Αντανακλάσεις ~ Κούκουνας και Κόντογλου

Αντανακλάσεις ~  Κούκουνας και Κόντογλου

Στην πραγματικότητα, η τέχνη καθρεφτίζει το θεατή κι όχι τη ζωή.
ΟΣΚΑΡ  ΟΥΑΪΛΝΤ
Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι


__________
Κωνσταντίνος Κούκουνας : Διήμερον ἐν Θεσσαλονίκῃ, εκδ. Historia, 2022
_____________





Το πεζογράφημα που αυτοσυστήνεται ως «σύγχρονο ταξιδιωτικό αφήγημα» έχει θεωρητικά τον στόχο να αφηγηθεί μία διήμερη επίσκεψη του αφηγητή στη Νύμφη του Θερμαϊκού. Πρακτικά όμως ο τίτλος εξαπατά. Δεν πρόκειται για διήμερο και φυσικά δεν είναι άλλο ένα ταξιδιωτικό αφήγημα.
Ο συγγραφέας ξεκινά όντως από ένα ταξίδι επ’ αφορμή κάποιας ερωτικής ιστορίας, δίνει κι ένα τρόπον τινά πορφυρό ύφος στο βιβλίο του με το εξώφυλλο, δημιουργώντας στον αναγνώστη την προσδοκία μίας ακόμη ερωτικής Θεσσαλονίκης. Όμως το κλισέ ανατρέπεται σχεδόν εμμονικά. Διαβάζοντας το Διήμερον ψάχνει ο αναγνώστης να βρει τα ερωτικά ψήγματα. Καθώς διαβάζει, χάνεται όμως στον ρεμβασμό του αφηγητή και στην ιστορική περιδιάβαση αιώνων μιας πόλης παλαιάς.
Το βιβλίο που παρουσιάζουμε είναι περισσότερο ένα αφήγημα σαγήνης παρά ένα απλό ταξιδιωτικό. Η Θεσσαλονίκη είναι που σαγηνεύει, η ιστορία της, το παρελθόν της πόλης, όχι η Σαλονικιά που υποτίθεται πως ο αφηγητής ταξιδεύει για να συναντήσει. Η Θεσσαλονίκη που έχει γίνει υποσυνείδητο παρελθόν του αφηγητή. Ο ασκητισμός αλλά και η ιστορική αυτογνωσία οχυρώνουν το πεζό θυμίζοντας ευχάριστα τα Ταξιδεύοντας του Νίκου Καζαντζάκη. Ο αφηγητής εμπλέκεται σε όσα αφηγείται, ξένος στην πόλη που επισκέπτεται, αλλά και θαμώνας της. Γνωρίζει το παρελθόν της, το βλέπει να αναδύεται σαν από τις ανασκαφές του μετρό, ο ίδιος ανασκάπτει και μας το προσφέρει σε εικόνες που μένουν στην μνήμη και την κινητοποιούν. Η διακειμενικότητα, καίριο χαρακτηριστικό του βιβλίου, ωθεί τον αναγνώστη σε νέα διαβάσματα. Το Κίνημα των Ζηλωτών αναδίδει τις ιαχές του σε μία ονειρώδη περιγραφή που δεν ξέρεις αν περιγράφει τις διαμαρτυρίες στο Συνέδριο των G20 του 2003 ή την επτάχρονη κατάληψη της εξουσίας από τους Επαναστάτες ενάντι στον Ιωάννη Καντακουζηνό.
Το αφηγηματικό παρόν του βιβλίου; Ακόμα και αυτό μέσω του παρελθόντος πραγματώνεται. Ο νεαρός επισκέπτης της Συμβασιλεύουσας πηγαίνει εκεί για να συναντήσει μία φίλη του, της οποίας το όνομα δεν μαθαίνουμε. Την συναντά, αλλά τελικά αυτή η φίλη του είναι η Θεσσαλονίκη. Ο αναχρονισμός εντός αναχρονισμού γίνεται το μέσον έκφρασης της ψυχής του αφηγητή, αλλά η ψυχή του αφηγητή είναι όσα είδε, όσα έμαθε, η ιστορία του.
Θα λέγαμε πως ο Αισθητισμός του Πλάτωνος Ροδοκανάκη δεν τελείωσε το 1910, αλλά συνεχίζει τη σήμερον ημέρα με το πόνημα που παρουσιάζουμε. Το βιβλίο είναι μικρό, αλλά πυκνό σαν τα πρωτόλεια πεζά του De Profundis. Η γενέτειρα του Ναζίμ Χικμέτ ερεθίζει την μνήμη των αγώνων που έκανε η πόλη καθώς ο αφηγητής διαβάτης την περιηγείται, αλλά όσα αναδύονται από τα νερά της μνήμης αντανακλούν κείμενα επί κειμένων. Ένας ιεροφάντης διωγμένος μετανάστης, “απόγονος κάποιου νόθου γιου του Απόλλωνος” περιγράφεται με λεκτικό κοντινό σε εκείνο του Αισθητισμού

«Ο Φοίβος εκδιπλώνει τας ακτίνας της ξανθής αυτού χαίτης, και εξυπνά. Το νυσταλέον του βλέμμα αντανακλάται εις μίαν σωρείαν πολυτίμων λίθων, οι οποίοι σελαγίζουν επί των πετάλων και κυλίονται κατά γης, ως διάττοντες.Είναι τα δάκρυα, δι᾽ ων το πεπρωμένον ερράντισε το μεγαλείον και την δόξαν».


Καθρεπτιζόμενα νυσταλέο είναι το βλέμμα του ιεροφάντη νόθου απογόνου του Απόλλωνος, ο οποίος ενδύεται το προσωπείο του ξένου για να επιβιώσει και βλέπει τον κόσμο της Ύστερης Αρχαιότητας να βουλιάζει, τους πολυτίμους λίθους του αρχαίου μαντείου να χάνονται, να ξεγυμνώνονται μέχρι και τα πλακάκια της αυλής. Αλλού πάλι, η μνήμη της γενεάς των Ηρακλειδών δίδει κουράγιο στους ναυσιπλόους του ποταμού

«… σαν πύλη των λεόντων. Λέγαν, αυτό είναι το κατώφλι των Ηρακλειδών, να κι οι πατημασιές τους. Άλλοι άνθρωποι τότε, του πολέμου, με πλατείς ώμους. Ψηλότεροι και δυνατότεροι, σχεδόν γίγαντες. Οι απόγονοι του Ηρακλή, φύγανε κυνηγημένοι στον Βορρά… Είχανε μέσα τους θυμό, ταπεινωμένοι και κουρασμένοι…»

Ο Αισθητισμός και η αρχαιογνωσία του Κούκουνα βέβαια διαφέρει από εκείνη του Ροδοκανάκη, καθώς ενώ ο Ροδοκανάκης ασκεί την μέθοδο της μυθοκριτικής, δηλαδή αναπλάθει τον μύθο πειράζοντας κατά το δοκούν τους αρχαίους μύθους, ο Κούκουνας αναγνωρίζει την κατασκευασμένη φύση του μύθου, το πώς ο μύθος φυτεύεται στην γη σαν σπόρος, τα τοπία στέκονται ως μαρτυρία του μυθικού παρελθόντος και γίνονται παραμυθία για τους εκάστοτε ανά τους αιώνες κατατρεγμένους. Ο Ροδοκανάκης έχει περισσότερο αριστοκρατική πρόσληψη της μυθολογίας, ενώ ο Κούκουνας την αξιοποιεί για να εξηγήσει την ψυχολογία των κινημάτων που τάραξαν ανά τους αιώνες την Θεσσαλονίκη.
Ένα ιδιαιτέρως κοινό σημείο όμως των δύο είναι η ονειρώδης γραφή. Στο Διήμερον υποτίθεται πως αναγιγνώσκουμε δύο όνειρα, αλλά το άπαν του κειμένου μοιάζει να είναι δομημένο σε ονειρικά πλαίσια. Αντιστοίχως, οι μικρές εικονίτσες που πλάθει ο Ροδοκανάκης σε αυστηρή καθαρεύουσα, έχουν την συνειρμικότητα των ονείρων, γεγονός που οδήγησε την κριτική (ειδικότερα το Νάσο Βαγενά) να θεωρήσει τον Αισθητισμό του Ροδοκανάκη ως δείγμα πρώιμου υπερρεαλισμού.
Ο Αισθητισμός είναι ένα λογοτεχνικό ρεύμα του 19ου αιώνα με το κεντρικό έργο το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι. Ντόριαν, ο Δωριεύς. Αλλά ο Κούκουνας Αχαιός είναι. Ο Αισθητισμός ως λογοτεχνικό ρεύμα έχει σχέση με τη λατρεία του ωραίου, την ωραιολογία, την ηδυπάθεια και την έντονη περιγραφή των αισθήσεων. Η λογοτεχνία του Κούκουνα πρεσβεύει το δόγμα τέχνη για την τέχνη, ομορφιά Βυζαντινή ανά τους αιώνες για χάρη της ομορφιάς. Όταν πια ο Αισθητισμός μεταμορφώνεται σε Ντεκαντάνς, η λατρεία του ωραίου σε παρακμή, η αμαρτία εξωραΐζεται, η διαφθορά επιβάλλεται και η διαστροφή επικρατεί. Αλλά διαστροφή σε ένα ταξιδιωτικό αφήγημα; Είναι δυνατόν;

Είναι γεγονός πως η Θεσσαλονίκη στο υποσυνείδητο των Νοτίων έχει μείνει ως ερωτική πόλη. Είναι ερωτική στο Διήμερον; Εκ πρώτης όψεως, ναι. Όμως ο αφηγητής, ενώ υποτίθεται πως ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη για να ερωτοτροπήσει, ταξιδεύει στο χώρο και στον χρόνο χωρίς να δίνει την ελάχιστη σημασία στο κορίτσι που ανέβηκε να συναντήσει.

Ή ίσως της δίνει μια κάποια σημασία, της δίνει τον λόγο, αλλά με μια ειλικρίνεια αφελούς κορασίδος:

«Να σε πω» τον ρωτάει «πίνεις τίποτα καλό και δεν το λες;»

Αναφορά διπλή, όπου υπάρχει μεν ο Μαρξ, υπάρχει δε και η σαρξ.

Η Έλλη Κοκκίνου θα έλεγε «Πες μας τι πίνεις εσύ και δεν μας δίνεις. Τα έχεις χαμένα. Ανησυχώ για σένα».

Το άλμα γίνεται για να δείξουμε πως στο Διήμερον συνυπάρχουν αντανακλάσεις υψηλού αισθητισμού ομού με αντανακλάσεις τραγουδιών του συρμού. Γιατί; Ενδεχομένως να έλεγε κανείς πως η θέση της γυναίκας στο συγκεκριμένο πεζό δεν είναι και η καλύτερη. Ή μάλλον, αν ο αφηγητής επιθυμεί μία περσόνα περισσότερο καλογερική, εύλογο φαίνεται να μην έχει πολύ λόγο η γυναίκα. Πάντως η εναλλαγή ανάμεσα στο υψηλό και στο χαμηλό ύφος αποτελεί και αυτή ένα τρόπον τινά νεοπαρακμιακό στοιχείο.

Το βιβλίο είναι εμποτισμένο από το Όπιο των λαών. Την θρησκεία. Τον «στεναγμό του καταπιεζόμενου πλάσματος, την θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, το πνεύμα ενός κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η Θρησκεία είναι το όπιο του λαού».1 Εξ ου και οι αναφορές στις ανά τους αιώνες εξεγέρσεις του λαού της Θεσσαλονίκης.

Συνεχίζει λοιπόν η συνοδοιπόρος του αφηγητή απορώντας με τις οραματικές περιγραφές – μονολόγους που της απευθύνει:

«Παιδί μου, πού μάζεψες όλη αυτή τη φαντασία;» Το δέρμα της ήταν ωραίο, λευκό και το φρύδι της ξανθό, από αυτά της Αναγέννησης. Μια ανοιχτόχρωμη καμάρα, έτοιμη να ζωγραφιστεί.

Είναι λοιπόν αισθητισμός το αφήγημα του Κώστα Κούκουνα, αλλά αισθητισμός της σήμερον. Η μνήμη της παρακμής πραγματώνεται αφηγηματικά με τον τρόπο του Πλάτωνος Ροδοκανάκη, αλλά καθρεφτίζοντας και την ανθρωπιά του Φώτη Κόντογλου. Η Θεσσαλονίκη του Κούκουνα είναι εξωτική, ο κοσμοπολιτισμός της μαγικά ρεαλιστικός, αλλά ταυτόχρονα προσιτός. Ο τόνος είναι υψηλός, το ύφος δυναμικό και δουλεμένο και δεν θυμίζει ρεπορτάζ. Η η διαφορά από τον Κόντογλου ευρίσκεται στο ύφος, η φωνή δεν είναι χαμηλή, αλλά ένα ιδιαίτερο

Κυρία μου, Εκέκραξα προς Σε, Εισάκουσόν μου.

Ο αφηγητής αναπολεί την θητεία του ως ξένος στην Δύση, διαπιστώνοντας την κενή ανάγνωση των κλασικών ελληνικών κειμένων εκεί, ενώ ο Κόντογλου αποφαίνεται:

Όλα αυτά προέρχονται από τον παραμορφωμένο Χριστιανισμό που μαθαίνουν όσοι δασκαλεύονται στα πανεπιστήμια της Δύσης, που είναι η πατρίδα του ορθολογισμού και του ουμανισμού, κι ύστερα τον φέρνουνε αυτό τον ορθολογιστικό Χριστιανισμό σ᾿ εμάς. Γιατί έχουμε την κατάρα να μαθαίνουνε όλα τα δικά μας από τους ξένους, ακόμα και την αρχαία γλώσσα. [...]
«Ποιος από τους σοφούς του κόσμου τούτου, από τους φιλοσόφους και τους δεινούς συζητητάς, με τη διαλεκτική τους, θα μπορέσει να συζητήσει, ἢ καν να καταλάβει αυτά που λέμε εμείς οι μωροί, εμείς που δεν γνωρίζουμε τα μαστορικά γυρίσματα της διαλεκτικής, εμείς οι απαίδευτοι ανατολίτες, κι όχι κατά βάθος εμείς, αλλά αυτά που λέγει το Πνεύμα το Άγιον με το στόμα μας;»2

Παρομοίως στο Διήμερον:

Στο προαύλιο, έχει γίνει ήδη ένα ξεδιάλεγμα: πορφύρα, επίσημες υποδοχές και ασημένια εξαπτέρυγα. Πάταγος από ξύλο και σίδερο, πανηγυρικοί ρυθμοί με σήμαντρα και τάλαντα. Δεν έχει αστεία, δεν παίζουμε. Έτσι, να εκφραστεί ξεκάθαρα ποιοι είμαστε, απόγονοι Ρωμαίων, η Ανατολή η ίδια. Κυρίαρχοι και να μας τρέμουν. Ανεβαίνει μυρωδιά από φύλλα βρεγμένου βασιλικού. Στο εσωτερικό: επάνω στις τοιχογραφίες τα άμφια των αγίων τρεμολάμπανε, χρυσαφί και βυσσινί. Στην κορυφή του τρούλου ο Παντοκράτωρ, ρυθμιστής του καιρού και των ανέμων, κρατώντας μοχλούς. Ο κυρίως ναός σαν νικηφόρο καράβι, πλέει και τσακίζει τα κύματα. Αν κι είναι πάνω στην αβέβαιη θάλασσα, έχει όμως γερό το πηδάλιο και επιστάτη. Έχει και προορισμό, δεν τό κουκουλώνουν τα νερά. Κουβαλάει στους ώμους μια ασταμάτητη συνέχεια. Κάτι το χιλιετές, τραγουδισμένο από θαλάσσια μέλη. Πολυέλαιοι σάλευαν αργά και απαλά, σε κοσμική τροχιά. Πολλή η δόξα, ομοίωμα του ηλιακού συστήματος.3

Αλλά και στο ύφος ομοιάζει θετικά στον Κόντογλου το Διήμερον. Όπως εκείνος χρησιμοποιεί τον ζωντανό παρατατικό χρόνο:

«Τα ψηφιδωτά ήταν γυαλί με λογιώ λογιώ χρώματα, σμάλτο λεγόμενο χοντρό ως μισό πόντο. Τις πλάκες τις τσακίζανε με μυτερό σφυρί και τις κάνανε μικρά μικρά κομμάτια, τα πιο πολλά τετράγωνα σα ζάρια. Το κάθε χρώμα είναι τριών τεσσάρων λογιών ψηφίδες, από το πιο σκούρο ως το πιο ανοικτό. Για τις χρυσές ψηφίδες χύνανε μια πλάκα γυαλί άσπρο και, αφού κολλούσανε πάνω φύλλο χρυσάφι, το σκεπάζανε με σμάλτο και το ψήνανε στο φούρνο. Ύστερα το τσακίζανε σε μικρά κομμάτια σαν τις άλλες τις ψηφίδες. Μυστρίζανε τον τοίχο μ' ένα είδος τσιμέντο. Τότες ο αρχιμάστορας έφερνε τα σχέδια που τα είχε έτοιμα από πριν και τα σταμπάριζε επάνω στο χλωρό σουβά κι ύστερα τα σχεδίαζε πρόχειρα με λίγο χρώμα και μετά οι μαστόροι κολλούσαν τις ψηφίδες βλέποντας τα σχέδια».4


Με τον ίδιο τρόπο ο Κούκουνας περιγράφει τον αγιογράφο Μανουήλ Πανσέληνο και τους μαθητές του:

Σ᾽ ό,τι έλεγε παίρνανε σημειώσεις, να φυλαχτούν τα ακριβά λόγια του διδασκάλου. Μέσα στην κασετίνα είχαν χρωστήρες και γόμμες. Τα φιαλίδια με το χρώμα ανήκαν στο κοινό ταμείο και τά φυλάγαν σαν τα μάτια τους. Δυσεύρετα, δεν έπρεπε να χαθεί ούτε σταγόνα. Κι οι μαθητές λοιπόν, κρέμονταν από τα χείλη του Πανσέληνου, γιατί θέλανε να φτιάχνουν ωραία σχέδια, να μην τά παλιώνει ο καιρός. Θέλαν να γίνουνε σπουδαίοι, σχεδόν ισότιμοι. Με χάρακα ζωγραφισμένη πάνω στο ξύλο, μετέδιδε το σεμνό νόημα. Μια κάθετη μύτη, ένα μάτι αυστηρό σαν αμύγδαλο, πτυχώσεις στους μανδύες. Ζωμός από ξερό κρεμμύδι, χρήσιμος για να φτιαχτεί μωβ κύμα.5

Το Διήμερον είναι ένα μωσαϊκό συμβόλων, μία εραλδική παράθεση εικόνων και αισθήσεων, καθώς ο αναγνώστης χάνεται στην άβυσσο του χρόνου. Το Βυζάντιο πατά στον παγανισμό, η Θεσσαλονίκη στο Βυζάντιο, και η παρούσα – χαμένη ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα γίνεται μία χαοτική χοάνη χαρακτήρων. Τα προσωπεία του αφηγητή πολλαπλά, αλλά τα χαρακτηριστικά συνειρμικά άλματα του βιβλίου κερδίζουν τον αναγνώστη. Το βαθύ χρέος του αφηγητή στον Στρατή Τσίρκα και τις Ακυβέρνητες Πολιτείες είναι κομψά σμιλεμένο, ώστε να μη γίνεται αντιληπτό. Επίσης, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και το αριστούργημα Γεννήθηκα στο 1402 ορίζουν τον τρόπο, ενώ ο Κούκουνας ορίζει τον τόπο.

Το Διήμερον δίνει επιτυχημένα και την εντύπωση της αυτοβιογραφίας, αλλά δεν είναι. Ο αφηγητής διαλύει το εγώ του μέσα στα ποικίλα προσωπεία που ενδύεται, πείθει ότι υπάρχει, ότι έγινε όντως αυτό το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη. Αναλόγως, στο κλείσιμο των De Profundis, ο Ροδοκανάκης διαλύει το αφηγηματικό εγώ σε ένα Ύμνο προς τον Σατανά. Στο Διήμερον μία είναι η πρωταγωνίστρια. Η ιστορία, ακόμα και μέσα στα δραματικά στοιχεία του εσωτερικού μονολόγου, ακόμα και στις εν πρώτοις ψυχολογικές παρεκβάσεις, είναι η ιστορία που αφηγείται. Αφηγείται περιγράφοντας, μυθογραφεί εξηγώντας, παρεξηγείται αλαλάζοντας. Δίνει την εντύπωση αδιάφορου, θρυμματίζει όμως το αφηγηματικό εγώ και εντυπωσιάζει τους συνταξιδιώτες αναγνώστες του. Και στο τέλος; Πίνει νερό από μια μακεδονική κρήνη.




______________
1. Μαρξ, Καρλ (1978) Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου. Μτφρ. Μπάμπης Λυκούδης. Εκδόσεις Παπαζήση. σελ. 2.
2. Κόντογλου, Φώτης (1996) Ἀσάλευτο Θεμέλιο. Θεσσαλονίκη: Ακρίτας. σελ. 74-75.
3. Κούκουνας, Κωνσταντίνος (2022) Διήμερον ἐν Θεσσαλονίκῃ. Εκδόσεις Historia. σελ. 65-66.
4. ‘Το μοναστήρι τ' Οσίου Λουκά’ στο Κόντογλου, Φώτης (2023) Ταξείδια σε διάφορα μέρη της Ελλάδος.εκδ. Παπαδημητρίου. σελ. 135 κ.ε.
5. Κούκουνας, Κωνσταντίνος (2022) σελ. 91-92.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: