Πρωτοχρονιάτικες πίτες και βιβλία

Adriaen Cornelisz Beeldemaker: «Ο κυνηγός» (1653)
Adriaen Cornelisz Beeldemaker: «Ο κυνηγός» (1653)


ΤΑ ΠΡΑΓ­ΜΑ­ΤΑ ΚΑΙ Η ΑΠΩ­ΛΕΙΑ ΤΟΥΣ

Αλι­στρά­τη. Η Αλι­στρά­τη εί­ναι κω­μό­πο­λη του Ν. Σερ­ρών με πε­ρί­που 2.000 κα­τοί­κους. Εκεί­νο για το οποίο φη­μί­ζε­ται εί­ναι το ομώ­νυ­μο Σπή­λαιό της, το οποίο λέ­νε πως εί­ναι πο­λύ εντυ­πω­σια­κό. Λέ­νε, εγώ δεν έχω πά­ει, αν κι η Αλι­στρά­τη εί­ναι το χω­ριό της για­γιάς μου της Μαί­ρης (πραγ­μα­τι­κό όνο­μα: Μα­νου­σά­κα). Και μπο­ρεί στο σπή­λαιο να μην πή­γα πο­τέ, και στο χω­ριό επί­σης, έχω πά­ει, όμως, πολ­λά­κις σε συ­γκε­ντρώ­σεις του Συλ­λό­γου Αλι­στρα­τι­νών Θεσ­σα­λο­νί­κης.

Οι συ­γκε­ντρώ­σεις αυ­τές ήταν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εκ­δη­λώ­σεις για την κο­πή της πρω­το­χρο­νιά­τι­κης πί­τας. Μ’ έπαιρ­νε η για­γιά μου από το χέ­ρι, πα­λιό­τε­ρα και την αδερ­φή μου επί­σης, και πη­γαί­να­με σε κά­τι πο­λυ­κα­τοι­κί­ες, σε κά­τι χώ­ρους γκρί­ζους και με­γά­λους, με πολ­λές-πολ­λές κα­ρέ­κλες και πορ­τρέ­τα παπ­πού­δων στους τοί­χους.

Το πρό­γραμ­μα των εκ­δη­λώ­σε­ων ήταν πά­ντο­τε το ίδιο. Στην αρ­χή χαι­ρε­τού­ρες κι εγώ να κοι­τάω γύ­ρω-γύ­ρω τους παπ­πού­δες στις φω­το­γρα­φί­ες, με­τά τρα­γού­δια μπελ­κά­ντο από τη χο­ρω­δία, που αυ­τό κά­πως εί­χε πλά­κα, ύστε­ρα μοί­ρα­ζαν βα­σι­λο­πι­τά­κια, ύστε­ρα πο­τέ δεν κέρ­δι­ζα το φλου­ρί, κι ύστε­ρα ερ­χό­ταν το κα­λό. Αυ­τό το «κα­λό» ήταν κι ο λό­γος που κά­θε χρό­νο ακο­λου­θού­σα τη για­γιά μου σ’ αυ­τές τις εκ­δη­λώ­σεις. Οι Αλι­στρα­τι­νοί μοί­ρα­ζαν βι­βλία!

Δεν έχω κα­μία απο­λύ­τως ιδέα για­τί και από πού προ­μη­θεύ­ο­νταν τα βι­βλία που μας έδι­ναν. Ήτα­νε πά­ντα πα­λιές εκ­δό­σεις, αλ­λά δεν μ’ ένοια­ζε. Ήταν βι­βλία! Θυ­μά­μαι ότι τα πρώ­τα χρό­νια σου έδι­ναν εκεί κά­τι κυ­ρί­ες ένα στο χέ­ρι, κά­πως τα διά­λε­γαν αυ­τές ανά­λο­γα με την ηλι­κία σου. Έτσι στα 4-5 θυ­μά­μαι πως εί­χα απο­κτή­σει το αγα­πη­μέ­νο μου «κα­νο­νι­κό, με­γά­λο» βι­βλίο κι όχι πα­ρα­μύ­θι των προ­σχο­λι­κών μου χρό­νων. Το βι­βλίο αυ­τό ήταν το Τι και Που το ηρω­ι­κό πο­ντί­κι. Βέ­βαια, δεν πε­τύ­χαι­νε πά­ντα η μοι­ρα­σιά. Έτσι, κά­ποιες φο­ρές ξέ­με­ναν από βι­βλία για παι­διά. Εγώ τους έλε­γα «δεν πει­ρά­ζει, δώ­στε μου ό,τι έχε­τε, θα το δια­βά­σω με­τά». Αυ­τό σή­μαι­νε πως, νή­πιο εγώ, έφευ­γα από τον Σύλ­λο­γο με τον Πα­τριώ­τη της Περλ Μπακ, χα­ζεύ­ο­ντας μό­νο το έντο­νο ροζ-φου­ξια εξώ­φυλ­λο, μέ­νο­ντας έκ­πλη­κτη από τα το­σο­δού­λι­κα γραμ­μα­τά­κια στο εσω­τε­ρι­κό και κό­βο­ντας βόλ­τες μες στο σπί­τι υπε­ρη­φα­νευό­με­νη ότι αυ­τό το βι­βλίο για με­γά­λους «εί­ναι δι­κό μου!».

Για τα λί­γα χρό­νια που συ­νέ­χι­σαν αυ­τές τις με­τα­πρω­το­χρο­νιά­τι­κες μα­ζώ­ξεις, ή που συ­νέ­χι­σα εγώ να πη­γαί­νω του­λά­χι­στον, το άλ­λα­ξαν το σύ­στη­μα. Εί­χαν απλω­μέ­να εκεί τα βι­βλία και πή­γαι­νες και διά­λε­γες εσύ. Από τη μια κα­λύ­τε­ρα, από την άλ­λη μ’ έπια­νε λί­γο άγ­χος. Ποιο ένα, ΕΝΑ ΜΟ­ΝΟ, να δια­λέ­ξω; Το μό­νο βι­βλίο που θυ­μά­μαι από εκεί­να τα ξε­δια­λέγ­μα­τα εί­ναι Οι ανα­μνή­σεις ενός Κυ­νη­γού του Τουρ­γκιέ­νεφ. Μου άρε­σε κιό­λας, θυ­μά­μαι. Ενώ, την αμαρ­τία μου θα την πω, τον Πα­τριώ­τη ακό­μη δεν έχω κα­τα­φέ­ρει να τον δια­βά­σω. Ίσως ασυ­νεί­δη­τα να θέ­λω να το κρα­τή­σω ως το­τέμ, να θέ­λω να δια­τη­ρή­σω αυ­τό το μυ­στή­ριο. Ποιος ξέ­ρει άρα­γε τι γρά­φει μέ­σα;

ΥΓ. Τι ωραία να μπαί­νει ο νέ­ος χρό­νος με βι­βλία! Θυ­μά­μαι και στην Στ΄ Δη­μο­τι­κού εί­χα κερ­δί­σει το φλου­ρί στο σχο­λείο και μου δώ­σα­νε δώ­ρο βι­βλίο: Η Με­γά­λη Ελ­λά­δα (τις αποι­κί­ες στην Κά­τω Ιτα­λία εν­νο­εί, όχι τί­πο­τα άλ­λα με­γα­λοϊ­δε­α­τι­κά), από αυ­τά του Στρα­τί­κη. Κα­λύ­τε­ρα από τα στυ­λό Ρarker που μου δί­να­νε στο γυ­μνά­σιο και το λύ­κειο και τα έχα­να μες σε μια βδο­μά­δα. Ναι, ήμουν τυ­χε­ρή.


_____________

Το όνο­μα της στή­λης εί­ναι εμπνευ­σμέ­νο από τη φρά­ση του David Grossman
«τα βι­βλία εί­ναι το μο­να­δι­κό μέ­ρος στον κό­σμο, όπου μπο­ρούν να συ­νυ­πάρ­χουν τα πράγ­μα­τα και η απώ­λειά τους»
.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: