Μια διαδρομή με τρένο, η κυρία Περίεργη και μια χαρτοπετσέτα

Μια διαδρομή με τρένο, η κυρία Περίεργη και μια χαρτοπετσέτα


—  ΤΑ ΠΡΑΓ­ΜΑ­ΤΑ ΚΑΙ Η ΑΠΩ­ΛΕΙΑ ΤΟΥΣ* —



Για Θεσ­σα­λο­νί­κη-Αθή­να, τό­σα τρέ­να πες μου πού πή­γαν, να σε φέ­ρουν πί­σω σ’ εμέ­να, ξα­νά… Δεν ξέ­ρω αν πο­τέ κά­ποιο τρέ­νο έφε­ρε όντως κά­ποιον πί­σω ή τα τρέ­να εί­ναι μό­νο γραμ­μές απώ­λειας. Γραμ­μές γι’ αυ­τούς που φεύ­γουν, πο­τέ γι’ αυ­τούς που έρ­χο­νται. Επι­στρέ­φεις πά­ντα με κά­ποιο μέ­σο πιο χα­ρού­με­νο κι ανά­λα­φρο: μ’ αε­ρο­πλά­νο, με πλοίο. Να κά­νεις εμ­φά­νι­ση, να ανοί­ξει η πόρ­τα, να σε ξε­χω­ρί­σει μες στο πλή­θος ο άν­θρω­πός σου, να έχει βιώ­σει όχι μό­νο την αδη­μο­νία της προ­σμο­νής σου, μα και το άγ­χος των παρ­κα­δό­ρων σ’ αε­ρο­δρό­μια και λι­μά­νια που δεν τον αφή­νουν να στα­θεί πά­νω από πέ­ντε λε­πτά. Ενώ οι σταθ­μοί των τρέ­νων έχουν πά­ντα μια ησυ­χία και μια κρυ­φή απο­γο­ή­τευ­ση. Και άπλε­το χρό­νο για να παρ­κά­ρεις και να πε­ρι­μέ­νεις. Όπως η μα­μά της Στυ­λια­νής.

Η Στυ­λια­νή πη­γαί­νει τρί­τη δη­μο­τι­κού, φέ­τος με­τα­κό­μι­σε από τη Σά­μο στην Αθή­να μα πέ­ρα­σε το κα­λο­καί­ρι της στο Αι­γί­νιο, με τη για­γιά και τον παπ­πού. Η για­γιά εί­ναι δα­σκά­λα κι ο παπ­πούς κά­πο­τε έπαι­ζε κλα­ρι­νέ­το, μα τώ­ρα τα χέ­ρια του έχου­νε βγά­λει πλη­γές και δεν μπο­ρεί. Έμα­θα κι άλ­λα για τη Στυ­λια­νή και την οι­κο­γέ­νειά της. Μα­ζί με τη για­γιά της τη δα­σκά­λα κά­θη­σαν απέ­να­ντί μου στο τρέ­νο λί­γο με­τά τη Σα­λο­νί­κη, άνοι­ξαν κι οι δύο τα βι­βλία τους — εγώ το εί­χα ήδη ανοι­χτό το δι­κό μου, αλ­λά θα σας πω άλ­λη φο­ρά γι’ αυ­τό. Η για­γιά (κού­κλα, νε­ό­τα­τη, δεν έμοια­ζε ού­τε 50) μό­λις ξε­κι­νού­σε το Όταν σκο­τώ­νουν τα κο­τσύ­φια της Χάρ­περ Λι κι η μι­κρή την Κυ­ρία Υπέ­ρο­χη του Ρό­τζερ Χαρ­γκρέι­βς. Μό­λις το εί­δα, έβγα­λα μια κραυ­γή εν­θου­σια­σμού.

«Η κυ­ρία Υπέ­ρο­χη! Τα αγα­πη­μέ­να μου βι­βλία! Τα έχω σχε­δόν όλα! Εί­ναι κα­λό;»

«Τώ­ρα το πή­ρα, θα σας πω όταν το δια­βά­σω. Κι εγώ τα έχω σχε­δόν όλα.»

Αντι­πα­ρήλ­θα τον πλη­θυ­ντι­κό και σαν συ­νο­μή­λι­κή της έπε­σα πά­νω στο οπι­σθό­φυλ­λο του βι­βλί­ου και αρ­χί­σα­με εναλ­λάξ να μι­μού­μα­στε τα αγό­ρια της δε­κα­ε­τί­ας του ’90 που σκύ­βα­νε πά­νω απ’ τα άλ­μπουμ της Panini «αυ­τό το 'χω, αυ­τό το 'χω, αυ­τό το 'χω».

«Και την κυ­ρία Πε­ρί­ερ­γη έχω, που έχει ένα ερω­τη­μα­τι­κό για μαλ­λί.»

«Τι έχει;»

«Ένα αγ­γλι­κό ερω­τη­μα­τι­κό, δες!»

Παίρ­νω μια χαρ­το­πε­τσέ­τα και σχε­διά­ζω ένα ερω­τη­μα­τι­κό με μπλε στυ­λό στην πά­νω δε­ξιά γω­νία.

Στο με­τα­ξύ, η για­γιά της μας δια­κό­πτει. Φλό­γες κα­τά μή­κος του δρό­μου, μι­κρές αλ­λά αρ­κε­τές να ανη­συ­χή­σουν τη Στυ­λια­νή. Ο λό­γος της για­γιάς πή­γε στις με­γά­λες φω­τιές του κα­λο­και­ριού. «Τι ζή­σα­με!»

«Και τι θα ζή­σου­με ακό­μα!».

Πράγ­μα­τι, Στυ­λια­νή μου, εσύ ει­δι­κά με τα εφτά­μι­σή σου χρό­νια τι ακό­μη έχεις να ζή­σεις!

Πλη­σιά­ζου­με Σταθ­μό Λα­ρί­σης. Κι­νη­τό, αντι­ση­πτι­κό, στυ­λό ση­μειω­μα­τά­ριο, όλα στην τσά­ντα. Μέ­νει μό­νο η χαρ­το­πε­τσέ­τα κι η κου­βέ­ντα της Στυ­λια­νής:

«Από όλο το χά­ος εδώ πά­νω, στο τέ­λος, έμει­νε μό­νο ένα ερω­τη­μα­τι­κό.»




*το όνο­μα της στή­λης εί­ναι εμπνευ­σμέ­νο από τη φρά­ση του David Grossman «τα βι­βλία εί­ναι το μο­να­δι­κό μέ­ρος στον κό­σμο, όπου μπο­ρούν να συ­νυ­πάρ­χουν τα πράγ­μα­τα και η απώ­λειά τους».


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: