
Ορατότητα: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική visibilité. Ουσιαστικό θηλυκό, ενικού μόνο αριθμού. Η δυνατότητα να βλέπει κάτι ένας παρατηρητής, χωρίς να παρεμποδίζεται από κάτι ή από μετεωρολογικά φαινόμενα όπως ομίχλη. Αλλιώς ο βαθμός διαφάνειας της ατμόσφαιρας.
Εθελοτυφλία: θηλυκό, μόνο ενικού αριθμού, η στάση εκείνου που προτιμά να μη βλέπει και να μην αναγνωρίζει κάτι που είναι προφανέστατα αρνητικό, βλαβερό τόσο αντικειμενικά όσο και κατά την προσωπική του αντίληψη. Τουτέστιν: η συνειδητή παράβλεψη ή άρνηση μιας συνήθως δυσάρεστης κατάστασης, για να προστατέψει κάποιος τον εαυτό του. Αλλιώς στρουθοκαμηλισμός.
Μαριονέτα: θηλυκό ομοίωμα, συνήθως ανθρώπου, κούκλα δηλαδή με αρθρωτά μέλη, τα οποία κρέμονται από σπάγκο ή εύκαμπτο σύρμα, για να μπορεί κάποιος να τα κινεί, δίνοντας την εντύπωση ότι κινείται από μόνο του. Χρησιμοποιείται στο κουκλοθέατρο. Μεταφορικά υπαινίσσεται άτομο το οποίο ενεργεί υπακούοντας σε άλλους παραμερίζοντας τη δική του βούληση.
Πώς συνδέονται όμως μια κούκλα με τα υποκινούμενα νήματά της με την εθελοτυφλία και την ανάγκη της ορατότητας, και μάλιστα όλα αυτά σε μια ποιητική συλλογή που δεν είναι παρά η έντυπη φωνή, η τυπωμένη γλώσσα κάποιου που ίσως αναλαμβάνει πρώτη φορά να παρακάμψει τον μαριονετίστα, να αρνηθεί να υπακούσει στην ξένη φωνή και άρα να αρθρώσει λόγο δικό του με ηχόχρωμα ξεχωριστό και σπάνιο; Έναν λόγο που αναμφισβήτητα του εξασφαλίζει ορατότητα στα μάτια των ελάχιστων εκείνων γενναίων που αναγνωρίζουν την αλήθεια και δεν εθελοτυφλούν.
Η ανά χείρας ποιητική συλλογή είναι η σύζευξη δύο αντιφατικών και την ίδια ώρα τόσο συγκοινωνούντων μεταξύ τους στοιχείων όπως αντιθετικά θεωρούνται το φως και το σκοτάδι, η έκθεση και η απόκρυψη, το φανέρωμα και το κρυφτό.
Θα τολμούσα, μάλιστα, να πω όσο αντιφατικά και αντίθετα είναι μεταξύ τους η μάσκα και το πρόσωπο. Μόνο που το ένα προϋποθέτει το άλλο, για την ακρίβεια εξαναγκάζει τη γέννησή του.
Εξηγούμαι: Ό,τι ασφυκτιά στα σκοτάδια της απομόνωσής του, μιας απομόνωσης ακούσιας και από άλλους επιβεβλημένης, κάποτε αποφασίζει την έξοδό του στην ατμόσφαιρα της ηλιόλουστης μέρας. Μόνο που αυτό δεν είναι τόσο απλουστευτικά εύκολο όσο θέλουν οι λέξεις να το παρουσιάζουν.
Το μεσοδιάστημα, η διαδικασία της μετάβασης από το άχρωμο στο φωτεινό, από την ασάφεια στην ομολογία που διατυπώνεται μάλιστα με παρρησία, είναι μια περίοδος ακραίας οδύνης, όμοιας με τη βίαιη αφαίρεση γάζας πάνω από τραύμα ανοιχτό.
Και όλο αυτό, διότι ο έγκλειστος του υπογείου καλείται να πείσει για το δικαίωμά του στο φως, καλείται για την ακρίβεια να πείσει πως κανένας δεν θα θιχτεί από τη δική του έξοδο, αφού η ζωή είναι δική του και τα νήματα που κρατούν οι άλλοι, για να την κινούν, εξυπηρετούν μόνο τον μαριονετίστα που σε βάρος της κούκλας παντοιοτρόπως επωφελείται.
Ποιος είναι όμως ο μαριονετίστας; Μήπως η κοινωνία, η οικογένεια, ο συντηρητισμός, μήπως η σύμβαση που επιμένει να προτάσσει την εικόνα αντί της μορφής; Μήπως είναι εκείνος που μας έχει πείσει ότι δεν επιτρέπεται να είμαστε αλλά να υποδυόμαστε συντηρώντας το «φαίνεσθαι» αντί του «είναι»;
Μήπως όμως ο μαριονετίστας είμαστε εμείς οι ίδιοι, για την ακρίβεια η δειλία μας να δυσαρεστήσουμε και να συγκρουστούμε με όσους αγαπάμε, μήπως και σταματήσουν να μας αγαπάνε;
Ας δώσει ο καθένας την απάντηση που αντέχει.
Σημασία έχει ότι η γλώσσα έχει τη δυνατότητα να ορίσει το πλαίσιο του ελεύθερου αέρα, να θέσει το δάχτυλο επί τον τύπο των ήλων και να είναι προπάντων ειλικρινής. Η ποίηση του Σταύρου Θεμιστοκλέους δεν είναι περίπατος σε πάρκο λίγο πριν το δειλινό, δεν είναι ωραιοποιημένη συνταγή κέικ σε ποιητική φόρμα, κέρασμα για οικογενειακές συγκεντρώσεις και απογευματινά στο μπαλκόνι με συγγενείς και φίλους. Είναι πέρασμα από δάσος σκοτεινό με βλάστηση πυκνή, πικρό ποτό που δεν ευφραίνει τον ουρανίσκο αλλά κινητοποιεί τη συνείδηση και του πιο ανυποψίαστου.
Είναι ένα καταγγελτικό μανιφέστο που βάλλει επί παντός υπευθύνου.
Και εδώ να σταθώ και να υπογραμμίσω το «παντός», καθώς στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθεται τις πλείστες φορές το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο που επέτρεψε την αντικειμενοποίηση και τη σύμπλευση με τα «θέλω» άλλων, «θέλω» συνώνυμων με «πρέπει», αφού κανένας δεν ρωτά τι νιώθει η μαριονέτα, τι επιθυμεί, ποιος ρόλος θα της ταίριαζε.
Μια σταδιακή αλλοίωση της μορφής έως την πλήρη εξαφάνιση του προσώπου, σε σημείο που η ύπαρξη να ισοδυναμεί και να ταυτίζεται με την αχρηστία αντικειμένων σε σκουπιδότοπο. Γράφει στο ποίημα «Ρακοσυλλέκτης»:
[…] Πέταξέ με στα σκουπίδια /να χαϊδέψω τη γάτα της απραξίας./ Εκεί, τα μάτια βλέπουν καλύτερα / στο σκοτάδι. / Να σφίξω στην παλάμη μου / το περιτύλιγμα καραμέλας αδοκίμαστης / να νιώσω τον πόνο /ενός μικρού θανάτου /πάνω σε ξεθωριασμένα σεντόνια /να πάω βόλτα τον χρόνο /με σκουριασμένο ποδήλατο. // Πέταξέ με στα σκουπίδια / εκεί που ό,τι δεν έγινε / ανθίζει.
Δίχως να μοιρολατρεί, αλλά με γενναία εξομολογητική φωνή μιλά για την ευθύνη που φέρει εκείνος που επιτρέπει τη χειραγώγησή του, που δεν αντιστέκεται επαρκώς στη φίμωση της φωνής του.
Η ανάγκη να οριστεί η ταυτότητα καθορίζει τον άξονα της ποιητικής προβληματικής της παρούσας συλλογής. Επείγει ο αόρατος μανδύας, με τον οποίο δηλώνει καλυμμένο το ποιητικό υποκείμενο, να αφαιρεθεί, ώστε να πάψει να είναι χαμένο στο πλήθος. Στόμα χωρίς φωνή, πρόσωπο δίχως μάτια, ακίνητος έγκλειστος του δικού του μυαλού που, ενώ είναι γεμάτο πόρτες, εντούτοις στην πράξη την ώρα της απόδρασης ανακαλύπτει ότι αυτές δεν έχουν πόμολα.
Η ζωή στους στίχους του Σταύρου Θεμιστοκλέους μετατρέπεται σε συρτάρι προορισμένο να κρύβει ποιήματα που αρνούνται να γραφτούν. Όμως, η ζωή είναι μοίρασμα και συνύπαρξη, αγάπη και κατανόηση, είναι γραμμές που κάποτε με κάποιο τρόπο πρέπει να πάψουν να είναι παράλληλες και να συναντηθούν. Δεν είναι μοναξιά και απομόνωση, αλαλία και προσποίηση. Εντούτοις:
Ζω τη ζωή μου / αυτοί τις δικές τους. /Περπατάμε παράλληλα χωρίς επαφή. / Εθελοτυφλούν / ελπίζουν στα δικά τους / και η απόσταση μεγαλώνει / γινόμαστε ήπειροι ξεχωριστές / με αλλά ήθη και έθιμα / άλλη γλώσσα / άλλο πολιτισμό / μέχρι που δεν αναγνωρίζει πια / ο ένας τον άλλον. / Ξένοι γινόμαστε / που πρέπει να συστηθούν ξανά / για ν’ αναμετρηθούν με όσα αγνοούσαν.
Η γραφή του Σταύρου Θεμιστοκλέουςδεν είναι γραμμική και μονοδιάστατη. Η αυτοαναφορικότητα δεν μετατρέπει το λευκό χαρτί σε ντιβάνι ψυχανάλυσης αλλά αγγίζει ένα πλήθος προβληματισμών ουσίας που τοποθετούνται γύρω από την ύπαρξη και το επέκεινα, γύρω από τον θάνατο και τη ζωή, γύρω από την πραγματικότητα και την αλήθεια, τη μοναξιά και την ήττα, την οικειότητα καθώς και την τόλμη να εκτεθούμε στο φως. Σταχυολογώ και αναφέρω ενδεικτικά έναν δεκάλογο από στίχους που απέσπασα από διαφορετικά ποιήματα της συλλογής:
1. Δεν συνηθίζεται η μοναξιά./ Σε χτυπά σαν αμάξι./ Δεκάρα δεν δίνει για σένα.― «Το τέλος μιας ηλιόλουστης μέρας»
2. Το ψέμα / έχει σωθεί στις τόσες εκδοχές του./ Σαν βαρύς μουσαμάς σε καλύπτει./ Εισχωρεί στους πνεύμονες / προσποιείται το οξυγόνο/ σου δίνει φτερά / ενώ είσαι κλουβί. […] Η αλήθεια έχει ήδη χαθεί / στις τόσες εκδοχές της. / Ψέμα είναι. ― «Στην άχρωμη κανονικότητα»
3. Οι ηττημένοι καταλήγουν προσκυνητές / στο ακατόρθωτο.
4. […] Κανένας δεν μένει εδώ / χωρίς τη βαρύτητα./ Όρθιες στέκονται μόνο / οι μαριονέτες. ― «Το λευκό παγκάκι»
5. Δαγκάνες οικειότητας / διεισδύουν πέρα από τη σάρκα./ Φτάνουν στο κόκκαλο.―«Κρυσταλλοειδής σε απόγνωση»
6. Μείναμε να κρατάμε το σχοινί / μην τύχει και κοπεί / λες κι εξαρτιόμασταν /απ’ το φεγγάρι./ Από τον ήλιο θα ’πρεπε / ̶ ελεύθερος και αυτόφωτος ̶ / κι ας καίει από μακριά / η τελειότητα. ― «Σαν χαρταετός»
7. Μεγάλη λέξη, άχαρη η πραγματικότητα./ Το μυστικό της είναι πως δεν υπάρχει./ Ας τρυπώσω από τη χαραμάδα / στο αιώνιο / όχι γιατί χρειάζεται / ούτε καν γιατί πρέπει / αλλά γιατί εκεί έγκειται η φύση / στην ένωση.― «Σινεμά»
8. Πολική αρκούδα ο κίνδυνος / βρυχάται./ Καμιά προειδοποίηση για το πότε / θα σε κατασπαράξει. ― «Παγοθραυστικό»
9. Κάθε αρχή έχει έναν θάνατο / Κάθε θάνατος κάτι οριστικό./ Όσο κινούμαι τον αψηφώ.― «Γράφω»
10. Αν ο θάνατος είναι αστέρι / και τον βλέπεις να πέφτει / όταν έχει ήδη συμβεί / ποιο το νόημα τότε / του κόσμου; ― «Το νόημα»
Η γραφή του Σταύρου Θεμιστοκλέους συνομιλεί με το παρόν του κόσμου και το παρελθόν της λογοτεχνίας, με το αβέβαιο μέλλον της φύσης και των όντων της. Είναι γραφή των μεταμορφώσεων και των σημαινομένων.
Πότε μεταμορφώνεται σε Πινόκιο που λέει ωραία ψέματα στον εαυτό του, πότε ταυτίζεται με τον Γκρέγκορ Σάμσα, ήρωα του Κάφκα στη Μεταμόρφωση, που ένα πρωί ξυπνά ως σκαθάρι με κέλυφος σκληρό μην αντέχοντας τα βάρη που η οικογένεια τού φόρτωσε στους ώμους, άλλοτε γίνεται ο Μινώταυρος μες στον λαβύρινθό του και άλλοτε δέντρο Χριστουγεννιάτικο που τον ταρακουνά συνειδησιακά και τον ανακαλεί στην τάξη λέγοντάς του:
Άνοιξε το παράθυρό σου. / Άνοιξέ το κι ας είναι βράδυ. / Κατά βάθος, ξέρεις / όσα προκλητικά αγνοείς./ Δεν ανήκω εδώ.
Κάποτε γίνεται σκύλος που στο ποίημα «Ου γαβ έρχεται μόνον» σχολιάζει τον κόσμο:
Ο κόσμος μοιάζει μεγάλος /στα μάτια μου / αλλά μυρίζομαι με ευκολία / πόσο μικρός είναι / πως συνδέονται όλα μεταξύ τους./ Αλυσίδες βαριές / φτάνουν ώς τον ορίζοντα / η πείνα ακούγεται με δυσκολία / πλάι στους λαίμαργους / που καταβροχθίζουν τα πάντα. Τόσα πρόσωπα μες στο πρόσωπο, τόσες μάσκες πριν το πρόσωπο, τόση αυτοκριτική πίσω από την κριτική, τόσα ευρήματα και τόσες εξομολογήσεις, τόση αλήθεια γυμνή πίσω απ’ τα προσωπεία και ιδού μπροστά μας η ίδια η μεταμόρφωση μιας μαριονέτας σε πουλί, ενός σκαθαριού πάλι σε πουλί, ενός χριστουγεννιάτικου δέντρου σαλονιού σε δέντρο δάσους που πάνω του κελαηδάει και πάλι το πουλί.
Ό,τι πιο ελεύθερο ποτέ έχει ακουστεί είναι αυτό το κελάηδημα που κανένας δεν το λογοκρίνει, κανείς δεν το ελέγχει, σε κανέναν δεν χρωστά το παραμικρό.
Και τότε το κλουβί μένει άδειο, ο κουκλοπαίχτης με χέρια αδειανά, ο σκύλος ξεφεύγει από το λουρί του.
Η ποίηση υποδέχεται τους ταπεινούς και όχι τους ταπεινωμένους.
Η ποίηση υποδέχεται τους ελεύθερους.
Ό,τι αγαπάμε αξίζει να φανερωθεί στο φως και ότι φέγγει από μέσα είναι ήδη ποίηση.