Σε αναζήτηση νέας μορφής γνώσης

Σε αναζήτηση νέας μορφής γνώσης

Μάνος Κοντολέων, «Κόντρα ρόλος», Εκδόσεις Πατάκη 2025


Δεν θα μπορούσα να ήμουν καλός, αν ποτέ ήμουν καλός, παρά μόνο μέσα από αυτό που αντλούσα από την καρδιά μου. ≈ Stendhal






O J.J. Rousseau ανήκει στη χορεία των μεγάλων υποκειμενικών στοχαστών για τον οποίο η αναζήτηση της αλήθειας είναι συνώνυμη μίας αυθεντικής στάσης και προσήλωσης σε αυτήν. Η αυθεντική εαυτότητα είναι το αποτέλεσμα της αβίαστης και αυθεντικής έκφρασης των ικανοτήτων, κλίσεων και επιθυμιών του υποκειμένου, όπως έγραψε ο Σωτ. Βανδώρος στο έργο του Σιωπηλό βλέμμα: Για την πολιτική θεωρία του Ρουσσώ. Μία συνεχής διαλεκτική εξέλιξη στα βιώματα του Γάλλου φιλοσόφου είναι εκείνη που στις δύο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του θα τον κάνει να διαμορφώσει ένα τόσο σημαντικό αυτοβιογραφικό έργο, αναδεικνύοντας την ουσιαστική σημασία που αποκτά για εκείνον η ζωή και τη θεμελιώδη αξία που αυτή δίνει στη φιλοσοφία. Μέσα από τις καίριες απαντήσεις του στις αμέτρητες κριτικές που δέχθηκε αλλά και μέσα από τα αυτοβιογραφικά του κείμενα όπου επιχείρησε να μην αφήσει κανένα ουσιώδες κομμάτι της ύπαρξής του στο σκοτάδι, θα επαληθεύσει αυτό που για τον Charles Taylor (σύγχρονο πολιτικό φιλόσοφο και συγγραφέα, ανάμεσα σε άλλα, του έργου Sources of the Self) τρεις αιώνες αργότερα θα αποτελέσει την ουσία της ανθρώπινης προσωπικότητας καθώς ως «ον που ωριμάζω και γίνομαι μπορώ να γνωρίσω τον εαυτό μου μόνο μέσα από την ιστορία των ωριμάνσεων και των παλινδρομήσεών μου, των ξεπερασμάτων και των ηττών μου. Η κατανόηση του εαυτού μου έχει αναγκαστικά χρονικό βάθος και ενσωματώνει μία αφήγηση».
Σε τούτη ακριβώς την τομή της συναισθηματικής διάνοιας, ο Μάνος Κοντολέων, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς του οποίου το λογοτεχνικό έργο συνομιλεί με τα θεμελιώδη συστατικά στοιχεία της φιλοσοφίας, της ψυχολογίας της πολιτικής σκέψης, έρχεται με το τελευταίο του έργο Κόντρα ρόλος (εκδ. Πατάκη) να μετουσιώσει την αφήγηση αυτή καθώς μεταμορφώνει το quasi βιωματικό υλικό που τόσο επιδέξια γνωρίζει πώς να το μεταπλάθει, να το ανυψώνει, να το στολίζει και, εν τέλει, να το παραδίδει με ατόφια ομορφιά στους αναγνώστες του.
Το υλικό του συγγραφέα ανεξάντλητο, βαθαίνει ολοένα με τα χρόνια η ματιά του καθώς κάθε λέξη , κάθε φράση που ξεφεύγει από την καρδιά, σκαρφαλώνει στο νου και αφήνεται να ξεγλιστρήσει ωθούμενη από μία βαθύτερη επιθυμία να μεταμορφωθεί σε τραγούδι, σε εικόνα, σε θύμηση, ξεδιπλώνεται με χάρη στο χαρτί. Αυτό είναι μόνο η κορυφή. Σημαίνουσας σημασίας, τα υλικά με τα οποία θα απευθυνθεί στους αναγνώστες του ενώ μοιράζεται τις πιο μύχιες σκέψεις του, αφήνοντας τον καθένα από εμάς να αφουγκραστεί όχι μόνο τις αδιαμόρφωτες επιθυμίες, τους αδιευκρίνιστους φόβους, τη χλιαρή ελπίδα, την τρομερή βεβαιότητα, την αναζήτηση δηλαδή του ουσιώδους συστατικού της ανθρώπινης φύσης, της ευθραυστότητας και του φευγαλέου.
Στο έργο του Μάνου Κοντολέων Κόντρα ρόλος, θα πρωταγωνιστήσουν ορισμένες από τις σταθερές του συγγραφέα: οι σχέσεις των ανθρώπων, η ταυτότητα, ο έρωτας και η ατέρμονη νεότητα της ψυχής που ποτέ δεν θα μάθει να συγχρονίζει τον βηματισμό της με τη βιολογική ηλικία μας. Η χάρη της γραφής και η τρυφερότητα με την οποία συνομιλεί με τους ήρωές του είναι τα πλέον άμεσα δεδομένα, το συναίσθημα που τελικά δημιουργεί στο αναγνωστικό κοινό και έχει πρωταρχική σημασία στην εξέλιξη της πλοκής δεν θέλει να διδάξει αλλά ο συγγραφέας το «εκθέτει», το κατευθύνει και το κάνει να έχει τη ζωντάνια και την επιρροή που έχει πλέον αποκτήσει εδώ και χρόνια λογοτεχνικής δημιουργίας.
Τέσσερα πρόσωπα σχετίζονται μεταξύ τους με δεσμούς οριζόντιους, κάθετους και διαγώνιους: Ο Λάμπρος Αρνής, επιφανής κριτικός, πετυχημένος θεατρολόγος και ισχυρός καλλιτεχνικός παράγοντας κάποτε, πλέον βρίσκεται στην ηλικία των ογδόντα χρόνων, παντρεμένος με την κατά αρκετές δεκαετίες νεότερή του Αντρίνα Λεμονή, διάσημη ηθοποιό στην κρίσιμη καμπή της ηλικίας που παύει να παίζει ρόλους ενζενύ, καθώς παραθερίζουν στο εξοχικό τους σπίτι (κληρονομιά από την οικογένεια του Λάμπρου Αρνή) δέχονται την επίσκεψη του Πασκάλ Ομάν, άγνωστου έως εκείνη τη στιγμή, το μυστικό της προέλευσης του οποίου κρατά μία γυναίκα, η Σιμπέλ, που κάποτε χάριζε στιγμές ευφροσύνης σε μία παρισινή σοφίτα και πλέον κάποια απόμερη ακτή της Κρήτης είναι η μόνιμη κατοικία της.
Ασφαλώς η αφήγηση δεν θα μπορούσε ακόμη να αφήσει ανέγγιχτο το πλούσιο υλικό της αρχαίας ελληνικής γραμματείας: νωπές ακόμη στο θυμικό των αναγνωστών οι εντυπώσεις από τα τρία τελευταία έργα του συγγραφέα βασισμένα στο μύθο της Κασσάνδρας (Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο), της Κλυταιμνήστρας (Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας), της Μήδειας (Σαν Μήδεια), η Αντρίνα Λεμονή ετοιμάζεται να υποδυθεί τον ομώνυμο ρόλο στην τραγωδία Φαίδρα του Ρακίνα και ο συγγραφέας συνταιριάζοντας παρελθόν και παρόν, χρόνο και άχρονο, πρόσωπα μυθικά, πρόσωπα αληθινά, χαρακτήρες που υποδύονται τόσο επάνω στη σκηνή όσο και κάτω από αυτή, θα ανεβάσει μία παράσταση με κόντρα ρόλους.
Στο εξώφυλλο, δύο παπαρούνες συντροφεύουν η μία την άλλη καθώς τα πέταλά τους τρεμοπαίζουν στο ημίφως του εφήμερου, του φευγαλέου….. Θεωρώ πως δεν είναι καθόλου τυχαία η χρήση των λόγων του J.J. Rousseau στο επίγραμμα του έργου, λίγο πριν ο συγγραφέας σηκώσει την αυλαία για να παρακολουθήσουμε την ιστορία που επιθυμεί να αφηγηθεί. Ο Γάλλος φιλόσοφος μίλησε για την αυθεντικότητα του υποκειμένου ως πολιτικό αίτημα: η ανάπτυξη της εξατομίκευσης και της εσωτερικότητας των ανθρώπινων υποκειμένων, η απάντηση στο ερώτημα «ποιος είμαι» αποτελεί τη βάση για τα αυτοβιογραφικά κείμενά του τα οποία καταπιάνονται επιπλέον με ερωτήσεις όπως «ποιος υπήρξα στη ζωή μου», «ήμουν πιστός, δηλαδή σε συμφωνία, προς τον βαθύτερο εαυτό μου» και «να γίνω ο εαυτός μου», θεμελιώνοντας τον προβληματισμό περί αυθεντικότητας.
Ομοίως, η αφιέρωση στο παρόν έργο ―«στην Κώστια», σύντροφο στη ζωή του― μετατρέπει όσα θα ακολουθήσουν σε ένα μυστικό ημερολόγιο, κρυμμένο κάτω από επίπεδα δράσης, συγκίνησης, συναισθημάτων και εμπλουτισμένο με τραγούδια, ποίηση, αποσπάσματα από τη Φαίδρα του Ρακίνα και λέξεις που σημαίνουν πολλά περισσότερα από όσα αρχικά θα φανούν.
Ασφαλώς οι ήρωες του τελευταίου έργου του Μάνου Κοντολέων, κρυφοκοιτάζοντας τους αναγνώστες πίσω από τα 36 κεφάλαια που συνοψίζονται σε πέντε μέρη, έχουν και αυτοί πολλά να πουν για τους ρόλους που καλούμαστε να παίξουμε στη σκακιέρα της ζωής: άλλοτε υποδυόμαστε ακέραια τον ρόλο που αναλάβαμε να φέρουμε εις πέρας, άλλοτε πάλι αναζητούμε κόντρα ρόλους που θα βάλουν το μυαλό μας σε δίλημμα, την καρδιά μας σε σιωπηλή αγωνία, τις σχέσεις μας σε ισορροπία πάνω σε τεντωμένο σχοινί καθώς κάποτε μια ερωμένη θα ζηλέψει την τρυφερότητα του ρόλου της μητέρας, ένας σύζυγος θα αποζητήσει την πληρότητα του ρόλου του πατέρα, ένας γιος θα ορμήσει να κυριεύσει ένα ηδύπνοο κορμί, μία αφοσιωμένη σύζυγος θα ξεκλέψει ματιές και αγγίγματα καθώς θα ανακαλύπτει νέες διαδρομές απόλαυσης καθώς θα ταξιδεύει σε πρωτόγνωρο πέλαγος αισθησιασμού.

Ο Μάνος Κοντολέων στο τελευταίο του έργο φαίνεται πως αναζητά μία νέα μορφή γνώσης, η έντονα δημιουργική του φύση θα συσχετιστεί με την περιγραφή μίας αυθεντικότητας κόντρα σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο φαινομένων. Ίσως πολύ περισσότερο με το έργο Κόντρα ρόλος αποζητά να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα βαθιά ανθρώπινα, όπως είναι η αγωνία μπροστά στο πεπρωμένο ή πώς μπορούμε να μην γίνουμε έρμαιό του. Σωματικότητα, συναισθήματα, ταυτότητες, σχέσεις, όλα υπηρετούν το κείμενο και το τέλος έρχεται ως αντίσταση…. Η γεωγραφία των σωμάτων κάθε ηλικίας, και πάλι, γεφυρώνει τη νομοτέλεια με το χάος. Όρη και βάραθρα, πεδιάδες και ωκεανοί, χείμαρροι, δίνες, υπόγεια ρεύματα και ηφαίστεια, Οι ρωγμές προαιώνιες, οι ουλές τους μνήμη : σκισίματα που αντιστέκονται στην αναπλαστική επίδραση του χρόνου. Τα στόματα σιωπούν, τα σώματα θυμούνται μέσα από κάθε άγγιγμα, κάθε άρνηση, κάθε μοναχικό γογγυσμό.
Μέσα από τις ξεχωριστές και την ίδια στιγμή συνταιριασμένες ιστορίες του έργου αυτού, η σπονδυλωτή δομή του οποίου θυμίζει έντονα ζώντα οργανισμό, ποίηση, πρόζα, τραγούδια αραδιασμένα στη σειρά, οι ήρωες αγωνίζονται να καταγράψουν τη δική τους πραγματικότητα, μέσα από θραύσματα, ασυνέχειες και σκοτεινά σημεία. Η εικόνα που σχηματίζεται, ξεπροβάλλει ημιτελής, όπως ακριβώς αν κοίταζε κανείς μέσα από ανοίγματα σε ερειπωμένη κατοικία. Οι μεμονωμένες ιστορίες, αν και αβάσταχτα αληθινές μέσα στον κόσμο της λογοτεχνικής δημιουργίας, αποκαλύπτουν σιωπηλά σκέψεις οικουμενικές που λιμνάζουν στο υποσυνείδητο. Το σημάδι του χρόνου, κοινό ιερογλυφικό όλων των χαρακτήρων, νεότερων και γηραιότερων, θηλυκών και αρσενικών, καίει ανεξίτηλα την ψυχή τους, συναισθήματα πρωτόγνωρα, που συχνά αρνούμαστε να αποδεχθούμε ότι μας κρατούν άγρυπνους τα βράδια, πάλλονται υπόγεια.
Ξεδιπλώνοντας μια μεγαλειώδη πρόζα, που με τον ρυθμό της μας προσκαλεί σε προσωπικές αναζητήσεις, ο Μάνος Κοντολέων θα καταγράψει στοχαστικά, πάντα βαθιά καλλιεργημένος, την αγωνία του γήρατος και την αβάσταχτη ομορφιά της ζωής. Ένας ύμνος στην αισθητική έκσταση, το τελευταίο αυτό έργο του συγγραφέα συνομιλεί με μία ζεν διαύγεια η οποία επικεντρώνεται, ανάμεσα σε άλλα, και σε έναν λόγο – αντίλογο καθώς ο ήρωας Λάμπρος Αρνής συζητά με τον φίλο και συνομήλικό του γιατρό Εσκενάζυ, ρόλος που δεν είναι παρά η φωνή της «λογικής» της «κοινής γνώσης» της κοινωνίας μας.

Μεθοδικά, συγκινητικά και την ίδια στιγμή ρεαλιστικά, με νοσταλγία και ξάφνιασμα, ο βασικός ήρωας θα περάσει από την
καθησυχαστική ασφάλεια μίας συγκαταβατικά ήρεμης ζωής στο απροσδόκητο, ανακαλύπτοντας τον κενό χώρο μεταξύ του παρόντος χρόνου και του μέλλοντος, που αποτελεί και το βασικό διακύβευμα κατά τη γνώμη μου του έργου αυτού. Ένας γάμος ανολοκλήρωτος σε χρόνο ενεστώτα, ένας απειλητικός άγνωστος που κουβαλάει όμως ένα απωθημένο μυστικό, μια στιγμιαία εκδήλωση ζήλιας, ένα τραυματικό οικογενειακό παρελθόν. Αλλά το δράμα εκτυλίσσεται βουβά σ’ αυτό το εύθραυστο λογοτεχνικό κομψοτέχνημα, στο οποίο οι στιγμές αυτογνωσίας σφιχταγκαλιάζουν τις βαθιές ή φευγαλέες απογοητεύσεις, προσθέτοντας "ποιότητες" (σοφία, συναίσθημα, απροσδόκητη τρυφερότητα, πείσμα να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε) σε μια ζωή που το μεγαλύτερο μέρος της είναι μνήμες, ρυθμοί, τραγούδια, ποίηση, παρελθόν παρά μέλλον. Ο Μάνος Κοντολέων συνδέει με μινιμαλιστική αρχοντιά και ποιητική μεγαλοπρέπεια τη μελαγχολική αύρα του έργου του Κόντρα ρόλος με το πέρασμα του χρόνου, προσδίδοντας όμως ποιότητα και χαρακτηριστικά που μπορούν να κάνουν αυτόν το γερασμένο κόσμο να γεμίσει καλοσύνη, συντροφικότητα, συγχώρεση και αποδοχή.
Ο Μάνος Κοντολέων θεωρώ ότι περισσότερο από κάθε άλλο δραματουργό του καιρού μας είναι ο συγγραφέας του αναστοχασμού του εαυτού. Καθιστώντας τον αναγνώστη του παρατηρητή του εαυτού του μέσα από τις σχέσεις του με τον άλλο, τα πρόσωπα μιλούν με μία εσωτερική άφωνη ηχώ σαν να έχουν ήδη αντιληφθεί τα μεγαλύτερα απόκρυφα του κόσμου τούτου και κουβαλούν μία ήσυχη επίγνωση του μέλλοντος, μία ηρεμία σχεδόν απόκοσμη, μία παλινδρόμηση προς χρόνους νεότερους, προς τόπους αλλοτινούς μόνο ως σηματοδοσία για όσα έπονται. Οι ήρωές του συχνά δεν ανήκουν στη δράση αλλά στο ίχνος της δράσης, σε εκείνο το απροσδιόριστο σημείο όπου το σώμα παραμένει αλλά η βούληση έχει ματαιωθεί.
Ο ήχος της πτώσης προβλέπεται εκκωφαντικός, μα μόνο λίγοι θα τον ακούσουν. Ο Μάνος Κοντολέων με το κουαρτέτο των ηρώων του στο έργο Κόντρα ρόλος θα παρουσιάσει μία σύνθεση που θα αντιστοιχίσει την τρυφερότητα της ωριμότητας με την περηφάνια της νεότητας και μπολιάζει μία θεσπέσια ιστορία σχέσεων όχι μόνο με τους άλλους αλλά, κυρίως, με τον εαυτό σε ένα έργο ανεξάντλητων ερμηνειών. Αποτέλεσμα υψηλής λογοτεχνικής αισθητικής λαξεμένης με αφοσίωση και μαεστρία που αποκαλύπτει, για μία ακόμη φορά, την έκδηλα λυρική ευαισθησία του δημιουργού του που υπογραμμίζει εδώ τους ποικίλους ρόλους του αρσενικού (εραστή, συζύγου, πατέρα) καθώς, χωρίς να ηθικολογεί ή να εξιδανικεύει, γράφει ψυχωμένα αλλά και με γνήσια ανθρωπιά για ενθύμια αγάπης.
Ασφαλώς, υπάρχει κάτι βαθιά πολιτικό και σε αυτό το έργο, άλλωστε όλα τα βιβλία του Μάνου Κοντολέων είναι πολιτικά : το να μιλάς για την ανθρώπινη κατάσταση, το φευγαλέο, τον σταδιακό κατακερματισμό του ανθρώπου, την ήπια απόδραση, τη χαλαρότητα της μνήμης και την ανυπακοή του κορμιού ενώ η καρδιά χάνει τον ρυθμό της και η ματιά θολώνει, μέσα σε έναν κόσμο που υμνεί την αιωνιότητα, την άμεση ικανοποίηση, την δύναμη, τον υλικό πλούτο, το φαίνεσθαι, είναι ήδη μία πράξη αντίστασης. Κάθε ήρωάς του υπερασπίζεται με λεπτότητα την αλήθεια, την αξιοπρέπεια του ευάλωτου, τη δύναμη της προσφοράς στον άλλο, την αποδοχή της αληθινής ταυτότητας καθώς αποσύρεται, κινούμενος νωχελικά, στο αυθεντικό υποκείμενο. Μέσα σε κάθε του έργο μία προσμονή: να αναζητήσουμε τον εαυτό μας, ακριβώς όπως ο Προυστ στον «χαμένο χρόνο», όχι για να τον ανακτήσουμε αλλά για να αντιληφθούμε πως δεν χάθηκε άδικα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: