Πώς τα βιβλία μού σώζουν τη ζωή

Jie Ma ShangHai
Jie Ma ShangHai

Τα πράγματα και η απώλειά τους*

Αισί­ως κλεί­νει με το άρ­θρο αυ­τό ένας χρό­νος συ­νερ­γα­σί­ας με το πε­ριο­δι­κό Χάρ­της. Ένας χρό­νος με ιστο­ρί­ες για βι­βλία. Επε­τεια­κό το άρ­θρο του μή­να, λοι­πόν, για­τί η στή­λη θέ­λει να γιορ­τά­σει κι εγώ να θυ­μη­θώ κά­ποιες φο­ρές που τα βι­βλία μού έχουν σώ­σει τη ζωή.
Ή την ψυ­χι­κή μου ηρε­μία, όπως στην πα­ρα­κά­τω ιστο­ρία:
Κα­λο­καί­ρι στην Πάρ­γα, βρί­σκο­μαι σ’ ένα μπαρ με μια πα­ρέα που μό­νο μια κο­πέ­λα γνώ­ρι­ζα κα­λά. Στην πα­ρέα βρί­σκε­ται και κά­ποιος πο­λύ ομι­λη­τι­κός και ταυ­τό­χρο­να ενο­χλη­τι­κός τύ­πος, που μου απευ­θύ­νει συ­νε­χώς τον λό­γο χω­ρίς πραγ­μα­τι­κά να έχου­με κα­νέ­να ση­μείο επι­κοι­νω­νί­ας. Ε, κι όταν, με μι­σή καρ­διά, του λέω ότι δου­λεύω στο θέ­α­τρο και μου απα­ντά­ει με το ύφος αν­θρώ­που που κα­τά­λα­βε πολ­λά από αυ­τό, «α, θε­α­τρί­να, δη­λα­δή», αφή­νω το κο­κτέιλ επι­τό­που, φεύ­γω από το μα­γα­ζί και κα­τα­λή­γω σε μια έκ­θε­ση βι­βλί­ου – ξέ­ρε­τε, από εκεί­νες που συ­νη­θί­ζο­νται το κα­λο­καί­ρι στα του­ρι­στι­κά μέ­ρη. Ού­τε θυ­μά­μαι πό­σες ώρες πέ­ρα­σα εκεί. Πή­ρα βι­βλία ακό­μη και για κό­σμο που δεν του εί­χα πά­ρει δώ­ρο πο­τέ. Απ’ όλα, το μό­νο που θυ­μά­μαι ήταν η Βε­νε­τσιά­νι­κη νύ­χτα του Alfred de Musset. Βε­νε­τσιά­νι­κη, για­τί η Παρ­γι­νή δεν μου πή­γε πο­λύ κα­λά...

Ή την υπο­μο­νή μου:
Προ­τεί­νω επί­ση­μα στα πε­ριο­δι­κά και τις ιστο­σε­λί­δες που ζη­τούν απ’ τους συ­ντά­κτες τους ή από συγ­γρα­φείς να ετοι­μά­σουν λί­στες με βι­βλία για τα Χρι­στού­γεν­να, για την πα­ρα­λία κ.ο.κ, να ετοι­μά­σουν και μια λί­στα για τις ου­ρές. Βι­βλία για την ου­ρά στο τα­χυ­δρο­μείο ή για τον λο­γα­ρια­σμό του φυ­σι­κού αε­ρί­ου. Κι ακό­μη βι­βλία για τα μέ­σα με­τα­φο­ράς. Πρέ­πει να εί­ναι ολι­γο­σέ­λι­δα, αλ­λά να σε «βγά­ζουν» σε μια μέ­ση ανα­μο­νή μιας ώρας, με με­γά­λη γραμ­μα­το­σει­ρά και πε­ριε­χό­με­νο που εί­τε σ’ εν­δια­φέ­ρει πά­ρα πο­λύ, εί­τε σε κά­νει να πι­στεύ­εις ότι ο κό­σμος μας μπο­ρεί να γί­νει κα­λύ­τε­ρος. Εγώ π.χ. πη­γαί­νω στις ου­ρές μό­νο με Benjamin, Barthes, άντε και Beckett. Πε­ρι­μέ­νο­ντας…

Ή έχουν νι­κή­σει τον φό­βο μου:
Όταν τα­ξι­δεύω με αε­ρο­πλά­νο – εντά­ξει, ψέ­μα­τα, με κά­θε μέ­σο – κου­βα­λώ πά­ντα μα­ζί μου κά­τι για να έχω να δια­βά­σω. Όχι για να το δια­βά­σω απα­ραί­τη­τα, αλ­λά για να έχω τη δυ­να­τό­τη­τα να το κά­νω, αν χρεια­στεί. Πό­τε χρειά­ζε­ται; Όταν οι ανα­τα­ρά­ξεις εί­ναι τό­σο πολ­λές και τό­σο έντο­νες που το μυα­λό σου δεν μπο­ρεί να ηρε­μή­σει. Τό­τε χρειά­ζο­μαι ένα βι­βλίο. Ή ένα πε­ριο­δι­κό. Ή έστω την ετι­κέ­τα από το μπου­κα­λά­κι του νε­ρού…

Ή με έχουν κά­νει να νιώ­σω «σπί­τι μου»:
Κά­θε φο­ρά που τα­ξι­δεύω και μέ­νω σ’ ένα νέο μέ­ρος – μα δω­μά­τιο ξε­νο­δο­χεί­ου, μα νοι­κια­σμέ­νο σπί­τι, μα φι­λο­ξε­νού­με­νη – νιώ­θω συ­νέ­χεια έξω απ’ τα νε­ρά μου. Μου παίρ­νει χρό­νο να εγκλι­μα­τι­στώ, μου παίρ­νει χρό­νο να κοι­μη­θώ, μου παίρ­νει χρό­νο να διώ­ξω σκέ­ψεις με­τά­νοιας για πράγ­μα που (δεν) εί­πα ή έκα­να πριν δέ­κα χρό­νια. Όμως, αν, όπως λέ­ει ο Heiner Müller στο Αί­ας για πα­ρά­δειγ­μα, «πα­τρί­δα εί­ναι όπου πλη­ρώ­νεις τους λο­γα­ρια­σμούς», εμέ­να πα­τρί­δα μου εί­ναι τα βι­βλία και σαν τα αγα­πη­μέ­να μου σα­λι­γκά­ρια και τις χε­λώ­νες τα κου­βα­λώ μα­ζί μου. Και τσουπ!, όπου κι αν βρί­σκο­μαι, βρί­σκο­μαι πά­ντα στη χώ­ρα μου.

Ή με βοη­θά­νε να γρά­φω. Και δεν μι­λώ εδώ για την αυ­τα­πό­δει­κτη ση­μα­σία που έχει το διά­βα­σμα για κά­ποιον που (θέ­λει να) γρά­φει. Μι­λάω για γε­γο­νό­τα. Πη­γαί­νεις, ας πού­με, μια μέ­ρα στην πλα­τεία Κα­ρύ­τση για κα­φέ κι ανοί­γεις το Βιο­λί του Ρό­τσιλντ, του Άντον Τσέ­χοφ. Τ’ αυ­τί σου, όμως, δεν μπο­ρεί ν’ αντι­στα­θεί και πιά­νει τη δι­πλα­νή συ­ζή­τη­ση. Κρυμ­μέ­νη πί­σω από το βι­βλίο σου και τα μαύ­ρα γυα­λιά ακούς ολό­κλη­ρη την ιστο­ρία της Ελ­λά­δας απ’ τη με­τα­πο­λί­τευ­ση ως σή­με­ρα: για εκα­τομ­μύ­ρια που χά­θη­καν – κερ­δή­θη­καν – ξα­να­χά­θη­καν, για κα­ζί­νο, επι­χει­ρή­σεις που πτώ­χευ­σαν, μπι­μπε­λό που ξε­που­λιού­νται σε αντι­κε­ρί, δώ­ρα κο­στού­μια, πα­τσά με­τά την τρά­που­λα, λε­φτά απ’ την κυ­ρία Ερ­μιό­νη – τη γυ­ναί­κα σου – που στα έδω­σε για το σου­περ­μάρ­κετ της οι­κο­γέ­νειας, για δα­νει­κά, «τη θυ­μά­σαι την γκό­με­να του τά­δε», για κο­μπί­νες, για «εγώ από εσέ­να δεν θέ­λω λε­φτά, για σέ­να το κά­νω, να μπεις στη δου­λειά». Ένα ζω­ντα­νό μο­νό­πρα­κτο πλάι μου, κά­τι από το Τά­βλι και το Δάφ­νες και Πι­κρο­δάφ­νες των Κε­χα­ΐ­δη και Χα­βια­ρά. Ο Τσέ­χωφ τώ­ρα τι ακρι­βώς έγρα­φε για τον Ρό­τσιλντ, θα σας γε­λά­σω…


*Το όνο­μα της στή­λης εί­ναι εμπνευ­σμέ­νο από τη φρά­ση του David Grossman «τα βι­βλία εί­ναι το μο­να­δι­κό μέ­ρος στον κό­σμο, όπου μπο­ρούν να συ­νυ­πάρ­χουν τα πράγ­μα­τα και η απώ­λειά τους».



ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: