Μικρή κλίμακα: Τίνα Κωτσιοπούλου, Ελένη Μαρινάκη, Μαρία Τσολακούδη

Η στήλη αυτή θα προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε θα δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.

Θέμα: «Είναι κανείς εδώ;»

Είναι κανείς εδώ;

Ο γερανός πήρε σήμερα το πρωί το κίτρινο περίπτερο του μπαρμπα-Δήμου, του περιπτερά της γειτονιάς μας. Καθώς το ξήλωνε, χρόνια ολόκληρα και εποχές έτρεξαν να σωθούν. Το μαύρο τηλέφωνο κρύφτηκε πίσω από τον σκουπιδοτενεκέ του φούρνου. Οι τηλεκάρτες έγιναν πουλιά και οι τσίχλες ρέστα αναμασούσαν τα εφηβικά φιλιά μας πάνω στις νεραντζιές. Τα ωχρά φύλλα των εφημερίδων γλίστρησαν στα φρεάτια και την ξανθιά κυρία του πακέτου των τσιγάρων τη βρήκε η νύχτα να κάθεται ασάλευτη στη στάση του λεωφορείου. Τα πολύχρωμα περιοδικά δεν κατάλαβαν τι γίνεται. Γελούσαν και σφύριζαν ανέμελα ψάχνοντας καινούργιο στέκι.
Μέχρι το βράδυ δεν είχε μείνει τίποτα. Στο πεζοδρόμιο τα ίχνη της καρέκλας του μπαρμπα-Δήμου. Είχε γεράσει μέσα στον συμπυκνωμένο κόσμο ποικίλης ύλης, χαμογελαστός, ανήσυχος και μόνος. Σωστές ή λάθος, οι απαντήσεις μας στους ευφάνταστους γρίφους του κέρδιζαν πάντα καραμέλα. Κανείς δεν δίνει πια καραμέλες στα παιδιά. Ούτε πληροφορίες χωρίς αντίτιμο. Η επόμενη μέρα δεν χρειάζεται περίπτερο. Αυτόματοι πωλητές, πλαστικό χρήμα και χλωμοί υπάλληλοι ξεβάφουν το μέλλον. Ευτυχώς που πέθανε πριν έναν χρόνο, ήσυχος στο άδειο σπίτι του. Με τα κλειδιά του περιπτέρου στο προσκεφάλι του.

Τίνα Κωτσιοπούλου

Ο γάμος.

Βρίσκομαι στο πεζοδρόμιο μιας πόλης άγνωστης και περιμένω το ταξί που θα με πάει στην εκκλησία. Παντρεύεται η μητέρα μου. Το κίτρινο φουστάνι που φορώ ανεμίζει, τα γάντια μου σκεπάζουν όλο τον βραχίονα. Έχω και μια παλιά βαλίτσα ακουμπισμένη κάτω. Κάποιος έρχεται και μου λέει να βιαστώ. Ο γάμος όπου να ’ναι θα τελειώσει.
Γυρίζω προς τα δεξιά και βρίσκομαι σ’ ένα δωμάτιο γονατιστή, προσπαθώντας ν’ ανοίξω τα συρτάρια. Το κίτρινο φουστάνι σέρνεται στο πάτωμα, τα συρτάρια είναι άδεια, το σπίτι σκοτεινό. Είναι κανείς εδώ; λέω ξεψυχισμένα. Με τυλίγει μια αβάσταχτη σιωπή. Σηκώνομαι και βγαίνω έξω. Στην πλατεία κόσμος πολύς χαζεύει στις βιτρίνες, υπαίθριοι πωλητές κάνουνε ακροβατικά, ένα μωρό στο καροτσάκι κλαίει.
Θα πάω σκέφτομαι στη στάση μήπως προλάβω το λεωφορείο.
Ένα παλιό τραίνο περνά και ανεβαίνω. Είμαι η μοναδική επιβάτης, έχω ξεχάσει πού πηγαίνω και το φουστάνι μου σκισμένο κρέμεται στο σώμα μου. Ο οδηγός φοράει κόκκινη στολή με σιρίτια. Είμαι αυλάρχης, λέει, και μου δείχνει τα δόντια του. Εκτροχιάζεται το τραίνο, μια δίνη με ρουφά, φτάσαμε, ακούω κάποιον να φωνάζει. Μεσάνυχτα στο πεζοδρόμιο ακόμα περιμένω με το κίτρινο φουστάνι και τη βαλίτσα να έρθει το ταξί.

Ελένη Μαρινάκη

Η κούνια.

Ο Βαγιανός δούλευε στον πατέρα μου. Μετέφερε εμπορεύματα από την αποθήκη στο μαγαζί, έφερνε τα ψώνια στο σπίτι μας, περιποιόταν τον κήπο. Ήταν αδύνατος, ψηλός, ίσως ψηλότερος κι απ’ τον μπαμπά μου, που ήταν ένα κι ενενήντα.
Με συμπαθούσε και με φρόντιζε. Λίγο παράδοξο, επειδή οι συγγενείς, οι φίλοι των γονιών μου, όλοι, προτιμούσαν την όμορφη καλόβολη αδελφή μου ή τον έξυπνο εξωστρεφή αδελφό μου.
Έφτιαχνε έπιπλα από θαλασσόξυλα για το κουκλόσπιτό μου, σκάλιζε σε κόκαλα σουπιάς σερβίτσια και σκεύη για τη μικροσκοπική κουζίνα του. Στη μεγάλη αμυγδαλιά της αυλής έφτιαξε μόνο για μένα μια κούνια. Με χοντρό, γερό σκοινί και γυαλιστερή πλανισμένη σανίδα. Η κούνια έγινε αντικείμενο συναλλαγής. Η αδελφή μου έκανε κούνια μόνο όταν αναλάμβανε την αντιγραφή μου, οι φίλες μου όταν με άφηναν να τις νικήσω στο κουτσό και στα μήλα.
Ύστερα αρρώστησε κι εξαφανίστηκε. Μια μέρα η μάνα μου μ’ έστειλε να πάω ένα δέμα στο σπίτι του.
– Δεν μπορώ, παίζω, της είπα.
– Τώρα.
Χτύπησα την πόρτα. Ησυχία. Σήκωσα το μάνταλο και μπήκα στο σπίτι. Ένας σκοτεινός χαμηλοτάβανος χώρος.
– Είναι κανείς εδώ; φώναξα.
Από μια σκάλα κολλητά στον τοίχο κατέβηκε η γυναίκα του. Μια ψηλή σκυθρωπή γυναίκα. Έλεγαν γι’ αυτήν ότι ο γιος της ήταν του πατέρα της, όχι του άντρα της.
Ανεβήκαμε μαζί πάνω. Ο Βαγιανός ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα στενό κρεβάτι. Τα πόδια του ξέβγαιναν απ’ τα σκεπάσματα.
– Κάνεις κούνια; με ρώτησε.
Λίγες μέρες μετά πέθανε. Θα ήταν αρκετά μακρύς ο λάκκος που θα τον έθαβαν ώστε να χωρέσουν τα πόδια του;

Μαρία Τσολακούδη

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: