Ποιός φοβάται την Κλιματική Αλλαγή;

Φωτ. από το «Harvard Business Review»
Φωτ. από το «Harvard Business Review»

Ένα πα­ρά­δειγ­μα που χρη­σι­μο­ποιεί­ται συ­χνά, ώστε να έχου­με μια πρό­γευ­ση της επερ­χό­με­νης Κλι­μα­τι­κής Αλ­λα­γής, εί­ναι το φαι­νό­με­νο «Ελ Νί­νιο» το οποίο την πε­ρί­ο­δο 2015-2016 συν­δέ­θη­κε με την εμ­φά­νι­ση και­ρι­κών συν­θη­κών οι οποί­ες με τη σει­ρά τους θε­ω­ρή­θη­καν υπεύ­θυ­νες για νέ­ες εστί­ες ασθε­νειών σε ολό­κλη­ρο τον κό­σμο. Το Ελ Νί­νιο χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από θερ­μό­τε­ρες από τις συ­νη­́θεις ωκε­ά­νιες θερ­μο­κρα­σί­ες, ιδιαί­τε­ρα στον ιση­με­ρι­νό Ει­ρη­νι­κό Ωκε­α­νό και εί­ναι μια από τις με­γα­λύ­τε­ρες κλι­μα­τι­κές «δια­τα­ρα­χές» στον πλα­νή­τη, ευ­τυ­χώς με πα­ρο­δι­κό συ­νή­θως χα­ρα­κτή­ρα.
Σύμ­φω­να λοι­πόν με πρό­σφα­τη με­λέ­τη της NASA, κα­τά τη διάρ­κεια του συμ­βά­ντος αυ­τού τις πα­ρα­πά­νω χρο­νιές, οι αλ­λα­γές στις βρο­χο­πτώ­σεις, οι αυ­ξη­μέ­νες θερ­μο­κρα­σί­ες της επι­φά­νειας της Γης και η βλά­στη­ση, οδή­γη­σαν σε υπε­ρα­νά­πτυ­ξη του πλη­θυ­σμού τών τρω­κτι­κών και των κου­νου­πιών. τα οποία προ­κά­λε­σαν και διευ­κό­λυ­ναν τις συν­θη­́κες με­τά­δο­σης ασθε­νειών, με απο­τέ­λε­σμα την αύ­ξη­ση των κρου­σμά­των της πα­νώ­λης και του χα­ντα-ϊού στο Κο­λο­ρά­ντο και το Νέο Με­ξι­κό, της χο­λέ­ρας στην Ταν­ζα­νία και του δά­γκειου πυ­ρε­τού στη Βρα­ζι­λία και τη νο­τιο­α­να­το­λι­κή Ασία. Επι­πλέ­ον, οι αυ­ξη­μέ­νες βρο­χο­πτώ­σεις στην ανα­το­λι­κή Αφρι­κή κα­τά τη διάρ­κεια του Ελ Νί­νιο επέ­τρε­ψαν στα λύ­μα­τα να μο­λύ­νουν τις το­πι­κές πη­γές νε­ρού κα­θώς και τις συ­γκε­ντρώ­σεις του πό­σι­μου νε­ρού που δεν υφί­στα­νται επε­ξερ­γα­σία.
Αυ­τό εί­ναι ένα μό­νο από τα πολ­λά πα­ρα­δείγ­μα­τα των επι­πτώ­σε­ων που μπο­ρεί να έχει η δια­τα­ρα­χή της κλι­μα­τι­κής ισορ­ρο­πί­ας, αλ­λά και της αλ­λη­λε­ξέρ­τη­σης των φυ­σι­κο­χη­μι­κών πα­ρα­γό­ντων με τη ζωή πά­νω στη Γη. Βέ­βαια το κλί­μα αλ­λά­ζει στη μα­κρά διάρ­κεια. Το ερώ­τη­μα εί­ναι ποιά εί­ναι η κλί­μα­κα των αλ­λα­γών, αν τα οι­κο­συ­στή­μα­τα μπο­ρούν να προ­σαρ­μο­στούν κι αν στις μη ανα­στρέ­ψι­μες με­τα­βο­λές την κύ­ρια ευ­θύ­νη την έχει η αν­θρώ­πι­νη δρα­στη­ριό­τη­τα.

Αλ­λά τι προ­κα­λεί αυ­τή την αλ­λα­γή; Και πώς η αυ­ξα­νό­με­νη θερ­μο­κρα­σία επη­ρε­ά­ζει το πε­ρι­βάλ­λον και τη ζωή μας; Τις τρεις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες, η υπερ­θέρ­μαν­ση του πλα­νή­τη και η αλ­λα­γή του κλί­μα­τος απο­τέ­λε­σαν το αντι­κεί­με­νο πολ­λών πο­λι­τι­κών αντι­πα­ρα­θέ­σε­ων, ιδιαί­τε­ρα στις ΗΠΑ. Πα­ρά τις δια­φο­ρές, τα στοι­χεία των αυ­ξα­νό­με­νων θερ­μο­κρα­σιών εί­ναι αδιαμ­φι­σβή­τη­τα πλέ­ον στην συ­ντρι­πτι­κή πλειο­νό­τη­τα της επι­στη­μο­νι­κής κοι­νό­τη­τας και άκρως εντυ­πω­σια­κά: Τα αρ­χεία θερ­μό­με­τρων που υπάρ­χουν ήδη από τον πε­ρα­σμέ­νο αιώ­να δεί­χνουν ότι η μέ­ση θερ­μο­κρα­σία της Γης έχει αυ­ξη­θεί πε­ρισ­σό­τε­ρο από ένα βαθ­μό Φα­ρε­νάιτ (0,9 βαθ­μούς Κελ­σί­ου) και πε­ρί­που δύο βαθ­μούς σε πε­ριο­χές τής Αρ­κτι­κής.
Αυ­τό δεν ση­μαί­νει ότι οι θερ­μο­κρα­σί­ες δεν θα έπρε­πε να έχουν μια φυ­σιο­λο­γι­κή δια­κύ­μαν­ση με­τα­ξύ των δια­φό­ρων πε­ριο­χών του πλα­νή­τη ή με­τα­ξύ των επο­χών ή κα­τά τη διάρ­κεια της ημέ­ρας. Το θέ­μα εί­ναι ότι η ανά­λυ­ση των μέ­σων θερ­μο­κρα­σιών σε όλο τον κό­σμο δεί­χνει μια αδιαμ­φι­σβή­τη­τα ανο­δι­κή τά­ση η οποία δεν υπο­χω­ρεί όταν απο­συρ­θούν τα γε­νε­σιουρ­γά της αί­τια. Αυ­τή η τά­ση εί­ναι μέ­ρος της Κλι­μα­τι­κής Αλ­λα­γής, την οποία πολ­λοί θε­ω­ρούν συ­νώ­νυ­μη με την Υπερ­θέρ­μαν­ση του Πλα­νή­τη. Άλ­λοι πά­λι προ­τι­μούν να χρη­σι­μο­ποιούν τον όρο «Αλ­λα­γή του Κλί­μα­τος» ο οποί­ος πε­ρι­λαμ­βά­νει όχι μό­νο τις αυ­ξα­νό­με­νες τι­μές της μέ­σης θερ­μο­κρα­σί­ας, αλ­λά και τα ακραία και­ρι­κά φαι­νό­με­να – τυ­φώ­νες, τσου­νά­μι, πλημ­μύ­ρες, πυρ­κα­γιές, καύ­σω­νες και ξη­ρα­σί­ες που ανα­γκά­ζουν ολό­κλη­ρους πλη­θυ­σμούς αν­θρώ­πων και ζώ­ων σε με­τα­νά­στευ­ση, σή­με­ρα ίσως πα­ρο­δι­κή, αύ­ριο μό­νι­μη και με δια­στά­σεις με­γα­λύ­τε­ρες απ᾽ αυ­τές των το­πι­κών πο­λέ­μων.

Πώς μετριέται η αλλαγή του κλίματος;

Πα­ρό­λο που δεν μπο­ρού­με να συμ­βου­λευ­τού­με θερ­μό­με­τρα που πη­γαί­νουν χι­λιά­δες χρό­νια πί­σω, σή­με­ρα δια­θέ­του­με και άλ­λα αρ­χεία που μας βοη­θούν να κα­τα­λά­βου­με ποιες εί­ναι οι θερ­μο­κρα­σί­ες στο μα­κρι­νό πα­ρελ­θόν. Για πα­ρά­δειγ­μα, τα δέ­ντρα απο­θη­κεύ­ουν πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τι­κά με το κλί­μα εκεί που έχουν τις ρί­ζες τους. Κά­θε χρό­νο τα δέ­ντρα γί­νο­νται πα­χύ­τε­ρα και σχη­μα­τί­ζουν νέ­ους δα­κτυ­λί­ους. Σε θερ­μό­τε­ρα και πιο υγρά χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα, οι δα­κτύ­λιοι εί­ναι πα­χύ­τε­ροι. Τα πα­λιά δέ­ντρα και τα ξύ­λα μπο­ρούν να μας πλη­ρο­φο­ρή­σουν για τις συν­θή­κες που επι­κρα­τού­σαν εκα­το­ντά­δες ή και χι­λιά­δες χρό­νια πριν. Άλ­λα «πα­ρά­θυ­ρα στο πα­ρελ­θόν» εί­ναι θαμ­μέ­να σε λί­μνες και ωκε­α­νούς. Η γύ­ρη, τα μι­κρο­σω­μα­τί­δια και η νε­κρή ζω­ϊ­κή ύλη πέ­φτουν όλο το χρό­νο στα βά­θη των ωκε­α­νών και των λι­μνών, σχη­μα­τί­ζο­ντας ιζή­μα­τα. Τα ιζή­μα­τα πε­ριέ­χουν πλη­θώ­ρα πλη­ρο­φο­ριών για το τι συν­θή­κες υπήρ­χαν στην ατμό­σφαι­ρα και στο νε­ρό λί­γο πριν φτά­σουν στον πυθ­μέ­να. Η δειγ­μα­το­λή­ψία γί­νε­ται ει­σά­γο­ντας κυ­λιν­δρι­κούς σω­λή­νες μέ­σα στη λά­σπη συλ­λέ­γο­ντας ιζή­μα­τα από διά­φο­ρα βά­θη, άρα από διά­φο­ρες επο­χές.
Μια πιο άμε­ση γνώ­ση για την ατμό­σφαι­ρα του πα­ρελ­θό­ντος, μας δί­νουν πυ­ρή­νες των στρω­μά­των πά­γου σε ακραί­ες (πο­λι­κές) πε­ριο­χές της Γης. Οι μι­κρο­σκο­πι­κές φυ­σα­λί­δες που πα­γι­δεύ­ο­νται στον πά­γο εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δείγ­μα­τα από την ατμό­σφαι­ρα του πα­ρελ­θό­ντος, κλι­μα­τι­κά απο­λι­θώ­μα­τα. Έτσι, γνω­ρί­ζου­με για πα­ρά­δειγ­μα ότι οι συ­γκε­ντρώ­σεις αε­ρί­ων του θερ­μο­κη­πί­ου στην πε­ρί­ο­δο της «Βιο­μη­χα­νι­κής Επα­νά­στα­σης» η οποία συ­νε­χί­ζε­ται και τώ­ρα, εί­ναι υψη­λό­τε­ρες από ό, τι εδώ και εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες χρό­νια. Από την άλ­λη με­ριά, τα υπο­λο­γι­στι­κά μο­ντέ­λα μας βοη­θούν στην κα­τα­νό­η­ση των μα­κρο­σκο­πι­κών κα­τα­στά­σε­ων και στις προ­βλέ­ψεις για το μελ­λο­ντι­κό κλί­μα, μέ­σω προ­σο­μοιώ­σε­ων του τρό­που με τον οποίο η ατμό­σφαι­ρα και οι ωκε­α­νοί απορ­ρο­φούν την ενέρ­γεια από τον ήλιο και κα­τό­πιν την διο­χε­τεύ­ουν στα δυ­να­μι­κά φαι­νό­με­να. 
Αρ­κε­τοί εί­ναι οι πα­ρά­γο­ντες που επη­ρε­ά­ζουν το πο­σο­στό της ενέρ­γειας του ήλιου που φτά­νει στην επι­φά­νεια της Γης και το πό­ση πό­ση ενέρ­γεια τε­λι­κά απορ­ρο­φά­ται. Πρω­ταρ­χι­κό ρό­λο σε αυ­τόν τον μη­χα­νι­σμό παί­ζουν τα «αέ­ρια του θερ­μο­κη­πί­ου», τα σω­μα­τί­δια στην ατμό­σφαι­ρα (για πα­ρά­δειγ­μα από τις ηφαι­στεια­κές εκρή­ξεις) και οι αλ­λα­γές στις εκ­πο­μπές της ενέρ­γειας που προ­έρ­χο­νται κα­τευ­θεί­αν από τον ήλιο. Τα κλι­μα­τι­κά μο­ντέ­λα σχε­διά­ζο­νται έτσι ώστε να λαμ­βά­νουν υπό­ψη τους όλους αυ­τούς τους πα­ρά­γο­ντες. Έτσι, έχει δια­πι­στω­θεί ότι οι αλ­λα­γές στην ηλια­κή ακτι­νο­βο­λία και τα ηφαι­στεια­κά αε­ρο­λύ­μα­τα συ­νέ­βα­λαν μό­νο στο 2% του πρό­σφα­του απο­τε­λέ­σμα­τος της αύ­ξη­σης της θερ­μο­κρα­σί­ας σε ένα διά­στη­μα 250 ετών. Το υπό­λοι­πο προ­έρ­χε­ται από αέ­ρια που προ­κα­λούν το Φαι­νό­με­νο του Θερ­μο­κη­πί­ου κα­θώς και από πα­ρά­γο­ντες που σχε­τί­ζο­νται άμε­σα με τον άν­θρω­πο, όπως εί­ναι οι χρή­σεις γης (φυ­το­κά­λυ­ψη, δά­ση, αστι­κά συ­στή­μα­τα, εδα­φο­κά­λυ­ψη). Η τα­χύ­τη­τα και η διάρ­κεια αυ­τής της πρό­σφα­της αύ­ξη­σης της θερ­μο­κρα­σί­ας εί­ναι επί­σης αξιο­ση­μεί­ω­τες. Οι ηφαι­στεια­κές εκρή­ξεις, για πα­ρά­δειγ­μα, εκ­πέ­μπουν σω­μα­τί­δια που προ­σω­ρι­νά προ­κα­λούν ψύ­ξη στην επι­φά­νεια της Γης. Δεν έχουν όμως διαρ­κή απο­τε­λέ­σμα­τα πέ­ρα από με­ρι­κά χρό­νια. Φαι­νό­με­να με­γα­λύ­τε­ρης έκτα­σης όπως το Ελ Νί­νο που προ­α­να­φέρ­θη­κε, χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται για σχε­τι­κά μι­κρούς και προ­βλέ­ψι­μους κύ­κλους. Από την άλ­λη πλευ­ρά, οι τύ­ποι των πα­γκό­σμιων δια­κυ­μάν­σε­ων της θερ­μο­κρα­σί­ας που συ­νέ­βα­λαν στην εμ­φά­νι­ση των «πε­ριό­δων του πά­γου» εμ­φα­νί­ζο­νται σε κύ­κλους εκα­το­ντά­δων χι­λιά­δων ετών.
Η απά­ντη­ση λοι­πόν στην ερώ­τη­ση «εί­ναι η πραγ­μα­τι­κή πα­γκό­σμια αύ­ξη­ση της θερ­μο­κρα­σί­ας του πλα­νή­τη;» εί­ναι αναμ­φί­βο­λα ναι: Τί­πο­τα άλ­λο πέ­ρα από την τα­χεία αύ­ξη­ση των εκ­πο­μπών αε­ρί­ων του θερ­μο­κη­πί­ου και την αν­θρώ­πι­νη δρα­στη­ριό­τη­τα δεν μπο­ρεί να εξη­γή­σει πλή­ρως τη δρα­μα­τι­κή, και σχε­τι­κά πρό­σφα­τη, άνο­δο των μέ­σων πα­γκό­σμιων θερ­μο­κρα­σιών.

Διεθνείς συνθήκες, μάχες, επιτεύγματα και συμβιβασμοί

«Υπο­τι­μή­σα­με τους κιν­δύ­νους... υπο­τι­μή­σα­με τη φθο­ρά που συν­δέ­ε­ται με την αύ­ξη­ση της θερ­μο­κρα­σί­ας... και υπο­τι­μή­σα­με τις πι­θα­νό­τη­τες αύ­ξη­σης της θερ­μο­κρα­σί­ας». Αυ­τά εί­πε τον Απρί­λιο του 2008 ο σερ Νί­κο­λας Στερν, ανα­φε­ρό­με­νος στην πο­λύ­κρο­τη έκ­θε­σή του του 2006 για την οι­κο­νο­μία των κλι­μα­τι­κών αλ­λα­γών. Πράγ­μα­τι, τον Οκτώ­βριο του 2006 η έκ­θε­ση[1] αυ­τή τής βρε­τα­νι­κής κυ­βέρ­νη­σης με επι­κε­φα­λής τον Στερν, προ­έ­βλε­ψε ότι η πα­γκό­σμια οι­κο­νο­μία θα μπο­ρού­σε να κλη­θεί να πλη­ρώ­σει λο­γα­ρια­σμό ύψους 4 τρις λι­ρών Αγ­γλί­ας για τις κλι­μα­τι­κές αλ­λα­γές εάν οι εκ­πο­μπές αε­ρί­ων που συμ­βάλ­λουν στο φαι­νό­με­νο του θερ­μο­κη­πί­ου δεν μειω­θούν δρα­στι­κά μέ­σα στα επό­με­να δέ­κα χρό­νια. Η έκ­θε­ση που χαι­ρε­τί­στη­κε ως «η πιο πε­ριε­κτι­κή επι­σκό­πη­ση που έγι­νε πο­τέ πά­νω στην οι­κο­νο­μία των κλι­μα­τι­κών αλ­λα­γών», πή­ρε τε­ρά­στια δη­μο­σιό­τη­τα. Εν­δε­χό­με­νες επι­πτώ­σεις που προ­βλέ­φθη­καν από τον Στερν πε­ρι­λάμ­βα­ναν την με­τα­τρο­πή 200 εκατ. αν­θρώ­πων σε πρό­σφυ­γες κα­θώς ο τό­πος τους θα κα­τα­στρα­φεί από πλημ­μύ­ρες, λι­μούς ή ξη­ρα­σία.
Ο Στερν άσκη­σε πιέ­σεις προ­κει­μέ­νου να υπο­γρα­φεί μέ­σα στο 2007 η συμ­φω­νία που θα δια­δε­χθεί το Πρω­τό­κολ­λο του Κυό­το, τρία χρό­νια νω­ρί­τε­ρα από το 2010, όπως προ­βλε­πό­ταν. Πί­στευε ότι του­λά­χι­στον το 1% του πα­γκό­σμιου ΑΕΠ θα έπρε­πε να δα­πα­νη­θεί για την αντι­με­τώ­πι­ση του προ­βλή­μα­τος, προ­κει­μέ­νου να απο­φευ­χθούν απώ­λειες που θα εί­ναι μέ­χρι και 20 φο­ρές ψη­λό­τε­ρες στην πε­ρί­πτω­ση που θα συ­νε­χι­στεί το business as usual σε­νά­ριο. Στην έκ­θε­ση υπο­στή­ρι­ζε άλ­λω­στε ότι «εάν δεν λη­φθούν μέ­τρα, θα έρ­θου­με αντι­μέ­τω­ποι με μια οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση τέ­τοιου με­γέ­θους που έχου­με να δού­με από τη Με­γά­λη Ύφε­ση και τους δύο πα­γκό­σμιους πο­λέ­μους». Ο Στερν επε­σή­μαι­νε επί­σης τις ευ­και­ρί­ες για την πρά­σι­νη οι­κο­νο­μία που προ­σφέ­ρο­νται από τις απαι­τού­με­νες αλ­λα­γές. Συ­μπο­σού­νται, σύμ­φω­να με μια μέ­τρη­ση, στο πο­σόν των 1,5 τρις €. Η εκτί­μη­ση αυ­τή τον Απρί­λιο του 2008 πε­ρι­κλεί­ε­ται και στη ρή­ση στην αρ­χή του κε­φα­λαί­ου. Σή­με­ρα πι­στεύ­ει πως η κα­τά­στα­ση εί­ναι χει­ρό­τε­ρη απ’ ότι κι ο ίδιος φα­ντα­ζό­ταν. Το ίδιο πι­στεύ­ει και η με­γά­λη ομά­δα των ει­δι­κών του συ­νερ­γα­τών.

[ Φωτ. από το Energia.gr ]

Όλα όμως αυ­τά και πολ­λά άλ­λα που δεν θα πα­ρα­θέ­σου­με σ’ αυ­τό του­λά­χι­στον άρ­θρο, ήταν μια «άβο­λη αλή­θεια» όπως εί­πε αρ­γό­τε­ρα ο αντι­πρό­ε­δρος των ΗΠΑ επί Κλί­ντον, ο Αλ Γκορ. Μια αλή­θεια που επί δε­κα­ε­τί­ες ένα πο­λι­τι­κό, επι­στη­μο­νι­κό και βιο­μη­χα­νι­κό κα­τε­στη­μέ­νο εί­χε κά­θε λό­γο να πο­λε­μή­σει ή να κα­θυ­στε­ρή­σει την ανά­δει­ξή του σε πλειο­ψη­φι­κό ρεύ­μα. Ιδιαί­τε­ρα στις ΗΠΑ. Έτσι, αμέ­σως με­τά τη διά­σκε­ψη του Ρίο για το Πε­ρι­βάλ­λον (1992) 2.700 «αντι­φρο­νού­ντες» επι­στή­μο­νες και δια­νο­ού­με­νοι της άλ­λης πλευ­ράς πέ­ρα­σαν στην αντε­πί­θε­ση. Η έκ­κλη­σή τους, γνω­στή ως Δια­κή­ρυ­ξη της Χαϊ­δελ­βέρ­γης, ήταν ένα μνη­μείο συ­ντη­ρη­τι­κής προ­πα­γάν­δας :

  • Ανη­συ­χού­με για­τί στην αυ­γή του 20οὐ αιώ­να ανα­δύ­ε­ται μια ανορ­θο­λο­γι­κή ιδε­ο­λο­γία που αντι­τί­θε­ται στην επι­στη­μο­νι­κή και βιο­μη­χα­νι­κή πρό­ο­δο και υπο­νο­μεύ­ει την οι­κο­νο­μι­κή και κοι­νω­νι­κή ανά­πτυ­ξη. Φο­βό­μα­στε ότι ο Φυ­σι­κός Κό­σμος, που εξι­δα­νι­κεύ­ε­ται από τα κι­νή­μα­τα που έχουν την τά­ση να βλέ­πουν στο πα­ρελ­θόν, δεν υπάρ­χει και πι­θα­νό­τα­τα δεν υπήρ­ξε πο­τέ από τη στιγ­μή που ο άν­θρω­πος έκα­νε την εμ­φά­νι­σή του στη βιό­σφαι­ρα και από τό­τε ως αν­θρω­πό­τη­τα προ­ο­δεύ­σα­με αυ­ξά­νο­ντας διαρ­κώς την άντλη­ση πό­ρων από τη Φύ­ση και όχι το αντί­θε­το. Συ­νυ­πο­γρά­φου­με τις επι­διώ­ξεις της οι­κο­λο­γί­ας για την εξοι­κο­νό­μη­ση, τον έλεγ­χο και τη δια­τή­ρη­ση των φυ­σι­κών πό­ρων υπό την προ­ϋ­πό­θε­ση ότι οι αι­τιά­σεις της βα­σί­ζο­νται σε επι­στη­μο­νι­κά κρι­τή­ρια και όχι σε ανορ­θο­λο­γι­κές προ­κα­τα­λή­ψεις. Επι­διώ­κου­με να κα­τευ­θύ­νου­με την επι­στη­μο­νι­κή υπευ­θυ­νό­τη­τα και το χρέ­ος μας προς το σύ­νο­λο της κοι­νω­νί­ας. Κα­λού­με τις αρ­χές που εί­ναι υπεύ­θυ­νες για τη μοί­ρα του πλα­νή­τη να μην οδη­γη­θούν σε απο­φά­σεις που υπο­στη­ρί­ζο­νται από ψευ­δο­ε­πι­στη­μο­νι­κά επι­χει­ρή­μα­τα και πα­ρα­ποι­η­μέ­να ή ανερ­μά­τι­στα στοι­χεία. Θέ­λου­με να επι­στή­σου­με την προ­σο­χή όλων στην ανα­γκαιό­τη­τα να βοη­θη­θούν οι ανα­πτυσ­σό­με­νες χώ­ρες ώστε να φτά­σουν σε ένα επί­πε­δο βιώ­σι­μης ανά­πτυ­ξης…χω­ρίς να τις στραγ­γα­λί­ζου­με με μια θη­λιά υπο­χρε­ώ­σε­ων που θα θέ­σει σε κίν­δυ­νο την ανε­ξαρ­τη­σία τους και την αξιο­πρέ­πειά τους. Ο πραγ­μα­τι­κός διά­βο­λος που απει­λεί τη Γη εί­ναι η άγνοια και η κα­τα­πί­ε­ση και όχι η Επι­στή­μη, η Τε­χνο­λο­γία και η Βιο­μη­χα­νία, που ως ερ­γα­λεία μπο­ρούν, με κα­τάλ­λη­λη με­τα­χεί­ρι­ση, να σμι­λεύ­σουν το μέλ­λον της αν­θρω­πό­τη­τας και να ξε­πε­ρά­σουν τα προ­βλή­μα­τα του υπερ­πλη­θυ­σμού, της πεί­νας και των ασθε­νειών.

    Δυ­στυ­χώς, υπάρ­χουν αρ­κε­τοί, ακό­μα και σή­με­ρα, που θα συ­νυ­πέ­γρα­φαν το κεί­με­νο. Το χει­ρό­τε­ρο όμως εί­ναι ότι και αρ­κε­τοί πο­λι­τι­κοί πι­στεύ­ουν κα­τά βά­θος ότι η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση και η κλι­μα­τι­κή αλ­λα­γή εί­ναι δυο φαι­νό­με­να ασύν­δε­τα και ότι στην επο­χή της ύφε­σης μπο­ρού­με να ξε­χά­σου­με το πε­ρι­βάλ­λον. Μπο­ρεί να μην το υπο­στη­ρί­ζουν πλέ­ον δη­μό­σια, αλ­λά οι εν­δό­μυ­χες επι­φυ­λά­ξεις τους εί­ναι ικα­νές να κα­θυ­στε­ρή­σουν τη λή­ψη απο­φά­σε­ων, τό­σο όσο χρειά­ζε­ται για να βρε­θού­με στο χει­ρό­τε­ρο σε­νά­ριο του Nicolas Stern.
    Από την άλ­λη με­ριά, η Ευ­ρω­παϊ­κή συ­στρά­τευ­ση και η αλ­λα­γή του «κλί­μα­τος» στις ΗΠΑ με­τά την εκλο­γή του Ομπά­μα, έκα­ναν τα πράγ­μα­τα κα­λύ­τε­ρα. Η γε­νι­κή αυ­τή αι­σιο­δο­ξία που απο­τυ­πώ­θη­κε και στη διά­σκε­ψη του Πα­ρι­σιού το 2015 όπου ο αμε­ρι­κα­νός πρό­ε­δρος διε­κύ­ρητ­τε ότι «Χω­ρίς κα­μία αμ­φι­βο­λία, η Συμ­φω­νία (του Πα­ρι­σιού) βά­ζει τις βά­σεις και το πλαί­σιο, ώστε να λυ­θεί η πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κή κρί­ση. Αυ­τή η Συμ­φω­νία, αντι­προ­σω­πεύ­ει την κα­λύ­τε­ρη ευ­και­ρία που μας δό­θη­κε πο­τέ για να σώ­σου­με τον ένα και μο­να­δι­κό μας πλα­νή­τη». Άλ­λοι, όπως ο εκ­πρό­σω­πος της Κί­νας Χι Ζεν­χούα και ο Ιν­δός υπουρ­γός πε­ρι­βάλ­λο­ντος Πρά­κας Τζα­βα­ντέ­καρ ήταν πιο με­τριο­πα­θείς και μί­λη­σαν για ιστο­ρι­κό βή­μα αλ­λά και για ανε­πάρ­κειες που θα έπρε­πε να διορ­θω­θούν. Ένα με­γά­λο αγκά­θι ήταν και πά­λι η κα­τα­νο­μή του κό­στους της «κλι­μα­τι­κής προ­σαρ­μο­γής» το οποίο δεν προ­σκρού­ει τό­σο στην ικα­νό­τη­τα των κυ­βερ­νή­σε­ων να αντα­πο­κρι­θούν σ’αυ­τό, όσο στον φό­βο πως τα οι­κο­νο­μι­κά μέ­τρα όσο πα­ρα­μέ­νουν εθε­λο­ντι­κά μπο­ρεί να πλή­ξουν άνι­σα τον αντα­γω­νι­σμό. Εί­ναι όπως και στη φο­ρο­λο­γία: οι συ­νε­πείς στις υπο­χρε­ώ­σεις τους πο­λί­τες ανη­συ­χούν ότι κά­ποιοι άλ­λοι (οι φο­ρο­φυ­γά­δες) θα επω­φε­λη­θούν εις βά­ρος τους.

    Στη συ­νέ­χεια βέ­βαια εί­χα­με δυο μεί­ζο­να γε­γο­νό­τα που φαί­νε­ται να δυ­να­μι­τί­ζουν το το­πίο. Το πρώ­το εί­ναι η έλευ­ση του Τραμπ στην εξου­σία ο οποί­ος «δι­καιο­λό­γη­σε» την από­συρ­ση των ΗΠΑ από τις δε­σμεύ­σεις που εί­χαν ανα­λά­βει, ως προ­ϊ­όν της «επι­στη­μο­νι­κής αβε­βαιό­τη­τας». Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως ήταν μέ­ρος της σω­βι­νι­στι­κής του πο­λι­τι­κής, ιδί­ως απέ­να­ντι στην Ευ­ρώ­πη, κα­θώς και της επι­στρο­φής στον στε­νό εθνι­κι­σμό. Το δεύ­τε­ρο ήταν η βί­αιη αντί­δρα­ση μιας κα­τη­γο­ρί­ας πο­λι­τών στη Γαλ­λία με την ανα­κοί­νω­ση του Μα­κρόν για ανα­φο­ρο­λό­γη­ση των πε­τρε­λαϊ­κών καυ­σί­μων στα αυ­το­κί­νη­τα. Τα «κί­τρι­να γι­λέ­κα» ήταν η συ­ντη­ρη­τι­κή απά­ντη­ση της με­σαί­ας τά­ξης στις (βια­στι­κές) πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κές και δη­μιο­σιο­οι­κο­νο­μι­κές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις του νέ­ου προ­έ­δρου.

    Κλιματική Αλλαγή: Το δικαίωμα στην ανησυχία και το δικαίωμα στη ρύπανση

    Στα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του ’80 οι δειγ­μα­το­λη­ψί­ες στους πά­γους της Ανταρ­κτι­κής επι­βε­βαί­ω­σαν τις υπο­θέ­σεις για την άνο­δο της θερ­μο­κρα­σί­ας του πλα­νή­τη της οφει­λό­με­νης σε με­γά­λο βαθ­μό στις αν­θρω­πο­γε­νείς εκ­πο­μπές διο­ξει­δί­ου του άν­θρα­κα: βιο­μη­χα­νι­κές εκ­πο­μπές, οι­κια­κή κα­τα­νά­λω­ση στις ανε­πτυγ­μέ­νες χώ­ρες, απο­δά­σω­ση στις πιο φτω­χές χώ­ρες εν­θαρ­ρυ­νό­με­νη από τις πλού­σιες … Η αβε­βαιό­τη­τα ήταν ακό­μη πο­λύ με­γά­λη, για­τί τα μο­ντέ­λα προ­έ­βλε­παν το 1998 αύ­ξη­ση της θερ­μο­κρα­σί­ας από 0,4ο έως 5,5ο ως τα τέ­λη του 21ου ενώ η σή­με­ρα απο­δε­κτή από­κλι­ση εί­ναι 2ο έως 5,5ο.[2]
    Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι ακό­μα πιο ανη­συ­χη­τι­κή: σε πλα­νη­τι­κή κλί­μα­κα, η μέ­ση θερ­μο­κρα­σία κα­τά την τε­λευ­ταία πα­γε­τώ­δη πε­ρί­ο­δο, πριν από 18 000 χρό­νια ήταν μό­νο 4° ως 5° κα­τώ­τε­ρη από την ση­με­ρι­νή. Αν οι απαι­σιό­δο­ξες προ­βλέ­ψεις επα­λη­θευ­θούν, οι κλι­μα­τι­κές δια­τα­ρα­χές κα­τά τον επό­με­νο αιώ­να εί­ναι πι­θα­νόν να έχουν την σφο­δρό­τη­τα που εί­χε η τό­τε επέ­κτα­ση των πά­γων (μό­νο που τώ­ρα οι αλ­λα­γές θα εί­ναι αντί­στρο­φες). Οι ανα­με­νό­με­νες επι­πτώ­σεις δεν θα εί­ναι απλώς η άνο­δος της μέ­σης θερ­μο­κρα­σί­ας κα­τά με­ρι­κούς βαθ­μούς, στο σύ­νο­λο του πλα­νή­τη. Οι έντο­νες το­πι­κές δια­κυ­μάν­σεις εν­δέ­χε­ται να φθά­σουν ως την δια­κο­πή του ωκε­ά­νιου ρεύ­μα­τος Gulf Stream. Το απο­τέ­λε­σμα θα εί­ναι να απο­κτή­σουν η Ευ­ρώ­πη και η Βό­ρειος Αμε­ρι­κή πο­λι­κό κλί­μα και να πολ­λα­πλα­σια­στούν οι κλι­μα­τι­κές «ανω­μα­λί­ες» ή φαι­νό­με­να όπως το Ελ Νί­νο που μπο­ρεί να απο­κτή­σει μό­νι­μα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά
    Επι­πλέ­ον, η τή­ξη των πά­γων στην Αρ­κτι­κή και την Ανταρ­κτι­κή ανα­μέ­νε­ται να προ­κα­λέ­σουν άνο­δο της στάθ­μης της θά­λασ­σας έως και κα­τά ένα μέ­τρο. Με­γά­λα τμή­μα­τα της πα­ρά­κτιας ζώ­νης, των δέλ­τα των πο­τα­μών και των πε­διά­δων, κιν­δυ­νεύ­ουν να κα­τα­κλυ­σθούν από τα νε­ρά. Εκεί όμως συ­γκε­ντρώ­νο­νται τα πε­ρισ­σό­τε­ρα εύ­φο­ρα εδά­φη και εκεί ζει το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος του αν­θρώ­πι­νου πλη­θυ­σμού.
    Η πρώ­τη έκ­θε­ση της Δια­κυ­βερ­νη­τι­κής Επι­τρο­πής για την Κλι­μα­τι­κή Αλ­λα­γή (του IPCC), που δη­μο­σιεύ­θη­κε το 1990, επι­βε­βαί­ω­σε την άνο­δο της θερ­μο­κρα­σί­ας, χω­ρίς ωστό­σο να κα­θο­ρί­σει επα­κρι­βώς το μέ­γε­θός της. Η ανη­συ­χία που προ­κά­λε­σε ήταν ωστό­σο αρ­κε­τή, ώστε να συ­να­φθεί στην Νέα Υόρ­κη, τον Μάιο του 1992, η Διε­θνής Σύμ­βα­ση για τις Κλι­μα­τι­κές Αλ­λα­γές, η οποία υπε­γρά­φη από 145 χώ­ρες από όλο τον κό­σμο κα­τά την Συν­διά­σκε­ψη Κο­ρυ­φής για το Πε­ρι­βάλ­λον, που διορ­γα­νώ­θη­κε στο Ρίο από τον Ορ­γα­νι­σμό Ηνω­μέ­νων Εθνών έναν μή­να με­τά. Η Σύμ­βα­ση αυ­τή πα­ρό­τρυ­νε συ­γκε­κρι­μέ­να τις χώ­ρες που την υπέ­γρα­ψαν να ερ­γα­σθούν για την «στα­θε­ρο­ποί­η­ση των συ­γκε­ντρώ­σε­ων των αε­ρί­ων του θερ­μο­κη­πί­ου στην ατμό­σφαι­ρα, σε επί­πε­δο που θα απέ­τρε­πε κά­θε επι­κίν­δυ­νη αν­θρω­πο­γε­νή δια­τα­ρα­χή του κλι­μα­τι­κού συ­στή­μα­τος».[3]
    Τον Απρί­λιο του 1996, μια δεύ­τε­ρη έκ­θε­ση της IPCC, την οποία συ­νέ­τα­ξαν δύο χι­λιά­δες πε­ντα­κό­σιοι διε­θνείς εμπει­ρο­γνώ­μο­νες, συ­νέ­χι­σε να τρο­φο­δο­τεί τις ανη­συ­χί­ες, μο­λο­νό­τι οι συ­ντά­κτες απέ­φυ­γαν να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν ακραία ορο­λο­γία. Δια­πί­στω­ναν όμως ότι «ένα σύ­νο­λο δε­δο­μέ­νων στη­ρί­ζει την υπό­θε­ση ότι ο άν­θρω­πος έχει επί­δρα­ση στο κλί­μα». Για­τί μια τό­σο προ­σε­κτι­κή δια­τύ­πω­ση, την στιγ­μή που οι απο­δεί­ξεις συσ­σω­ρεύ­ο­νται; Διό­τι απλού­στα­τα, ήταν ακό­μα νω­ρίς να ει­πω­θεί όλη η αλή­θεια. Ας μην ξε­χνά­με ακό­μα ότι πολ­λοί από τους εμπλε­κό­με­νους επι­στή­μο­νες ήταν εξαρ­τη­μέ­νοι από χρη­μα­το­δο­τή­σεις (πε­τρε­λαϊ­κών κα­τά κα­νό­να) εται­ρειών που για και­ρό αγω­νί­στη­καν να συ­ντη­ρή­σουν μια πο­λυ­έ­ξο­δη αντι-προ­πα­γάν­δα.[4]

    Το παι­χνί­δι παί­χτη­κε ορι­στι­κά έναν χρό­νο με­τά, στο Κυό­το, τον Δε­κέμ­βριο του 1997. Οι Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες (με 4 % του πλη­θυ­σμού και 22 % των εκ­πο­μπών διο­ξει­δί­ου του άν­θρα­κα) δή­λω­σαν ότι, στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, θα ήσαν πρό­θυ­μες να στα­θε­ρο­ποι­ή­σουν τις εκ­πο­μπές τους ως το 2012 στο επί­πε­δο του 1990. Εξάρ­τη­σαν όμως αυ­τήν τους την πρό­τα­ση, από την δη­μιουρ­γία μια αγο­ράς, όπου οι χώ­ρες, που δεν θα κα­τόρ­θω­ναν να επι­τύ­χουν τους στό­χους τους, θα εί­χαν την δυ­να­τό­τη­τα να αγο­ρά­ζουν «δι­καιώ­μα­τα εκ­πο­μπών» από χώ­ρες με κα­λύ­τε­ρες επι­δό­σεις ή από χώ­ρες πιο φτω­χές και με πε­ριο­ρι­σμέ­νους πό­ρους για τε­χνο­λο­γι­κές αλ­λα­γές. Πιο φι­λό­δο­ξοι οι Ευ­ρω­παί­οι υπο­στή­ρι­ξαν ότι οι βιο­μη­χα­νι­κές χώ­ρες όφει­λαν να μειώ­σουν συ­νο­λι­κά τις εκ­πο­μπές τους κα­τά 15 % με βά­ση το επί­πε­δο το 1990, αλ­λά δεν ήθε­λαν, τα μέ­τρα αυ­τά να εμπο­δί­σουν τις λε­γό­με­νες «ανα­πτυσ­σό­με­νες χώ­ρες».
    Όπως σε πολ­λές με­γά­λες διε­θνείς συν­δια­σκέ­ψεις, το απο­τέ­λε­σμα ήταν άνι­σο. Η μεί­ω­ση που προ­τά­θη­κε και που αφο­ρού­σε μό­νο τις βιο­μη­χα­νι­κές χώ­ρες ήταν 5,2%, με έτος ανα­φο­ράς το 1990 και προ­θε­σμία έως το 2012. Για τις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες ή την Ια­πω­νία αυ­τό με­τα­φρα­ζό­ταν σε υπο­χρέ­ω­ση να μειώ­σουν τις ση­με­ρι­νές τους εκ­πο­μπές κα­τά 18 % και 16 % αντι­στοί­χως. Για την Ευ­ρω­παϊ­κή Ένω­ση, όπου η οι­κο­νο­μία βρι­σκό­ταν σε στα­σι­μό­τη­τα, ο στό­χος ήταν πο­λύ πιο εύ­κο­λο να επι­τευ­χθεί, για­τί η συ­νο­λι­κή μεί­ω­ση δεν θα ήταν πα­ρά 5%, ενώ σε μια χώ­ρα, όπως η Γαλ­λία, όπου η χρή­ση της πυ­ρη­νι­κής ενέρ­γειας εί­ναι εκτε­τα­μέ­νη, δεν θα ξε­περ­νού­σε το 1%. Εκτός αυ­τού, το κεί­με­νο δεν έθι­γε το πρό­βλη­μα των ανα­πτυσ­σο­μέ­νων χω­ρών, οι οποί­ες, στο πλαί­σιο της λο­γι­κής «βιο­μη­χα­νι­κή ανά­πτυ­ξη για όλους» ή «δι­καί­ω­μα στη ρύ­παν­ση» δεν ήθε­λαν να επι­βά­λουν πε­ριο­ρι­σμούς, του­λά­χι­στον χω­ρίς γεν­ναίο οι­κο­νο­μι­κό αντάλ­λαγ­μα. Αλ­λά και οι ανα­πτυσ­σό­με­νες εί­ναι λά­θος να κα­τα­τάσ­σο­νται σε μια ομά­δα. Τι κοι­νό έχουν, για πα­ρά­δειγ­μα, η Μπουρ­γκί­να Φά­σο, η Υε­μέ­νη και τα νη­σιά Του­βα­λού στον Ει­ρη­νι­κό, με τον αφυ­πνι­ζό­με­νο Ασια­τι­κό γί­γα­ντα στο τρί­γω­νο Νό­τιος Κο­ρέα, Κί­να και Ιν­δία;.

    Ο στό­χος που τέ­θη­κε με το Πρω­τό­κολ­λο του Κυό­το θα μπο­ρού­σε να θε­ω­ρη­θεί έως και αστεί­ος με τα ση­με­ρι­νά δε­δο­μέ­να. Σύμ­φω­να με την γνώ­μη ορι­σμέ­νων ει­δι­κών, οι τό­τε προ­τά­σεις αντι­στοι­χού­σαν σε μεί­ω­ση της θερ­μο­κρα­σί­ας κα­τά 0,06ο, όταν η ανα­με­νό­με­νη πλέ­ον αύ­ξη­ση με ορί­ζο­ντα το 2050 εί­ναι 2ο. Η μεί­ω­ση αυ­τή (του Κυό­το) αντι­στοι­χού­σε στο 3 % της προ­σπά­θειας που πρέ­πει πράγ­μα­τι να κα­τα­βλη­θεί, ώστε να ανα­χαι­τι­σθεί απο­τε­λε­σμα­τι­κά η αύ­ξη­ση ης θερ­μο­κρα­σί­ας. Αυ­τοί όμως που βλέ­πουν το πο­τή­ρι μι­σο­γε­μά­το, προ­βάλ­λουν το αντε­πι­χεί­ρη­μα, ότι το Πρω­τό­κολ­λο εί­ναι ένα «πρώ­το βή­μα προς στην ορ­θή κα­τεύ­θυν­ση». Η αλή­θεια βρί­σκε­ται στη μέ­ση: η ελά­χι­στη συμ­φω­νία εί­ναι κα­λύ­τε­ρη από το τί­πο­τα και δη­μιουρ­γεί δυ­να­μι­κή. Από­δει­ξη η ΕΕ που εκτός απ τους κοι­νούς στό­χους έθε­σε τα θε­μέ­λια για μια πο­λι­τι­κή δια­χεί­ρι­σης της ενέρ­γειας στο το­πι­κό επί­πε­δο. Το λε­γό­με­νο Σύμ­φω­νο των Δη­μάρ­χων, με το οποίο πό­λεις και νη­σιά της Ευ­ρώ­πης δε­σμεύ­ο­νται για μεί­ω­ση των εκ­πο­μπών του­λά­χι­στον κα­τά 20% μέ­χρι το 2020, έχει ήδη 2.500 μέ­λη!

    Σε μια τρί­τη γε­νι­κή έκ­θε­ση για το κλί­μα, που δη­μο­σιεύ­τη­κε το 2001, οι διε­θνείς εμπει­ρο­γνώ­μο­νες της IPCC απε­κά­λυ­ψαν ότι, «κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα», οι συ­γκε­ντρώ­σεις διο­ξει­δί­ου του άν­θρα­κα στην ατμό­σφαι­ρα, ου­δέ­πο­τε ήσαν τό­σο υψη­λές στο διά­στη­μα των τε­λευ­ταί­ων εί­κο­σι εκα­τομ­μυ­ρί­ων ετών, και ότι πολ­λά άλ­λα από τα αέ­ρια του θερ­μο­κη­πί­ου, όπως το με­θά­νιο, το διο­ξεί­διο του θεί­ου και τα οξεί­δια του αζώ­του, έφθα­σαν σε επί­σης πρω­το­φα­νή επί­πε­δα. Η επι­τά­χυν­ση των «εκ­πο­μπών άν­θρα­κα» που δια­πι­στώ­θη­κε με­τά το 1990 ήταν πο­λύ με­γά­λη, και η δε­κα­ε­τία 2000-2010 ήταν η θερ­μό­τε­ρη της τε­λευ­ταί­ας χι­λιε­τί­ας. Πα­ρα­τη­ρή­θη­κε επί­σης άνο­δος της θά­λασ­σας κα­τά 10 έως 20 εκα­το­στά και δια­πι­στώ­θη­καν ή προ­βλέ­φθη­καν το­πι­κές αλ­λα­γές, όπως η επι­δεί­νω­ση του φαι­νο­μέ­νου Ελ Νί­νο, η εξα­σθέ­νι­ση της πα­γο­κά­λυ­ψης της Αρ­κτι­κής κα­τά 40% και η δια­τα­ρα­χή των μου­σώ­νων στην Ασία. Η έκ­θε­ση κα­τέ­λη­ξε στο συ­μπέ­ρα­σμα ότι οι πιο έντο­νες δια­τα­ρα­χές θα πα­ρα­τη­ρη­θούν «αναμ­φί­βο­λα» στις τρο­πι­κές χώ­ρες.

    Τον Ιού­λιο του 2001, οι διορ­γα­νω­τές μιας νέ­ας συν­διά­σκε­ψης για το κλί­μα, που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στην Βόν­νη, ανα­γκά­σθη­καν να κά­νουν πρό­σθε­τους συμ­βι­βα­σμούς όσον αφο­ρά τα δι­καιώ­μα­τα εκ­πο­μπών και τις «κα­τα­βό­θρες» διο­ξει­δί­ου του άν­θρα­κα, ιδί­ως για την Ια­πω­νία, τον Κα­να­δά και την Ρω­σία. Για να δια­σώ­σουν το Πρω­τό­κολ­λο του Κυό­το, πε­ριό­ρι­σαν τις υπο­χρε­ώ­σεις των βιο­μη­χα­νι­κών χω­ρών στην απλή στα­θε­ρο­ποί­η­ση των εκ­πο­μπών στο επί­πε­δο του 1990, εγκα­τα­λεί­πο­ντας την μεί­ω­ση κα­τά 5,2% που εί­χε προ­τα­θεί το 1997. Αυ­τό όμως δεν ήταν αρ­κε­τό για να αλ­λά­ξει την στά­ση του Μπους, που προ­τί­μη­σε να πο­ντά­ρει στο 10% της πι­θα­νό­τη­τας να απο­φύ­γει ο πλα­νή­της την κα­τα­στρο­φή. Λί­γους μή­νες αρ­γό­τε­ρα, στις 10 Νο­εμ­βρί­ου του 2001, ύστε­ρα από μια δια­πραγ­μα­τευ­τι­κή διελ­κυ­στίν­δα χω­ρίς προη­γού­με­νο στα χρο­νι­κά της οι­κο­λο­γί­ας, η Ευ­ρώ­πη κα­τόρ­θω­σε να πεί­σει 167 χώ­ρες να υπο­γρά­ψουν την Συμ­φω­νία του Μα­ρα­κές, με την οποία θε­σπί­σθη­καν οι ανα­γκαί­ες νο­μο­θε­τι­κές δια­τά­ξεις για την επι­κύ­ρω­ση και την θέ­ση σε ισχύ του Πρω­το­κόλ­λου του Κυό­το. Τη στιγ­μή όμως που, κα­τά την διάρ­κεια του 2001, οι Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες αύ­ξη­σαν τις εκ­πο­μπές αε­ρί­ων του θερ­μο­κη­πί­ου κα­τά 3,1 % (πρό­κει­ται για την με­γα­λύ­τε­ρη ετή­σια αύ­ξη­ση από το 1990), δύο νέ­ες με­λέ­τες του ΟΗΕ, που δη­μο­σιεύ­τη­καν το 2002, κα­τέ­λη­ξαν στο συ­μπέ­ρα­σμα ότι η αλ­λα­γή του κλί­μα­τος έχει κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα υπο-εκτι­μη­θεί ότι εν­δέ­χε­ται να φθά­σει σε 5,8° έως 6,9° το 2100.
    Ο προ-τε­λευ­ταί­ος σταθ­μός στις διε­θνείς δια­πραγ­μα­τεύ­σεις για το κλί­μα, η Διά­σκε­ψη της Κο­πεγ­χά­γης του 2009, δεν τε­λεί­ω­σε με το κα­λύ­τε­ρο δυ­να­τό απο­τέ­λε­σμα: τη γε­νι­κή συμ­φω­νία πά­νω σ΄ έναν πο­σο­τι­κό στό­χο, π.χ. μεί­ω­ση της τά­ξε­ως του 40% των εκ­πο­μπών σε σχέ­ση με τα επί­πε­δα του 1990. Κά­τι που και να συ­νέ­βαι­νε, δεν θα έλυ­νε προ­φα­νώς όλα τα προ­βλή­μα­τα, ού­τε θα ήταν αρ­κε­τό για την αντι­με­τώ­πι­ση της υπερ­θέρ­μαν­σης του πλα­νή­τη. Θα έδι­νε όμως το σή­μα πως η διε­θνής κοι­νό­τη­τα εί­ναι σε θέ­ση να δια­χει­ρι­στεί έναν κοι­νό κίν­δυ­νο κά­νο­ντας μια υπέρ­βα­ση επί των αναμ­φι­σβή­τη­των πο­λι­τι­κών δια­φο­ρών. Αυ­τό δεν επε­τεύ­χθη. Πα­ρά την απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα της ΕΕ και την εντυ­πω­σια­κή στρο­φή της αμε­ρι­κα­νι­κής αντι­προ­σω­πεί­ας, η οποία για πρώ­τη φο­ρά ανα­γνω­ρί­ζει την κρι­σι­μό­τη­τα της κα­τά­στα­σης, δη­μο­σιο­ποιεί τις προ­θέ­σεις της πριν από τη διά­σκε­ψη (μεί­ω­ση 17% με βά­ση το 2005) και ανα­κοι­νώ­νει σει­ρά οι­κο­νο­μι­κών μέ­τρων στή­ρι­ξης των αδυ­νά­των, αρ­χής γε­νο­μέ­νης από το πα­κέ­το των 30 δισ. δολ­λα­ρί­ων μέ­χρι το 2020. Όχι όμως χω­ρίς όρους.
    Ο Ομπά­μα το εί­χε δη­λώ­σει τό­τε χω­ρίς πε­ρι­στρο­φές. Θα απαι­τη­θεί έλεγ­χος και προ­σα­να­το­λι­σμός των πό­ρων σε έρ­γα αντι­με­τώ­πι­σης (mitigation) και προ­σαρ­μο­γής. Κά­τι που δεν αρέ­σει στους ανα­πτυσ­σό­με­νους. Πε­τούν την μπά­λα έξω από το γή­πε­δο και μι­λούν με όρους ηθι­κούς: να πλη­ρώ­σουν αυ­τοί που ρυ­παί­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρο. Να πλη­ρώ­σουν, σύμ­φω­νοι. Αλ­λά για­τί; Για να τι­μω­ρη­θούν για τις αμαρ­τί­ες του πα­ρελ­θό­ντος ή για να βοη­θή­σουν τους κα­κο­προ­αί­ρε­τους εταί­ρους τους να αντι­με­τω­πί­σουν από κοι­νού έναν πα­γκό­σμιο «εχθρό»; Εί­ναι προ­φα­νές ότι δια­λέ­γουν το πρώ­το. Για­τί αυ­τό αρέ­σει στο διε­θνές «αρι­στε­ρό» ακρο­α­τή­ριο. Το οποίο εί­ναι πρό­θυ­μο να συγ­χω­ρή­σει τις εγ­χώ­ριες πο­λι­τι­κές ελίτ για τις ανι­κα­νό­τη­τές τους, αρ­κεί να κα­τευ­θύ­νουν τα πυ­ρά τους ομα­δόν στην πέ­ραν του Ατλα­ντι­κού υπερ­δύ­να­μη.

    Αυ­τήν ακρι­βώς την ατμό­σφαι­ρα εκ­με­ταλ­λεύ­τη­κε και η Κί­να, η οποία, ενώ πριν από τη διά­σκε­ψη άφη­νε να εν­νοη­θεί ότι εί­ναι δια­τε­θει­μέ­νη να προ­χω­ρή­σει σε δια­κα­νο­νι­σμό με την άλ­λη υπερ­δύ­να­μη (καθ΄ ότι και οι δύο μα­ζί κα­τέ­χουν το με­ρί­διο του λέ­ο­ντος των εκ­πο­μπών), κα­τά τη διάρ­κεια των δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων στην Κο­πεγ­χά­γη άλ­λα­ξε τα­κτι­κή και προ­τί­μη­σε να παί­ξει το χαρ­τί των «αδι­κη­μέ­νων από τη δια­δι­κα­σία της ανά­πτυ­ξης». Με άλ­λα λό­για επέ­λε­ξε να ηγη­θεί του γνω­στού μπλοκ των δια­μαρ­τυ­ρο­μέ­νων, που ενώ δεν έχουν την πα­ρα­μι­κρή διά­θε­ση να αλ­λά­ξουν πο­λι­τι­κή, διεκ­δι­κούν εν τού­τοις χρή­μα­τα σε κά­θε τέ­τοια ευ­και­ρία. Έτσι η Κί­να- ανέ­ξο­δα- κερ­δί­ζει πό­ντους σε μια παρ­τί­δα όπου η κλι­μα­τι­κή αλ­λα­γή χρη­σι­μο­ποιεί­ται με τρό­πο προ­σχη­μα­τι­κό για την απλή με­τα­φο­ρά πό­ρων και από την άλ­λη απο­φεύ­γει την οποια­δή­πο­τε δέ­σμευ­ση για το δι­κό της σύ­στη­μα εκ­πο­μπών. Αυ­τό ήταν άλ­λω­στε και το ση­μείο τρι­βής, που επε­σή­μα­ναν όλοι οι αντι­κει­με­νι­κοί ανα­λυ­τές: η Κί­να διέ­γρα­ψε από το σχέ­διο συμ­φω­νί­ας κά­θε ανα­φο­ρά σε πο­σο­τι­κά στοι­χεία, αρ­νού­με­νη ταυ­το­χρό­νως να επι­τρέ­ψει στους μη­χα­νι­σμούς που προ­βλέ­πει το Κιό­το τη διε­ξα­γω­γή ελέγ­χων των εκ­πο­μπών στο έδα­φός της.

    Πέ­ρα από τα γε­ω­πο­λι­τι­κά παι­γνί­δια, εί­ναι φα­νε­ρό ότι στις δια­πραγ­μα­τεύ­σεις υπει­σέρ­χο­νται πα­ρά­γο­ντες όπως η βιο­μη­χα­νία, το πυ­ρη­νι­κό lobby, οι δα­σι­κές φυ­τεί­ες (κα­τα­κρά­τη­ση CO2), οι θέ­σεις των κρα­τών στη διε­θνή αγο­ρά ενέρ­γειας (πε­τρε­λαιο­πα­ρα­γω­γοί) και φυ­σι­κά το σχε­τι­κό κό­στος. Η Ελ­λά­δα που γε­νι­κά αντι­στέ­κε­ται στις αλ­λα­γές, ήθε­λε να εξα­ντλή­σει όλα τα πε­ρι­θώ­ρια για τον «εθνι­κό πό­ρο» τον λι­γνί­τη. Το αν αυ­τό θα στοι­χί­σει πο­λύ ακρι­βό­τε­ρα αύ­ριο, δεν αφο­ρά συ­νή­θως τους πο­λι­τι­κούς που ηγού­νται των κυ­βερ­νή­σε­ων του σή­με­ρα αλ­λά τους μελ­λο­ντι­κούς.

    Η υπόθεση της αποανάπτυξης

    Κα­θώς ο κό­σμος γέ­μι­σε από μας και τα πράγ­μα­τά μας, άδεια­σε απ αυ­τά που ήταν εδώ πριν από μας. Για να χει­ρι­στού­με αυ­τό το νέο εί­δος ελ­λείμ­μα­τος, χρειά­ζε­ται οι επι­στή­μο­νες να ανα­πτύ­ξουν ένα «γε­μά­το κό­σμο» και οι οι­κο­νο­μο­λό­γοι να αντι­κα­τα­στή­σουν την οι­κο­νο­μία του «άδειου κό­σμου». Herman DALY

      Ανά­πτυ­ξη : μια λέ­ξη-κλει­δί για κυ­βερ­νή­σεις της αρι­στε­ράς και τη δε­ξιάς και θέ­μα αφι­σο­κολ­λή­σε­ων για την πλειο­νό­τη­τα των κι­νη­μά­των που υπο­στη­ρί­ζουν μια εναλ­λα­κτι­κή πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση. Ιδε­ο­λό­γη­μα ή μια κα­λο­στη­μέ­νη πα­γί­δα; 
      Θε­με­λιω­μέ­νη πά­νω στη συσ­σώ­ρευ­ση του πλού­του, εί­ναι κα­τα­στρο­φι­κή για τη φύ­ση και γεν­νή­το­ρας κοι­νω­νι­κών ανι­σο­τή­των. Μή­πως λοι­πόν ήρ­θε η ώρα να δου­λέ­ψου­με πά­νω στην απο-ανά­πτυ­ξη: σε μια κοι­νω­νία θε­με­λιω­μέ­νη πε­ρισ­σό­τε­ρο στην ποιό­τη­τα και όχι στην πο­σό­τη­τα, στη συ­νερ­γα­σία και όχι στον αντα­γω­νι­σμό, σε μια αν­θρω­πό­τη­τα απε­λευ­θε­ρω­μέ­νη από τον οι­κο­νο­μι­σμό και προ­σβλέ­που­σα στην κοι­νω­νι­κή δι­καιο­σύ­νη;
      Βέ­βαια, με­τά από με­ρι­κές δε­κα­ε­τί­ες φρε­νή­ρους σπα­τά­λης, φαί­νε­ται ότι μπή­κα­με εκό­ντες άκο­ντες στη ζώ­νη των κα­ται­γί­δων κυ­ριο­λε­κτι­κά και με­τα­φο­ρι­κά... H κλι­μα­τι­κή απορ­ρύθ­μι­ση συ­νο­δεύ­ε­ται από πο­λέ­μους για το πε­τρέ­λαιο, τους οποί­ους θα δια­δε­χθούν πό­λε­μοι για το νε­ρό, αλ­λά και πι­θα­νές παν­δη­μί­ες, εξα­φα­νί­σεις ει­δών και με­τα­να­στεύ­σεις εξαι­τί­ας της αλ­λα­γής των βιο-πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κών συν­θη­κών. Υπό αυ­τές τις συν­θή­κες, η κοι­νω­νία της ανά­πτυ­ξης δεν μπο­ρεί να εί­ναι με μι­κρές διορ­θω­τι­κές αλ­λα­γές ού­τε αει­φό­ρος ού­τε επι­θυ­μη­τή.
      Η κοι­νω­νία της ανά­πτυ­ξης (με­γέ­θυν­σης) μπο­ρεί να ορι­σθεί επα­κρι­βώς ως μια κοι­νω­νία που κυ­ριαρ­χεί­ται από μια οι­κο­νο­μία ανά­πτυ­ξης η οποία τεί­νει να απορ­ρο­φη­θεί από τον ίδιο της τον εαυ­τό. Η ανά­πτυ­ξη για την ανά­πτυ­ξη γί­νε­ται με αυ­τόν τον τρό­πο ο κύ­ριος σκο­πός, αν όχι ο μο­να­δι­κός, της ζω­ής. Μια τέ­τοια οι­κο­νο­μία όμως δεν εί­ναι βιώ­σι­μη, για­τί πα­ρα­βιά­ζει τα όρια του γνω­στού μας κό­σμου, με δε­δο­μέ­νη την εκ­θε­τι­κή μέ­χρι τώ­ρα αύ­ξη­ση του πλη­θυ­σμού. Οι μειώ­σεις του οι­κο­λο­γι­κού αντί­κτυ­που της ανά­πτυ­ξης (ανά μο­νά­δα πα­ρα­γό­με­νου προ­ϊ­ό­ντος), δεν εί­ναι εφι­κτές χω­ρίς μια μεί­ω­ση του συ­νο­λι­κού όγκου της αγο­ράς. Δια­φο­ρε­τι­κά, τα κέρ­δη ου­σια­στι­κά εκ­μη­δε­νί­ζο­νται από τον πολ­λα­πλα­σια­σμό των πω­λού­με­νων αγα­θών (κα­τά­στα­ση στην οποία έχει ήδη δο­θεί το όνο­μα «φαι­νό­με­νο ανα­πή­δη­σης»). Η «νέα οι­κο­νο­μία» εί­ναι βέ­βαια σχε­τι­κά άυ­λη ή του­λά­χι­στον λι­γό­τε­ρο υλι­κή, αλ­λά αντι­κα­θι­στά σε μι­κρό­τε­ρο βαθ­μό απ’ όσο πι­στεύ­α­με την πα­λαιά, με απο­τέ­λε­σμα οι «κα­κοί δεί­κτες» να συ­νε­χί­ζουν να αυ­ξά­νουν. Ακό­μη και η ακλό­νη­τη πί­στη των ορ­θό­δο­ξων οι­κο­νο­μο­λό­γων σ’αυ­τήν την αέ­ναη και πολ­λές φο­ρές άσκο­πη προς τα εμπρός κί­νη­ση, κα­θώς και η πε­ποί­θη­ση ότι η επι­στή­μη του μέλ­λο­ντος θα επι­λύ­σει όλα τα προ­βλή­μα­τα, φαί­νε­ται να βρί­σκο­νται στο τέ­λος της δι­κής τους ιστο­ρί­ας.
      Η κοι­νω­νία της ανά­πτυ­ξης δεν εί­ναι η λύ­ση στα προ­βλή­μα­τά μας για του­λά­χι­στον τρεις λό­γους: γεν­νά ανι­σό­τη­τες και αδι­κί­ες, δη­μιουρ­γεί την ψευ­δαί­σθη­ση μιας επί­πλα­στης ευ­μά­ρειας και δεν απο­τε­λεί ού­τε για τους ίδιους τους «προ­νο­μιού­χους» μια βιώ­σι­μη πρό­τα­ση. Η άνο­δος του επι­πέ­δου ζω­ής, απ την οποία σκέ­φτε­ται να επω­φε­λη­θεί η πλειο­νό­τη­τα των κα­τοί­κων του Βορ­ρά, γί­νε­ται όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο μια φε­νά­κη. Ξο­δεύ­ουν βε­βαί­ως πε­ρισ­σό­τε­ρο με όρους αγο­ράς αγα­θών και εμπο­ρι­κών υπη­ρε­σιών, αλ­λά ξε­χνούν να μειώ­σουν την αύ­ξη­ση του αφα­νούς κό­στους. Αυ­τό (το κό­στος) προ­σλαμ­βά­νει διά­φο­ρες μορ­φές, εμπο­ρι­κές και μη, όπως υπο­βάθ­μι­ση της ποιό­τη­τας ζω­ής (αέ­ρας, νε­ρό, δια­τρο­φή), έξο­δα «απο­ζη­μί­ω­σης» και απο­κα­τά­στα­σης (φάρ­μα­κα, νο­ση­λεία, με­τα­φο­ρές, ανά­γκη από­δρα­σης από τα αστι­κά κέ­ντρα), επέ­κτα­ση του κα­θε­στώ­τος των τυ­πο­ποι­η­μέ­νων τρο­φί­μων (παι­δι­κές τρο­φές, εμ­φια­λω­μέ­νο νε­ρό, junk foods) κ.ά.

      Ο Χέρ­μαν Ντέι­λυ όρι­σε ένα σύν­θε­το δεί­κτη, τον Δεί­κτη Αυ­θε­ντι­κής Προ­ό­δου, ο οποί­ος ελέγ­χει με αυ­τόν τον τρό­πο το εγ­χώ­ριο ακα­θά­ρι­στο προ­ϊ­όν ως προς τις απώ­λειες που οφεί­λο­νται στη ρύ­παν­ση και στη γή­ραν­ση του πε­ρι­βάλ­λο­ντος. Από τη δε­κα­ε­τία του 1970 στις ΗΠΑ, όπου τα σχε­τι­κά με­γέ­θη κα­τα­γρά­φο­νται, ο δεί­κτης κόλ­λη­σε και στη συ­νέ­χεια πή­ρε τον κα­τή­φο­ρο, πα­ρά το γε­γο­νός ότι το ΑΕΠ δεν στα­μά­τη­σε να αυ­ξά­νε­ται. Εί­ναι λυ­πη­ρό που κα­νείς στην Ελ­λά­δα δεν έχει επι­φορ­τι­στεί ακό­μη με τη διε­νέρ­γεια αυ­τών των υπο­λο­γι­σμών. Έχου­με κά­θε λό­γο να πι­στεύ­ου­με ότι το απο­τέ­λε­σμα θα εί­ναι ανά­λο­γο. Ενό­ψει αυ­τών των συν­θη­κών, πε­ριτ­τεύ­ει να πού­με ότι η ανε­ξέ­λεγ­κτη ανά­πτυ­ξη εί­ναι ένα τρύ­πιο πι­θά­ρι, τό­σο στο πλαί­σιο της φα­ντα­σια­κής οι­κο­νο­μί­ας της ευ­η­με­ρί­ας όσο και σ’ αυ­τό της κοι­νω­νί­ας της κα­τα­νά­λω­σης! Για­τί αυ­τό που ανα­πτύσ­σε­ται από τη μια πλευ­ρά ταυ­τό­χρο­να δια­βρώ­νε­ται από την άλ­λη.
      Όλα αυ­τά δεν αρ­κούν δυ­στυ­χώς για να μας κά­νουν να αλ­λά­ξου­με πο­ρεία ώστε να απο­φύ­γου­με τη σύ­γκρου­ση.Αν σκε­φτού­με σο­βα­ρά, η απo-ανά­πτυ­ξη εί­ναι μια ανα­γκαιό­τη­τα. Αρ­χι­κά δεν απο­τε­λού­σε ιδα­νι­κό ού­τε και το μο­να­δι­κό σκο­πό μιας με­τα-ανα­πτυ­ξια­κής κοι­νω­νί­ας ή κά­ποιου άλ­λου κό­σμου. Τώ­ρα, κά­νο­ντας την ανά­γκη φι­λο­τι­μία, αρ­χί­ζου­με να συ­νει­δη­το­ποιού­με, του­λά­χι­στον στις κοι­νω­νί­ες του Βορ­ρά, ότι η επι­λε­κτι­κή απο-ανά­πτυ­ξη εί­ναι ένας στό­χος από τον οποίο μπο­ρού­με να ελ­πί­ζου­με οφέ­λη. Για να γί­νου­με πιο συ­γκε­κρι­μέ­νοι, η απo-ανά­πτυ­ξη δεν εί­ναι μια αρ­νη­τι­κή ανά­πτυ­ξη, έκ­φρα­ση αντι­νο­μι­κή και αφη­ρη­μέ­νη, η οποία κα­τά λέ­ξη θα σή­μαι­νε: «Προ­χω­ρή­στε οπι­σθο­χω­ρώ­ντας». Η δυ­σκο­λία στην οποία βρί­σκε­ται κα­νείς για να με­τα­φρά­σει στα αγ­γλι­κά τη λέ­ξη «décroissance»[5] εί­ναι εν­δει­κτι­κή αυ­τής της νοη­τι­κής κυ­ριαρ­χί­ας του οι­κο­νο­μι­σμού και ανά­λο­γη κα­τά κά­ποιο τρό­πο της αδυ­να­μί­ας να με­τα­φέ­ρει κα­νείς τη λέ­ξη ανά­πτυ­ξη (κα­θώς επί­σης φυ­σι­κά και τη λέ­ξη απο-ανά­πτυ­ξη) στις αφρι­κα­νι­κές γλώσ­σες.
      Γνω­ρί­ζου­με ότι και απλή επι­βρά­δυν­ση της ανά­πτυ­ξης βυ­θί­ζει τις κοι­νω­νί­ες μας στην από­γνω­ση εξαι­τί­ας του φό­βου για αύ­ξη­ση της ανερ­γί­ας, εγκα­τά­λει­ψη των κοι­νω­νι­κών προ­γραμ­μά­των και μεί­ω­ση της πο­λι­τι­στι­κής ύλης, στοι­χεία που δια­σφα­λί­ζουν ένα ελά­χι­στο επί­πε­δο ποιό­τη­τας ζω­ής. Μπο­ρού­με να φα­ντα­στού­με πό­σο κα­τα­στρο­φι­κός θα ήταν ένας αρ­νη­τι­κός δεί­κτης ανά­πτυ­ξης! Όπως δεν υπάρ­χει τί­πο­τα χει­ρό­τε­ρο από μια κοι­νω­νία ερ­γα­σί­ας χω­ρίς ερ­γα­σία, έτσι δεν υπάρ­χει χει­ρό­τε­ρο από μια κοι­νω­νία ανά­πτυ­ξης χω­ρίς ανά­πτυ­ξη. Εί­ναι αυ­τό για το οποίο κα­τη­γο­ρεί η πα­ρα­δο­σια­κή αρι­στε­ρά τον φι­λε­λεύ­θε­ρο σο­σια­λι­σμό, ελ­λεί­ψει τόλ­μης από μέ­ρους της να εγκα­τα­λεί­ψει το φα­ντα­σια­κό της κό­σμο. Η απο-ανά­πτυ­ξη λοι­πόν δεν μπο­ρεί να γί­νει αντι­λη­πτή πα­ρά μό­νο σε μια κοι­νω­νία απο-ανά­πτυ­ξης, της οποί­ας το πλαί­σιο πρέ­πει να κα­θο­ρί­σου­με.
      Ένας τέ­τοιος προ­σα­να­το­λι­σμός θα μπο­ρού­σε να συ­νί­στα­ται αρ­χι­κά στη μεί­ω­ση έως και κα­τάρ­γη­ση κλά­δων της βιο­μη­χα­νί­ας που βα­σί­ζο­νται στην κα­τα­νά­λω­ση μη ανα­γε­νό­με­νων πό­ρων. Την επα­νε­ξέ­τα­ση του ση­μα­ντι­κού όγκου των με­τα­κι­νή­σε­ων αν­θρώ­πων και εμπο­ρευ­μά­των στον πλα­νή­τη με βά­ση τον αρ­νη­τι­κό αντί­κτυ­πο που αυ­τές προ­κα­λούν. Την συρ­ρί­κνω­ση του χώ­ρου της επι­ζή­μιας και συ­χνά απα­τη­λής δια­φή­μι­σης και της βιο­μη­χα­νί­ας δη­μιουρ­γί­ας νέ­ων επί­πλα­στων ανα­γκών. Την κα­τάρ­γη­ση του κα­θε­στώ­τος της αυ­ξα­νό­με­νης απα­ξί­ω­σης των προ­ϊ­ό­ντων που απο­σύ­ρο­νται χω­ρίς άλ­λη δι­καιο­λο­γία πα­ρά μό­νο για να κά­νουν να γυ­ρί­ζει πιο γρή­γο­ρα η γι­γά­ντια μη­χα­νή πα­ρα­γω­γής αγα­θών και σκου­πι­διών μα­ζί (η ανα­κύ­κλω­ση εί­ναι το έσχα­το στά­διο, προη­γεί­ται η απο­φυ­γή).
      Υπό αυ­τή τη έν­νοια, η απο-ανά­πτυ­ξη δεν ση­μαί­νει ανα­γκα­στι­κά μια υπο­χώ­ρη­ση της ευ­η­με­ρί­ας. Το 1848, για τον Καρλ Μαρξ εί­χε έρ­θει η ώρα για την κοι­νω­νι­κή επα­νά­στα­ση, και το σύ­στη­μα ήταν ώρι­μο για το πέ­ρα­σμα στην κο­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία της αφθο­νί­ας. Η απί­στευ­τη υπερ­πα­ρα­γω­γή βαμ­βα­κε­ρών υφα­σμά­των και των άλ­λων χει­ρο­ποί­η­των ει­δών, τού φαι­νό­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο από επαρ­κής - υπό τον όρο της κα­τάρ­γη­σης του κρα­τι­κού μο­νο­πω­λί­ου - για να θρέ­ψει, να στε­γά­σει και να ντύ­σει ολό­κλη­ρο τον πλη­θυ­σμό (του­λά­χι­στον τον δυ­τι­κό). Τό­τε βέ­βαια, ο υλι­κός «πλού­τος» ήταν πο­λύ μι­κρό­τε­ρος απ’ ό,τι σή­με­ρα: δεν υπήρ­χαν ού­τε αυ­το­κί­νη­τα, ού­τε αε­ρο­πλά­να, ού­τε πλα­στι­κά, ού­τε πλυ­ντή­ρια, ού­τε ψυ­γεία, ού­τε ηλε­κτρο­νι­κοί υπο­λο­γι­στές, ού­τε βιο­τε­χνο­λο­γί­ες, ού­τε πα­ρα­σι­το­κτό­να, ού­τε χη­μι­κά λι­πά­σμα­τα, ού­τε πυ­ρη­νι­κή ενέρ­γεια! Πα­ρά τις ανή­κου­στες κο­σμο­γο­νι­κές αλ­λα­γές που εί­χε επι­φέ­ρει η βιο­μη­χα­νι­κή επα­νά­στα­ση, οι ανά­γκες πα­ρέ­με­ναν ακό­μη πε­ριο­ρι­σμέ­νες και η ικα­νο­ποί­η­σή τους έμοια­ζε να εί­ναι εφι­κτή. Η ευ­τυ­χία, όσον αφο­ρά την υλι­κή της υπό­στα­ση, έμοια­ζε να εί­ναι στα χέ­ρια της αν­θρω­πό­τη­τας. Η απο­τυ­χία του κομ­μου­νι­στι­κού πει­ρά­μα­τος, πα­ρά τα μι­κρά δια­λείμ­μα­τα αι­σιο­δο­ξί­ας, απο­μά­κρυ­νε για ενά­μι­συ πε­ρί­που αιώ­να την ου­το­πία της κοι­νω­νί­ας της ελεγ­χό­με­νης αυ­τάρ­κειας.
      Ίσως όμως, για να αντι­λη­φθού­με την κοι­νω­νία μιας ήπιας και επι­λε­κτι­κής απο-ανά­πτυ­ξης –και να φτά­σου­με σε αυ­τήν– θα πρέ­πει να βγού­με προς στιγ­μήν από την σφαί­ρα της οι­κο­νο­μί­ας. Αυ­τό ση­μαί­νει να ανα­θε­ω­ρή­σου­με την κυ­ριαρ­χία της οι­κο­νο­μί­ας στην υπό­λοι­πη ζω­ής μας, θε­ω­ρη­τι­κά και πρα­κτι­κά, αλ­λά κυ­ρί­ως μέ­σα στο μυα­λό μας. Μπο­ρού­με, εμπνε­ό­με­νοι από τη χάρ­τα «Κα­τα­νά­λω­ση και Τρό­ποι Ζω­ής», που προ­τά­θη­κε στο φό­ρουμ των μη κυ­βερ­νη­τι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων ήδη από το 1992 στο Ρίο, να συ­μπυ­κνώ­σου­με όλο αυ­τό το πρό­γραμ­μα σε μια δια­κή­ρυ­ξη έξι αρ­χών: επα­νε­κτί­μη­ση, ανα­διάρ­θρω­ση, ανα­δια­νο­μή, μεί­ω­ση, επα­να­χρη­σι­μο­ποί­η­ση, ανά­κτη­ση. Οι έξι αλ­λη­λο­ε­ξαρ­τώ­με­νοι στό­χοι ενερ­γο­ποιούν έναν κύ­κλο αναί­μα­κτης ανα­προ­σαρ­μο­γής, αει­φό­ρου και βιώ­σι­μης. Θα μπο­ρού­σα­με επί­σης να επι­μη­κύ­νου­με τη λί­στα των αρ­χών με τις εξής: επα­νεκ­παί­δευ­ση, με­τα­ποί­η­ση, επα­να­προσ­διο­ρι­σμός, επα­να­σχε­δί­α­ση, ανα­θε­ώ­ρη­ση κτλ., και βε­βαί­ως επα­να­το­πο­θέ­τη­ση, αλ­λά όλες αυ­τές οι αρ­χές έως ένα βαθ­μό πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται στις έξι πρώ­τες.
      Θα μπο­ρού­σα­με να απα­ριθ­μί­σου­με και άλ­λες αξί­ες που θα πρέ­πει να πά­ρουν το προ­βά­δι­σμα και να ανα­δει­χθούν από την αφά­νεια στην οποία τις κα­τα­δί­κα­σε μια χρη­σι­μο­θη­ρι­κή ηθι­κή. Έτσι, ο αλ­τρουι­σμός θα έπρε­πε να πά­ρει το προ­βά­δι­σμα από τον εγω­ι­σμό, η συ­νερ­γα­σία από τον αδυ­σώ­πη­το αντα­γω­νι­σμό, η χα­ρά της δια­σκέ­δα­σης από τον εθι­σμό στην ερ­γα­σία, η σπου­δαιό­τη­τα της κοι­νω­νι­κής ζω­ής από τη χω­ρίς όρια κα­τα­νά­λω­ση, η από­λαυ­ση της τέ­χνης από τον πα­ρα­γω­γι­σμό, η λο­γι­κή από το πα­ρά­λο­γο κτλ.

      Το πρό­βλη­μα εί­ναι ότι οι ση­με­ρι­νές αξί­ες εί­ναι συ­στη­μι­κές. Υπο­θάλ­πο­νται και διε­γεί­ρο­νται από το σύ­στη­μα και σε αντα­πό­δο­ση συμ­με­τέ­χουν στην επα­να­φόρ­τι­ση και την ανα­πα­ρα­γω­γή του. Βέ­βαια, η επι­λο­γή μιας δια­φο­ρε­τι­κής προ­σω­πι­κής ηθι­κής, όπως της εκού­σιας απλό­τη­τας, της επι­λεγ­μέ­νης λι­τό­τη­τας κτλ. μπο­ρεί να επι­τα­χύ­νει τις ανα­γκαί­ες με­ταρ­ρυθ­μί­σεις και να υπο­σκά­ψει τα φα­ντα­σια­κά θε­μέ­λια του συ­στή­μα­τος, αλ­λά, χω­ρίς μια ρι­ζι­κή με­τα­κί­νη­ση του ίδιου του συ­στή­μα­τος των αξιών, η αλ­λα­γή κιν­δυ­νεύ­ει να εί­ναι πε­ριο­ρι­σμέ­νη.

      ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Ηλία Ευ­θυ­μιό­που­λου ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

       

      αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: