου­στι­κό λί­πω­μα στο σβέρ­κο. Εκεί­νη έλε­γε σε όλους πως ήμουν ο μο­νά­κρι­βος γιος της, δε φά­νη­κε ωστό­σο δια­τε­θει­μέ­νη να μου χα­ρί­σει το στή­θος της, ού­τε κι εγώ να την πλη­σιά­σω με το φα­φού­τι­κο στό­μα μου. Όταν κά­πο­τε ενη­λι­κιώ­θη­κα, έσπευ­σε να με απο­κα­λέ­σει τύ­πο αντι­δρα­στι­κό και αδί­στα­κτο, υπήρ­ξαν όμως κι αυ­τοί που στο πρό­σω­πό μου εί­δαν έναν άν­θρω­πο εκλε­πτυ­σμέ­νο. Με δε­δο­μέ­νη την αμ­φι­θυ­μία στις σχέ­σεις όλων μας, πι­στεύω ότι και η μεν και οι δε ψεύ­δο­νταν. Για τον ίδιο λό­γο, από μιαν άλ­λη σκο­πιά, δεν το απο­κλείω να εί­χαν δί­κιο.

Χρύ­σα Φά­ντη

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: