Δωσίλογοι, τυροπιτάκια και καρότσια λαϊκής στον Πειραιά

Δωσίλογοι, τυροπιτάκια και καρότσια λαϊκής στον Πειραιά


___________
Τα πράγ­μα­τα και η απώ­λειά τους
______________

Όπου στα­θώ κι όπου βρε­θώ τους τε­λευ­ταί­ους μή­νες τον πό­νο μου θα τον πω. Ας τον πω, λοι­πόν, και δη­μο­σί­ως. Στο επά­νω δια­μέ­ρι­σμα από αυ­τό που μέ­νω η τη­λε­ό­ρα­ση παί­ζει συ­νέ­χεια σ’ ένα κα­νά­λι συ­γκε­κρι­μέ­νο και κυ­ρί­ως σε μία έντα­ση συ­γκε­κρι­μέ­νη: στη δια­πα­σών. Και το σπι­τά­κι μου εί­ναι πα­λιό, κα­λά να ’ναι, κι ο ήχος περ­νά μέ­σα από το πά­τω­μα-τα­βά­νι και, μην τα πο­λυ­λο­γώ, ανα­γκά­ζο­μαι θέ­λω-δε θέ­λω (που δε θέ­λω) ν’ ακούω την τη­λε­ό­ρα­ση της από πά­νω.
Όπως μπο­ρεί κα­νείς, βέ­βαια, ν’ αντι­λη­φθεί, αυ­τό δυ­σχε­ραί­νει εξαι­ρε­τι­κά την ερ­γα­σία μου. Πώς να δια­βά­σεις, να γρά­ψεις, να συ­γκε­ντρω­θείς; Δεν θα συ­ζη­τή­σω καν το να ξε­κου­ρα­στείς… αυ­τό άλ­λο θέ­μα. Αλ­λά του­λά­χι­στον για τη δου­λειά προ­σπα­θού­με να φεύ­γου­με από το σπί­τι και να δου­λεύ­ου­με αλ­λού. Τι να κά­νου­με κι εμείς, έχου­με ανα­κα­λύ­ψει με­ρι­κές από τις βι­βλιο­θή­κες της Αθή­νας και του Πει­ραιά (όπως επί­σης ανα­κα­λύ­ψα­με έκ­πλη­κτοι –ή και λι­γό­τε­ρο έκ­πλη­κτοι, γνω­ρί­ζο­ντας σε ποια χώ­ρα ζού­με και ποια εί­ναι η θέ­ση των βι­βλί­ων σ’ αυ­τήν– ότι από τον Ια­νουά­ριο του 2023 η Κε­ντρι­κή Δη­μο­τι­κή Βι­βλιο­θή­κη του δή­μου Αθη­ναί­ων έχει ανα­στεί­λει τις λει­τουρ­γί­ες της!).
Σε μία από τις βι­βλιο­θή­κες του Πει­ραιά, λοι­πόν, συ­χνά­ζου­με με τον Γ. και ερ­γα­ζό­μα­στε εκεί όπο­τε μπο­ρού­με κι όπο­τε δεν μπο­ρού­με να κά­τσου­με σπί­τι. Κου­βα­λά­με μα­ζί μας και το με­ση­με­ρια­νό μας για­τί νη­στι­κό αρ­κού­δι… Πού να το φά­με, όμως, το με­ση­με­ρια­νό μας; Βγαί­νου­με κι εμείς ακρι­βώς έξω απ’ τη βι­βλιο­θή­κη στο πε­ζο­δρό­μιο και εκεί, στα όρ­θια, τρώ­με το σα­ντουι­τσά­κι μας, την πί­τα, την πί­τσα, ό,τι εί­ναι πιο εύ­κο­λο.
Εκεί­νη τη μέ­ρα στε­κό­μα­σταν σχε­δόν μπρο­στά από τον πί­να­κα ανα­κοι­νώ­σε­ων της βι­βλιο­θή­κης, τρώ­γα­με, θυ­μά­μαι, πι­τά­κια που εί­χα ψή­σει, όταν μια κυ­ρία με ένα κα­ρό­τσι λαϊ­κής πέ­ρα­σε από μπρο­στά μας. Στην αρ­χή μας προ­σπέ­ρα­σε, με­τά εί­δε κά­τι στον πί­να­κα ανα­κοι­νώ­σε­ων της βι­βλιο­θή­κης και ξα­να­γύ­ρι­σε απο­φα­σι­σμέ­νη:
«Τα κά­νουν αυ­τά μην τυ­χόν και στα­μα­τή­σει η δι­χό­νοια».
Γυ­ρί­ζου­με, την κοι­τά­με.
«Έχει μια πα­ρου­σί­α­ση βι­βλί­ου εδώ. Για το βι­βλίο το λέω. Εμείς δεν μπο­ρού­με να πού­με κομ­μου­νι­στο­συμ­μο­ρί­τες, αλ­λά αυ­τοί λέ­νε ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες».
Κου­νάω το κε­φά­λι μου, το βι­βλίο που λέ­ει εί­ναι Οι Δω­σί­λο­γοι του Με­νέ­λα­ου Χα­ρα­λα­μπί­δη. Γυρ­νά­ει την πλά­τη της, ο Γ. λέ­ει «αφού αυ­τό ήταν», του κά­νω νό­η­μα να την αφή­σει, αλ­λά αυ­τή δεν μας αφή­νει, ξα­να­γυρ­νά­ει.
«Για να συ­νε­χί­σει η δι­χό­νοια, η δια­μά­χη στο δι­η­νε­κές. Ξέ­ρεις τι θα πει δι­η­νε­κές; Ψά­ξ’ το στο ίντερ­νετ.»
«Εντά­ξει» της λέω, ο Γ. δί­πλα μου αρ­χί­ζει να φορ­τώ­νει, αυ­τή κά­νει πως φεύ­γει, μα ξα­να­γυρ­νά.
«Επει­δή εί­σαι ευ­γε­νι­κή και σε συ­μπά­θη­σα, θα σου πω τι ση­μαί­νει δι­η­νε­κές. Για πά­ντα. Forever, για να στο πω κι έτσι και να το κα­τα­λά­βεις».
Με το ζό­ρι συ­γκρα­τώ τον Γ. να μη γυ­ρί­σει, για­τί τό­σην ώρα την έχει πλά­τη.
«Ευ­χα­ρι­στώ» της λέω.
Έφευ­γε κι έλε­γε, ποιος ξέ­ρει τι, ευ­τυ­χώς δεν την ακού­γα­με πια και κυ­ρί­ως ευ­τυ­χώς που δεν ξα­να­γύ­ρι­σε να μας απευ­θυν­θεί.
Τι­νά­ζο­ντας τα ψί­χου­λα από πά­νω μου λέω στον Γ., κα­θώς ετοι­μα­ζό­μα­στε να ξα­να­μπού­με στον χώ­ρο της βι­βλιο­θή­κης:
«Κοί­τα πό­σο μπο­ρούν να ενο­χλή­σουν τα βι­βλία… Ακό­μη και χω­ρίς να τα δια­βά­σει κα­νείς!».





Το όνο­μα της στή­λης εί­ναι εμπνευ­σμέ­νο από τη φρά­ση του David Grossman «τα βι­βλία εί­ναι το μο­να­δι­κό μέ­ρος στον κό­σμο, όπου μπο­ρούν να συ­νυ­πάρ­χουν τα πράγ­μα­τα και η απώ­λειά τους».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: