Δεκατέσσερις μικρομυθοπλασίες


___________

O Ραούλ Μπράσκα, η τέχνη της συντομίας

O Αργεντινός Raúl Brasca είναι πεζογράφος, κριτικός, αρθρογράφος, συντάκτης του πολιτιστικού περιοδικού ADN της εφημερίδας La Nación της Αργεντινής, ανθολόγος (συνολικά 15 ανθολογίες, 8 από τις οποίες έχει επιμεληθεί μαζί με τον Luis Chitarroni [1958-2023]) και βασικός εισηγητής στα περισσότερα διεθνή συνέδρια μικρομυθοπλασίας που έχουν διοργανωθεί από το 1998[1] έως σήμερα (2025).
Σπούδασε χημικός μηχανικός και διατέλεσε καθηγητής επί του αντικειμένου στο πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες έως το 1988, το έτος που κέρδισε το βραβείο διηγήματος του μεξικανικού περιοδικού El cuento. Υπήρξε συνιδρυτής του πρωτοποριακού λογοτεχνικού περιοδικού Maniático textual (1989-1994), το οποίο συνέβαλλε καθοριστικά στη συστηματική καλλιέργεια και διάδοση της μικρομυθοπλασίας διεθνώς. Συνδιοργανωτής με τις Luisa Valenzuela και Sandra Bianchi του πρώτου συνεδρίου μικρομυθοπλασίας στο Μπουένος Άιρες (Ιούνιος 2006), και εμπνευστής και θεμελιωτής της ημερίδας αφιερωμένης στη μικρομυθοπλασία στο πλαίσιο της ετήσιας Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου στο Μπουένος Άιρες, η οποία από το 2009 έως σήμερα αποτελεί κοιτίδα δημιουργών και κριτικών του είδους.
Έχει εκδώσει συλλογές διηγημάτων και μικρομυθοπλασίας καθώς και τον συλλογικό τόμο Obra reunida (2022), o οποίος εμπερικλείει αναθεωρημένα κείμενα από τις συλλογές του Últimos juegos, Todo tiempo futuro fue peor και Las gemas del falsario. Κείμενά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, πορτογαλικά, σέρβικα, αραβικά, ισλανδικά, κ.λπ, και έχουν συμπεριληφθεί σε πολυάριθμες έντυπες και ηλεκτρονικές διεθνείς ανθολογίες και περιοδικά μικρομυθοπλασίας. Το 2017 βραβεύτηκε με το Premio Iberoamericano de Minificción “Juan José Arreola”, το σημαντικότερο βραβείο για το είδος, και το 2018 εκδόθηκε η κομβική μελέτη του Microficción. Cuando el silencio toma la palabra, με δοκίμιά του για τη σχέση μικρομυθοπλασίας και σιωπής. Εκεί εξετάζει το μεν μπορχεσιανής καταβολής άφατον της γραφής, αλλά εμβαθύνει εστιάζοντας στην πολύ σύντομη πεζογραφική φόρμα στην οποία η σιωπή, το τι δε λέει κανείς, αναδεικνύεται ως ρυθμιστικό ιδεώδες, αν όχι ως κανονιστικό πλαίσιο. Ιδέα που εξετάζει και ο κριτικός Ary Malaver στο βιβλίο του La brevedad como poética[2] με μότο τη φράση του Ουρουγουανού Jorge Drexler: Δεν είναι το φως αυτό που έχει σημασία στην αλήθεια, είναι τα δώδεκα δευτερόλεπτα του σκοταδιού. Ήδη, από τα δύο πολύ σύντομα δοκίμιά του που έχουν συμπεριληφθεί στον συλλογικό, κριτικό τόμο Minificción y nanofilología: latitudes de la hiperbrevedad[3] διαφαίνεται ότι η αξιοποίηση του φιλοσοφικού στοχασμού στη συγγραφική πράξη μιας μικρομυθοπλασίας και η θεματοποίηση της ανθρώπινης κατάστασης και της ενσυναίσθησης εντός πολύ μικρού κειμενικού χώρου, εν είδει αποστάγματος, χωρίς να εκλείπει η αφήγηση μιας ιστορίας, είναι καίρια ζητήματα στη θεωρητική του προσέγγιση, αλλά και κύρια ζητούμενα στο συγγραφικό του έργο.
Συγκεκριμένα, στο πρώτο δοκίμιο με τίτλο Mi poética. Microficciones, αναπτύσσει την ποι­η­τι­κή του σε λίγες σε­λί­δες και παρουσιάζει τη μικρομυθοπλασία ως ένα ιδιαίτερα απαιτητικό είδος, με εκλεκτικές συγγένειες με άλλα ταξινομημένα είδη, ως σύνθεση πολλών γνωστών πραγμάτων ή ιδεών, ως επίτευγμα της ανθρώπινης νόησης, όχι ως εφήμερη τάση. Τη διακρίνει από το μικροδιήγημα/ μικροαφήγημα (mi­cro­cu­ento / mi­cror­re­la­to) και θεωρεί ότι η πύκνωση του λόγου, που είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της, οφείλεται στη σιωπή, που αποτελεί δομικό στοιχείο του γλωσσικού μηχανισμού της, της επικοινωνιακής πρακτικής και της χρήσης της. Τοποθέτηση με άρρητες, αλλά σαφείς αναγωγές στην αριστοτελική αφηγηματική οικονομία, στο φιλοσοφικό corpus του Ludwig Wittgenstein, τη γλωσσική στροφή και τη δυναμική της μικρομυθοπλασίας να συνάπτει εξωτερικές και εσωτερικές σχέσεις με τη φιλοσοφία, παρά την περιορισμένη έκτασή της, να τέρπει και να αφυπνίζει παράλληλα, με τη μορφή ηθικού προβληματισμού, όπως αυτός εξετάζεται σε σύγχρονες πολιτισμικές θεωρίες.
Σε σχετική συνέντευξη[4] στην Graciela Tomassini το 2018, αναφέρει ανάμεσα σε άλλα: η μικρομυθοπλασία απαιτεί πείσμα αγωνιστή και επιμονή. Η καλλιέργειά της είναι απαιτητική. Όταν εκδόθηκε η πρώτη μου ανθολογία (1996), ήμασταν ελάχιστοι γι’ αυτό και αναφέρομαι στον πρόλογο στη «συμμορία της μικρομυθοπλασίας». Χάρη στην εντατική προσπάθεια όλων αυτή η συμμορία είναι σήμερα μια μεγάλη πατρίδα, η οποία αποτελείται από πολλούς συγγραφείς, αναγνώστες και κριτικούς. Τοποθέτηση που ενισχύει την ιδέα ότι η μικρομυθοπλασία αποτελεί δίκτυο και μέσο δικτύωσης και επιπλέον, σύμφωνα με τον Brasca, ένα είδος αντίστασης στη μεταμοντέρνα περιφρόνηση της φόρμας και στο μεταμοντέρνο πεσσιμισμό και τη θεωρητικοποίησή του.
Επιπλέον, αναφέρει συχνά σε συνεντεύξεις του πόσο καθοριστικό ρόλο έπαιξε η εκπαίδευσή του στις θετικές επιστήμες. Μάλιστα, στα υποδειγματικά κείμενα μικρομυθοπλασίας εντοπίζει διαύγεια στους αφηγηματικούς αρμούς, σαφήνεια, ευγλωττία και καθαρότητα στη γλώσσα, έκλυση ενέργειας από τη δυναμική της ιστορίας και την οργανικότητα τίτλου - κειμένου, πολυπλοκότητα στα πολλαπλά αφηγηματικά επίπεδα, λεπτότητα με εστίαση στη λεπτομέρεια, στις εντυπωτικές εικόνες και πύκνωση στη γλώσσα και στο χωροχρονικό άνυσμα της ιστορίας, την οποία διακρίνει από τη συμπύκνωση. Θεωρεί, δηλαδή, ότι η μικρομυθοπλασία δεν είναι μια ιστορία που προκύπτει από τη συμπύκνωση μίας μεγαλύτερης, συνεπώς η συντομία από μόνη της δεν είναι αρκετή για να χαρακτηριστεί ένα σύντομο κείμενο ως μικρομυθοπλασία. Επισημαίνει ότι η ανάδειξη του περιεχομένου κάθε υποδειγματικής μικρομυθοπλασίας στηρίζεται στην οξύνοια, την κριτική σκέψη, την ευρυμάθεια και τη μεγίστου βαθμού αλληλόδραση συγγραφέα - αναγνώστη και ότι κάθε ιστορία ολοκληρώνεται στο μυαλό του αναγνώστη, μετά από ένα στιγμιαίο άνοιγμα και κλείσιμο στο χρόνο και επαναφορά στη σκέψη και το συναίσθημα. Άποψη την οποία περιλαμβάνει και στον δεκάλογο του καλού μικρομυθοπλάστη που έχει επεξεργαστεί και δημοσιεύσει το 2012,[5] και αποτελεί την πεμπτουσία της ποιητικής του σχετικά με το είδος: Προσπάθησε να γράψεις με τη μικρότερη (δυνατή) ποσότητα λέξεων και τη μεγαλύτερη (δυνατή) ποσότητα σιωπής, ωστόσο βεβαιώσου ότι η μικρομυθοπλασία σου περιέχει τις απαραίτητες δικλείδες για να καταστεί κατανοητή. Εάν έχεις επιτύχει αυτό, σταμάτα εκεί: θεώρησε ότι ο αναγνώστης είναι τόσο έξυπνος όσο κι εσύ.

Άντρας που παλεύει, Ζώντας σε κίνδυνο, Αμηχανία, Το νόημα της ελευθερίας, Κλουβί και Εξήγηση, Προφητεία, Όλος ο μελλοντικός χρόνος υπήρξε χειρότερος, Κλειδί, Η κληρονομιά του διαβόλου, Η σειρά σου να ζήσεις, Ύστατη επιλογή, Αλήθειες˙ Αυτή. Αυτοί είναι οι τίτλοι από τα 14 κείμενα που επιλέξαμε από τον συλλογικό του τόμο Obra Unida, με το τελευταίο (Αυτή) να συνομιλεί συνωμοτικά και υπαινικτικά με τον δεινόσαυρο του Monterroso.[6] Σύμφωνα με τον ίδιο η συστηματική του καλλιέργεια του είδους από τη δεκαετία του ’80 ξεκίνησε ως αντίδραση στο διήγημα, μάλιστα, αναφέρει χαρακτηριστικά τη λέξη anticuentos (αντιδιηγήματα) για τις πρώτες συγγραφικές του απόπειρες.[7] Ο Μπράσκα επιτάσσει κυρίως ρήματα και αφηγηματικά υποκείμενα που είναι φορείς πολιτισμικών αξιών. Η πολυσημία (ενδεχομενικότητα, πολλαπλές ερμηνείες) των κειμένων του δε σημαίνει α-σημία, ο δε ρόλος της ενσυναίσθησης και της ευαισθησίας σε τόσο σύντομα κείμενα συνεισφέρει στην αποκλιμάκωση του Κακού, το οποίο δε διαχωρίζει από την καθημερινή ζωή, καθώς στα συναισθήματα (αρνητικά και θετικά) των μυθοπλαστικών ηρώων του αναγνωρίζει παρακινητικό και γνωστικό χαρακτήρα, αναδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο ως επίμονος παρατηρητής στον πυρήνα της ανθρώπινης κατάστασης την έννοια της αυθεντικότητας ακόμα και σε μοριακή μορφή ως προϋπόθεση για την ύπαρξη νοήματος της ζωής και της επιβίωσης, μακράν τού διδακτισμού, της ηθικολογίας και της καταγγελτικής κοινωνικής κριτικής. Εν κατακλείδι, θεωρεί τη μικρομυθοπλασία ως ένα μικρό, αλλά δυνατό ρεύμα ζωής, άλλοτε με τη μορφή μικρο-απινιδωτή και άλλοτε με τη μορφή ενός γλωσσικού συγκλονισμού, ικανού να κλονίσει κάθε βεβαιότητα: ένα μικρό θαύμα.
Όμως, εύλογα προκύπτει το ερώτημα, πώς το αναζητά, πώς το αναγνωρίζει, τι εστί θαύμα για τον Brasca στην εποχή μας; Όπως αναφέρει η Francisca Nogeurol στον πρόλογό[8] της στην ανθολογία του με τίτλο Minificciones, Antología Personal (2017):

[…] ο Μπράσκα συμπεριφέρεται όπως ένας από τους μεταφυσικούς του Tlön, που περιγράφoνται από τον Μπόρχες στο «Tlön, Uqbar, Orbis Tertius» ως εκείνοι που δεν αναζητούν την αλήθεια, ούτε καν την αληθοφάνεια: αναζητούν το θαύμα. Κρίνουν ότι η μεταφυσική είναι ένας κλάδος της φανταστικής λογοτεχνίας. Και ας θυμηθούμε πώς ο Σάμπατο προσηλώθηκε σε αυτό το αξίωμα για να ορίσει τη μπορχεσιανή σκέψη, στην οποία ο Μπράσκα αναμφίβολα οφείλει: Ο Κύκλος της Βιέννης υποστήριξε ότι η μεταφυσική είναι κλάδος της φανταστικής λογοτεχνίας. Και αυτός ο αφορισμός που εξόργισε τους φιλοσόφους έγινε η λογοτεχνική πλατφόρμα του Μπόρχες. Από ό,τι μόλις σχολίασα, θα γίνει κατανοητό ότι, σε αυτή την ενότητα, η απουσία βεβαιοτήτων αντισταθμίζεται με την πρακτική του αντι-επίσημου πνεύματος και της ειρωνείας και λύνεται από τη συγκίνηση που προκαλεί στον αναγνώστη η ομορφιά των ιδεών που εκτίθενται. Αυτό φαίνεται σε κείμενα που συχνά υπερασπίζονται την αμηχανία που προκαλεί η παραδοχή της σταματημένης στιγμής (καιρός) μπροστά στο συλλογικό όραμα του γραμμικού χρόνου, στις επιφανείς στιγμές της κινούμενης ομορφιάς που ορίζονται από την ακινησία και το άνοιγμα της νόησης σε περιοχές ανεξερεύνητες.


Ο Ραούλ Μπράσκα
Ο Ραούλ Μπράσκα
Μικρομυθοπλασίες από το εργαστήριό του



Άντρας που παλεύει

Από παιδάκι έπρεπε να παλέψει ενάντια στην ψυχρότητα της μητέρας του και τη δυσπιστία των συμμαθητών του, στο σχολείο, που τον έβλεπαν διαφορετικό. Ως έφηβος πάλεψε ενάντια στην αίσθηση ότι είχε κάποιο φριχτό κουσούρι που τον απομάκρυνε απ’ όλους και τον καταδίκαζε στη μοναξιά. Στη νιότη του πάλεψε κόντρα στους αόρατους κάβους που τον εμπόδιζαν να βγει από τον εαυτό του και να βρει μια θέση στον κόσμο.
Εντέλει κατάφερε ν’ αναδειχτεί. Έφτασε στην αγάπη, βίωσε τη φιλία, διέπρεψε στην εργασία του. Τώρα παλεύει ενάντια στην πάλη του. Αισθάνεται πως, αν την εγκαταλείψει, θα απωλέσει τα πάντα. Δεν είναι εύκολο να πάψεις να παλεύεις όταν η πάλη έχει μετατραπεί σε εχέγγυο επιβίωσης.


Ζώντας σε κίνδυνο (1976-1983)[9]

Ένιωσε τη ζεστασιά του ήλιου στο δέρμα, ψύχρα στα οστά και έναν επίμονο πόνο που του προκαλούσε φόβο. Ή, καλύτερα, έναν επίμονο φόβο που του προκαλούσε πόνο.
Συνέχισε να ελπίζει.


Αμηχανία

Στον Guillermo Martínez

Η ελαφίνα βόσκει με τα μικρά της. Το λιοντάρι ρίχνεται καταπάνω στην ελαφίνα, η οποία καταφέρνει να ξεφύγει. Ο κυνηγός αιφνιδιάζει το λιοντάρι και την ελαφίνα στο τρέξιμό τους και ετοιμάζει το τουφέκι. Σκέφτεται: αν σκοτώσω το λιοντάρι θα έχω ένα καλό τρόπαιο, αλλά αν σκοτώσω το ελάφι θα έχω ένα τρόπαιο και θα μπορώ να φάω το εξαίσιο πόδι του α λα κατσιατόρε.[10]
Ξαφνικά, κάτι έχει ταράξει την ελαφίνα. Σκέφτεται: αν το λιοντάρι δεν με προφτάσει, θα γυρίσει και θα φάει τα παιδιά μου; Το λιοντάρι σκέφτεται ακριβώς: γιατί παιδεύομαι με τη μητέρα όταν, δίχως κανέναν κόπο, θα μπορούσα να φάω τα μικρά;
Ελαφίνα, λιοντάρι και κυνηγός έχουν ακινητοποιηθεί ταυτόχρονα. Σαστισμένοι, κοιτάζονται. Δεν ξέρουν πως, εξαιτίας μιας άκρως απίθανης σύμπτωσης, συμμετέχουν σε μια στιγμή καθολικής αμηχανίας. Ψάρια μετέωρα καταμεσής του νερού, πουλιά ήσυχα σαν κρεμάμενα από τον ουρανό, κάθε ζωντανό ον που κατοικεί στη Γη αμφιβάλλει χωρίς να καταφέρνει μια κίνηση.
Είναι το μόνο, συντομότατο κενό που έχει προκληθεί στην ιστορία του κόσμου. Με τη βολή του κυνηγού η ζωή ξαναρχίζει.


Το νόημα της ελευθερίας

Γερασμένος πλέον, τη νύχτα που η σεξουαλική του φλόγα έσβησε οριστικά, ο Σωκράτης άκουσε τον ωραίο Αλκιβιάδη που ψιθύριζε: «Επιτέλους, ελεύθερος». Δε θίχτηκε. Κατάλαβε πως η πραγματικότητα είχε διαλέξει λάθος άνθρωπο, γιατί η φράση τού ταίριαζε. Και είχε δίκιο: όταν τα χείλη του την οικειοποιήθηκαν, η χυδαία έκφραση ανακούφισης φορτίστηκε με ευγενές νόημα, οξύτητα, ηθική βαθύτητα και, το σημαντικότερο, με σπουδαιότητα.

Κλουβί[11]

Το πεπόνι με τις παχιές ουλές που σήμερα άνοιξα, εντός του είχε ένα κλουβί από λεπτεπίλεπτο σύρμα. Τι παραδοξότητα: ο μικρός εγκλωβισμένος καρπός που μπόρεσε να μεγαλώσει μοναδικά ενσωματώνοντας το ίδιο του το κελί ήταν, μολαταύτα, γλυκός.


Εξήγηση[12]

Η μικρομυθοπλασία Κλουβί είναι εμφανώς πολύσημη. Μεταξύ άλλων, επιδέχεται τις εξής ερμηνείες: τα γλυκά συνήθως κρύβουν κάτι (προκαταλαμβάνουσα ερμηνεία)· η γλυκύτητα είναι ανεξάρτητη από την ιστορία (ιστοριογραφική ερμηνεία)· υπάρχουν εξωτερικά κελιά και κελιά εσωτερικά (ψυχαναλυτική ερμηνεία)· τα κελιά δεν αντιπαλεύουν το ζωτικό πείσμα των γλυκών πεπονιών (ερμηνεία).


Προφητεία

Οι αρχαίοι άγριοι, διαβεβαιώνει ο Montaigne, διέθεταν μάντεις ιερείς που προλέγανε το μέλλον. Καθώς η μαντεία θεωρούνταν χάρισμα των θεών, ήταν αδικαιολόγητο να μην επαληθεύεται το μαντείο, και εάν τα γεγονότα διαψεύδανε τον προφήτη, η φυλή τον έκοβε κομμάτια. Με λιγότερη θρησκευτική πίστη απ’ όσο αγάπη για τη ζωή, οι ιερείς έμαθαν σιγά σιγά να προστατεύονται. Το να φτάσεις στη σημερινή ισορροπία μεταξύ εννοιολογικής διαύγειας και πολυσημίας, στην οποία είναι τόσο επιδέξιοι οι δικοί μας γκουρού στις μέρες μας, έχει μεγάλο κόστος σε αίμα κατά τη διάρκεια της ιστορίας.


Όλος ο μελλοντικός χρόνος υπήρξε χειρότερος

Χθες βράδυ αποθεραπεύτηκε από τις σφαίρες που τον γάζωσαν και ξέφυγε απ’ την αστυνομία, μέσα απ’ το πλήθος.
Κρύφτηκε στην κορυφή κάποιου δέντρου, το κλαδί του τσακίστηκε και κατέληξε σουβλισμένος σε μια σιδερένια βέργα. Αποδεσμεύτηκε από το σίδερο, αποκοιμήθηκε σε μια χωματερή και τον εγκλώβισε μια μηχανική φαγάνα. Η φαγάνα τον απελευθέρωσε, έπεσε πάνω σε έναν ιμάντα μεταφοράς και τον καταπλάκωσαν τόνοι σκουπιδαριού. Ο ιμάντας τον έφερε μπροστά σ’ έναν κλίβανο, εκείνος δεν θέλησε να μπει και πήρε να υποχωρεί.
Άφησε τον ιμάντα και πέρασε στη φαγάνα, άφησε τη φαγάνα και πήγε στον σκουπιδότοπο, άφησε τον σκουπιδότοπο και διαπεράστηκε από τη βέργα, άφησε τη βέργα και κρύφτηκε στο δέντρο, άφησε το δέντρο και αναζήτησε την αστυνομία.
Χθες βράδυ έβαλε τα στήθη του μπροστά στις σφαίρες που τον γάζωσαν και κατέρρευσε σαν ένας οποιοσδήποτε ενώ τον γεμίζουνε με μολύβι: τελείως νεκρός.


Κλειδί

Στη Laura Pollastri

Ήταν θλιβερό όταν ο πατέρας μου, δίχως να του το ζητήσω, μου παραχώρησε το κλειδί του σπιτιού. Εγώ ήμουν ένας σχεδόν ενήλικας κι εκείνος μου το παρέδωσε σαν κάποιος που ζητάει άδεια προκειμένου να γεράσει.



Η κληρονομιά του διαβόλου

O διάβολος παρουσιάστηκε στο ράντσο και της ανήγγειλε πως επρόκειτο να μείνει έγκυος. Ύστερα την πήρε, δυο θηριώδεις διεισδύσεις, και την διαπότισε με το σπέρμα του. Εκείνη ένιωσε πως το κολασμένο μάγμα της πύρωνε τα σπλάχνα και, εάν έως εκείνη τη στιγμή είχε φοβηθεί πως θα πέθαινε διαπερασμένη από το υπερμέγεθες πέος, τώρα ήθελε να το κρατήσει μέσα της παντοτινά. Όμως αυτός κατέβηκε κι έφυγε. Της άφησε στο σώμα τον ιδρώτα που δεν τον ξεπλένει το νερό και ζέχνει όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Κανένα αρσενικό δεν μπόρεσε να τη ζυγώσει έκτοτε ―επαναλαμβάνουν εκείνοι που ξέρουν― και έζησε τις υπόλοιπες μέρες της πνιγμένη από πόθο για την ανεπανάληπτη συνεύρεση. Η αλήθεια είναι πως η δυσωδία ήταν αφροδισιακή και υπήρξε φοράδα αναπαραγωγής μέχρι τα γεράματα. Στο γιο που απέκτησε κόλλησαν το παρατσούκλι ο επιβήτορας, εξασκούταν με τη μαμά και διακόρευε κορίτσια σε ηλικία γάμου τις αφέγγαρες νύχτες.

Σειρά σου να ζήσεις

Ανέκαθεν μου άρεσε να διαβάζω, οπότε πέρασα την πανδημία διαβάζοντας ολημερίς. Διάβασα για έντονους βίους αλλοτινών εποχών: ανεξέλεγκτα πάθη, ιδέες που υπερασπίζεται κανείς υπεράνω της δικής του ευκολίας, στήθη που εκτίθενται στις σφαίρες αντί να παραδίδονται. Με αυτό αμβλύνω την κατάθλιψη του μακροχρόνιου εγκλεισμού και αποσπάω την προσοχή μου από τις καθημερινές υποχρεώσεις που έπρεπε να εκπληρώνω. Όλα, με την ελπίδα να ανακτήσω κάποια στιγμή το μεγαλειώδες της ζωής. Αλλά τώρα που, μετά από μια δεκαετία, η πανδημία έχει τεθεί υπό έλεγχο, τίποτα δεν φαίνεται να καλυτερεύει. Έχουμε πέσει σε μια μη αναστρέψιμη ανασφάλεια και ζούμε εμμονικά. Δεν υπάρχει δουλειά εδώ και πολύ καιρό, είμαστε πάρα πολλοί και οι σειρές προτεραιότητας φτάνουν στα κινητά μας τις πιο ασυνήθιστες ώρες. Αν χάσουμε μια φορά τη σειρά χάνουμε το φαγητό ή το καθημερινό μπάνιο. Αλλά εάν τη χάσουμε δυο διαδοχικές φορές εξαφανιζόμαστε άπαξ διά παντός από τη βάση δεδομένων.


Η ύστατη επιλογή

Στον Juan Sabia

Το αποφασισμένο να αυτοκτονήσει ψάρι αποφεύγει τάχιστα το δίχτυ όπου θα ξεψυχούσε με τους συντρόφους του, περνάει μακρόθεν απ’ το αγκίστρι του συνήθη ψαρά που ξεφυλλίζει ένα περιοδικό, και καταβροχθίζει ανενδοίαστα εκείνο του παιδιού που θα θυμάται για όσο θα ζει τους φρικιαστικούς σπασμούς της ασφυξίας του.


Αλήθειες

Ας βάλουμε μέτωπο με μέτωπο έναν άντρα και μια γυναίκα και ας τους φέρουμε κοντά για να δούμε πως ενσωματώνεται ο ένας μέσα στον άλλον. Πρώτα συγκρούονται οι δύο μύτες, κατόπιν τα στήθη εκείνης παρεμβαίνουν μεταξύ των δύο σωμάτων. Πράγματι δεν εφαρμόζουν, αμφότεροι είναι κοίλοι. Όμως αυτή είναι μια αφόρητη αλήθεια. Βρίσκονται τόσο κοντά που οι ανάσες τους αναμιγνύονται και δεν μπορούν να καταλαγιάσουν τα χέρια τους. Γέρνουν τα κεφάλια τους, αγκαλιάζονται, ενώνουν τα χείλη, διπλώνουν τις γλώσσες. Εντέλει συναρμόζονται. Η καθαρή γεωμετρία είναι άγονη.


Αυτή

Μια μέρα ξύπνησα και βρισκόταν στο πλευρό μου. Συμπεριφέρθηκε τόσο αυθόρμητα που απέτρεψε όλες τις προθέσεις μου να τη ρωτήσω. Κάναμε έρωτα, φάγαμε πρωινό. Μετά πήγα στη δουλειά: όταν επέστρεψα, ήταν ακόμα εκεί. Εκείνο το βράδυ κάναμε έρωτα τρεις φορές. Ήταν υπέροχο. Τώρα περιμένει την επιστροφή μου όλες τις μέρες και κάθε φορά που πληρώνομαι μου ζητάει τα έξοδα του μήνα. Το κακό με τα φαντάσματα αυτά είναι πως δεν αφανίζονται.




 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: