Μικρή κλίμακα: Αργύρης Κόσκορος, Αυγή Λίλλη, Νίκη Τρουλλινού, Νάντη Χατζηγεωργίου

¤¦ H στή­λη αυ­τή προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις). Ενί­ο­τε δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής, μια μου­σι­κή ή μια φω­το­γρα­φία. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

Στους τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς αυ­τού του τεύ­χους έχει δο­θεί η φρά­ση: «στο σπί­τι».


Incubus

Γύρι­σε από­μα­χος, χω­ρίς ού­τε να κρύ­βει ού­τε να δεί­χνει τις πλη­γές ως πα­ρά­ση­μα. Εί­χε ήδη νυ­χτώ­σει, και μαύ­ρος κα­θώς ήταν, τον διέ­κρι­να απ' τα πε­τρά­δια στις κόγ­χες και το σμάλ­το που άστρα­φτε μες απ' το στό­μα. Δι­πλώ­θη­κε στον κα­να­πέ χω­ρίς πα­ρά­πο­νο ή θυ­μό για τα χρό­νια της εξο­ρί­ας του. Δεν εί­χα χρό­νο να σκε­φτώ αν ξέ­χα­σα την πόρ­τα ανοι­χτή ή αν μπή­κε σαν κλέ­φτης απ' το πα­ρά­θυ­ρο, ού­τε ήξε­ρα αν έπρε­πε να του κα­κιώ­σω για το θρά­σος του ή ν' απο­λο­γη­θώ για την ακα­τα­στα­σία· μα ήταν αρ­γά να τον διώ­ξω. Έτσι, δια­πέ­ρα­σε σαν αέ­ρας κά­θε ση­μείο των εβδο­μη­ντα­πέ­ντε τε­τρα­γω­νι­κών. Οι μά­χες, οι κα­κου­χί­ες και οι στε­ρή­σεις δεν εί­χαν αμ­βλύ­νει τη σι­γου­ριά του, τη μνή­μη του χώ­ρου. Που­θε­νά δε στά­θη­κε, μ' εξαί­ρε­ση το δι­πλό κρε­βά­τι, όπου κυ­λί­στη­κε λί­γο στη δε­ξιά του πλευ­ρά, που σε αντί­θε­ση με την ξέ­στρω­τη αρι­στε­ρή ήταν λεία σαν άμ­μος: κά­τι χά­ρα­ξε εκεί πα­τώ­ντας, μα γρή­γο­ρα σβή­στη­κε. Χά­θη­κε λί­γο με­τά κι αυ­τός αφή­νο­ντας πί­σω του μια ξε­φτι­σμέ­νη μυ­ρω­διά ζώ­ου. Κι ύστε­ρα θυ­μή­θη­κα ότι δεν εί­χα­με πο­τέ γά­το στο σπί­τι.

Αρ­γύ­ρης Κό­σκο­ρος

Τα πρά­σι­να πα­τζού­ρια

Βρι­σκό­μουν σε ένα σταυ­ρο­δρό­μι· πλα­τιά πε­ζο­δρό­μια, δέ­ντρα, δρο­σιά. Όπως τα εί­χα ακού­σει από τη για­γιά. Το πα­λιό κλω­στή­ριο πί­σω μου, στα ανα­το­λι­κά. Άρα, ήμουν κο­ντά. Στρί­βω χω­ρίς επι­φύ­λα­ξη το κε­φά­λι μου δε­ξιά. Αρ­γά. Μέ­χρι και σή­με­ρα δεν ξέ­ρω για­τί δε­ξιά και όχι αρι­στε­ρά· για­τί να μη γυ­ρί­σω πρώ­τα προς την άλ­λη πλευ­ρά, ας πού­με; Δεν ξέ­ρω για­τί, αλή­θεια, αλ­λά εκεί­νη τη στιγ­μή ήταν λες και ήξε­ρα. Λες και το ήξε­ρα τό­σο κα­λά, που δεν το σκέ­φτη­κα καν. Και τα θυ­μά­μαι όλα σε αρ­γή κί­νη­ση. Στρί­βω το κε­φά­λι, και το βλέμ­μα μου στα­μα­τά σε μια μο­νο­κα­τοι­κία με κλει­στά πρά­σι­να παν­τζού­ρια στο τέρ­μα του δρό­μου. Εκεί­νη τη στιγ­μή ακρι­βώς θυ­μά­μαι ότι τα παν­τζού­ρια ήταν πρά­σι­να, αλ­λά δεν θυ­μά­μαι πώς το ξέ­ρω. Μέ­νω ακί­νη­τη και κοι­τά­ζω· τα παν­τζού­ρια, τα κε­ρα­μί­δια, την αυ­λό­πορ­τα. Πέ­ντε λε­πτά, δέ­κα λε­πτά; Ίσως λι­γό­τε­ρα, ίσως πε­ρισ­σό­τε­ρα. Αυ­το­κί­νη­τα δεν περ­νού­σαν. Ξε­κί­νη­σα να πλη­σιά­ζω, μα η καρ­διά μου δεν χτυ­πού­σε δυ­να­τά, όπως το φα­ντα­ζό­μου­να. Εξάλ­λου, ζού­σα μια συ­νη­θι­σμέ­νη ιστο­ρία. Περ­πα­τού­σα ψύ­χραι­μη αλ­λά με ανυ­πο­μο­νη­σία. Ακό­μη και για λί­γα μέ­τρα. Ήταν πιο πο­λύ σαν οφει­λή, τά­μα – ή σαν ένα στοί­χη­μα. Με­τρού­σα τα βή­μα­τά μου· η από­στα­ση ήταν πε­νή­ντα μέ­τρα, άντε εκα­τό, αλ­λά μου φά­νη­κε πολ­λή η ώρα μέ­χρι να φτά­σω εκεί. Τα θυ­μά­μαι όλα σε αρ­γή κί­νη­ση. Με το ένα χέ­ρι αγ­γί­ζω την αυ­λό­πορ­τα – σαν να τη χαι­ρε­τού­σα. Με το άλ­λο χέ­ρι ψα­χου­λεύω την τσά­ντα μου, για να έχω έτοι­μη την ταυ­τό­τη­τα στο ση­μείο ελέγ­χου. Εί­χε αρ­χί­σει να νυ­χτώ­νει. Ήταν ώρα να γυ­ρί­σω στο σπί­τι μου.

Αυ­γή Λίλ­λη

Όνει­ρο

Θα τι­μού­σαν την επέ­τειο, εί­παν. Πή­γαν στη Σχο­λή, όμως απέ­ξω δεν ήταν η Σό­λω­νος, έμοια­ζε πε­ρισ­σό­τε­ρο με κτί­ριο σε κά­ποια συ­νοι­κία, ωστό­σο το αμ­φι­θέ­α­τρο μέ­σα ήταν ίδιο. Την φώ­να­ξε ο γραμ­μα­τέ­ας να της σφρα­γί­σει το βι­βλιά­ριο σπου­δών. Όταν γέ­μι­σε η αί­θου­σα ανέ­βη­καν οι ήρω­ες στο πά­νελ, «έτσι το λέ­νε τώ­ρα», κά­θι­σε δί­πλα σε κά­ποιον άγνω­στο « εσύ ποιος εί­σαι;» «ο μπά­τσος της οδού Κα­πλα­νών», « πώς σε λέ­νε; Πού θα σε βρω;», «έλα στο σπί­τι , όπου ρω­τή­σεις, Μνη­μο­φύ­λαξ», πή­ρα τα­ξί, τριά­ντα αρ­γύ­ρια, με άφη­σε σε προ­ά­στιο βρώ­μι­κο, πα­μπά­λαιες οι­κο­δο­μές, υπό­γεια, υπό­νο­μοι ανοι­χτοί, βγή­κε μια γυ­ναί­κα από τη σκά­λα ενός υπο­γεί­ου, γε­ρα­σμέ­νη πρό­ω­ρα, «δεν εί­ναι εδώ ο άντρας μου», «δεν θα του κά­νω κα­κό, απο­ρί­ες έχω», «δεν ξέ­ρει τί­πο­τα, δεν θυ­μά­ται τί­πο­τα, φύ­γε­τε», φά­νη­κε αυ­τός στην άκρη του δρό­μου, ερ­γά­της, πα­ντε­λό­νι σφι­χτά δε­μέ­νο στη μέ­ση με ζώ­νη εσα­τζή, φα­νε­λά­κι βρώ­μι­κο και στο κε­φά­λι μα­ντή­λι δε­μέ­νο μι­σά­τρα­κτο, «δεν εί­μαι εγώ, φύ­γε, ήρ­θαν τα πο­ντί­κια από­ψε, γρά­φεις όσα λέω; Σε κω­λό­χαρ­το, ας γε­λά­σω, τί­πο­τα δεν θα βγά­ζεις αύ­ριο, τα γράμ­μα­τά σου της κα­κιάς ώρας, χα, χα, φύ­γε, εί­χε πολ­λά πο­ντί­κια από­ψε».
Ξύ­πνη­σα. Ο άντρας μου στο νι­πτή­ρα ξυ­ρί­ζε­ται. Ακούω το νε­ρό, στο ξύ­ρι­σμα πρέ­πει να τρέ­χει σι­γά, ομοιό­μορ­φα, του χαϊ­δεύω την πλά­τη, κα­του­ράω και κα­τα­πί­νω το χά­πι μου. Ύστε­ρα, κα­θώς κα­τε­βαί­νω τη σκά­λα, τρα­βάω από το μυα­λό μου τα χαρ­τά­κια, έχω αγω­νία, να βγά­λω τα γράμ­μα­τά μου, αυ­τά της νύ­χτας, και να δεις, έρ­χο­νται κομ­μα­τια­σμέ­να με βλέν­νες μυ­ε­λού, σά­λια σα­λί­γκα­ρου και στις άκρες μι­κρο­σκο­πι­κά πέν­θι­μα χρυ­σάν­θε­μα.

Νί­κη Τρουλ­λι­νού


Το ζώο αυ­τό εί­ναι πρό­βλη­μα

Ας εξε­τά­σου­με τώ­ρα την πε­ρί­πτω­ση που ένας πα­πα­γά­λος προ­σπα­θεί να εγκα­τα­λεί­ψει το κλου­βί του και τε­λι­κά τα κα­τα­φέρ­νει. Πα­ρ’ όλο που μι­λά, δεν εί­ναι σο­φός κι έτσι η γλώσ­σα τού εί­ναι άχρη­στη. Η γού­να του έχα­σε την τρο­πι­κή της χά­ρη, ο σκε­λε­τός του σκέ­βρω­σε, μα η κού­φια του ύλη τον στη­ρί­ζει. Αντί να πτο­εί­ται, κα­τα­φά­σκει στον άνε­μο. Ορ­γώ­νει άπλη­στα τα τέσ­σε­ρα ση­μεία του ορί­ζο­ντα μ’ ένα χτέ­νι­σμα που φέρ­νει την επα­νά­στα­ση. Σύ­ντο­μα νυ­στά­ζει, αλ­λά στο σπί­τι δεν έχει επι­στρο­φή και η ελευ­θε­ρία πέ­φτει τώ­ρα βα­ριά στα φτε­ρά του.

Ο πα­πα­γά­λος συ­νε­χί­ζει κα­τά­κο­πος το μα­κρύ του τα­ξί­δι. Μια τέ­χνη αρ­χαία τον οδη­γεί στο αδιά­κο­πο πέ­ταγ­μα. Στο τε­λευ­ταίο φως της μέ­ρας, με γυ­μνό μά­τι επι­τέ­λους δια­κρί­νει τον Πλα­νή­τη της Αφρο­δί­της. Στη λάμ­ψη του βλέ­πει κά­τι απ’ τη δι­κή του δύ­ση.

Στο άδειο τώ­ρα κλου­βί έπα­ψαν πια να προ­κα­λούν οι τολ­μη­ρές του σκέ­ψεις για πλα­νή­τες, για πτή­σεις, για έτη φω­τός.

Νά­ντη Χα­τζη­γε­ωρ­γί­ου

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: