Στην Πατησίων με τους πάγκους, τον γρύλο και τον Μπομπ τον Μάστορα

Στην Πατησίων με τους πάγκους, τον γρύλο και τον Μπομπ τον Μάστορα


Τις προάλλες περνώντας από την Πατησίων, τώρα που είμαι μέτοικος Αθηνών, χρονοτρίβησα λίγο σ’ αυτούς τους πάγκους–καρότσες με τα μεταχειρισμένα, συνήθως, βιβλία που βρίσκεις ό,τι πιο σπάνιο, ετερόκλητο και περίεργο βιβλίο μπορείς να φανταστείς. Η σκέψη μου πήγε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί δεν συνηθίζεται να συναντάμε τυχαία στον δρόμο υπαίθριους πάγκους με βιβλία, και μάλιστα σε άλλο μέρος κάθε φορά όπως εδώ, που κάποτε στη μια γωνία (συμβολή Πατησίων και Zackie Oh) έχει πάγκο με κεράσια και την άλλη πάγκο με βιβλία.
Όμως μετά θυμήθηκα μία μοναδική φορά που είχα συναντήσει στη Θεσσαλονίκη έναν τέτοιον πάγκο με βιβλία τυχαία στον δρόμο. Ήμουνα δημοτικό, Γ΄ ή Δ΄ δημοτικού, κι έκανα βόλτα στη γειτονιά της Χαριλάου με τη γιαγιά μου και την ξαδέρφη μου την Κ., ένα χρόνο μικρότερη από εμένα. Κάναμε βόλτα, φάγαμε μπέργκερ με δωράκι (θυμάμαι κέρδισα τον Μπομπ τον Μάστορα, αλλά τον είχα διπλό και τον αντάλλαξα με τη Γουέντι που έτυχε στην ξαδέρφη μου, άλλωστε ο Μπομπ μου 'μοιαζε πάντα φλώρος, ενώ η Γουέντι τόσο δυναμική) και στην επιστροφή προς το σπίτι της γιαγιάς για τη μεσημεριανή της σιέστα και το δικό μας παιχνίδι στο διπλανό δωμάτιο, πετυχαίνουμε στην Παπαναστασίου έναν πάγκο με βιβλία. Πρώτη και τελευταία φορά.
Χαζεύουμε τα βιβλία. Εμένα μου κάνει κλικ ένα βιβλίο με ασπρόμαυρο εξώφυλλο και τίτλο Μύθοι και Θρύλοι απ’ όλες τις χώρες. Η Κ. δείχνει στη γιαγιά ένα βιβλίο με εξώφυλλο κακοζωγραφισμένες απομιμήσεις των 7 νάνων της Χιονάτης όπως τους φαντάστηκε ο Disney. Ο τίτλος του ήταν κάτι ευφάνταστο του τύπου «κλασικά παραμύθια». Η γιαγιά βλέπει τα βιβλία που της δείχνουμε και κάνει κάτι πολύ σκληρό.
«Θα πάρουμε μόνο της Ιωάννας. Εσύ δεν θα το διαβάσεις, τζάμπα θα το πάρουμε.»
Πώς έκανε τέτοιο πράγμα η γιαγιά! Η Κ. πάντως δεν διαμαρτυρήθηκε καθόλου. Ούτε μετά που πήγαμε στο σπίτι κι εγώ δεν ήθελα να παίξουμε, αλλά ήθελα να ξεκινήσω το βιβλίο μου. Ωραίο βιβλίο, ακόμη το έχω.
Το πόσο αγαπώ τους πάγκους με βιβλία, εντάξει, κάθε μέρος που έχει βιβλία, μπορεί να το καταλάβει κανείς κι από προηγούμενα κείμενα της στήλης (βλ. Μια βόλτα στις εκθέσεις και Πώς τα βιβλία μου σώζουν τη ζωή). Καμιά φορά οι πάγκοι με βιβλία έρχονται και σε βρίσκουν όπως ο Μωάμεθ το Βουνό. Θυμάμαι δυο-τρία χρόνια στο δημοτικό στην Κ. Τούμπα, πριν από τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα γινόταν στον χώρο του γυμναστηρίου έκθεση βιβλίων. Θυμάμαι να παίρνω βιβλιάρες από εκεί, π.χ. τις Διακοπές του Μικρού Νικόλα των Ρενέ Γκοσινί και Ζαν Ζακ Σανπέ, αλλά θυμάμαι και να διαβάζω και βιβλία που τώρα δεν θυμάμαι καθόλου το περιεχόμενό τους, αλλά θυμάμαι εξαιρετικά καθαρά ότι δεν μου άρεσαν και τα διάβασα μόνο και μόνο από τον ψυχαναγκασμό που διέπει τη ζωή μου μέχρι σήμερα: πρέπει να τελειώνω τα βιβλία πάντα, ακόμη και τα πιο βαρετά από αυτά, γιατί ποιος ξέρει, μπορεί στην τελευταία σελίδα να διαβάσω κάτι που να μην είχα ξανασκεφτεί, κάτι που να μου αλλάξει τη ζωή. Τέτοιο βιβλίο –όχι που μου άλλαξε τη ζωή, αλλά που πήρα απ’ την έκθεση του σχολείου και διάβασα ως το τέλος χωρίς πραγματικά να θέλω– ήταν π.χ. ο Γρύλος στο τζάκι του Τσαρλς Ντίκενς.
Αχ, αυτά τα βιβλία που δεν θέλω να διαβάσω… Παλιά τα διάβαζα μονορούφι για να μην τα βλέπω μπροστά μου. Τώρα πια τα κοσκινίζω μέρες, εβδομάδες, μήνες, χρόνια χωρίς να παίρνω απόφαση να τα παρατήσω, αλλά ούτε και να τα διαβάσω... Πάντα εκεί δίπλα στο κομοδίνο, με τον σελιδοδείκτη τους και να μη θέλω να τα πειράξει κανείς.
«Ασ’ το κάτω! Το διαβάζω», είχα πει στην αδερφή μου όταν ακόμη μοιραζόμασταν το ίδιο δωμάτιο, «θα μου χάσεις τη σελίδα».
«Σε ποια σελίδα είσαι;»
«Στην πρώτη».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: