
Ανθρωπισμός και πραγματισμός είναι οι δύο άξονες που νομίζω ότι περιγράφουν τις Ανταύγειες της Γ.Μ., το σπονδυλωτό, θα έλεγα, αυτό μυθιστόρημα. Χρόνος της «δράσης» η περίοδος του covid, χώρος το σπίτι όπου ζουν τρεις γενιές γυναικών. Ο χώρος συρρικνώνεται, η ιδιωτικότητα δοκιμάζεται, το ίδιο και τα νεύρα και η επιθυμία για μοναχικότητα· όσο για τον χρόνο μοιάζει να ακινητεί και να δημιουργεί επαναλήψεις που ταλαιπωρούν τον ψυχισμό του ανθρώπου –τα ίδια πρόσωπα κάθε μέρα, οι ίδιες κουβέντες, οι ίδιες κινήσεις.
Οι αναμνήσεις είναι νωπές από τον εγκλεισμό, το ίδιο και οι συνέπειές του που δεν έχουν εκδιπλωθεί ακόμη –μόνο σπαράγματα βλέπουμε. Οι οικογενειακές και άλλες σχέσεις δοκιμάστηκαν, δοκιμάστηκε η κοινωνικότητα του ανθρώπου, το γεγονός ότι δεν ήταν ελεύθερος να επιλέξει, να κινηθεί, να αποφασίσει, χτυπήθηκε στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού, όπως τα ζώα μέσα στα κλουβιά τους, η στενότητα του χώρου δημιούργησε εκρήξεις θυμού –πάλι εδώ είναι; –, η ιδιωτικότητα άρθηκε, κοινωνικές, οικογενειακές και άλλες παθογένειες αποκαλύφθηκαν και μάλιστα διογκώθηκαν· γυναικοκτονίες, βιασμοί, επιτέλους καταγγελίες από κάποιες θαρραλέες βία παντού, κρίση παντού. Και στις σχέσεις, τις όποιες σχέσεις. Και πώς περνάει η ώρα; Θα μπορούσε βέβαια να θυμηθεί κανείς τον άνθρωπο των σπηλαίων, γύρω τριγύρω από μια φωτιά, με τον άναρθρο λόγο να μετασχηματίζεται σε έναρθρο, σε λέξη, σε λόγο, σε αφήγηση, να θυμηθεί την ανακάλυψη της γλώσσας, της γραφής, την κοινωνικότητα. Ή τα παραμύθια με τους ανθρώπους γύρω από μια φουφού, την ξυλόσομπα με το φαγητό να σιγοψήνεται, με τη μυρωδιά να διαχέεται διεγείροντας τους σιελογόνους αδένες κτλ κτλ. Μόνο που δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Η συνθήκη δεν ήταν ίδια. Ο καθείς εγκλείστηκε στην οθόνη του, άλλοι μπροστά σε πίνακες του Βαν Γκογκ όπως η κόρη Αντιγόνη του μυθιστορήματος, άλλοι βυθίστηκαν σε αναμνήσεις και αναστεναγμούς, σε καυγάδες για το παραμικρό, σε πικρόχολους υπαινιγμούς… Στο μυθιστόρημα της Γεωργίας οι τρεις γυναίκες, κόρη/εγγονή, κόρη/μάνα, γιαγιά που μόνο στις αναμνήσεις της είναι πια κόρη, συγκατοικούν και αφηγούνται. Μοιάζει σαν ο εγκλεισμός να έδωσε την ευκαιρία να λεχθούν πράγματα που δεν λέχθηκαν ποτέ. Πόσο εύκολο είναι αυτό; Κι αν για τη γυναίκα-εγγονή είναι ευκολότερο (νεότερη είναι, με άλλες αρχές μεγαλωμένη, σε άλλη εποχή, πιο ελεύθερη) πόσο είναι για τη γυναίκα-κόρη; Οι τρεις αυτές γυναίκες μιλούν, η γιαγιά αφηγείται και μέσα από την αφήγηση διατηρείται η μνήμη, αυτή που τώρα οι νέοι βαριούνται. Μιλούν, συνομιλούν, κι αυτό είναι στοιχείο του ανθρώπου. Κι αν μίλησα στην αρχή για πραγματισμό είναι γιατί η Γ.Μ. δεν εξωραΐζει τις καταστάσεις, δεν κρύβει τις συγκρούσεις, ειδικά εκείνη τη σύγκρουση γύρω από το πασχαλινό τραπέζι: «Είπα και τι δεν είπα. Για τον δήθεν προοδευτισμό τους, που μας τον σέρβιραν εδώ και χρόνια, ωμό και αμάητο. Για τη δήθεν εναλλακτικότητά τους. Τους είπα πουριτανούς. Αυτούς και τη γενιά τους. Πήρε η μπάλα και όλη τη γενιά του Πολυτεχνείου με τα γκρεμισμένα όνειρα. Ώσπου έφτασα να μιλήσω και για τα νταηλίκια του αδελφού μου, που μ’ αυτόν έπρεπε να έχουν το πρόβλημα και όχι με την αδελφή μου. Και τους είπα όλα εκείνα τα στραβά και ανάποδα, τις ανοχές τους, την έλλειψη ορίων, τη διαφορετική συμπεριφορά τους απέναντι στο αγόρι. Που το έκαναν αντράκι σκληρό και καμάρωναν γι’ αυτό» (σ. 143). Λόγια που λέγονται πάνω στον θυμό, τον καταπιεσμένο θυμό, αλήθειες που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα λέγονταν.
Ωστόσο, κάποιες φορές η Γ.Μ. τις κλείνει αυτές τις συγκρούσεις με ένα ελαφρύ χάδι ή με μια κάποια ειρωνεία που χαρίζει απόσταση, Σπάει το δραματικό με το κωμικό: «Όταν ακούστηκε το Μέρα Μαγιού μου μίσεψες… ήρθε ο πρώτος κόμπος στο λαιμό και στο Επέσατε θύματα αδέρφια εσείς, σε άνιση πάλη
και αγώνα… άρχισα να τρέχουν δάκρυα. Και στα δικά μου μάγουλα και στης μάνας μου. Τα δικά της ήταν μαύρα, γιατί είχε βάλει μάσκαρα και αϊλάινερ. Έβγαλα ένα χαρτομάντιλο και της σκούπισα τις μουτζούρες που είχαν φτάσει μέχρι το πηγούνι» (σ. 145). Σπάει το συγκρουσιακό με τρυφερές σκηνές, με την κόρη Αντιγόνη να βρίσκει τη μάνα Ματίνα να κλαίει με αφορμή μόνο τα κρεμμύδια που καθάριζε, να την αγκαλιάζει και να έρχεται και η γιαγιά, να σέρνει μια καρέκλα δίπλα στο τραπέζι, να πιάνει το μαχαίρι και να συνεχίζει με τα κρεμμύδια για το στιφάδο (σ. 31). Οι τρεις γυναίκες μαζί στολίζουν τον Επιτάφιο. Χρειάζεται άραγε να συνομιλούν οι άνθρωποι σε κάτι τέτοιες στιγμές; Ή απλά βρίσκονται μεταξύ τους σε σιωπηλή επικοινωνία; Σαν να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη η Γ.Μ.: «ε, αυτό είναι ο άνθρωπος». Γι’ αυτό μιλώ για τον ανθρωπισμό που διατρέχει το μυθιστόρημα αυτό. Εξάλλου, η γιαγιά Φιλιώ είπε: «Μόνο για την αγάπη ήρθαμε στον κόσμο» (σ. 38), θυμίζοντας την αρχαία Αντιγόνη, το όνομα της οποίας έχει η εγγονή. Και το λέει σε μια στιγμή που τη νόμιζαν κοιμισμένη και ότι δεν ακούει τον καυγά που ήταν έτοιμος να ανάψει ανάμεσα σε μάνα και κόρη την ώρα που πάνω σε έναν θεατρικό αυτοσχεδιασμό, και με αφορμή αυτόν, άρχισαν να μιλούν για πολύ δικά τους ζητήματα. Αλήθεια, εμείς πώς περάσαμε τον εγκλεισμό; Τολμήσαμε να κάνουμε τέτοια καλλιτεχνικά άλματα που φέρνουν τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τον άνθρωπο;
Ξαναγυρνώ στον άνθρωπο ως ζώον πολιτικόν (μπροστά μας και ο Αριστοτέλης, όπως προηγουμένως ο Σοφοκλής ο τραγωδός· μόνο που με έναν Σοφοκλή είναι ερωτευμένη η κόρη Αντιγόνη, ένας έρωτας που έμεινε στα χαρτιά,… της αλληλογραφίας). Ξαναγυρνώ στον κοινωνικό άνθρωπο, και στη γιαγιά που προσπαθεί να περιποιηθεί τον εαυτό της και να βγει στο μπαλκόνι μπας και περάσουν τα εγγόνια και τη δουν, κι ας μην μπορώ να τα σφίξω στην αγκαλιά (σ. 13). Ξαναγυρνώ στον κοινωνικό άνθρωπο που, μη αντέχοντας τον αφύσικο εγκλεισμό, ρίχνεται στις καταχρήσεις, τσιγάρο, ποτό, στην προσπάθεια να κρύψει τα πάθη, στις συγκρούσεις από θέματα ανείπωτα που ξεχύνονταν πια ασυγκράτητα, καθώς το θυμικό αδύνατον να συγκροτηθεί από το έλλογο κομμάτι της ψυχής.
Με τον κορονοϊό μάθαμε και άλλα που διατρέχουν το μυθιστόρημα της Γ.Μ.: τον έρωτα από μακριά, τον έρωτα με messenger, τον έρωτα μέσω της οθόνης, τη λαχτάρα που επιτείνεται από την απουσία, από την επιθυμία για πραγματικό άγγιγμα. Και οι έρωτες της γιαγιάς; Οι έρωτες του παρελθόντος; Υπήρξαν και αυτοί αλλά αυτή προτιμούσε να μιλά για τις δυσκολίες της ζωής της. Για τη βία από τον σύζυγο, για τον θάνατο ενός παιδιού, του αδελφού της Ματίνας, της μητέρας της Αντιγόνης, για την τόλμη της να σηκωθεί να φύγει, να εγκαταλείψει τη συζυγική εστία, για τη δουλειά στα χωράφια, για τα σιταροχώραφα όπως στο έργο του Βαν Γκογκ που αντέγραψε η μάνα Ματίνα, για τις συνέπειες από τον θάνατο του παιδιού στη Ματίνα, η καταφυγή στη ζωγραφική, η σωτηρία της μέσα από αυτήν (σ. 78) ― παρούσα η τέχνη θεραπευτική στο μυθιστόρημα. Και η κόρη Αντιγόνη που αναγνωρίζει την κλειστή ψυχή της μάνας της (σ. 32), αλλά μιλά και για την πίεση που δέχτηκε από το επάγγελμα της πρώην επαναστάτριας καλής εκπαιδευτικού μάνας και που την έκαμνε συνέχεια να ακολουθεί τα πρέπει (σ. 33). Και η εγγονή Αντιγόνη που ακούει τις αφηγήσεις της γιαγιάς για τον πόλεμο, βλέπει και αναγνωρίζει τις εικόνες φρίκης στην ποίηση του Σαχτούρη (σ. 61). Αυτή είναι η κουλτούρα της και με αυτήν επικοινωνεί με τον κόσμο. Όπως και η μητέρα Ματίνα που επιδίδεται σε αντιγραφές γνωστών έργων τέχνης, θαρρείς και φοβάται την ελευθερία στην προσωπική έκφραση. Η παιδαγωγός Ματίνα με τα πολλά ταλέντα που εγκλωβίστηκαν στη λέξη «βολέψου», αυτή τη λέξη θέλει να πει στα παιδιά της «αλλά δεν τολμάει» (σ. 30), που «σκέφτεται και ξανασκέφτεται τις επιλογές των παιδιών και δεν κλείνει μάτι», που παραδέχεται πως ζει μέσα από τη δική τους ζωή (σ. 29). Πώς αποκτά κανείς τη δική του ζωή;
Και η γιαγιά προσπαθεί να διαβάσει τον ποιητή στα χαρτάκια της εγγονής ―το παρελθόν συνομιλεί με το παρόν- και οι τρεις τους συνομιλούν για έργα των τεχνών― καλό είναι, δεν είναι καλό, μου αρέσει δεν μου αρέσει. Πάλι εδώ η συγγραφέας βάζει την τέχνη ως ενδιάμεσο επικοινωνίας, όπως προηγουμένως τους θεατρικούς αυτοσχεδιασμούς, ως ενδιάμεσο γνωριμίας. Γιατί πώς γνωρίζουμε τους ανθρώπους; Τι ξέρουμε για το πολύ κοντινά μας πρόσωπα; Για τα παιδιά μας; Τι τρώνε, ποιο χρώμα τους αρέσει, ποιοι είναι οι φίλοι τους, πώς πάνε στο σχολείο… Αλλά οι σκέψεις τους; Τα συναισθήματά τους; Τα όνειρα που βλέπουν; Οι ηρωίδες της Γ.Μ. βλέπουν όνειρα, εφιάλτες (σ. 28, σ. 39, 59, 122)· που φέρνουν αγωνίες και το παρελθόν στο παρόν, στη γιαγιά Φιλιώ την περίοδο του πολέμου και του εμφυλίου. Μήπως μέσα από τα όνειρα γνωρίζουμε καλύτερα τον άνθρωπο; Τον εαυτό μας; «Μη με υποτιμάς», λέει το υποσυνείδητο στη Ματίνα. «Είμαι κι εγώ εδώ. Κι όσο εσύ θα προσπαθείς να με ξεχάσεις, άλλο τόσο εγώ θα θεριεύω» (σ. 80). Από τι γνωρίζουμε τον άνθρωπο; Μήπως από σημειώματα κρυμμένα στα πιο απίθανα μέρη με στίχους, με λέξεις ψυχής. «Τα όνειρα κι οι εφιάλτες της Φιλιώς πάνε πακέτο με τα κρυμμένα σημειώματα» (σ. 60).
Τρεις γενιές γυναικών στις Ανταύγειες που φτάνουν μέχρι τον πόλεμο. Αλήθεια, μέχρι πόσες γενιές πίσω πρέπει να φτάνει κανείς για να ανακαλύπτει τον εαυτό του; Τρεις γενιές με όλα τα πρόσωπα της ζωής τους επί σκηνής. Δηλαδή, ενώ τρία είναι τα κύρια πρόσωπα του μυθιστορήματος, μπαινοβγαίνουν πολλά περισσότερα –σύζυγοι, ξαδέλφια, θείοι, φίλοι… τα δυο άλλα παιδιά της Ματίνας, αδέλφια της Αντιγόνης, ένας γιος επαναστάτης ή αντιρρησίας ή θυμωμένος, μια κόρη φοιτήτρια σε άλλη πόλη με μοβ μαλλιά, σκουλαρίκι στη μύτη και ερωτική σύντροφο. Και καθώς η καθεμιά γυναίκα ξετυλίγει την ψυχή της μέσα από περιστατικά ζωής, εμφανίζονται και άλλα πρόσωπα, η δασκάλα Καλλιόπη, ο αδελφός Λευτέρης, η οικογένεια του θείου Κώστα που γελούσε και που έδωσε αγάπη. Υπήρχαν στ’ αλήθεια άνθρωποι χαμογελαστοί; Ναι αλλά σε άλλα χωριά, σε άλλες οικογένειες. Υπήρχαν και αφεντικά που ρίχνονταν σε εργάτριες, σε φτωχά κορίτσια. Και κορίτσια που τα έπιαναν να καθρεφτίζονται, να βλέπουν το σώμα τους και να τιμωρούνται γι’ αυτό (σ. 56). Και οι γάμοι, πολλές φορές τυπικοί, συμβατικοί, κι ας ξεκίνησαν από έρωτες, γκρίνιες, καυγάδες, ψέματα, προδοσίες, καταπιεσμένος θυμός, παράπονο και θυμός για τις ευκαιρίες που δίνονται ξανά και ξανά αλλά… ποιος τις αξιοποιεί και ποιον θα κατηγορήσουμε που δεν τις αξιοποιήσαμε… Και οι συζητήσεις ρηχές: η βρύση που στάζει, το καζανάκι που χάλασε, η ενεργειακή κρίση, τα ξύλα για το τζάκι, τα κρούσματα κορονοϊού, οι θεωρίες συνωμοσίας… (σ. 176). Πόσο εύκολο είναι για μια κόρη να βλέπει τη σχέση των γονιών «ο καθένας στη δική του τροχιά, σαν πλανήτες που προσεγγίζουν αραιά και πού κι ύστερα απομακρύνονται»; (σ. 92) Και πόσο εύκολο για την εγγονή να βλέπει το μυαλό της γιαγιάς να σκαλώνει, σταδιακά να «φεύγει»; Το μυαλό της. (σ. 97).
Πώς γνωρίζουμε έναν άνθρωπο; Πώς γνωρίζουμε τον εαυτό μας.
Το βιβλίο δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα, δεν είναι ένα μυθιστόρημα αναμνήσεων, ή μόνο αναμνήσεων. Η συγγραφέας συνδέει το παρελθόν με το παρόν και εντρυφεί στη σύγχρονη πολιτική κατάσταση, όχι μόνο την ελληνική, μέσα από τους ήρωες που μπαινοβγαίνουν στις ιστορίες των τριών γυναικών, ας πούμε πώς βρέθηκε η Ουκρανή Νταρίνα με το εξώγαμο ενός αγωνιστή για την ουκρανική ανεξαρτησία το 2014, πώς βρέθηκε στην Ελλάδα και πώς τη μεταχειρίστηκε ο ερωτευμένος έλληνας σύντροφός της (σ. 126), ποια ήταν η στάση της γειτονιάς απέναντί της, ειδικά την ώρα των ερωτικών εκρήξεων στο κρεβάτι, ένας ρατσισμός που βγαίνει ίσως και από ζήλεια. Αλήθεια, τι απέγινε ο έρωτας τα χρόνια του κορονοϊού;
Στο βιβλίο της Γ.Μ. υπάρχουν πολλές αναφορές σε έργα τέχνης, σε λογοτεχνικά κείμενα, ζωγράφους, πολιτικά πρόσωπα. Η προσωπική της ματιά εμπλουτίζει τη δική μας ― ποτέ δεν είχα σκεφτεί τους έρημους δρόμους της πόλης, έτσι όπως τους βιώσαμε στον εγκλεισμό, σαν πίνακα του ντε Κίρικο. Ο Τσέχοφ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Σαχτούρης, ο Καβάφης, ο Νταλί, τραγούδια μιας εποχής, ας πούμε το Περασμένες μου αγάπες, του καιρού χαλάσματα (σ. 26). Όσο για την αφήγηση του παραμυθιού Το αηδόνι και το τριαντάφυλλο του Όσκαρ Ουάιλντ, έχω την εντύπωση ότι η Γ.Μ. με πολύ συμπάθεια και κατανόηση βλέπει τη νεολαία, καθώς αυτό το παραμύθι είναι καθοριστικό για να κάνει η κόρη ένα τατού, μια ανάμνηση στιγμών. Κι αν στο βιβλίο της παρεισφρέουν ονόματα όπως του Λαμπράκη, του Τούση, του Παπάζογλου, του Χάιντεγκερ και του Τσέλαν είναι γιατί η προσωπική μας ιδεολογία καθορίζεται και από πρόσωπα έξω του στενού οικογενειακού πυρήνα. Τι άλλο είμαστε έξω από τα διαβάσματά μας; Η νεαρή κόρη Αντιγόνη στέκεται ανάμεσα στις αφηγήσεις, τις ιδέες που κατακλύζουν την ύπαρξή της, τις επιρροές από διαβάσματα, ακούσματα, μουσικές, τα πρέπει, μη μπορώντας όμως να γράψει το δικό της αφήγημα, όπως η μάνα της που δεν μπορεί να φτιάξει τον δικό της πρωτότυπο πίνακα αλλά αντιγράφει. Αν και κάποιες φορές μεταλλάσσει: «… από τα λιωμένα ρολόγια στα γυμνά δέντρα [σε πίνακα του Νταλί], κράτησε μόνο ένα» (σ. 170).
Το βιβλίο είναι πολυεστιακό, αλλάζουν οι οπτικές γωνίες αφήγησης, άλλοτε μιλά η μια άλλοτε η άλλη, οι αφηγήσεις είναι πρωτοπρόσωπες, άμεσες, οι μονόλογοι, με αλλαγές και προσαρμογές στη γλώσσα (πώς αλλιώς) ανάλογα με το πρόσωπο που μιλά. Για παράδειγμα, η γιαγιά μιλά με την προφορά του χωριού της και η Γ.Μ. καταγράφει αυτή την προφορικότητα (σ. 25 κ.ε.) αλλά και τη θυμοσοφία μιας εποχής: «Κρέας που βραζ’ και βγαίν’ε πάνω αφροί οι τύψεις», λέει η γιαγιά (σ. 25). Άναβε και το καντηλάκι για τους σκοτωμένους «Να μην έρχονται στα όνειρα και μας φοβερίζουν» (σ. 48), ομολογεί και την πίκρα της: «Από κείνους τους ηρωισμούς τι απέμεινε; Το μνήμα το χορταριασμένο κι ένα άγαλμα στην πλατεία του χωριού, κουτσουλισμένο από περιστέρια» (σ. 101). «Είμαι βάρος εδώ. Περπατάν’ και σκοντάφτ’ν πάνω’μ», μονολογεί (σ. 115), για να ρθει η εγγονή Αντιγόνη στο επόμενο κεφάλαιο και να πει: «Έβαλα τη γιαγιά να ξαπλώσει στο δωμάτιό της» (σ. 118). Οι αφηγήσεις διακόπτονται από διαλόγους και περιγραφές, τις οποίες θαύμασα, ας πούμε το πώς η κόρη Ματίνα έβλεπε το χωριό της μάνας της ―σκαρφαλωμένο … στην αγκαλιά του βράχου, πάνω από τη θάλασσα, έμοιαζε σαν φασκιωμένο μωρό (σ. 27)― αλλά και την καταστροφή του με την ανοικοδόμηση (σ. 28) μετά μπαίνει ο παντογνώστης αφηγητής.
Στο βιβλίο υπάρχει ένα διαρκές μπρος πίσω, για να καταλήξει όμως ευθύγραμμα στην τύχη των κύριων προσώπων. Και όση συμπάθεια και κατανόηση να δείχνει η συγγραφέας σε αυτά, στο τέλος η οικογένεια σκορπίζει, η κόρη στο Ιόνιο, η μάνα στο Αιγαίο, η αδελφή έτσι, ο αδελφός αλλιώτικα, ο πατέρας μόνος στο σπίτι, απαρηγόρητος που έχασε αυτό που δεν εκτιμούσε, η γιαγιά στον οίκο ευγηρίας με τον μεγάλο έρωτά της να εξακολουθεί να την επισκέπτεται και να «λιώνει γι’ αυτήν ακόμα και τώρα» (σ. 182) –με κάποιο τρόπο ο έρωτας διασώζεται ως πραγματικότητα και όχι ως φαντασίωση στο φιλί του Κλιμτ ή στους ερωτευμένους που αιωρούνται του Σαγκάλ (σ. 177).
Το βιβλίο της Γ.Μ. αγκαλιάζει την πραγματικότητα, οικογενειακή, κοινωνική, πολιτική/ιδεολογική. Ξεκινά με μια διαδήλωση τον Οκτώβρη του 2020 για την καταδίκη της Χρυσής Αυγής και πριν το τελικό φινάλε «κλείνει» με μια άλλη διαδήλωση, τον Μάρτιο του 2022 για τον πόλεμο στην Ουκρανία ― θυμίζω ότι ένα από τα πρόσωπα που παρεισφρέουν στις ζωές των ηρώων είναι η Νταρίνα από την Ουκρανία, η ξένη με το εξώγαμο του μεγάλου έρωτά της που συμβιώνει με έναν Έλληνα που την κακοποιεί. Στην πραγματικότητα το βιβλίο κλείνει με το κεφάλαιο «Το δικό μου ραβασάκι», το γράμμα της Αντιγόνης στον Σοφοκλή, όπου δηλώνεται ο ματαιωμένος έρωτας, η διάλυση της οικογένειας, όπως το αναφέραμε πιο πάνω, και ο αγώνας για τη συγγραφή –πώς γράφεται ένα βιβλίο. Θα έλεγα δηλαδή ότι Πολιτική και Λογοτεχνία είναι τα θέματα του τέλους.
Τρεις γενιές γυναικών, τρεις μοίρες. «Εκείνο το βράδυ [η Αντιγόνη] διάβασε ένα διήγημα για τρεις γυναίκες, που κρύωναν κι έπλεκαν μάλλινες ζακέτες. Κι αυτές τις ζακέτες δεν τις τελείωναν ποτέ. Γιατί αργούσαν να ξεκινήσουν. Όλο έψαχναν το πιο σωστό μαλλί και ποτέ δεν το ’βρισκαν. Κι όταν νόμιζαν ότι το ’βρισκαν, έχαναν στο μέτρημα. έπλεκαν ξήλωναν, έπλεκαν ξήλωναν. Κι έτσι πάγωναν οι μέρες τους, πάγωναν και οι νύχτες.» (σ. 73) Μήπως είναι η αλληγορία της ζωής μας; Και εκατό σελίδες πιο κάτω, η συγγραφέας βάζει τη μητέρα Ματίνα να τοποθετεί στο δωμάτιο της κόρης της Αντιγόνης «μια σειρά εικόνων με τίτλο «Γυναίκες με καπέλα». Τρεις γυναίκες με χρωματιστά καπέλα, απεικονίζονταν σε διαφορετικές δραστηριότητες: Να κάθονται στο τραπέζι και να καθαρίζουν κρεμμύδια, να πλέκουν όλες μαζί μια χρωματιστή κουβέρτα, να κοιτούν ένα παράθυρο με χιονισμένο τοπίο ή να αιωρούνται πάνω από την πόλη» (σ. 172).
Την εποχή του κορονοϊού οι αντοχές δοκιμάστηκαν, ο ανθρωπισμός μας το ίδιο ― ειδικά όταν μαθαίναμε για κάποιον που είχε προσβληθεί από τον ιό. Τι σκεφτόμασταν; Τον ίδιο ή αν εμείς είχαμε έρθει σε επαφή μαζί του; Δοκιμάστηκαν αρχές και αξίες. Και τώρα καλούμαστε να δούμε τι κάναμε και τι δεν κάναμε, τι κυριάρχησε μέσα μας εκείνη την περίοδο, ποια αγρίμια βγήκαν από τα κλουβιά τους. Αλλά αν, όπως στο μυθιστόρημα της Γ.Μ. υπάρχει διάλυση των δεσμών, απομάκρυνση του ανθρώπου από άνθρωπο, ειδικά του οικογενειακού πλαισίου, μήπως αυτή η διάλυση, η αποδόμηση των ψευδαισθήσεων είναι αφορμή για μια νέα δόμηση, περισσότερο βασισμένη στην αλήθεια; Αυτό βέβαια είναι το καλό σενάριο.