Μια βόλτα στις εκθέσεις: Βιζυηνός, Πιγκού και Στάινμπεκ

Μια βόλτα στις εκθέσεις: Βιζυηνός, Πιγκού και Στάινμπεκ

ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥΣ*

——————


Μ’ αρέσουν οι εκθέσεις βιβλίου και τα παζάρια. Πάντα μου άρεσαν. Από μικρή στις οικογενειακές καλοκαιρινές διακοπές στη Σκόπελο, περίμενα το πρώτο βράδυ που θα κατεβαίναμε στη χώρα για βόλτα να πάμε στην έκθεση βιβλίου μπροστά στο δημαρχείο. Εκεί αραδιασμένα σε τρεις-τέσσερις πάγκους, που όμως στο παιδικό μυαλό μου φάνταζαν πολλοί περισσότεροι, με περίμεναν τα βιβλία να τα δω ένα-ένα προσεκτικά και να διαλέξω. Αυτοί οι πάγκοι με μεγάλωσαν. Από τις εικονογραφημένες ιστορίες του Πιγκού και τους μύθους και τα παραμύθια των εκδόσεων Στρατίκη σ’ αυτά τα μεγάλα με σκληρό εξώφυλλο βιβλία, μέχρι το Αμάρτημα της μητρός μου και άλλα διηγήματα του Γ. Βιζυηνού. Ευτυχώς, μέναμε σε οικείο μας σπίτι στη Σκόπελο, που έτσι κι αλλιώς είχε βιβλία –αν και όχι παιδικά– και διάβαζα κι εκείνα, γιατί «δεν σε προλαβαίνουμε, θα μας βάλεις μέσα», όπως έλεγε η μαμά μου. Το τι διάβαζα στη Σκόπελο θα το γράψω σε μια άλλη ιστορία.

Σε μία άλλη έκθεση βιβλίου, εκείνη της Θεσσαλονίκης που γίνεται κάθε αρχές καλοκαιριού στην παραλία, συνέβηκε πριν κάποια χρόνια να κάνω μια σημαντική/ασήμαντη αλλά χαρακτηριστική για εμένα αλλαγή. Ήμουν 17 και σε μια επίσκεψή μου εκεί, Κυριακή πρωί θυμάμαι, είχα φορέσει πρώτη φορά στη ζωή μου (οκ, μετά το νηπιαγωγείο) φόρεμα. Και μάλιστα κόκκινο. Και αισθάνθηκα όμορφα και όμορφη, και είπα τι τα ήθελα τόσα χρόνια τα παντελόνια εγώ, και από τότε ποτέ ξανά παντελόνι, ποτέ. Για την ιστορία, έφυγα από εκεί με κάτι θεατρικά του Άκη Δήμου.

Κι ο αδερφός μου έχει μια ωραία ιστορία από το φεστιβάλ βιβλίου της Θεσσαλονίκης. Κάνοντας βόλτα με κάποιον φίλο του κάποτε, κοντοστέκονται μπροστά σε κάποιον πάγκο με ποίηση κι ο φίλος του λέει δυνατά διαβάζοντας τον γραμμένο με κεφαλαία τίτλο στο εξώφυλλο ενός βιβλίου: «Καβάφη Απάντα». Εκείνος, ωστόσο, δεν απήντησε.

Κι αν αυτή η ιστορία μας μοιάζει παλιά και γραφική, μόλις πριν λίγο καιρό στο παζάρι των εκδοτών στην πλατεία Κλαυθμώνος έγινα μάρτυρας μιας υπέροχης στιχομυθίας μεταξύ δύο νεαρών κοριτσιών. Μπροστά μας τα βιβλία του Στάινμπεκ.

— Αχ δες, Άνθρωποι και Ποντίκια. Έτσι δεν το έλεγαν αυτό που είδαμε με τον Μπισμπίκη;

— Αχ, δεν είμαι σίγουρη, αλλά έτσι νομίζω. Για δες τι λέει, μήπως είναι από την παράσταση (εντωμεταξύ, παμπάλαια έκδοση)

— Θυμάσαι τον συγγραφέα; Αυτό λέει Στα – Σταιν -…

    Μέχρι να το προφέρει, η άλλη έχει προλάβει, το έχει γκουγκλάρει, λέει «ναι, αυτό το όνομα γράφει στην παράσταση, ουάου, πάρ’ το», το βάζουν κεφάτες στο καλαθάκι τους γιατί γυρίζουν απ’ τον Ζαχαρόπουλο. Κι εγώ μένω να ισορροπώ ανάμεσα στο κυνικό αίσθημα της αυστηρής βιβλιοφάγου και στην αγαπητική σκέψη ότι για τα κορίτσια αυτά ήρθε η ώρα να μάθουν τον Στάινμπεκ. Ε κι αυτό, μόνο κέρδος μπορεί να είναι.

    *Το όνομα της στήλης είναι εμπνευσμένο από τη φράση του David Grossman «τα βιβλία είναι το μοναδικό μέρος στον κόσμο, όπου μπορούν να συνυπάρχουν τα πράγματα και η απώλειά τους».

    ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: