Ο καπιταλισμός, ο Προμηθέας και συζητήσεις για το στρες


__________
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥΣ
_
____________






Βρισκόμουν τις προάλλες στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής Μαζιμόνες της Χριστίνας - Καλλιρόης Γαρμπή στο «Κομπραί» στα Εξάρχεια κι ο ένας από το πάνελ, ο Γ. Κ., άρχισε, μιλώντας για το περιεχόμενο της ποίησης της Χ.Κ.Γ. και για τις συνθήκες στις οποίες γεννήθηκε, να κουοτάρει αποφθέγματα από δύο δοκίμια.
Το γεγονός ομολογώ πως δεν με παραξένεψε καθόλου. Εδώ και χρόνια πιστεύω πως το πιο κοντινό είδος στην ποίηση είναι το δοκίμιο ή/και – για όσους προσπαθούν να την καταλάβουν και δεν έχουν τις μαθηματικές γνώσεις να την εφαρμόσουν – η φυσική. Και τα τρία αυτά πεδία έχουν κάτι το μυστηριακό, κάτι το απόκρυφο και ταυτόχρονα κάτι το απείρως ειλικρινές και αληθινό. Προσπαθείς να προσεγγίσεις και τα τρία για να καταλάβεις πώς λειτουργεί ο κόσμος. Η νόηση δεν αρκεί, η καρδιά δεν φτάνει. Πρέπει να δοθείς, ανοιχτός ορθάνοιχτος, και να αφεθείς να δεις τι μπορεί τελικά να δεχθείς από το καθένα.
Έτσι, λοιπόν, έδειξα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα λόγια του ομιλητή. Η Μ.Π. δίπλα μου, πρόσεξε το ενδιαφέρον μου και έσκυψε και μου ψιθύρισε «Το έχεις διαβάσει; Βιβλιάρα!»
Εγώ δεν το είχα διαβάσει ακόμη τότε, αλλά το σημείωσα…για να μην το ξεχάσω. Είμαι αρκετά αφηρημένη το τελευταίο διάστημα, κρίνοντας από το γεγονός ότι προσπαθώ να πληρώσω στο σουπερμάρκετ με την κάρτα μου για τα ΜΜΜ και για μερικά λεπτά αδυνατώ και να καταλάβω γιατί δεν ολοκληρώνεται η διαδικασία…Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία – ή και όχι. Γιατί τα δύο βιβλία που σημείωσα μιλάνε στην ουσία για την κόπωση και το κάψιμο του εγκεφάλου μας στη σύγχρονη εποχή, στον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο που το multitasking μας έχει διαλύσει.

Γυρνώντας, λοιπόν, από την παρουσίαση κι ενώ τρώγαμε με τον Γ. βραδινό, του λέω ότι θέλω να πάρω δύο βιβλία. Το ένα είναι του Μαρκ Φίσερ Καπιταλιστικός Ρεαλισμός. Υπάρχει άραγε εναλλακτική; και το άλλο είναι Η κοινωνία της κόπωσης, αλλά συγγραφέα δε θυμόμουν εκείνη την ώρα και ποτέ δεν πιάνω το κινητό μου στα χέρια όταν τρώω – ούτε για να γκουγκλάρω ούτε καν για να σηκώσω το τηλέφωνο. Το τελευταίο προπύργιο ποιότητας ζωής που μου έχω αφήσει. Άσχετο θα μου πεις με το θέμα, ίσως κι όχι θα πω εγώ.
Το πρώτο βιβλίο το είχαμε ήδη στη βιβλιοθήκη μας, μου είπε ο Γ. Ήταν στο πρωτότυπο, αλλά αυτό δεν με ενοχλούσε. Ξεκίνησα να το διαβάζω, με μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο α΄ μισό, λίγο πιο ξέπνοα στο β΄ μισό…
Λίγες μέρες μετά κι ενώ κάναμε έναν περίπατο στην Καλλιθέα και γκρινιάζαμε για το πόσο κουρασμένοι νιώθουμε, ότι κυνηγάμε την ουρά μας, ότι η ικανοποίηση δεν έρχεται ποτέ γιατί όλο κάτι νέο προκύπτει να παλέψεις γι’ αυτό, και αυτό δεν τελειώνει ποτέ, και δυσκολευόμαστε να βάλουμε όρια στο πόσο δουλεύουμε και πώς αποτιμάται αυτό τελικά κι άλλα τέτοια που είναι ό,τι πιο σύνηθες σε συζήτηση τριαντάρηδων μαζί με τα προβλήματα υγείας που γέννησε το στρες (δηλαδή στην ουσία η ίδια κουβέντα) μου λέει ο Γ.: «εδώ και λίγες μέρες έχω ξεκινήσει ένα βιβλίο ακριβώς γι’ αυτό. Λέει ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι έχουν πειστεί ότι είναι αφεντικά του εαυτού τους και είναι οι ίδιοι πλέον που υπερ-εκμεταλλεύονται τον εαυτό τους και τον χρόνο τους, τους καταπονούν μέχρι τελικής πτώσης και αυτό δεν τελειώνει μέχρι πραγματικά να καταρρεύσεις».

«Ποιο βιβλίο είναι αυτό;», τον ρωτάω.
«Ε, εγώ το διαβάζω στα αγγλικά, ο τίτλος του είναι The Burnout Society, η κοινωνία του burnout».
«Μήπως εννοείς Η κοινωνία της κόπωσης; Μήπως ο συγγραφέας λέγεται Χαν; Μπιουνγκ-τσουλ Χαν;» (το είχα τελικά γκουγκλάρει μετά από εκείνο το δείπνο)
«Α, ναι ναι κάπως έτσι. Το ξέρεις;»
«Με δουλεύεις; Είναι το βιβλίο που σου έλεγα πριν τρεις μέρες! Μαζί μ’ αυτό του Φίσερ. Καλά εσύ το διαβάζεις και δεν κατάλαβες ότι μιλάω για το ίδιο;»
«Ναι… δεν ξέρω, δεν το σκέφτηκα.»

Και τότε, σκέφτηκα ότι ακόμη κι αυτό το μικρό γεγονός ήταν μια απόδειξη ότι έχουμε κάψει τον εγκέφαλό μας. Ότι έχουμε κάνει πράξη, σώμα, βίωμα ακριβώς όλα αυτά που λέει το βιβλίο.

Ξεκίνησε ο Γ. να μου το διαβάζει δυνατά ενώ ετοίμαζα τη βαλίτσα μου για Χίο – ειρωνική συγκυρία multitasking θα έλεγε κανείς. Όσο μου διάβαζε εγώ κουνούσα συνέχεια το κεφάλι καταφατικά κι αναφωνούσα «κι αυτό το έχω, κι αυτό το κάνω» - όπως όταν μόνοι μας χαζά κάνουμε διάγνωση από το ίντερνετ και πιστεύουμε πως έχουμε όλα τα συμπτώματα και θα πεθάνουμε.
Όμως δεν πεθαίνουμε μια κι έξω. Εμείς, όπως λέει κι ο Χαν, είμαστε σαν τον Προμηθέα

―«θυμάσαι που είδα προχθές στο όνειρό μου ότι κάτι μεγάλα πουλιά έρχονταν καταπάνω μου κι απλώς σκέφτηκα ότι οκ, θα έρθουν να μου φάνε τα συκώτια, σιγά;»―

κάθε μέρα εξαντλούμαστε και το βράδυ -νομίζουμε ότι- αναπληρώνουμε τις δυνάμεις μας για να τις εξαντλήσουμε την επόμενη ημέρα.

Η στήλη «τα πράγματα κι η απώλειά τους» κλείνει αυτόν τον μήνα τέσσερα χρόνια στο περιοδικό Χάρτης. Κι αν είναι να κάνω μια ευχή σβήνοντας τα νοητά κεράκια της φανταστικής τούρτας της στήλης, η ευχή μου είναι όχι άλλη εξουθένωση, όχι άλλο(ι) Σίσυφοι και Προμηθείς, όχι άλλη πίεση στους άλλους αλλά και σε εμάς.

Χρόνια μας πολλά με βιβλία πολλά!



___________
Το όνομα της στήλης είναι εμπνευσμένο από τη φράση του David Grossman «τα βιβλία είναι το μοναδικό μέρος στον κόσμο, όπου μπορούν να συνυπάρχουν τα πράγματα και η απώλειά τους».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: