Μικρή κλίμακα: Νίκος Αδάμ Βουδούρης, Μαρία Ξυλούρη, Έλενα Πέγκα, Νίκη Χατζηδημητρίου

H στή­λη αυ­τή θα προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις). Ενί­ο­τε θα δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

Στους τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς αυ­τού του τεύ­χους έχει δο­θεί η φρά­ση:
«κα­λή τύ­χη».

Λεπτομέρεια από νωπογραφία του Αμπρόζιο Λορεντσέτι (1338)
Λεπτομέρεια από νωπογραφία του Αμπρόζιο Λορεντσέτι (1338)



Oξυ­γό­νο

Ο Χρή­στος Καρ­ράς και η σύ­ζυ­γός του, Βε­νε­τία, εμ­φα­νί­στη­καν ενώ­πιον του δι­κη­γό­ρου Καλ­πού­ζου, αι­τού­με­νοι δια­ζύ­γιο με­τά από σα­ρά­ντα χρό­νια γά­μου. Στην απο­ρία του δι­κη­γό­ρου για τα πώς και τα για­τί της από­φα­σης, η Βε­νε­τία σιω­πού­σε. Ο σύ­ζυ­γός της διευ­κρί­νι­σε στον δι­κη­γό­ρο πως αι­τία του δια­ζυ­γί­ου εί­ναι το ασύμ­βα­το ανά­με­σα στην αγά­πη του για τα κα­να­ρί­νια και στην εμ­μο­νή της Βε­νε­τί­ας με το λι­βά­νι­σμα.
Τα κα­να­ρί­νια, εξη­γού­σε, δεν αντέ­χουν το λι­βά­νι­σμα και η κυ­ρία επι­μέ­νει κά­θε από­γευ­μα που τα που­λιά θέ­λουν να κοι­μη­θούν, να λι­βα­νί­ζει. Στο ση­μείο αυ­τό η Βε­νε­τία μουρ­μού­ρι­σε, αρ­λού­μπες. Ο Καρ­ράς την αγριο­κοί­τα­ξε κι εκεί­νη σιώ­πη­σε ξα­νά. Έκ­πλη­κτος ο δι­κη­γό­ρος ρώ­τη­σε τον ηλι­κιω­μέ­νο τι τα ενο­χλεί τα κα­να­ρί­νια το λι­βά­νι. Ο Καρ­ράς ση­κώ­θη­κε και εί­πε: «Τα κα­να­ρί­νια, αγα­πη­τέ, έχουν με­γά­λη ευαι­σθη­σία στην έλ­λει­ψη οξυ­γό­νου, ίσως δεν το γνω­ρί­ζε­τε, τα εί­χαν οι αν­θρα­κω­ρύ­χοι ως φύ­λα­κες αγ­γέ­λους, κά­θε αν­θρα­κω­ρύ­χος εί­χε κρε­μα­σμέ­νο στο λαι­μό του σαν με­γά­λο με­ντα­γιόν ένα μι­κρό κλου­βά­κι με το κα­να­ρί­νι του για προ­στα­σία και κα­λή τύ­χη. Όταν στη στοά το οξυ­γό­νο λι­γό­στευε, το κα­να­ρί­νι πε­τά­ρι­ζε, αυ­τό ήταν το σή­μα για να γυ­ρί­σει ο αν­θρα­κω­ρύ­χος πί­σω. Τα που­λιά δεν εί­ναι μό­νο ωδι­κά εί­ναι και χρή­σι­μα. Στο σπί­τι μου το οξυ­γό­νο λι­γο­στεύ­ει. Πνί­γο­νται τα καη­μέ­να. Συ­νε­πώς, η λύ­ση εί­ναι δια­ζύ­γιο. Δια­φο­ρε­τι­κά θα την πνί­ξω με το μα­ξι­λά­ρι, κι αυ­τό λι­βά­νι μυ­ρί­ζει».
Τα τε­λευ­ταία λό­για συ­νο­δεύ­τη­καν από πα­ρά­ξε­νο κρό­το κι αυ­τό επει­δή ο Καρ­ράς στις χού­φτες του κρα­τού­σε με­ταλ­λι­κό χαρ­το­κό­πτη. Αφού ξε­στό­μι­σε την απει­λή, τα δά­χτυ­λά του χα­λά­ρω­σαν και ο χαρ­το­κό­πτης πέ­φτο­ντας σφη­νώ­θη­κε στο παρ­κέ.

Νί­κος Αδάμ Βου­δού­ρης

Fred Aris, «Γάτα & κουκουβάγια» (λεπτομέρεια)
Fred Aris, «Γάτα & κουκουβάγια» (λεπτομέρεια)

Ένα τέ­λος

Κα­λή τύ­χη, μου εί­πε ενώ έβγαι­να απ’ το αυ­το­κί­νη­το σκορ­πώ­ντας χαρ­το­μά­ντι­λα απ’ τις τσέ­πες μου χω­ρίς να νοιά­ζο­μαι να τα μα­ζέ­ψω, κι έφυ­γε πριν με δει να μπαί­νω στο σπί­τι, πράγ­μα ασυ­νή­θι­στο για κεί­νον, ωστό­σο ανα­με­νό­με­νο δε­δο­μέ­νων των συν­θη­κών, πα­ρό­λα αυ­τά όμως μπή­κα στο σπί­τι πε­ρι­μέ­νο­ντας ν’ ακού­σω το κου­δού­νι πριν κα­λά κα­λά κλεί­σω την πόρ­τα, να λά­βω ένα μή­νυ­μά του πριν κρε­μά­σω το παλ­τό μου, ή αρ­γό­τε­ρα να δια­βά­σω ένα από τα γνω­στά του με­τα­με­λη­μέ­να ιμέιλ, και την ίδια ώρα που ήλ­πι­ζα να πά­ει έτσι το πράγ­μα και να συ­νε­χί­σου­με τους ίδιους κύ­κλους γύ­ρω από το ίδιο ση­μείο, αν μη τι άλ­λο επει­δή χω­ρίς αυ­τούς, θα έπρε­πε να βρω και­νούρ­γιους κύ­κλους, ή ίσως τε­τρά­γω­να, ή ίσως σχή­μα­τα πα­ντε­λώς άγνω­στά μου, την ίδια ώρα λοι­πόν δεν ήθε­λα κιό­λας, αφού ήμα­σταν κι οι δύο εξα­ντλη­μέ­νοι και κά­πο­τε πρέ­πει, επι­τέ­λους, να ομο­λο­γείς το τέ­λος των πραγ­μά­των αντί να επι­μέ­νεις να κυ­λιέ­σαι στις στά­χτες τους, τά­χα πως κά­ποια ζε­στα­σιά ακό­μα επι­ζεί σ’ αυ­τές, οπό­τε στά­θη­κα εκεί στη μέ­ση του σα­λο­νιού και πε­ρί­με­να η νύ­χτα να μου πει ότι όλα θα πά­νε κα­λά ή έστω κα­λύ­τε­ρα ή έστω αλ­λιώς και ού­τε κου­δού­νι χτύ­πη­σε, ού­τε τη­λέ­φω­νο, μό­νο μια γά­τα ακού­στη­κε να νια­ου­ρί­ζει απέ­ξω, κι έπει­τα τί­πο­τα.

Mα­ρία Ξυ­λού­ρη

James Lloyd, «Αγόρι με μπόξερ», 1963
James Lloyd, «Αγόρι με μπόξερ», 1963

Κα­λή τύ­χη

Τώ­ρα η Μπέ­λα γυ­ρί­ζει σπί­τι από το σχο­λείο με τα πό­δια. Ρί­χνει ένα ψι­λό­βρο­χο, το εί­δος της βρο­χής που δε χρειά­ζε­σαι ομπρέ­λα. Φο­ρά στο κε­φά­λι το πλα­στι­κό της κα­πέ­λο. Έχει μία αί­σθη­ση κα­τεύ­θυν­σης το σώ­μα της, τα πό­δια της, σα να εί­ναι προ­γραμ­μα­τι­σμέ­να, την πη­γαί­νουν πί­σω στο σπί­τι. Στο δρό­μο, λευ­κά με­γά­λα σπί­τια στέ­κουν δε­ξιά και αρι­στε­ρά. Εί­ναι στις ίδιες θέ­σεις που τα άφη­σε χθες. Συ­να­ντά το μι­κρό πάρ­κο με τα γκρί­ζα δέ­ντρα που ρί­χνουν τα κί­τρι­να φύλ­λα τους. Σέρ­νει τη σχο­λι­κή της τσά­ντα που έχει ρό­δες ανά­με­σα σε σω­ρούς από ξε­ρά φύλ­λα. Τα φύλ­λα σκα­λώ­νουν στις ρό­δες, την κα­θυ­στε­ρούν.
Την προ­σπερ­νά ένας μι­κρό­σω­μος άντρας που κρα­τά από το λου­ρί έναν ψη­λό, με­γα­λό­σω­μο σκύ­λο, έναν μο­λοσ­σό. Η Μπέ­λα φα­ντά­ζε­ται τον με­γά­λο σκύ­λο ανά­με­σα σε έπι­πλα, να πη­γαί­νει στην κου­ζί­να, ενώ ο κο­ντός άντρας μα­γει­ρεύ­ει. Την έλ­κει η πα­ρά­ξε­νη ει­κό­να του κο­ντού άντρα με τον ψη­λό σκύ­λο, βγαί­νει από τον δρό­μο της, το σώ­μα της χά­νει τον προ­γραμ­μα­τι­σμό του, τους ακο­λου­θεί.
Έξω από ένα σπί­τι, βλέ­πει τον μι­κρό­σω­μο άντρα να ξε­κλει­δώ­νει την εξώ­πορ­τα, να μπαί­νει μέ­σα με το σκυ­λί. Η Μπέ­λα μέ­νει έξω. Έχει χα­θεί.

«Όταν εί­ναι δύ­σκο­λο να φτά­σου­με κά­που, μπο­ρεί να χρεια­στεί να κλεί­σου­με τα μά­τια μας. Για να πά­με δη­λα­δή από το ένα ση­μείο σε κά­ποιο άλ­λο ση­μείο», εί­χε ακού­σει τη μά­να της να λέ­ει.

Αγ­γί­ζει το κλει­δί που έχει πε­ρα­σμέ­νο στον λαι­μό της, του δι­κού της σπι­τιού. «Κα­λή τύ­χη», λέ­ει στον εαυ­τό της. Κλεί­νει τα μά­τια. Κά­νει με­τα­βο­λή.

Έλε­να Πέ­γκα

Μικρή κλίμακα: Νίκος Αδάμ Βουδούρης, Μαρία Ξυλούρη, Έλενα Πέγκα, Νίκη Χατζηδημητρίου


Το δα­χτυ­λί­δι της τύ­χης

Ως προς την προ­έ­λευ­σή του κα­νέ­να μυ­στή­ριο δεν έκρυ­βε το όμορ­φο κό­σμη­μα: δώ­ρο του προ­πάπ­που μου στην σύ­ζυ­γο και μη­τέ­ρα των παι­διών τους από τα­ξί­δι στην εσπε­ρία, ήταν ζα­φεί­ρι δε­μέ­νο σε λευ­κό­χρυ­σο μα­ζί με τέσ­σε­ρα μι­κρά δια­μα­ντά­κια, όλα πο­λύ­τι­μα και δυ­σεύ­ρε­τα στην Ελ­λά­δα του προ-προη­γού­με­νου αιώ­να.
Η πρό­για­γιά μου –πολ­λά χρό­νια και παι­διά αρ­γό­τε­ρα– όταν ήρ­θε η ώρα να απο­κα­τα­στή­σει την τε­λευ­ταία της θυ­γα­τέ­ρα, της έβα­λε το κό­σμη­μα στο δά­χτυ­λο, τη φί­λη­σε στο μέ­τω­πο και «φέρ­νει κα­λή τύ­χη, θα δεις» τη βε­βαί­ω­σε.
Μι­σόν πε­ρί­που αιώ­να αρ­γό­τε­ρα πρω­το­εί­δα, παι­δί εγώ, το δα­χτυ­λί­δι φο­ρε­μέ­νο από τη για­γιά μου με την ευ­και­ρία γιορ­τής ή επε­τεί­ου.
Άστρα­ψε το ζα­φεί­ρι στα μά­τια μου σαν αστέ­ρι κά­πως, το κα­τά­λα­βε η για­γιά «θα στο χα­ρί­σω για να σου φέ­ρει κα­λή τύ­χη, όταν με­γα­λώ­σεις» υπο­σχέ­θη­κε.

(Προ­σω­πι­κώς μη πι­στεύ­ο­ντας στην τύ­χη και μάλ­λον όντας πι­στή οπα­δός της επι­στή­μης και των γο­νι­δί­ων, πα­ρα­τη­ρώ τις τύ­χες δι­κές μου και των άλ­λων, όσες πέ­ρα­σαν και όσες μέλ­λουν, δί­χως πε­ριέρ­γεια αλ­λά με κα­τα­νό­η­ση).

Στο δα­χτυ­λί­δι, η τύ­χη επε­φύ­λασ­σε ένα τέ­λος μάλ­λον άδο­ξο: όταν έφτα­σε η σει­ρά μου να το χα­ρί­σω στη νύ­φη μου, το πή­γα σε εκτι­μη­τή.

«Ο λευ­κό­χρυ­σος οκέι, οι πέ­τρες κα­λές απο­μι­μή­σεις, το ’χε­τε χρό­νια;» ρώ­τη­σε.

Το ψεύ­τι­κο ζα­φεί­ρι δεν άλ­λα­ξε φυ­σι­κά χέ­ρια και ανα­παύ­ε­ται πά­ντα στο συρ­τά­ρι μου, αγέ­ρω­χο πά­νω στο μαύ­ρο του σα­τέν, έτοι­μο να προ­σφέ­ρει την κα­λή του τύ­χη σε όποιον το πι­στέ­ψει για αλη­θι­νό.
Εί­ναι φα­νε­ρό, λέω, πως και οι πέ­τρες, σαν τις πί­στεις κι αυ­τές, δεν δια­θέ­τουν το φι­λάν­θρω­πο γο­νί­διο του θα­νά­του.

Νί­κη Χα­τζη­δη­μη­τρί­ου

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: