__________
Τα πράγματα και η απώλειά τους
_________
Το να δημιουργείς προσωπικές αντιπαλότητες με συγγραφείς και μεταφραστές –με την προϋπόθεση βέβαια ότι είναι ζωντανοί γιατί διαφορετικά υπάρχει… θέμα– μπορεί να σου δημιουργήσει ενδεχομένως προβλήματα στην «καριέρα» σου, αλλά μπορεί να αποβεί κάποιες φορές και θετικό. Κι όχι μόνο για τον τζερτζελέ και τον ντόρο που μπορεί να δημιουργηθεί γύρω από το όνομά σου κατά το περίφημο κλισέ πλέον «δεν έχει σημασία τι λένε για σένα αρκεί να γράφουν το όνομά σου σωστά» (πράγμα στο οποίο προσωπικά έχω αποτύχει, αλλά ας μην πω τώρα εδώ τον πόνο μου).
Κάτι θετικό όμως μπορεί να προκύψει και για τους γύρω σου από τις δικές σου διαφωνίες. Εμένα μου ’χει τύχει αυτό. Πριν αρκετούτσικα χρόνια, καλεσμένη σ’ ένα σπίτι μαζί με άλλον κόσμο, χαλβάδιαζα ως συνήθως τα βιβλία της βιβλιοθήκης. Τα περισσότερα ήταν θεατρικά έργα από την κλασική σειρά της Δωδώνης, που είτε τα είχα κι η ίδια είτε τα είχα διαβάσει. Υπήρχαν κι άλλα κάποια βιβλία ενδιαφέροντα, κυρίως για κινηματογράφο. Είχε π.χ. και τα αγαπημένα μου του Βασίλη Ραφαηλίδη. Εκείνα που γράφει εφτά σελίδες κείμενο τάχα μου για μια ταινία και τελικά η ταινία έρχεται στο τέλος, στις τελευταίες τρεις γραμμές μετά από μία απέραντη περιδιάβαση στην ιστορία, τη λογοτεχνία, τη μουσική, τη φιλοσοφία και γενικώς την ιστορία των ιδεών και της κουλτούρας.
Εκείνο όμως που τη δεδομένη στιγμή αναβόσβηνε προκλητικά μπροστά στα μάτια μου σαν να έχει λαμπάκια νέον και να με φωνάζει ήταν η δίγλωσση έκδοση του Φάουστ. Μια Τραγωδία, του Βόλφγκανγκ Γκαίτε. Φοιτήτρια κιόλας τότε, πολύ στενά οικονομικά και λόγω των μνημονίων και της κρίσης, το έβλεπα και ξερογλειφόμουν, πραγματικά. Γυρίζω στον ιδιοκτήτη του σπιτιού και της βιβλιοθήκης:
«Αχ έχεις τον Φάουστ, σ’ αυτήν τη μετάφραση κιόλας, και δίγλωσσο, είναι τρομερή έκδοση, μπορώ να τη δανειστώ μήπως;».
Ψιλοαδιάφορα κοιτάζει εκείνος να δει τι είναι. «Μάρκαρης; Μετάφραση Μάρκαρης;! Χάρισμά σου, πάρ’ το για πάντα δεν το θέλω, δώρο!»
«Δώρο; Μα είσαι σίγουρος; Είσαι σίγουρος ότι δεν θες αυτό το βιβλίο;»
«Δε θέλω να έχω τίποτα δικό του μες στο σπίτι. Τον είχα καθηγητή και δεν τα πηγαίναμε καθόλου καλά. Δεν ξέρω πώς ξέφυγε αυτό εδώ μέσα, όποτε ακούω το όνομά του μου ανάβουν τα λαμπάκια».
Μάλλον ήταν τα ίδια λαμπάκια που έβλεπα να αναβοσβήνουν και να με καλούν… Ας είναι. Τι πιο σύνηθες από διαμάχες φοιτητών-καθηγητών; Αν τώρα αυτό κάποιοι το κρατάνε μανιάτικο και βρίσκεσαι εσύ ξαφνικά με μια εργάρα στο χέρι… χαράς ευαγγέλια!
Μέχρι και σήμερα νιώθω κάπως σαν να έκλεψα εκκλησία, μα από την άλλη σκέφτομαι: και γιατί; Έχω απλώς φίλες και φίλους με φλογερό ταμπεραμέντο!
____________
Το όνομα της στήλης είναι εμπνευσμένο από τη φράση του David Grossman «τα βιβλία είναι το μοναδικό μέρος στον κόσμο, όπου μπορούν να συνυπάρχουν τα πράγματα και η απώλειά τους».