
Αστική αγωνία τιτλοφορείται η νέα ποιητική συλλογή της Ιωάννας Λιούτσια. Ένα βιβλίο όπου το αστικό τοπίο τίθεται σε πρώτο πλάνο, ένα τοπίο ζοφερό και δυστοπικό, στο οποίο η γενιά της ποιήτριας καλείται να ενηλικιωθεί βίαια. Στην απάνθρωπη, νεοφιλελεύθερη πόλη που τελεί σε κατάσταση «έκτακτης ανάγκης», η ποίηση της Ιωάννας Λιούτσια έρχεται να αποτυπώσει ένα ατέρμονο και ασυνάρτητο παρόν. Σε αυτό το δυστοπικό παρόν συχνά απόλυτης συντριβής, το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται να βρίσκεται σε έναν αέναο μετεωρισμό, καθηλωμένο σε έναν εις αεί παροντικό χρόνο, σε μια άχρονη παροντικότητα, όπου κάθε σύνδεση, κάθε συνοχή ανάμεσα στο τώρα, το πριν και το μετά έχει σπάσει. Δεν υπάρχει παρελθόν, παρόν και, προσδοκώμενο, έστω αφόρητο, έστω εφιαλτικό, αλλά πάντως μέλλον.
Στις μέρες μας
ανάβουμε το φως απ’ το πρωί
οι φίλοι μας κοιτάνε τ’ άσπρα μας μαλλιά
μα δε ρωτούν·
ξυπνάμε τα χαράματα
ευαισθητοκράτωρ ο καιρός
συγκίνηση και ηττοπάθεια
όσο μας σκεπάζει μια κουβέρτα είμαστε καλά
για περισσότερα δεν είμαστε·
η σκέψη μας γύρω απ’ τον χρόνο
―πόσα οχτάωρα έχει μια μέρα;―
κάποτε και γύρω απ’ τον έρωτα
ανάγκη για γενόσημα αισθήματα
ευνουχιστήκαμε αρκετά, τα χέρια μας δεν αγκαλιάζουν
πια δε ζηλεύουμε την άγνοια των παιδιών
ντρεπόμαστε να τ’ αντικρίσουμε
πώς να τους πούμε ότι θα γίνουν σαν εμάς;
Η αποδυνάμωση, η αποδόμηση, η «κατάργηση» της προσδοκίας του μέλλοντος, δεν γίνεται μέσω του ζόφου της δυστοπίας, αλλά με την κατάργηση της έννοιας του μέλλοντος, μέσω της διάχυσής του, της συμπύκνωσής του, εν τέλει της απορρόφησής του, στο αέναο παρόν. Σε μια εποχή που τα οράματα έχουν διαψευστεί, οι ουτοπίες έχουν εκπέσει, και το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο είναι πλέον απογυμνωμένο από κάθε λογής φαντασιώσεις, η ποίηση της Ιωάννας Λιούτσια έρχεται να περιγράψει το παρόν μιας γενιάς ματαιωμένης εξαρχής, μιας γενιάς που ενηλικιώθηκε σε συνθήκες οικονομικής δυσπραγίας και κοινωνικοπολιτικής κατάρρευσης.
Οι φίλοι μου ήρθαν όλοι
στην Αθήνα για δουλειά,
όπως κι εγώ.
Όσοι δουλέψανε σεζόν
όταν βλεπόμαστε (όχι συχνά)
κερνάνε τους καφέδες
εγώ πάντα επιφυλάσσομαι.
Έχω μια φίλη σε κάθε γειτονιά
στο Μετς, στη Νέα Σμύρνη, Αμπελόκηπους
μες στα μικρά μας σπίτια
στην Καισαριανή
με τον καφέ στερεωμένο στην απλώστρα το πρωί
μισός μέσα, μισός έξω
ένα μπαλκόνι για μισό άνθρωπο
όλοι μας έχουμε έρθει για δουλειά
χωρίς δουλειά
ψάχνουμε διαμερίσματα συνέχεια, ο ένας για τον άλλον
ημιυπόγεια ευήλια
τάχα να θυμίζουν λίγο τα πατρικά μας
―είχαμε, βλέπεις, μεγαλώσει αλλιώς―
στο τέλος καταλήγουμε
«ας μοιάζει έστω στο παιδικό δωμάτιό μας»
έτσι κι αλλιώς όλη τη μέρα είμαστε στους δρόμους
παίρνουμε λεωφορεία, κολλάμε σε φανάρια
―από πάνω μας πετάνε τα ραφάλ―
περπατάμε, καθόμαστε στις στάσεις,
μετράμε τον χρόνο σε τραγούδια
διαβάζουμε τα ονόματα και τις αφιερώσεις στις νταλίκες
«ο όμορφος»
«στον παππού μου»
«για ό,τι αναρωτιέσαι, η απάντηση είναι ναι»
η μια πίσω απ’ την άλλη
η κάθε μία μόνη της μα καραβάνι
κάνω πως τίποτα δε μου θυμίζει αυτό
στρέφω το βλέμμα
πίσω μου στο κατάστημα το άδειο
ξεθωριασμένη η ταμπέλα γράφει:
«Διατίθεται το παρόν. Τηλέφωνο…»
για το μέλλον όμως όλοι τσιμουδιά.
Η ημερήσια αναβίωση των όσων δεν επιτεύχθηκαν, των όσων χάθηκαν, είναι ένα υπαρξιακό φορτίο που δεν μπορεί εύκολα να απεμποληθεί. Μία γενιά παραλυμένη, που φαίνεται αδύναμη να αντιδράσει, να διεκδικήσει τα βασικά της δικαιώματα, βλέποντας το μέλλον της να από-υποστασιοποιείται. Και η ποιήτρια κατορθώνει μέσα σε λίγους μόνο στίχους να καταγράφει αυτό το συλλογικό αίσθημα ματαίωσης, γνωρίζοντάς το ως προσωπικό βίωμα, καθώς η γενιά που περιγράφει είναι η γενιά στην οποία και η ίδια ανήκει.
Κάποτε ήθελα να αδράξω τη μέρα
τώρα η μέρα αδράττει εμένα
[...] οι μέρες είναι δύσκολες
μαζεύω τα πόδια μου σαν έμβρυο στην κοιλιά
ποτέ δεν ξέρεις ποιος μπορεί να στα τραβήξει
και πρώτη πρώτη η βιαιότητα της νέας μέρας
οι μέρες είναι δύσκολες
κάλλιο οι νύχτες που συνεχίζονται και πάλι απ’ την αρχή
μία παγίδα
ο πόνος
για να μείνω για πάντα
στο κρεβάτι.
Κληρονόμος ενός ακυρωμένου μέλλοντα και μιας αποκλεισμένης ηλικίας, η σύγχρονη γενιά βιώνει τον κόσμο ως ανία και ως απειλή, ενώ έντονο είναι το αίσθημα της απογοήτευσης, της παραλυσίας, της απόγνωσης. Η ήττα της είναι παγιωμένη και εξακολουθητική, μια ήττα που μαθαίνεις να ζεις μαζί της. Σε έναν ασφυκτικό ποιητικό κόσμο, που σπάνια απαλύνεται από κάποια αισιόδοξη προοπτική, το ποιητικό υποκείμενο αισθάνεται απογοητευμένο, ματαιωμένο από τον αγώνα, τον έρωτα, την ίδια τη ζωή. Συνθλίβεται από το βάρος των όσων καλείται να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί, σε μια χώρα που του στερεί κάθε δυνατότητα αυτοπραγμάτωσης και αυτοεκπλήρωσης. Όπως χαρακτηριστικά γράφει η ποιήτρια, «Όταν ξύπνησα/ μόνο τον εαυτό μου βρήκα πλάι/ κι αυτόν, ριγμένο ήδη/ στην πραγματικότητα».
Στη ορθογραφία δεν ήμουνα ποτέ ιδιαίτερα καλή.
Έλεγα όπως όλα τα παιδιά:
«Τι θα μου χρειαστεί; Σχήματα είναι».
Τώρα τη βρίσκω συνεχώς μπροστά μου.
Όταν οι άλλοι με ρωτούν πώς νιώθω και
ποια είναι η θέση μου στον κόσμο
―αυτό κυρίως σε συνεντεύξεις για δουλειά―
δεν ξέρω ποιο είναι το σωστό, τι ν’ απαντήσω:
απορημένη ή απορριμμένη;
Μετά θυμάμαι πως
«η πρόθεση είναι που μετράει»
και λύνω κάπως τους δεσμούς μου.
Μέσα από το αδυσώπητο περιβάλλον της πόλης αναφύεται μια υπαρξιακή αγωνία. Η ποιητική φωνή δηλώνει τη δυσφορία της για τη νέα αστική πραγματικότητα μέσα στην οποία αισθάνεται αποξενωμένη και διαλυμένη. Στην ποίηση της Ιωάννας Λιούτσια, το ποιητικό υποκείμενο παρατηρεί και ταυτόχρονα βιώνει την αορατότητά του, καθώς αισθάνεται ότι η πόλη μετασχηματίζεται μπροστά στα μάτια του, μεταμορφώνεται σε κάτι άγνωστο και εχθρικό, χωρίς το ίδιο να μπορεί να παρέμβει, να συμμετέχει και τελικά να ενσωματωθεί.
Δε θέλω να γεράσω και να γίνω από ‘κείνους
που μόλις ακούνε ασθενοφόρο λένε
«μας χαιρέτησε».
Ούτε από ‘κείνους που στα γέλια των νέων και των παιδιών στα πάρκα,
στα πειράγματα των μεθυσμένων ζευγαριών τη νύχτα
τραβάνε την κουρτίνα και σηκώνονται να δουν.
Δεν θέλω να γεράσω με την αγωνία,
―κατ’ άλλους με τον συμβιβασμό.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Maggie Nelson, οι λέξεις δεν αρκούν την ίδια στιγμή που αρκούν. Οι συνηθισμένες λέξεις και το νόημα που τους δίνουμε δεν είναι ποτέ ουδέτερες. Οι λέξεις έχουν ιστορία και τα νοήματά τους οργανώνουν και οργανώνονται γύρω από κοινωνικές δομές, διαφορές ταξικές, πολιτισμικές, έμφυλες, αφορούν την ίδια την προσωπική μας ζωή και τη σχεσιακή μας πορεία[1]. Οι καινούριες λέξεις που αρθρώνουμε πρώτα χαμηλόφωνα, και έπειτα όλο και πιο καθαρά, όλο και πιο σθεναρά, καθίστανται επιτελεστικές ρωγμές, καθώς με αυτές υπάρχουμε, φανταζόμαστε, δημιουργούμε και διεκδικούμε έναν κόσμο έτσι όπως τον φανταζόμαστε και στον οποίο αξίζει να ζούμε.
Γραμμένα κατά βάση σε πρώτο ενικό ή πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, τα ποιήματα της Ιωάννας Λιούτσια δίνουν συχνά την αίσθηση μιας προσωπικής κατάθεσης, ενός προσωπικού βιώματος, μιας προσωπικής και ταυτόχρονα συλλογικής εμπειρίας, ενός προσωπικού και ταυτόχρονα συλλογικού τραύματος, καταγράφοντας μια πραγματικότητα στην αυθεντικότητα, στην αμεσότητα, και την απόλυτη κυριολεξία της. Λέξεις καθημερινές, χωρίς ωραιοποιήσεις, χωρίς ιδιαίτερα καλολογικά στοιχεία, που επιδιώκουν να αποτυπώσουν ποιητικά – άλλοτε με θλίψη, πίκρα, απογοήτευση και άλλοτε με τρυφερότητα και χιούμορ – την πολλαπλότητα των πειθαναγκασμών με τους οποίους είναι αντιμέτωπη η γενιά της ποιήτριας στην καθημερινότητά της. Πρόκειται για μια ποίηση πολιτική με την έννοια της επέμβασης στον «μερισμό του αισθητού», σύμφωνα με τον Ζακ Ρανσιέρ, στο ξαναμοίρασμα του κόσμου, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ανθρώπων που ενηλικιώνονται σε μια αφιλόξενη πόλη, στις δικές τους επιθυμίες, στα δικά τους θέλω. Και ίσως είναι η αγάπη, το άνοιγμα στον άλλον, το όχημα για να το πετύχουν.
Η αγάπη είναι
το τζάμι ενός τρένου τη νύχτα.
Πρέπει να κάνεις προσπάθεια να δεις
πώς τα τοπία και τα φώτα αλλάζουν στην άλλη πλευρά
πρέπει να κάνεις προσπάθεια
ν’ ανοίξεις το βλέμμα πέρα απ’ το είδωλο σου
πρέπει να κάνεις προσπάθεια
μέχρι να δεις την αντανάκλασή σου
λιωμένη, με ασαφή τα περιγράμματά της
τέλεια εναρμονισμένη στο τοπίο
Κατά την υλοποίηση της κοινωνίας της πόλης, ο Lefebvre επιφυλάσσει ιδιαίτερο ρόλο στην τέχνη, θεωρώντας ότι η τέχνη μπορεί να νοηθεί ως «ικανότητα μετασχηματισμού της πραγματικότητας, προσοικείωσης στο ανώτατο επίπεδο των δεδομένων του βιώματος, του χρόνου, του χώρου, του σώματος και της επιθυμίας».[2] Με άλλα λόγια, η τέχνη δημιουργεί οικειοποιημένους χρόνους και χώρους – χρονικές ποιότητες εγγεγραμμένες μέσα σε χώρους – προετοιμάζοντας «σαγηνευτικές δομές» που προσφέρουν στους ανθρώπους της πόλης την κίνηση, το απρόοπτο, το πιθανό, το επιθυμητό, το ενδεχόμενο. Εφόσον η πόλη πλάθεται μέσα από τη διαχείριση των εικόνων της και την άρθρωσή τους σε σημαίνουσες ολότητες, τότε η τέχνη συμβάλλει στην αμφισβήτηση των κυρίαρχων μηχανισμών που κατοχυρώνουν την εκπομπή των συλλογικών αναπαραστάσεων.[3]
Aν τα ποιήματα ήτανε φάρμακα
αν τα ποιήματα ήταν τροφή
αν οι ποιητές ήταν στους δρόμους
αν κάθονταν σε σκαμνάκια χαμηλά
αν κάποτε περνούσα από μπροστά τους
αν ήμουν άρρωστος και έβρισκα το θάρρος
θα ρωτούσα:
―Πόσο πάει ένα για τη μοναξιά;
―Ενάμισι ευρώ κι είναι δικό σας.
Αν είχαν πάνω μου ενάμισι ευρώ, θα το αγόραζα
αν δεν με έτρωγε η περιέργεια θα το διάβαζα στο σπίτι
αν ήταν καλό, όταν τελείωνε
θα ένιωθα τα χέρια σου να ντύνουν το σώμα μου
αν, βέβαια, τα ποιήματα ήταν φάρμακα κι εγώ
αν ήμουν έτοιμος να σε γιατρέψω.
Το ζήτημα της πατρίδας φαίνεται επίσης να απασχολεί την ποιήτρια. Όπως οι περισσότεροι ποιητές και ποιήτριες του 21ου αιώνα, η Λιούτσια απομακρύνεται από τον εθνοκεντρισμό της γενιάς του 30, και στρέφεται προς μια διαφορετική κατεύθυνση, αναζητώντας μια νέα ποιητική ιθαγένεια, εναλλακτικές αφηγήσεις που ανταποκρίνονται στην μετανεωτερική συνθήκη στην οποία ζουν. Η εθνογένεση φαντάζει μακρινή και αδιάφορη, όπως και οι προβληματισμοί για την ελληνικότητα, ο ηρωισμός δεν είναι πια της μόδας, και στο επίκεντρο τίθεται η ετερότητα του έθνους, οι αποσιωπημένες πτυχές και τα τραύματα της εθνικής ιστορίας. Τα κυρίαρχα εθνικά και ιδεολογικά αφηγήματα αποδομούνται και τη θέση τους λαμβάνουν αφηγήματα ήττας και οι συνέπειές τους στους ανώνυμους, απλούς ανθρώπους. Στην ποίηση της Λιούτσια η Ελλάδα ταυτίζεται με αρνητικά φορτισμένες λέξεις – πένθος, ελαττώματα, αιματώματα, παραμνησία, τραυματουργία – με την ποιήτρια να τονίζει ότι είναι αυτές ακριβώς οι λέξεις που αποτελούν ισχυρές ενδείξεις για να μαντέψει την σύγχρονη εικόνα της χώρας της.
«Τα ποιήματα δε γράφονται με ιδέες,
αλλά με λέξεις».
Αν όμως αραδιάσω τις λέξεις
παραμνησία
τραυματουργία
πένθος για ψευδαισθήσεις
αιματώματα
ελαττώματα
«συνέχεια» - το ουσιαστικό
και «κάποτε»
(παρελθόντος και μέλλοντος χρονικό)
δε θα έχετε πάρει μια ιδέα
πώς λέγεται η χώρα μου;
Ένα ακόμη μοτίβο στην ποίηση της Λιούτσια αποτελεί η σχέση με τη μητέρα, η μητρότητα και οι προδιαγεγραμμένοι ρόλοι στους οποίους καλείται μια γυναίκα να ανταποκριθεί λόγω του φύλου της. Η οικογένεια αποτελεί τον πρώτο χώρο όπου εκπαιδεύονται τα μέλη στη σημασία των έμφυλων χαρακτηριστικών ως προς τις καθημερινές πράξεις, τις προσδοκίες και την κατασκευή μιας εικόνας για τον εαυτό τους, καθώς ό,τι συμβαίνει εντός ενός περιβάλλοντος φροντίδας και προστασίας, όπως η οικογένεια, επικυρώνει την ισχύ και την αυτονόητη αποδοχή του.[4] Καθοριστική είναι η επίδραση της μητέρας στην υποκειμενική συγκρότηση, με τον ρόλο της στη διαμόρφωση της γυναικείας ταυτότητας να αναγνωρίζεται ως κάτι αρνητικό. Είναι ακριβώς η μητέρα που μας κληροδοτεί τις θυσίες με τις οποίες θα βρεθούμε αντιμέτωπες, τους κανόνες ορθής συμπεριφοράς που καλούμαστε να τηρούμε μεγαλώνοντας, τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς που μας επιβάλλει το φύλο μας.
Η μητρότητα παρουσιάζεται ως ο κατεξοχήν προορισμός των γυναικών, ως καθοριστικός παράγοντας της σωματικής και διανοητικής τους κατάστασης, όσο και της κοινωνικοπολιτικής πραγμάτωσής τους. Είναι ο φόβος αυτής της αναπόδραστης πορείας που περιμένει τη μία μετά την άλλη, διαδοχικές γενιές γυναικών αυτός που εκφράζεται στους στίχους της ποιήτριας. «Έγινα η μαμά μου», γράφει η Λιούτσια, περιορίστηκα στους προδιαγεγραμμένους ρόλους μου, «πλένω τα πιάτα με Στράτο Διονυσίου», «φορώντας νυχτικιές βαμβακερές», σαν τη μαμά μου ―εκείνη επαγγελματίας μαμά, εγώ «μάνα καριέρας»― να αναρωτιέμαι «πώς τα κατάφερα έτσι κι έγινα εγώ νοικοκυρά».
Η μελαγχολία της αποτυχίας, η επιβεβλημένη κανονικότητα, η απόρριψη των επιθυμιών στον βωμό των αναγκών, οι επιταγές της κοινωνικής και εθνικής κανονικοποίησης δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο στερώντας τελικά την αυτενέργεια και την ελευθερία. Και είναι από αυτό το τραύμα που ξεκινάς τελικά. Για να μιλήσεις με απόλυτη ειλικρίνεια για αυτό, τοποθετώντας το στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Για να μπορέσουμε να ξεφύγουμε από αυτούς τους προδιαγεγραμμένους ρόλους θα πρέπει να σπάσουμε τα καλούπια, γιατί μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να σκεφτόμαστε και να ζούμε ελεύθερες, μόνον έτσι μπορούμε να χαράξουμε απείθαρχες τις δικές μας πορείες. Είναι ακριβώς εκεί που η μητρότητα μετατρέπεται σε «μη-terra incognita», στην ποίηση της Ιωάννας Λιούτσια.
Σ’ αυτόν τον κόσμο που γεννήθηκα,
δε γεννήθηκα ο κόσμος.
Γι’ αυτό ζητώ συγγνώμη
που δεν κατάφερα ποτέ να σε γνωρίσω
δεν έχω γίνει μεγαλώνοντας «μαμά»
για μένα κάθε μήνα το κόκκινο υγρό
ανάμεσα στα πόδια μου
ήταν σαν το νερό σε κάποιον που διψάει:
ανακούφιση.
Γι’ αυτό, μη μου κακιώνεις που ακόμη
κάνω ότι δε νοιάζομαι για σένα,
που κρατάω σκληρά τα χαρακτηριστικά μου,
ξέρεις για μένα έμεινες πάντοτε μάνα
ποτέ φίλη
γι’ αυτό με συγχωρείς μαμά
όσο κι αν γύρω μου ο κόσμος με ρωτά
πότε θα γίνω κι εγώ μητέρα να σου μοιάσω
συγχώρα με που επιμένω
και δεν γιορτάζω τις γιορτές σου.
Βλέπεις, στον κόσμο που γεννήθηκα
γεννήθηκα η μάνα όλου του κόσμου.
Απέναντι στον ζοφερό και δυστοπικό χαρακτήρα του σύγχρονου αστικού και πατριαρχικού τοπίου, η Ιωάννα Λούτσια προσφέρει φωτεινές ποιητικές εικόνες, εικόνες γυναικών που «δε χωράνε σε κουτάκια/ δε χωράνε σε στίχους/ δε χωράνε σε κανένα ποίημα ταξινόμησης», εκείνων «που τα κάνουν όλα αυτά μαζί/ κι άλλοτε λίγα λίγα/ κι άλλοτε πάλι τίποτα, ποτέ». Είναι αυτές οι γυναίκες που έρχονται να ξανασυστήσουν τον κόσμο από την αρχή, Εκείνες που μπορούν να μετουσιώσουν τις ήττες και τις ματαιώσεις σε δύναμη εξέγερσης απέναντι σε έμφυλες καταπιέσεις και υποταγές. Είναι οι φίλες μας, οι αγαπημένες μας, αυτές που μαζί τους πορευόμαστε σχεδιάζοντας τις καθημερινές μας μάχες, και τους συλλογικούς μας αγώνες. Αυτές που μαζί τους πορευόμαστε, για τις οποίες και με τις οποίες αντέχουμε.
Μ’ αρέσουν οι γυναίκες
που φοράνε πουκάμισα
πράσινα φορέματα
πίνουν κρασί από τ’ απόγευμα
γελάνε δυνατά
φοράνε βραχιόλια
κοντά μπλουζάκια που φαίνεται η κοιλιά
μαντίλες και μιλάνε δυνατά στην Πανεπιστημίου
που κόβουν τα μαλλιά τους αγορέ
που φοράνε μπαντάνες και πιάνουν τα μαλλιά τους αλογοουρές
που φοράνε τρία μικρά μενταγιόν το ένα πάνω στ’ άλλο
κυκλοφορούν με παντόφλες
με λουλουδάτα φορέματα
αφήνουν τα μαλλιά τους να ασπρίσουν
μαγειρεύουν
που δεν ξέρουν να βράσουν ούτε αυγό
δεν έχουν χρόνο
φοράνε ψηλοτάκουνα
φοράνε αρβύλες
καπνίζουν στο μπαλκόνι
διαβάζουν και γυμνάζονται – ταυτόχρονα
μιλάνε για πολιτική
χορεύουν γιατί θέλουν
τραγουδάνε όταν πλένουνε τα πιάτα
κι όταν βγαίνουν έξω και γλεντάνε
που δεν ξέρουν να οδηγούν
παίρνουν στο σεξ πρωτοβουλία
που είναι πάντα χαμογελαστές
που είναι πάντα μελαγχολικές
που δε θέλουν να γίνουν μητέρες
ή που θέλουν αλλά φοβούνται
ή που είναι ήδη και αγχώνονται
που φοράνε μπικίνι
που ντρέπονται για την κοιλιά τους
που κάνουν δίαιτα όλον τον χρόνο
που τους αρέσει το καλό φαΐ και η καλή παρέα
που χτενίζονται μπρος στον καθρέφτη
που βάφουν τα νύχια τους
που φοράνε όλα τα ρούχα τους μαύρα
κι έχουν μαύρα μαλλιά
που φοράνε τσιγγάνικες φούστες
στρας
φόρμες
κρατούν κομψές τσάντες
ή τεράστιες για να χωρέσουν τη μέρα τους
που το κεφάλι τους είναι ξυρισμένο και κανείς δεν τις ρωτάει
τίποτα
που τα μπούτια τους είναι παχουλά
και δεν ξέρουν αν χαίρονται ή αν πρέπει να ντραπούν
που τα κάνουν όλα αυτά μαζί
κι άλλοτε λίγα λίγα
κι άλλοτε πάλι τίποτα, ποτέ
γιατί γι’ αυτό μ’ αρέσουν οι γυναίκες
δε χωράνε σε κουτάκια
δε χωράνε σε στίχους
δε χωράνε σε κανένα ποίημα ταξινόμησης
Κάθε υποκείμενο φέρει το δικό του βαρύ συναισθηματικό φορτίο βιωμάτων, το οποίο αποτελεί ένα προσωπικό και ευαίσθητο πεδίο, την ίδια στιγμή που μπορεί να αποτελέσει αφετηρία συλλογικών αναζητήσεων και διεκδικήσεων. Παρά τη σημασία των προσωπικών μας βιωμάτων καθ’ εαυτών, παραμένουμε μέρος ενός μεγαλύτερου όλου που συγκροτείται τόσο από σχέσεις καταπίεσης και εκμετάλλευσης όσο και από σχέσεις ισότητας, αλληλεγγύης και ελευθερίας. Και όσο μιλάμε και γράφουμε για τα ατομικά μας βιώματα, για τα προσωπικά μας τραύματα, χωρίς φόβο, με παρρησία, καταφέρουμε πλήγματα στη δομική καταπίεση και ανισότητα, στις πατριαρχικές και ετεροκανονικές εξουσιαστικές σχέσεις και συντελούμε έτσι στην αναμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων με βάση την φροντίδα, την αλληλεγγύη, την ισότητα και την ελευθερία.
Η συντροφικότητα αναφέρεται σε επίμονες ανοχές και αποκαρδιωτικές ρήξεις, αναμοχλεύει απογοητεύσεις και ματαιώσεις, την ίδια στιγμή που έρχεται να αντιπαλέψει την απελπισία, τον φόβο, τη ματαίωση, δημιουργώντας συναισθήματα οικειότητας και αλληλεγγύης. Και έτσι δημιουργείται μια άλλη γεωγραφία, μια τοπογραφία ασφάλειας, χώρων όπου η πόλη δημιουργείται και επαναδημιουργείται συνεχώς, καθώς μεταλλάσσεται και αποκτά πολυδιάστατες ταυτότητες μέσα από τη ζωή των έμφυλων υποκειμένων. Πρόκειται για μια ποίηση που γίνεται κατανοητή ως επιτέλεση οικειότητας, δημιουργώντας χωροχρόνους ανοιχτότητας, κοινών βιωμάτων και συναισθημάτων, οι οποίοι στο πλαίσιο μιας ενδυναμωτικής και επουλωτικής συλλογικότητας, διεκδικούν τις συνθήκες εκείνες όπου η συμμόρφωση δεν θα αποτελεί προαπαιτούμενο κανενός δικαιώματος, οι ζωές θα αξίζουν χωρίς να ιεραρχούνται και τα ατομικά τραύματα δε θα αποτελούν ατομική ευθύνη αλλά αρχή συλλογικής αντίστασης. Και αυτή ακριβώς είναι η ποίηση της Ιωάννας Λιούτσια.