Μικρή κλίμακα: Μελανία Δαμιανού, Θάνος Κάππας, Έλενα Μαρούτσου, Γεωργία Μιχαλαριά

H στή­λη αυ­τή προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις). Ενί­ο­τε δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής, μια μου­σι­κή ή μια φω­το­γρα­φία. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

————————  ≈ ————————
Στους τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς αυ­τού του τεύ­χους έχει δο­θεί η φρά­ση:
Εί­δα θά­λασ­σα


Πά­γος

Την τε­λευ­ταία φο­ρά που την εί­δα ζω­ντα­νή εί­χε χιο­νί­σει. Η πό­λη πά­γω­νε μι­σο­θαμ­μέ­νη κά­τω από το χιό­νι που έπε­φτε αδιά­κο­πα για δύο μέ­ρες.

Ήταν Κυ­ρια­κή νω­ρίς το πρωί κι η σιω­πή τό­σο πυ­κνή, που όταν βγή­κα από το σπί­τι ένιω­σα σαν να εί­χα απο­μεί­νει μό­νο εγώ στον κό­σμο. Ένα κο­τσύ­φι με διέ­ψευ­σε˙ τσι­μπο­λό­γη­σε με το πορ­το­κα­λί του ράμ­φος το χιό­νι πά­νω σ’ ένα θά­μνο και με­τά πέ­τα­ξε προς το πάρ­κο.

Πε­ρι­πλα­νή­θη­κα στο κέ­ντρο της πό­λης. Ο ήχος των βη­μά­των μου πολ­λα­πλα­σια­ζό­ταν μέ­σα στην ησυ­χία, άκου­γα τους μι­κρο­σκο­πι­κούς κρυ­στάλ­λους του πά­γου να θρυμ­μα­τί­ζο­νται κά­τω από τα πα­πού­τσια μου. Εί­χα απορ­ρο­φη­θεί από αυ­τόν τον ήχο όταν ξαφ­νι­κά άκου­σα το όνο­μά μου. Σή­κω­σα τα μά­τια και εί­δα την Βέ­ρα να στέ­κε­ται στο φα­νά­ρι του δρό­μου.

Πέ­ρα­σα τρέ­χο­ντας απέ­να­ντι· αγκα­λια­στή­κα­με χω­ρίς να μι­λά­με. Εί­χε αδυ­να­τί­σει ακό­μα πιο πο­λύ. Ήθε­λα να τη ρω­τή­σω πού ήταν τό­σα χρό­νια, για­τί έφυ­γε έτσι ξαφ­νι­κά – τί­πο­τα δεν εί­πα, μό­νο χάι­δε­ψα τα μαλ­λιά της. «Εί­μαι πε­ρα­στι­κή από τη πό­λη, θα ξα­να­φύ­γω», εί­πε λί­γο με­τά – «πρέ­πει να τα­χτο­ποι­ή­σω κά­ποια πράγ­μα­τα». Μ’ ένα αχνό χα­μό­γε­λο τύ­λι­ξε άλ­λη μια φο­ρά το κα­σκόλ γύ­ρω από το λαι­μό της. Aπο­χαι­ρε­τι­στή­κα­με· για πά­ντα όπως απο­δεί­χτη­κε.

Εκεί­νο το βρά­δυ εί­δα ένα όνει­ρο. Εί­δα θά­λασ­σα κά­τα­σπρη σαν να ήταν χιο­νι­σμέ­νη και στην ακτή περ­πα­τού­σε η Βέ­ρα ολο­μό­να­χη. Το νε­ρό έβα­φε τα πό­δια της άσπρα. Όταν πλη­σί­α­σα κα­τά­λα­βα ότι η Βέ­ρα ήταν φτιαγ­μέ­νη από πά­γο.

Με­λα­νία Δα­μια­νού


Εκεί πά­νω

Τον πε­ρα­σμέ­νο Ιού­νιο κα­τέ­βη­κα για λί­γο στο χω­ριό. Έκα­να όμως πρώ­τα μια πα­ρά­καμ­ψη από το ορει­νό νε­κρο­τα­φείο να χαι­ρε­τή­σω.

Ήταν προ­χω­ρη­μέ­νο με­ση­μέ­ρι και με τύ­λι­ξε η σιω­πή των βου­νών. Ανη­φο­ρί­ζο­ντας έβλε­πα πράγ­μα­τα πε­τα­μέ­να στα αγριό­χορ­τα, μια κου­δου­νί­στρα μω­ρού, μια ρό­δα, ένα πα­πού­τσι. Κα­τέ­βαι­νε ο πα­γω­μέ­νος αέ­ρας από το δα­σά­κι κι ο ήλιος κρυ­βό­ταν. Έσπρω­ξα την πόρ­τα την ώρα που άρ­χι­ζε να ψι­χα­λί­ζει – το μέ­ρος ήταν ήσυ­χο και γα­λή­νιο, κα­το­πτεύ­ο­ντας τη χα­ρά­δρα από ψη­λά.

Πλη­σί­α­σα στον τά­φο κι έρι­ξα μια γρή­γο­ρη μα­τιά στη φω­το­γρα­φία· «α, ρε μπα­μπά», εί­πα κι έσκυ­ψα να κα­θα­ρί­σω το μάρ­μα­ρο από τα χώ­μα­τα. Ξαφ­νι­κά άκου­σα τη φω­νή της πί­σω μου και τρό­μα­ξα· «κα­λώς ήρ­θες», εί­πε.

Γύ­ρι­σα και εί­δα την Ελέ­νη. Φο­ρού­σε ένα ωραίο μπλε φου­στά­νι και κρά­τα­γε στα χέ­ρια της τα σπίρ­τα και το λά­δι. «Γεια σου, Ελέ­νη», εί­πα, «κα­τέ­βη­κα να κά­νω λί­γα μπά­νια».

«Εγώ φέ­τος ού­τε βγή­κα από το σπί­τι, ού­τε εί­δα θά­λασ­σα κα­θό­λου», μου εί­πε. «Εί­χα τη μά­να μου άρ­ρω­στη, κλεί­σα­με τα σα­ρά­ντα».

«Συλ­λυ­πη­τή­ρια», της εί­πα συ­γκι­νη­μέ­νος, «δεν το ’ξε­ρα». Κι ύστε­ρα έδει­ξα τον τά­φο του πα­τέ­ρα μου, «θα κά­νουν πα­ρέα τώ­ρα όλοι εκεί πά­νω», πρό­σθε­σα δει­λά. Πέ­ρα­σε το χέ­ρι της στη μέ­ση μου, «α», εί­πε, «πε­ρι­μέ­νεις κι εσύ να κά­νεις εκεί όσα δεν έκα­νες εδώ».

Κα­τά­λα­βα τι εν­νο­ού­σε και της ζή­τη­σα συγ­γνώ­μη για τό­τε. Κού­νη­σε το κε­φά­λι της, «κα­λά, άσε το με­λό», εί­πε. «Εί­δα και τον γιο σου, φέρ­νει λι­γά­κι στον μπα­μπά σου», συ­μπλή­ρω­σε, κι έκα­νε τον σταυ­ρό της κοι­τά­ζο­ντας τη φω­το­γρα­φία του.

Θά­νος Κάπ­πας


Εί­δα θά­λασ­σα

Ξα­πλω­μέ­νος στο κρε­βά­τι μου κα­λώ το τέ­λος. Δεν εί­μαι ασθε­νής, ού­τε αυ­τό­χει­ρας. Κα­λώ το τέ­λος όπως θα κα­λού­σα μια γά­τα να φά­ει την ξη­ρά τρο­φή της. Η ξη­ρά τρο­φή εί­μαι εγώ. Απο­ξη­ράν­θη­κα, στράγ­γι­ξα από την αν­θρώ­πι­νη υγρα­σία. Το σά­λιο που τρέ­χει, τα δά­κρυα που ανα­βλύ­ζουν, το σπέρ­μα που πε­τά­γε­ται, το αί­μα που βιά­ζε­ται να ξε­χυ­θεί απ’ την πλη­γή, έχουν στε­ρέ­ψει. Έχουν ξο­δευ­τεί. Ξο­δεύ­τη­καν κα­λά; Κά­θε ξό­δε­μα κα­λό εί­ναι. Ή: κα­νέ­να ξό­δε­μα δεν εί­ναι αρ­κε­τά κα­λό. Λέ­νε πως πριν πε­θά­νει κα­νείς βλέ­πει τη ζωή του αντί­στρο­φα, σαν κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά κα­ρέ που ξε­τυ­λί­γο­νται προς τα πί­σω. Για πα­ρά­δειγ­μα: αν η ζωή εί­ναι το μά­δη­μα μιας μαρ­γα­ρί­τας, στις τε­λευ­ταί­ες σου στιγ­μές μπο­ρείς να δεις κά­θε πέ­τα­λο να επα­νέρ­χε­ται στη θέ­ση του, το φα­λα­κρό κε­φά­λι του λου­λου­διού να ξα­να­γε­μί­ζει, τα δά­χτυ­λα να επα­να­φέ­ρουν τη μαρ­γα­ρί­τα στη γη. Ή, ας πού­με, μπο­ρεί να δεις το βό­τσα­λο που έρι­ξες στη λί­μνη, να αφαι­ρεί έναν έναν τους τρε­μά­με­νους κύ­κλους στην επι­φά­νειά της και να επι­στρέ­φει στην πα­λά­μη σου, όπως μω­ρό στην κού­νια. Εγώ θέ­λω να δω να μαυ­ρί­ζουν τα μαλ­λιά της μά­νας, να τα τρα­βάω με τη μι­κρή μπου­νιά μου κα­θώς πλη­σιά­ζει το κε­φά­λι της για να μου πει κα­λη­νύ­χτα κου­νώ­ντας ελα­φρά το λί­κνο, όπως λι­κνί­ζο­μαι τώ­ρα κι εγώ κα­λώ­ντας το τέ­λος στο κρε­βά­τι μου. Κλεί­νω τα μά­τια. Τα κύ­μα­τα, αντί να σκά­νε στην ακτή, κι­νούν προς τον ορί­ζο­ντα. Ναι, εί­δα το τέ­λος που θα γε­μί­σει πά­λι με νε­ρό τους πό­ρους του κορ­μιού μου, το τέ­λος που θα με επι­στρέ­ψει στο αμνια­κό υγρό. Εί­δα θά­λασ­σα.

Έλε­να Μα­ρού­τσου


Αυ­το­βελ­τί­ω­ση

Πρέ­πει να προ­σπα­θεί κα­νείς για το κα­λύ­τε­ρο. Η πρώ­τη μέ­ρα κύ­λη­σε ανώ­δυ­να. Κά­θι­σα στη στά­ση του λω­τού, σύμ­φω­να με τις οδη­γί­ες και πε­ρί­με­να. Έπει­τα ση­κώ­θη­κα. Να κά­θε­ται κι έπει­τα να ση­κώ­νε­ται κα­νείς εί­ναι μάλ­λον εύ­κο­λο. Τε­λευ­ταία φο­ρά τους επι­σκέ­φτη­κα λί­γο πριν την κα­ρα­ντί­να. Στο δρό­μο εί­δα θά­λασ­σα, ατε­λεί­ω­τες πε­διά­δες και επαρ­χια­κό φο­ντα­με­ντα­λι­σμό. Γύ­ρι­σα με προ­μή­θειες και την υπό­σχε­ση μιας σύ­ντο­μης οι­κο­γε­νεια­κής επα­νέ­νω­σης. Τη δεύ­τε­ρη μέ­ρα, την ίδια ώρα πά­νω κά­τω, κά­θι­σα πά­λι στο ίδιο ση­μείο, με την ιδέα να πε­ρι­μέ­νω λί­γο πα­ρα­πά­νω. Σε άκου­σα από μέ­σα να στύ­βεις πορ­το­κά­λια και να ρω­τάς αν θέ­λω χυ­μό. Ενο­χλή­θη­κα για­τί η πε­ρί­στα­ση απαι­τού­σε την αμέ­ρι­στη αφο­σί­ω­σή μου, αλ­λά θυ­μή­θη­κα πως εί­χες να φα­νείς και­ρό. Ξαφ­νι­κά λα­χτά­ρι­σα πορ­το­κά­λι. Την τρί­τη μέ­ρα, η χά­ρη με την οποία κά­θι­σα, εξέ­πλη­ξε και μέ­να την ίδια και με ανα­νε­ω­μέ­νο εν­θου­σια­σμό έκλει­σα τα μά­τια. Προ­σπά­θη­σα να μη δώ­σω ση­μα­σία σε έναν ήχο που προ­ερ­χό­ταν από τα σω­θι­κά μου, ανε­παί­σθη­το σαν γουρ­γου­ρη­τό. Σκέ­φτη­κα πως οι άν­θρω­ποι όταν δεν αγα­πιού­νται, απο­κτούν και­νού­ριες πα­ρά­ξε­νες συ­νή­θειες σαν τους γέ­ρους, για πα­ρά­δειγ­μα αρ­χί­ζουν να μι­λούν σε κεί­νους που δεν εν­δια­φέ­ρο­νται, για την κα­θη­με­ρι­νή τους ρου­τί­να, τις ώρες του ύπνου τους, τις συ­νή­θειες των γευ­μά­των τους και διά­φο­ρες σω­μα­τι­κές ενο­χλή­σεις. Κά­ποιος να ξέ­ρει. Όπως εί­πα, προ­σπά­θη­σα να μη δώ­σω ση­μα­σία. Έπει­τα όλα άρ­χι­σαν να ανα­δεύ­ο­νται επι­κίν­δυ­να. Τα μέ­σα μου φού­σκω­ναν και φού­σκω­ναν ώσπου το δέρ­μα έκα­νε κα­τά τό­πους ρωγ­μές, τα εντό­σθια ξε­χύ­θη­καν, έπρε­πε να πα­ρέμ­βω, τα μά­ζε­ψα όπως όπως και συ­νέ­χι­σα. Πρέ­πει να προ­σπα­θεί κα­νείς για το κα­λύ­τε­ρο.

Γε­ωρ­γία Μι­χα­λα­ριά

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: